John Kouskoutis

ΕΙΔΑΜΕ ΤΟΥΣ ΠΕΡΣΕΣ ΝΑ ΑΠΟΒΙΒΑΖΟΝΤΑΙ ΣΤΗ ΣΑΛΑΜΙΝΑ- Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ ΣΤΗΘΗΚΕ ΜΕ ΥΛΙΚΑ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑΣ

Είδαμε την παράσταση «Πέρσες -Το ταξίδι στο πεδίο των ψυχών» του Σέρβου Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο της 2023 Ελευσίς Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας.

Μπορεί το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου και ο τρόπος παρουσίασης αρχαίων έργων στο εμβληματικό θέατρο να μονοπώλησε φέτος το καλοκαίρι το ενδιαφέρον κοινού και κριτικών και να επέσυρε την μήνιν ουκ ολίγων θεατρόφιλων λόγω των πάσης φύσεως πειραματισμών, ωστόσο εκτός Επιδαυρίων παίχτηκε η παράσταση του καλοκαιριού, μια μοναδική θεατρική εμπειρία, που όσοι την είδαν δεν θα την ξεχάσουν.

Οι «Πέρσες -Το ταξίδι στο πεδίο των ψυχών» του Σέρβου Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς, που παρουσίασε η 2023 Ελευσίς Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης ήταν, τολμώ να πω, μια παράσταση σταθμός στην συνολική παραστασιογραφία των Περσών, αλλά και μια ευρηματική όσο και πρωτότυπη πρόταση που έδειξε πως ναι, υπάρχουν σύγχρονοι τρόποι παρουσίασης των αρχαίων κειμένων που όχι μόνον δεν αφαιρούν το παραμικρό από την ουσία του τραγικού λόγου, αλλά τον αναδεικνύουν και τον αποδίδουν στον θεατή ακέραιο, κρυστάλλινο και ολοζώντανo.

Την Παρασκευή 28 και το Σάββατο 29 Ιουλίου, κάποιες εκατοντάδες θεατών είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν, αλλά να συμμετέχουν και οι ίδιοι ως οργανικό μέρος της παράστασης που έστησε ο Σέρβος σκηνοθέτης.

John Kouskoutis

Μια σύγκρουση κολοσσιαίων διαστάσεων ανάμεσα στη θεϊκή υπεροχή και την ανθρώπινη αδυναμία

Ο Αισχύλος (γεννήθηκε στην Ελευσίνα το 525 π.Χ.), παρουσίασε τους «Πέρσες» το 472 π.Χ., μόλις οκτώ χρόνια μετά την ιστορική ναυμαχία στην οποία συμμετείχε και ο ίδιος. Πρόκειται για μια καταγραφή των γεγονότων από πρώτο χέρι, και επιπλέον το πρώτο ακέραια σωζόμενο, αλλά και το μοναδικό έργο / ντοκουμέντο στο σύνολο των διασωθέντων αρχαίων δραμάτων.

Το έργο πραγματεύεται τη συντριβή του περσικού στόλου, την ήττα των Περσών από τους Έλληνες, όπως την διηγείται ο Αγγελιαφόρος στην περσική αυλή, στα Σούσα, απευθυνόμενος στην μητέρα του Ξέρξη, Άτοσσα. Το δράμα το παρακολουθούμε από την πλευρά των ηττημένων, κατά τρόπο που να προκαλεί πρωτίστως τον οίκτο και τον έλεο των θεατών αναδεικνύοντας το μέγεθος της νίκης της ελληνικής πλευράς, με απόλυτο σεβασμό προς τον ηττημένο.

John Kouskoutis

Παρ’όλο που είθισται να χαρακτηρίζεται «αντιπολεμική τραγωδία», είναι σαφώς πολύ παραπάνω από αυτό. Είναι μια σύγκρουση κολοσσιαίων διαστάσεων ανάμεσα στη θεϊκή υπεροχή και την ανθρώπινη αδυναμία, ανάμεσα στην ειμαρμένη, την ανάγκη και την προσωπική βούληση. Είναι η σφοδρή πτώση στην άβυσσο που επέρχεται όταν κανείς υπερβαίνει τα όρια και διαταράσσει την κοσμική τάξη, όταν δηλαδή διαπράττει ύβρη. Ο Ξέρξης έζεψε το στενό του Ελλήσποντου με μια γέφυρα για να περάσει στην Ελλάδα. Είναι ο επιπόλαιος βασιλιάς, που σε αντίθεση με τον πατέρα του Δαρείο και τους άλλους συνετούς προκατόχους του, που έχτισαν την περσική αυτοκρατορία, θέλησε να ξεπεράσει τα όρια που χάραξε ο Ουρανός για να επεκτείνει τη δύναμή του. Όμως απέτυχε, αφάνισε τα νιάτα της Περσίας και ολόκληρο το λαό του. Η κατάχρηση εξουσίας, η ασέβεια, η αλαζονεία, η ύβρις τον οδήγησε στην άφευκτη τιμωρία του. Το έργο πλαισιώνεται απαρέγκλιτα από τα ιδανικά του αισχύλειου κόσμου και της εποχής του ποιητή: πίστη στη θεία δίκη, δημοκρατία, ελευθερία, δικαιοσύνη και νομιμότητα.

Από τα Σούσα στη Σαλαμίνα

Μια πρώτη παρέμβαση του Μιλιβόγιεβιτς, είναι ότι μετατοπίζει τον χώρο δράσης από τα Σούσα στη Σαλαμίνα. Επιπλέον, τα επί σκηνής δρώμενα δεν γίνονται σε κάποιον συμβατικό θεατρικό χώρο, αλλά στην τοποθεσία όπου πραγματικά έλαβε χώρα η Ναυμαχία της Σαλαμίνας (site-specific) .

Η παράσταση ήταν «ταξίδι» στον αυθεντικό τόπο των γεγονότων, μια μεταφορά στον Χρόνο, ένα πέρασμα στην Ιστορία, μέσω θαλάσσης και ποιήσεως. Μια ιχνηλάτηση της ανθρώπινης φύσης και της τραγικότητάς της επί του πεδίου της μάχης.

John Kouskoutis

Ο Ξέρξης του Μιλιβόγιεβιτς, μετά τη συντριβή του στρατού του δεν επιστρέφει στα Σούσα, αλλά στη Σαλαμίνα, η συνείδησή του τον οδηγεί στον τόπο/σύμβολο του απόλυτου ναυαγίου, στα νερά που βυθίστηκε αύτανδρο το μεγαλείο των Περσών.

Αυτή η συνδεόμενη με την τοποθεσία παράσταση των Περσών ξεκίνησε από το Λιμάνι των πορθμείων του Περάματος Μεγαρίδος. Την ώρα που ο ήλιος άρχισε να δύει, σε έναν λιτά σκηνογραφημένο χώρο του μικρού λιμανιού, που παρέπεμπε σε στρατιωτικό καταυλισμό, ο οκταμελής Χορός άρχισε να ξετυλίγει την ιστορία. Μόνο που δεν ήταν ο Χορός των Γερόντων του Αισχύλου που έμειναν πίσω στην Περσία να αγωνιούν για την έκβαση της μεγάλης εκστρατείας, αλλά ένας Χορός στρατιωτών∙ των στρατιωτών που ο Ξέρξης έσυρε στον όλεθρο, με επικεφαλής τους πιο ένδοξους αρχηγούς των στρατευμάτων της Ασίας.

Ο Χορός μετά τον Πρόλογο μας οδήγησε στο πλοίο∙ ψηλά, στην κουπαστή, έστεκε μόνη, μεγαλοπρεπής η Άτοσσα, η μητέρα του Ξέρξη.: «Να, στην ώρα προβαίνει, σα φως απ᾽ τα μάτια των Θεών, κατά δω του μεγάλου η μητέρα βασιλιά και δική μου βασίλισσα». Αντίκρυ της, η φυσική σκηνογραφία ενός δυτικού ουρανού με βαθιές χρυσές και πορτοκαλί ανταύγειες, αποτυπώνεται συμβολικά και στην πορτοκαλιά βασιλική της φορεσιά∙ κι όπως ο ήλιος, ενώ βασιλεύει, χάνεται για να απλωθεί παντού σκοτάδι και νύχτα, έτσι θα πέσει και ο πρώτος οίκος στα Σούσα, το μεγαλόπρεπο δικό της σπίτι και ολόκληρη η περσική αυτοκρατορία. Ανήσυχη η βασίλισσα και γεμάτη αγωνία διηγείται το δυσοίωνο όνειρό της που προμηνύει μεγάλο κακό. Απευθύνεται από ψηλά σε δυο Χορούς: τον Χορό των στρατιωτών ενωμένο τώρα με τον Χορό των Γερόντων που – όπως τον είδα εγώ- τον απάρτιζαν τώρα οι θεατές, που μεταβαίνοντας στο πλοίο μετείχαν στο ταξίδι αυτό ως οργανικό μέρος στο όλον της παράστασης και της ιστορίας.

John Kouskoutis

Οι βόμβοι από τις μηχανές του πλοίου μπλεγμένοι με τους βαθείς ήχους ενός κοντραμπάσου επέτειναν μια κλιμακούμενη δραματική ένταση, καθώς το πλοίο κλυδωνιζόταν σε μια στιγμή κορύφωσης της αγωνίας, ενώ ο δύων ήλιος βρισκόταν τώρα ακριβώς πίσω από την Βασίλισσα εκτυφλωτικός, λαμπρός, λίγο πριν χαθεί.

Αποβίβαση στη Σαλαμίνα. Εκεί παρουσιάστηκε ο Αγγελιοφόρος, στημένος στην κορυφή μιας τριγωνικής εξέδρας, απέναντι ακριβώς από το πλοίο και την καθηλωμένη Άτοσσα, και περικυκλωμένος από τον Χορό και τους θεατές ανήγγειλε τα φρικτά νέα αφηγούμενος με κάθε τραγική λεπτομέρεια την καταστροφική αναμέτρηση. Τα περσικά πλοία αλλοσυγκρούστηκαν, η θάλασσα καλύφθηκε από ναυάγια, οι ακτές και οι βράχοι αντήχησαν από τις οιμωγές των Περσών. Η νύχτα της ολέθριας εκείνης μέρας κάλυψε με τα πέπλα της το αποτρόπαιο θέαμα. Την αφήγηση αυτή συμπλήρωνε με θαυμαστή ενάργεια τριγύρω η φυσική σκηνογραφία, η ίδια εκείνη θάλασσα, ο ίδιος ουρανός, αιμάτινος τώρα, καθώς η νύχτα έπεφτε στον ορίζοντα της Σαλαμίνας.

Ο Χορός ακούγοντας τα μαντάτα ξέσπασε σε θρήνους και οργισμένος αναθεμάτισε τον Ξέρξη. Η Άτοσσα προέτρεψε σε σπονδές στους χθόνιους θεούς και σε επικλήσεις στο φάσμα του Δαρείου. Ανηφορίζουμε ένα δρομάκι και φτάνουμε σ’έναν μικρό ελαιώνα. Εκεί βρίσκεται τώρα ο Χορός στο αποκορύφωμα της ψυχικής αναστάτωσης και καλεί τον Δαρείο να φανερωθεί. Πάνω από τις ελιές, στον ουρανό το φεγγάρι ρίχνει στη σκηνή ένα χλωμό φως.

John Kouskoutis

Ο Δαρείος, το σύμβολο του ένδοξου παρελθόντος, εμφανίζεται από τον Άδη απαντώντας στους θρήνους των Περσών που διαπερνούν τη γη. «Ω μέσα στους πιστούς πιστοί και της δικής μου σύντροφοι νιότης, Πέρσες γηραλέοι, ποιος τάχα πόνος να ᾽βρε την πόλη μου; κλαίεται, χτυπιέται, και ξεσκίζεται η γης». Το είδωλό του, υπεράνω του τάφου του, έχει στηθεί ψηλά σ’ένα πεύκο, σε μια σκηνογραφία που παραπέμπει σε πύργο μαυσωλείου. Μια εξόχως υποβλητική σκηνή, όπου ο Δαρείος εμφανίζεται μεγαλοπρεπής για να ερμηνεύσει την καταστροφή και να αποκαλύψει τους αυτουργούς της τιμωρίας. Αποδίδει τις ευθύνες στην αλαζονεία του Ξέρξη, στην ύβρη που διέπραξε απέναντι στους θεούς, και αποκαλύπτει πως τιμωρός είναι ο Δίας, ενώ προβλέπει απερίφραστα και μεγαλύτερη συμφορά: «Όταν ανθίσει η υπεροψία, καρποφορεί το στάχυ του ολέθρου και δάκρυα μόνο σου μένουν να θερίσεις», αποφαίνεται το φάντασμα του Δαρείου. Η μέθεξη του κοινού στην εμφάνιση και στα λόγια του Δαρείου, έτσι όπως μοναδικά τα ζωντάνεψε ο Γιώργος Μπινιάρης, με το μεταφυσικό φωνητικό βάθος ενός φαντάσματος, όπου διακρινόταν κάθε λεπτή απόχρωση και διακύμανση, κορύφωσε το συγκινησιακό φορτίο αυτής της θεατρικής εμπειρίας και διαπέρασε με ρίγος όσους μετείχαν σε αυτή.

Μετακίνηση και πάλι από έναν χωματόδρομο για την τελευταία στάση: σ’ένα υπερυψωμένο πλάτωμα που βλέπει στη θάλασσα, ακριβώς μπροστά στα στενά που έγινε η Ναυμαχία, έχουν στηθεί καρέκλες για το κοινό. Το σκηνικό είναι μια δεξαμενή με νερό, μια μεγάλη δακρυδόχος, όπου επιπλέουν κομμάτια ξύλου, τα απομεινάρια των περσικών πλοίων. Έρχεται ο Ξέρξης, ηττημένος, εκμηδενισμένος, με τα σωθικά φαγωμένα. Η άφιξή του, ολοκληρώνει την εικόνα της πανωλεθρίας. Ο χορός είναι οι ψυχές των αδικοχαμένων στρατιωτών που θα τον στοιχειώνουν στον αιώνα τον άπαντα. Σαλεμένος, συρρικνωμένος, , δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο από το να υποταχθεί, να συμφιλιωθεί με το τετελεσμένο και το ανεπανόρθωτο.

Τίποτε δεν ακούγεται στο πλάτωμα που βρισκόμαστε, η απόλυτη σιγή, καθώς τα πάντα γύρω, ΛΟΓΟΣ, Χώμα, Αέρας, Θάλασσα, Ουρανός, είναι μέρος της αιωνιότητας, σφραγίζουν τη στιγμή ανεπανάληπτα, όπως θα έλεγε η Λιλή Ζωγράφου. Μόνο ένας πάλλευκος γλάρος υπερίπταται πλαναριστός, παρατηρώντας τη σκηνή από ψηλά.

Μια εμπειρία βιωματική

Οι «Πέρσες – Το ταξίδι στο πεδίο των ψυχών», ήταν πρωτίστως μια βιωματική εμπειρία όπου τα επιλεγμένα κομμάτια του τραγικού λόγου του Αισχύλου, στην έξοχη μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα, συνάντησαν και διαπέρασαν τους αποδέκτες τους. Η σκηνοθεσία του Μιλιβόγιεβιτς εστίασε με απλότητα στο ουσιώδες, ενώ η πρωτότυπη μουσική σύνθεση και δραματουργία του Δημήτρη Καμαρωτού έδιναν τον τόνο του έργου και μια ατμόσφαιρα καθηλωτική.

Απόλυτα ενταγμένη στο πνεύμα του έργου, στις απαιτήσεις του σκηνικού χώρου και χρόνου, αλλά και στις εναλλαγές του τοπίου, η κινησιολογία από την Αμάλια Μπένετ. Ξεχώρισα τον Χορό (άπαντες τους ηθοποιούς με τη Μυρτώ Αλικάκη ως Κορυφαία) σαν σύνολο, γυμνασμένο, συντονισμένο, ένα σώμα. Επίσης, τον Γιώργο Μπινιάρη, ηθοποιό υψηλής κλάσης και μεγάλης ευαισθησίας, μετρημένου μέχρι κεραίας στην απόδοση του φαντάσματος του Δαρείου. Στο ύψος των περιστάσεων και οι υπόλοιποι ηθοποιοί, Μαρία Ζορμπά (Άτοσσα), Θοδωρής Αντωνιάδης (Αγγελιοφόρος), Δημήτρης Ήμελλος (Ξέρξης), αν και βρήκα την ερμηνεία του κάπως αποκομμένη από αυτό που ήθελε να υπηρετήσει συνολικά η παράσταση του Μιλιβόγιεβιτς. Πολύ προσεγμένη και ουσιώδης η λιτή σκηνογραφία του Γιώργου Γαβαλά, καθώς και τα κοστούμια του Κένι ΜακΛέλαν.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα