Μάης ’68: Η ουτοπία της φαντασίας στην εξουσία
Πενήντα χρόνια μετά τη "νύχτα των οδοφραγμάτων", το News 24/7 θυμάται τον Μάη του '68. Οι φοιτητές, οι εργάτες, τα αιτήματα, οι συγκρούσεις και η παράνομη οργάνωση του αυθορμητισμού μέσα από ένα κάλεσμα ποιητικής ανυπακοής.
- 10 Μαΐου 2018 07:06
Η εξέγερση του Μάη του ’68 στη Γαλλία, ξεκίνησε ως απέχθεια κατά του αστικού πανεπιστημίου, για να μετατραπεί στη συνέχεια σε απέχθεια κατά του συνόλου της αστικής τάξης. Η αντιθεσμική, αντιαυταρχική διάθεση εκείνης της γενιάς, ήταν η αφετηρία της εξέγερσης κατά των καθηγητών, των πατεράδων και των αφεντικών, κατά της λεγόμενης δηλαδή ιδεολογίας των τριών “P” (Profs, Péres, Patrons). Ο πολιτικός λόγος των διαφόρων ρευμάτων της αριστεράς, δημιούργησε έναν επαναπροσδιορισμό βασικών θέσεων στις ατομικές και συλλογικές “στρατηγικές” της επινόησης νέων ιδανικών. Από τη μία, ο “ρεβιζιονισμός” ή “σταλινισμός” του Γαλλικού Κομουνιστικού Κόμματος, από την άλλη, η πολιτική γραμμή των μαοϊκών σε σχέση με αυτή των τροτσκιστών και των αναρχικών, σε μια άλλη “γραμμή” η Προλεταριακή Αριστερά και η εφημερίδα της La Cause du peuple (Η υπόθεση του λαού), αλλά και οι ανταγωνιστικές μαοϊκές οργανώσεις, όπως το Κομουνιστικό Μαρξιστικό-Λενινιστικό κόμμα της Γαλλίας ή η οργάνωση “Ζήτω η Επανάσταση”. Όλοι αυτοί και πολλοί ακόμα, αποτέλεσαν το κράμα, μέσα από το οποίο “χειραγωγήθηκε” τελικά η διάθεση αμφισβήτησης των φοιτητών.
Για την κατανόηση αυτής της “αλυσίδας”, είναι απαραίτητο να αναφέρουμε ότι τα φοιτητικά “θέλω” εκφράστηκαν – καταρχάς – στη γλώσσα της κυρίαρχης μαρξιστικής ορολογίας, δηλαδή πάνω στο φόντο μιας σύγκρουσης ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο. Η ρήξη αυτή ήταν η έκφραση μιας συλλογικής διάθεσης για εξέγερση, η οποία ενστερνίστηκε κάθε πιθανό “σύμβολο” της εποχής: φυσικά το “Κεφάλαιο” του Μαρξ, και από εκεί και μετά, το κύρος των στρατευμένων διανοούμενων με μπροστάρη τον Σαρτρ, την ακτινοβολία του Χο Τσι Μινχ και του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου της Αλγερίας (FLN), τον Τσε Γκεβάρα και τα αντάρτικα της Λατινικής Αμερικής, συνολικά δηλαδή κάθε αντιαποικιοκρατικό και αντιιμπεριαλιστικό αγώνα (Αλγερία, Κούβα, Βιετνάμ κλπ), που σφραγίζονταν από το μαρξιστικό-λενινιστικό όραμα.
Την περίοδο πριν και μετά τον Μάιο του ’68, στη Γαλλία – και όχι μόνο – γεννήθηκαν αμέτρητες πολιτικές οργανώσεις, κυρίως μικρές αριστερίστικες ομάδες με θεωρητικό υπόβαθρο και όργανα προπαγάνδας, οι οποίες συντηρούσαν τη “λατρεία” του δικού τους – η καθεμία – προφήτη (Μάο, Τρότσκι, Τσε κλπ), προσπαθώντας παράλληλα να ορίσουν τη δική τους ταυτότητα σε σχέση με τις ανταγωνιστικές οργανώσεις, με “όπλα” τα ξεχωριστά τους “δόγματα”. Η μεγάλη πάλη όλων αυτών είχε ως βασικό αντίπαλο τη θεσμική αριστερά (το ΓΚΚ), η οποία τους αφόριζε ως αστούς, διανοούμενους και μικροαστούς, εισπράττοντας ως απάντηση το “ανάθεμα” περί σταλινικών και ρεβιζιονιστών. Πέρα πάντως από τις αντεγκλήσεις αυτές, οι “αριστερίστικες προφητείες” λειτούργησαν και ως κινητήρια δύναμη στην οργάνωση και τον προσανατολισμό της διάχυτης επαναστατικότητας του φοιτητικού κινήματος.
Η απαίτηση των Γάλλων φοιτητών για μια καθαρή πολιτική ταυτότητα, ήταν συγχρόνως απαίτηση απαντήσεων σε όλα τα “γιατί” της γενιάς τους. Τα ερωτήματα ήταν ανοιχτά. Από το “ποιος είμαι” στο “πού πηγαίνω”, οι νέοι έψαχναν έναν πρακτικό οδηγό, μέσω του οποίου θα μπορούσε να υλοποιηθεί η “ουτοπία”. Και αυτή αποδείχτηκε ως η μεγαλύτερη τροχοπέδη για ένα κοινωνικό κίνημα που δεν μπόρεσε να ορίσει τη δική του “φυσιογνωμία”. Πέρα όμως από το αποτέλεσμα και παρά το γεγονός ότι οι μορφές διαμαρτυρίας που χρησιμοποιήθηκαν (απεργίες, διαδηλώσεις, οδοφράγματα, καταλήψεις), ήταν εντελώς “κλασικές”, τα γεγονότα εκείνων των δυο μηνών (Μαΐου & Ιουνίου) έμειναν στην ιστορία, ακριβώς επειδή προσπάθησαν να αλλάξουν τον ρου της. Μπορεί εκείνη η γενιά να πίστεψε ότι η ανέλπιστη “Μεγάλη Νύχτα” της επανάστασης είχε επιτέλους φτάσει, όμως τελικά εκείνα που επιβεβαιώθηκαν, ήταν τα λόγια του Ντε Γκολ από τα τέλη Μαΐου: “Το διάλειμμα είχε τελειώσει”…
Ποτέ ξανά, από τότε μέχρι σήμερα, δεν κατάφερε κανένα άλλο κίνημα να “ξαναπαίξει” το ίδιο έργο, οπωσδήποτε όχι με την ίδια απήχηση που είχε εκείνη η εξέγερση, εκείνες τις λίγες, “ασυνήθιστες” εβδομάδες. Το ότι ο Μάης του ’68 είχε μικρή διάρκεια, καθόλου δεν ενόχλησε τη μυθολογία, το ίδιο και η έλλειψη συνέχειας. Η κρατούσα – αστική – τάξη αποκαταστάθηκε πολύ γρήγορα και φρόντισε να απαλλαγεί από τον “ιστορικό κίνδυνο”, εξαγοράζοντας τη λήθη με τις γνωστές, αστικές συνήθειες. Πέντε, άντε δέκα λεπτά στην τηλεόραση κάθε χρόνο τον Μάιο, ίσως ένα ντοκιμαντέρ κάθε δέκα χρόνια, μαζί με τα απομνημονεύματα των “αγωνιστών” γραμμένα σε ατελείωτα βιβλία, ήταν υπέρ-αρκετά ώστε η νόμιμη εξουσία να απαλλαγεί μια για πάντα από τον φόβο μιας επανάληψης. Το σύνθημα “η φαντασία στην εξουσία” μπορεί να επικύρωσε στις συνειδήσεις των φοιτητών τον ρεαλισμό του επαναστατικού σχεδίου και ένα – βασικότατο – λόγο να επιβεβαιώσουν την ύπαρξή τους, αλλά δεν ήταν αρκετό για να μετατρέψει τον αριστερίστικο ακτιβισμό σε καθημερινή πρακτική σε βάθος χρόνου.
Τί ήταν όμως ο Μάης του ’68, αν θα έπρεπε να τον εξηγήσει κάποιος; Και ποια είναι η ερμηνεία που μπορεί να του ταιριάζει; Καταρχήν οι φοιτητές, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους δεν ήταν πολιτικοποιημένοι, απαιτούσαν ισότητα ευκαιριών και καλύτερες συνθήκες εργασίας. Οι πιο πολιτικοποιημένοι στο πανεπιστημιακό περιβάλλον πήγαν ένα βήμα παραπέρα, καταγγέλλοντας την καταναλωτική κοινωνία, ενώ τα εργατικά συνδικάτα ζητούσαν αύξηση των μισθών, προκειμένου να έχουν μεγαλύτερη πρόσβαση στην κατανάλωση. Οι διανοούμενοι έβλεπαν τη μεγάλη ευκαιρία “φωταγώγησης” των δυνάμεων της αμφισβήτησης, οι πολιτικοί αντίπαλοι του Ντε Γκολ μιλούσαν για “δημοκρατικό έλλειμμα” και οι καλλιτέχνες κατηγορούσαν την ανυπόφορη λογοκρισία. Όλα αυτά μαζί σηματοδότησαν μια σημαντική ρήξη στη γαλλική κοινωνία, χωρίς όμως να την επηρεάσουν καθοριστικά. Πολλοί μιλούν για ένα “πριν” και ένα “μετά” τον Μάη. Η ίδια όμως η εξέλιξη της ιστορίας δε δείχνει κάτι τέτοιο. Βέβαια, όλα μπορεί να μοιάζουν προφανή κατόπιν εορτής, το θέμα όμως είναι ότι ο Μάης υπήρξε πράγματι μια καταιγίδα.
Η κοινωνία της αφθονίας ήταν μια σημαντική παράμετρος στην εξήγηση του “ξεσπάσματος”. Το ίδιο και η “πλήξη” της Γαλλίας, την οποία κυβερνούσε επί μια δεκαετία ο Ντε Γκολ. Ο πόλεμος της Αλγερίας είχε τελειώσει, το Βιετνάμ δεν απασχολούσε τους Γάλλους εκτός από την άκρα αριστερά, σε τελική ανάλυση το μόνο που ενδιέφερε ήταν ο εκσυγχρονισμός της οικονομίας και η άνοδος των ρυθμών ανάπτυξης, η αναδιαμόρφωση δηλαδή κοινωνικών ιστών και τάξεων. Μπορεί να μην είχε φτάσει ακόμα η ώρα του “τέλους των ιδεολογιών”, όμως η ιστορία – και μαζί της η Γαλλία – βρέθηκαν τελείως απροετοίμαστες μπροστά στην έκρηξη που ξεκίνησε με αφορμή τον ξεσηκωμό των φοιτητών εναντίον ενός απαρχαιωμένου και πουριτανικού κανονισμού (την απαγόρευση των νυχτερινών επισκέψεων ανάμεσα σε αγόρια και κορίτσια στις φοιτητικές εστίες των πανεπιστημιουπόλεων). Όμως αυτή η “αθώα” φοιτητική αναταραχή πήρε μια τελείως διαφορετική διάσταση τον Μάρτιο του 1968 στην τεράστια Πανεπιστημιούπολη που είχε χτιστεί σε χρόνο ρεκόρ στα προάστια του Παρισιού, στη Ναντέρ, με στόχο να απορροφήσει το μεγάλο και συνεχώς αυξανόμενο κύμα του φοιτητικού “πληθυσμού”.
Οι πολιτικές οργανώσεις που στεγάζονταν εκεί ήταν πολυάριθμες και δραστήριες, με βίαιες συγκρούσεις και παρεμβάσεις προς κάθε κατεύθυνση, κυρίως εναντίον του πολέμου του Βιετνάμ και του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Παράλληλα όμως οι καταγγελτικές τους φωνές απευθύνονταν στους μηχανισμούς κοινωνικής επιλογής για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια, προκαλώντας τις πρώτες σοβαρές “ρωγμές” της αναταραχής. Η αντίδραση των ακαδημαϊκών και κυβερνητικών αρχών, ήταν άμεση και κατασταλτική. Έκλεισαν το πανεπιστήμιο της Ναντέρ και κατόπιν εκείνο της Σορβόννης, στέλνοντας τους “υποκινητές” όχι μόνο στα πειθαρχικά συμβούλια των σχολών, αλλά και στα πλημμελειοδικεία. Κάπως έτσι, απρόβλεπτα και αμείλικτα, ξεκίνησε ένα ντόμινο γεγονότων, με την κατάσταση να ξεφεύγει από κάθε έλεγχο. Στην αρχή μερικές χιλιάδες φοιτητές διαδήλωσαν στους δρόμους, φωνάζοντας “αφήστε ελεύθερους τους συντρόφους μας”. Όταν κάποιοι από αυτούς, μέλη οργανώσεων της άκρας αριστεράς, φορώντας κράνη και καλύπτοντας τα πρόσωπά τους με μαντήλια, θέλησαν να πιαστούν στα χέρια με τους αστυνομικούς, η βία ξέσπασε πλέον χωρίς προσχήματα.
Οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας πλήθυναν, έγιναν πιο μαχητικές, στράφηκαν εναντίον της αστυνομικής βίας και ζητούσαν το άνοιγμα της Ναντέρ και της Σορβόννης. Η ελεγχόμενη από τον Ντε Γκολ τηλεόραση δεν έδειχνε εικόνες από τα γεγονότα, όμως αρκετοί ραδιοφωνικοί σταθμοί όχι μόνο ενημέρωναν για τα επεισόδια, αλλά έκαναν και ζωντανές συνδέσεις από τα πεδία των μαχών, δημιουργώντας μια νέα πραγματικότητα ένταξης των ΜΜΕ στην πολιτική σκηνή, μέσα από μια πρωτόγνωρη “παρεμβατικότητα” στην ενημέρωση του κοινού, αλλά και στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Τα έκτροπα συνεχίστηκαν ανεβάζοντας συνεχώς τη “θερμοκρασία” στους δρόμους του Παρισιού, τα συνθήματα στο Καρτιέ Λατέν έστελναν ξεκάθαρα μηνύματα. Το “CRS-SS” (τα CRS ήταν τα γαλλικά ΜΑΤ), που εξίσωνε τους Γάλλους μπάτσους με τα γερμανικά SS, έγινε κραυγή αποδοκιμασίας στα χείλη των φοιτητών, που άρχισαν να ξηλώνουν με σιδηρολοστούς το οδόστρωμα, για να συμπληρώσουν τα πολεμοφόδια, δίπλα στα κοκτέιλ Μολότοφ και τα υπόλοιπα αυτοσχέδια πυρομαχικά. Το βράδυ της 10ης Μαΐου στήθηκαν για πρώτη φορά οδοφράγματα, μετατρέποντας το Καρτιέ σε οχυρό.
Οι συγκρούσεις εκείνης της νύχτας ήταν οι πιο σφοδρές. Η αστυνομία κατάφερε να ξαναπάρει τον έλεγχο τις πρώτες πρωινές ώρες και αφού πρώτα είχε ρίξει χιλιάδες δακρυγόνα στην περιοχή, καταδιώκοντας και χτυπώντας με απίστευτη σκληρότητα εκατοντάδες διαδηλωτές. Οι εικόνες που έκαναν τον γύρο του κόσμου την επόμενη ημέρα, ήταν ένα σοκ για ολόκληρη τη Γαλλία: εκατοντάδες απανθρακωμένα αυτοκίνητα, διαλυμένα πεζοδρόμια, κατεστραμμένες βιτρίνες, ένα σκηνικό απόλυτου χάους. Οι αφηγήσεις για τις απίστευτες βιαιότητες και τους ξυλοδαρμούς των εκατοντάδων συλληφθέντων στα αστυνομικά τμήματα, είχε ως αποτέλεσμα τον ξεσηκωμό των εργατών, που σχεδόν “ανάγκασαν” τα συνδικάτα τους να σταθούν αλληλέγγυα απέναντι στους φοιτητές. Την γενική απεργία της 13ης Μαΐου, ακολούθησαν καταλήψεις σε εργοστάσια σε όλη τη χώρα, ενώ σταδιακά παρέλυσε ο δημόσιος τομέας. οδηγώντας το φοιτητικό ξέσπασμα σε μια γενικευμένη πολιτική κρίση. Οι αφίσες και τα συνθήματα είχαν καλύψει τους τοίχους, σε ένα κάλεσμα ποιητικής ανυπακοής (“Απαγορεύεται το απαγορεύεται”, “Η φαντασία στην εξουσία”, “Μη δουλεύετε ποτέ. Ζήστε!”, “Σύντομα θα φάμε τα ΜΑΤ”, Καθηγητές, μας γερνάτε”, “Συμβουλή στους εργάτες: θάνατος στους διευθυντές” και πολλά άλλα).
Τελικά όλα αποδείχθηκαν μια μεγάλη ψευδαίσθηση. Ήδη από τα τέλη Μαΐου, οι διαδηλωτές που συνέχιζαν να κατεβαίνουν στους δρόμους, αντιμετώπιζαν τον “λήθαργο” της “αναγκαστικής συνέχειας”, αγνοώντας παντελώς την προοπτική μιας επαναστατικής διαδικασίας μέσα σε μια συνεχή καθημερινότητα σε βάθος χρόνου. Στο μεταξύ, τα συνδικάτα βρέθηκαν να διαπραγματεύονται με την κυβέρνηση τη λήξη της απεργίας, κερδίζοντας την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού και τη συνδικαλιστική ελευθερία στις επιχειρήσεις, “σπάζοντας” όμως έτσι το αρραγές μέχρι τότε μέτωπο φοιτητών-εργατών, ενώ ο Ντε Γκολ ανακοίνωσε τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη γενικών εκλογών. Και μπορεί ο Ζαν Πολ Σαρτρ να προειδοποίησε τους πάντες μέσω ενός άρθρου του στο περιοδικό Temps Modernes με τον χαρακτηριστικό τίτλο “Εκλογές, παγίδα για μαλάκες”, όμως όλα είχαν πάρει πλέον το δρόμο τους. Η δεξιά βγήκε κερδισμένη και ενισχυμένη όσο ποτέ, όλα επανήλθαν στους γνωστούς προ Μάη ρυθμούς, ενώ οι πλακόστρωτοι δρόμοι στο Καρτιέ Λατέν ασφαλτοστρώθηκαν, ώστε να μην μπορεί να ξηλωθεί το οδόστρωμα στο μέλλον. Το καλοκαίρι σήμανε το σύνθημα για τη μαζική αναχώρηση των διακοπών και η επανάσταση τελείωσε πριν καν αρχίσει.
Αν κάτι χαρακτήρισε τελικά τον Μάη του ’68, αυτό ήταν η πολυσυλλεκτικότητα των αιτημάτων, εκφρασμένη μέσα από “απίθανες” συμμαχίες. Οι στριμωγμένοι στις εστίες φοιτητές ζητούσαν δυνατότητες και προοπτική, ελευθερία ηθών και κατάργηση της λογοκρισίας. Οι εργάτες διεκδικούσαν ελευθερία στις συνδικαλιστικές τους δραστηριότητες στα εργοστάσια και ένα τέλος στην αυθαίρετη εξουσία των διευθυντών. Όλα αυτά βγήκαν προς τα έξω σε αυτή τη σπάνια “σύζευξη” επιδιώξεων, πρώτον, επειδή ο Ντε Γκολ, πολύ σίγουρος για τον εαυτό του, έκανε λάθος εκτίμηση για τη δυναμική της εξέγερσης και δεύτερον, επειδή η αστυνομική βία ήταν τόσο ακραία και παράλογη, που συσπείρωσε τους εργάτες γύρω από τους φοιτητές. Για όσους έζησαν εκείνα τα γεγονότα, έμεινε ένα συναίσθημα απελευθέρωσης και αρκετές “δονήσεις” υπερβάσεων, που όμως αποδείχθηκαν εφήμερες. Κοιτώντας την εξέλιξη και την κατάληξη εκείνης της γενιάς, είναι σαφές ότι εκείνο το αλληλέγγυο κίνημα που όρθωσε το ανάστημά του απέναντι στον καπιταλισμό και τη γραφειοκρατία, “απορροφήθηκε” σε τεράστιο βαθμό από τους ίδιους τους “εχθρούς” του, υπηρετώντας χρόνια αργότερα τις αστικές δημοκρατίες και τον φιλελευθερισμό, μέσα από θέσεις διευθυντών και μεγαλοστελεχών.
Η αντιπαράθεση μεταξύ αστών και προλετάριων, αντικαταστάθηκε από την αντιπαράθεση μεταξύ συστήματος και περιθωρίου, με τελείως διαφορετικά “δίπολα”. Εξουσία και παρανομία, τάξη και ανταρσία, ένταξη και αμφισβήτηση. Με τις δεύτερες έννοιες όμως, πλέον κάτω από την ταμπέλα του “περιθωρίου”, με έναν συνεχή αρνητικό προσδιορισμό, έτσι ώστε αστοί και προλετάριοι – στη σύγχρονη μορφή τους – να “φοβούνται” κάθε επαναπροσδιορισμό των θέσεων του κοινωνικού χώρου, κάτι που σαφώς βολεύει την κάθε μορφής εξουσία. Σήμερα, πενήντα χρόνια μετά από τα γεγονότα του Μάη του ’68, αν κάτι μένει ως ανάμνηση, είναι η ανατρεπτική στρατηγική των φοιτητών, που κατάφερε να οργανώσει παράνομα τον αυθορμητισμό. Οι υπαρξιακές αναζητήσεις των “πουρκουάδων” του Παρισιού, που ξεχύθηκαν στο Καρτιέ Λατέν ρωτώντας “pour qui et pourquoi” (για ποιον και γιατί;), συγκρούστηκαν με κάθε μορφής κατεστημένο, συνδύασαν την έμπνευση με τη λεηλασία της πολιτικής και μας άφησαν ως δική τους παρακαταθήκη, την έστω για λίγες μέρες παρουσία της φαντασίας στην εξουσία.