ΣΥΝΘΗΚΗ ΛΩΖΑΝΗΣ: ΟΤΑΝ ΤΑ ΘΥΜΑΤΑ ΔΕΝ ΑΚΟΥΣΑΝ ΜΙΑ ΣΥΓΓΝΩΜΗ
Οι συμφωνίες της Λωζάνης όχι μόνο δεν προέβλεψαν την ασφαλή επιστροφή προσφύγων, αλλά δημιούργησαν και νέους πρόσφυγες εν καιρώ ειρήνης.
Στις 24 Ιουλίου 1923 υπογράφτηκε η συνθήκη της Λωζάνης μεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας και των χωρών που αναμείχθηκαν στον ελληνοτουρκικό πόλεμο. Η συνθήκη αυτή πέρασε στην ελληνική μνήμη ως επισφράγισμα της μικρασιατικής «καταστροφής» και ως νομική βάση για την προστασία της μουσουλμανικής-τουρκικής μειονότητας της Θράκης.
Με τον τρόπο αυτό ρίχτηκε στη λήθη το πιο προβληματικό στοιχείο της Σύμβασης. Πρόκειται για το άρθρο 142 που έδωσε διεθνή αποδοχή και ισχύ στην «ανταλλαγή πληθυσμών» μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας που αποφασίστηκε τον Ιανουάριο του 1923 με υπογραφές των Βενιζέλου και Ινονού. Το να μιλάμε για ανταλλαγή είναι βέβαια ευφημισμός. Δεν έγινε εκούσια ανταλλαγή προς το συμφέρον των ανταλλασσόμενων, όπως συμβαίνει όταν δύο κράτη ανταλλάσσουν αιχμαλώτους πολέμου, κατασκόπους ή πολιτικούς κρατούμενους.
Η Λωζάνη νομιμοποίησε τη βίαιη απέλαση από την Ελλάδα περί των 400.000 Μουσουλμάνων, υπηκόων της χώρας, πολλοί από τους οποίους μιλούσαν μόνον ελληνικά. Και η Τουρκία απέλασε περί τους 200.000 ορθοδόξους πολίτες της που στην πλειοψηφία τους μιλούσαν τουρκικά. Παράλληλα, η Συνθήκη επικύρωσε και οριστικοποίησε την εκδίωξη περίπου ενός εκατομμυρίου Ορθοδόξων που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία καθώς και 120.000 Μουσουλμάνων που έφυγαν κυνηγημένοι από την Ελλάδα από την αρχή των βαλκανικών πολέμων.
Αθροίζοντας αυτά τα θλιβερά νούμερα έχουμε πάνω από ενάμισι εκατομμύριο ανθρώπων που έχασαν την περιουσία τους, την ιθαγένειά τους και τους απαγορεύτηκε να δουν ξανά τον τόπο τους. Κανείς από αυτούς δεν ήθελε να «ανταλλαγεί» και να υποφέρει τα πάνδεινα. Οι υπό απέλαση ήθελαν να ζήσουν ειρηνικά στον τόπο που γεννήθηκαν και όσοι ήταν ήδη πρόσφυγες ονειρευόντουσαν να επιστρέψουν με εγγύηση δικαιωμάτων και με ασφάλεια.
Οι συμφωνίες της Λωζάνης όχι μόνο δεν προέβλεψαν την ασφαλή επιστροφή προσφύγων, αλλά δημιούργησαν και νέους πρόσφυγες εν καιρώ ειρήνης. Η ανταλλαγή συνίστατο στη μαζική στέρηση ιθαγένειας και περιουσίας και μάλιστα υπό τις ευλογίες της Κοινωνίας των Εθνών.
Δεν άργησαν να διατυπωθούν έντονες επικρίσεις. Ο Γεώργιος Στρέιτ ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, επιφανής πολιτικός και προσωπικός φίλος της βασιλικής οικογένειας. Το 1929 δημοσιεύει εργασία για την ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών που οριστικοποιήθηκε με το άρθρο 142 της Συνθήκης της Λωζάνης. Θα ισχυρισθεί ότι η συμφωνία ανταλλαγής μεταχειρίζεται τους ανθρώπους σαν να ήταν αντικείμενα. Και μάλιστα σαν «κρατικά αντικείμενα», κάτι που ο συγγραφέας επικρίνει ως νομικά και ηθικά απαράδεκτο και φτάνει να αποκαλέσει «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας».
Θα προσθέσει η απέλαση Ελλήνων πολιτών με διεθνή συμφωνία παραβιάζει το ελληνικό Σύνταγμα, διότι στερεί πολίτες της χώρας από την ελευθερία κίνησης και εγκατάστασης και τους αφαιρεί την ιθαγένειά τους. Και θα αναφέρει δύο φορές στο κείμενο ότι η ανταλλαγή πληθυσμών αποτέλεσε μέτρο εθνοκάθαρσης.
Ο όρος «εθνοκάθαρση» γνώρισε διάδοση στη δεκαετία του 1990, περιγράφοντας τις αγριότητες του πολέμου της Γιουγκοσλαβίας. Έκτοτε έχει περάσει στο καθημερινό λεξιλόγιο και μοιάζει να έχει «ξεθωριάσει» από τη διαρκή χρήση. Τον διαβάζουμε στις εφημερίδες, ξεχνώντας τη φρικτή κυριολεξία του «καθαρίσματος», το ότι ένοπλοι μηχανισμοί «καθαρίζουν» το κρατικό έδαφος από τους ανεπιθύμητους συμπολίτες, ακριβώς όπως καθαρίζουμε το δάπεδο από ό,τι λερώνει, ενοχλεί, μολύνει.
Το 1929 όμως ο όρος ήταν άγνωστος. Πιθανότητα χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Στρέιτ για να εκφράσει την αγανάκτηση ενός νομικού για τα αποφασισθέντα στη Λωζάνη. Η εθνοκάθαρση, κατά Στρέιτ, θυσιάζει τα δικαιώματα και τις ζωές των ανθρώπων στο βωμό της εθνικής ομογενοποίησης.
Την ίδια αγανάκτηση ένιωσε ο κορυφαίος πανεπιστημιακός και φίλος του Βενιζέλου, Στυλιανός Σεφεριάδης. Το 1928 έγραψε ότι η ανταλλαγή (που προτάθηκε και υπογράφηκε από τον ίδιο τον Βενιζέλο!) μεταχειρίζεται τους ανθρώπους σαν ζώα που «πουλιούνται, δανείζονται ή ανταλλάσσονται». Και θεώρησε τη συνθήκη της Λωζάνης άκυρη, επειδή παραβιάζει τόσο το ελληνικό όσο και το διεθνές δίκαιο.
Τα χρόνια πέρασαν και τα τραύματα της ανταλλαγής έγιναν ανάμνηση και (επιλεκτική) ιστορική αφήγηση. Επικρατεί πλέον ο «ρεαλισμός», σύμφωνα με τον οποίο δίκαιο είναι ό,τι αποφασίζουν οι ισχυροί και επιβάλλουν οι στρατοί τους. Στην Ελλάδα απλά μαθαίνουμε ότι οι Ορθόδοξοι πρόσφυγες ήταν θύματα της τουρκικής θηριωδίας και οι περισσότεροι ιστορικοί και κοινωνικοί επιστήμονες ερευνούν αυτή μόνον την πλευρά της τραγωδίας. Στην Τουρκία υπάρχει γενική αδιαφορία για τις εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων που έφτασαν απεγνωσμένοι από την Ελλάδα, με τιμητική εξαίρεση λίγους ιστορικούς και τα μέλη του Lozan Mübadilleri Vakfi (Ίδρυμα Ανταλλαγέντων Λωζάνης) που αγωνίζεται να διατηρήσει τη μνήμη και μας καλεί να σκεφτούμε τι σημαίνουν τα όσα αποφασίστηκαν στην Λωζάνη.
Οι ανταλλαγέντες δεν βρίσκονται πια στη ζωή και οι επόμενες γενιές υπέκυψαν στην πίεση της αφομοίωσης. Ξεχάστηκαν οι απεγνωσμένες εκκλήσεις για να μην ξεριζωθούν από την πατρίδα τους Έλληνες και Τούρκοι πολίτες. Και οι σημερινοί νομικοί δεν συμμερίζονται τη μεσοπολεμική αγανάκτηση για το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας που ο Στρέιτ έβλεπε να συντελείται στη Λωζάνη. Εκατό χρόνια μετά κανείς δεν θεωρήθηκε υπεύθυνος και κανείς δεν ζήτησε συγγνώμη από τα θύματα. Το έγκλημα «σβήστηκε», επαληθεύοντας τη διάσημη φράση του Ernest Renan: η λήθη και το ιστορικό λάθος είναι απαραίτητα συστατικά της διαμόρφωσης ενός έθνους.
Στις μέρες μας, το δίκαιο των λεγόμενων πολιτισμένων κρατών έχει διαμορφώσει ένα σύστημα απώθησης και κακομεταχείρισης των προσφύγων που έχει ως αποτέλεσμα χιλιάδες θανάτων. 3.000 άνθρωποι πνίγονται στη Μεσόγειο κάθε χρόνο προσπαθώντας να μεταναστεύσουν. Αυτοί οι θάνατοι καταλογίζονται σε άδηλους «διακινητές» και όχι στους ευρωπαίους νομοθέτες που διαμορφώνουν το νομικό πλαίσιο, δημιουργούν το Ευρωπαϊκό Φρούριο και αναγκάζουν τους πρόσφυγες να παίρνουν τους θαλάσιους και χερσαίους δρόμους του θανάτου. Δυστυχώς για τους πρόσφυγες και για τον πολιτισμό μας, εξακολουθούν να ισχύουν οι κριτικές του Στρέιτ και του Σεφεριάδη για όσους μεταχειρίζονται τους ανθρώπους ως αντικείμενα.