ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΟΛΛΑΡΟΣ/ 24 MEDIA LAB

ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΟΥΙΛΙΑΜ ΦΩΚΝΕΡ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΕΣ ΤΟΥ

Με αφορμή τις νέες μεταφράσεις τους σε δύο από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, Μαργαρίτα Ζαχαριάδου και Παναγιώτης Κεχαγιάς μίλησαν στο Magazine για τους μύθους και την πραγματικότητα γύρω από το έργο του αξεπέραστου συγγραφέα.

Με απόσταση δύο ετών (Καλοκαίρι 2021 – Άνοιξη 2023) κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Gutenberg σε νέες μεταφράσεις δύο αριστουργήματα του Ουίλιαμ Φώκνερ, δύο από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του 20ου αιώνα, δύο από τα σπουδαιότερα βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Αφενός το «Αβεσσαλώμ! Αβεσσαλώμ!» σε μετάφραση Μαργαρίτας Ζαχαριάδου. Αφετέρου το «Καθώς ψυχορραγώ» σε μετάφραση Παναγιώτη Κεχαγιά.

Αμφότερες οι κυκλοφορίες αποτελούν μείζονος σημασίας εκδοτικά γεγονότα, γι’ αυτό και το Magazine απευθύνθηκε στους δύο μεταφραστές.

Μας μίλησαν για τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν, για την τιτάνια σημασία της λογοτεχνίας του Φώκνερ, για τους μύθους και την πραγματικότητα γύρω από το έργο του αλλά και γιατί, αν και η ζωή είναι μικρή, μερικές φορές αξίζει να κοπιάζουμε λίγο περισσότερο διαβάζοντας ένα βιβλίο.

Ποια σημεία του βιβλίου του Φώκνερ που μεταφράσατε σας δυσκόλεψαν περισσότερο και γιατί;

Μαργαρίτα Ζαχαριάδου: Όλο το βιβλίο ήταν μια τεράστια άσκηση προσοχής, ένας λαβύρινθος όπου -ως μεταφραστής- δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να χάσεις το νήμα χαζεύοντας την ομορφιά δεξιά κι αριστερά σου (για τους αναγνώστες είναι αλλιώς: οι αναγνώστες σχεδόν επιβάλλεται να χαθούν λιγάκι μέσα στον Φώκνερ. Το θέμα είναι να υπάρχει ο δρόμος, τον οποίο «χαράζει» ο μεταφραστής»). Ακόμα και οι περιβόητες περίοδοι των πολλών εκατοντάδων λέξεων χωρίς τελεία, ειλικρινά δεν μου έκαναν καμιά διαφορά, ούτε που κατάλαβα πως ήμουν εκεί, γιατί λειτούργησαν φυσικά μέσα στο κείμενο. Τα σημεία που είναι πάντα δύσκολα είναι όταν κάποιες λέξεις γνωστές χρησιμοποιούνται με έναν ιδιότυπο, «κουνημένο» τρόπο, που αν δεν τον ξέρεις (ή δεν μπεις στον κόπο να τον αναζητήσεις με πολλή επιμονή) δεν βγαίνει κανένα νόημα. Τέτοια υπήρχαν πολλά σε όλο το βιβλίο, όπου μια λέξη ξεκλείδωνε όλο το νόημα.

Παναγιώτης Κεχαγιάς: Όπως και όλα τα βιβλία που έχουν σαν βασικό συστατικό την πυκνότητα του ύφους υπάρχουν ορισμένα σημεία στα οποία φαίνεται καθαρά μια μοναδική συγγραφική συνείδηση τη στιγμή ακριβώς που συναντά μια τιτάνια φιλοδοξία και οι λέξεις μπαίνουν η μία στην άλλη στην ιδανική τους θέση, όπως δεν έχουν ξαναγραφτεί ποτέ. Μερικά παραδείγματα στο Καθώς ψυχορραγώ είναι η πάλη του Τζούελ με το πιτσιλωτό άλογό του, η περιγραφή του φουσκωμένου ποταμού, η ολοκλήρωση της κάσας κάτω απ’ τη βροχή. Αυτά είναι αποσπάσματα τα οποία δεν μπορούν να διαχωριστούν στα εξ ων συνετέθη. Έχουν λογοτεχνικές ιδέες, λεξιλόγιο, μουσικότητα, ρυθμό, ναι, τα έχουν όλα αυτά. Είναι φτιαγμένα από λέξεις, τη μία δίπλα στην άλλη, είναι αλήθεια αυτό. Μόνο που δεν μπορείς να τις διαχωρίσεις. Η μετάφρασή τους είναι σαν να προσπαθείς να αντιγράψεις ένα κρυστάλλινο ποτήρι σπάζοντάς το σε κομμάτια έτσι ώστε μετά να τα ξανακολλήσεις. Ως εκ τούτου, είμαι βέβαιος, όπως και κάθε μεταφραστής ενός τέτοιου βιβλίου που σέβεται τον εαυτό του, πως έχω αποτύχει.

Έχουν, όπως συνηθίζουμε να λέμε, γεράσει όμορφα τα βιβλία του; Ποιο είναι κατά τη γνώμη σας το καλύτερο και το χειρότερο του; Αλλά και ποιο το δικό σας αγαπημένο; Αυτό που μεταφράσατε;

Μ.Ζ.: Ο Φώκνερ είναι σχεδόν συνώνυμο του μοντερνισμού. Έχει κυλήσει πολύ νερό στο λογοτεχνικό αυλάκι έκτοτε, έχουμε συνηθίσει απολύτως την ιδέα πως τα βιβλία μπορούν να είναι ιδιόρρυθμα, όπως όλη η τέχνη, παρ’ όλα αυτά το διάβασμα ακόμα απαιτεί περισσότερη προσπάθεια και χρόνο από το να δεις μια ταινία. Θέλει προσήλωση. Η εποχή μας πάσχει λίγο στον τομέα της προσήλωσης. Νομίζω πως όποιος τον διαβάσει, θα ανήκει ήδη σε μια ομάδα εκλεκτών. Προσωπικά, έχω μεγάλη αδυναμία στην υψηλή τέχνη του αμερικανικού διηγήματος γενικά, και ο Φώκνερ ήταν ένας ακόμα μεγάλος μάστορας. Το A Bear Hunt είναι ίσως το αγαπημένο μου.

Π.Κ.: Δεν ξέρω να σας πω αν τα βιβλία του έχουν γεράσει ή όχι. Μπορώ να πω ότι εγώ όταν διαβάζω Φώκνερ δεν μου φαίνεται πως διαβάζω ένα κείμενο που γράφτηκε πριν από ογδόντα ή εκατό χρόνια. Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει: βρίσκω πως πολλά βιβλία που γράφονται και εκδίδονται σήμερα υποχωρούν προς παλαιότερες, πιο συμβατικές φόρμες, παραδίδοντας αμαχητί τις λογοτεχνικές κατακτήσεις του εικοστού αιώνα – του αιώνα του μοντερνισμού. Από την πλευρά μου, έχω διαβάσει έντεκα βιβλία του Φώκνερ καθώς και ένα μεγάλο μέρος από τα διηγήματά του, και παρότι η Βουή και η Μανία είναι αυτή που αναφέρεται συνήθως ως το κορυφαίο του έργο, για μένα είναι το Αβεσσαλώμ! Αβεσσαλώμ! αυτό που αληθινά με γονάτισε ως αναγνώστη. Τώρα, να σας πω, δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω τη λέξη «χειρότερο» για βιβλίο του Φώκνερ. Υπάρχουν κάποια έργα του που είναι κάπως πιο αδύναμα από άλλα – συγκρινόμενα πάντα με τα ύψη της δικής του παραγωγής. Δεν έχω διαβάσει παραδείγματος χάριν το όψιμο έργο του, ούτε το Mosquitoes, ένα από τα πρώτα του βιβλία, οπότε δεν μπορώ να εκφέρω μια συγκροτημένη άποψη. Από αυτά που έχω διαβάσει ίσως το Pylon να είναι κάπως πιο ακραίο στην εξέλιξή του, από πλευράς ύφους, ακόμα και για τον Φώκνερ.


Ποιοι θεωρείτε ότι είναι οι πιο αξιόλογοι «απόγονοί» του Faulkner στην αμερικανική λογοτεχνία; Και ποιο -αν υπάρχει δηλαδή με κάποιο τρόπο- το αποτύπωμά του στην ελληνική;

Π.Κ.: Πολλοί κατά καιρούς προσπάθησαν να τον μιμηθούν, όπως και πολλοί προσπάθησαν να μιμηθούν τον Μπέκετ ή τον Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, και απέτυχαν, όπως ήταν η μοίρα τους. Είναι από εκείνους τους συγγραφείς –όπως λόγου χάρη ο Μπόρχες, γιατί αμαρτία εξομολογουμένη ουκ έστιν αμαρτία– που θα προσπαθήσεις να τον μιμηθείς, αν και ξέρεις πως θα αποτύχεις, γιατί αυτή είναι η μοίρα σου. Αλλά αυτή είναι η δουλειά, τι να γίνει. Στην Αμερική ο σημαντικότερος επίγονος –ο οποίος μάλιστα κατάφερε να συγκεράσει με ιδανικό τρόπο δύο θεωρητικά αντιθετικές τάσεις της Αμερικάνικης λογοτεχνίας, τον μαξιμαλισμό του Φώκνερ και τον μινιμαλισμό του Χέμινγουεϊ– είναι ο Κόρμακ Μακάρθυ, του οποίου ο Επιβάτης/Stella Maris κυκλοφόρησε πρόσφατα και στην Ελλάδα από τον Gutenberg, όπως και το Τέκνο του Θεού, ένα από τα πρώιμα και λιγότερο γνωστά του βιβλία. Στην Ελλάδα οι συγγραφείς που επηρεάστηκαν από τον Φώκνερ είναι μεταξύ άλλων: ο Νίκος Μπακόλας (που έχει κάνει και μια καταπληκτική μετάφραση του The Sound and the Fury [Η Βουή και το Πάθος, Γκόνης 1963· Εξάντας 1980]), ο Παύλος Μάτεσις, η Νίκη Αναστασέα.

Ποια είναι κατά τη γνώμη σας η μεγαλύτερη παρεξήγηση ή, αν προτιμάτε, παρανόηση γύρω από τον ίδιο και το έργο του;

Π.Κ.: Για τον άνθρωπο: ότι ήταν μέθυσος· ότι είχε μια άνετη ζωή που του επέτρεπε να ασχολείται με τη λογοτεχνία· ότι του άρεσε να γράφει δύσκολα για να παίζει με τους αναγνώστες όπως η γάτα με το ποντίκι. Για το έργο του: ότι αποτελείται από δύσκολα βιβλία.

Υπάρχει κάποιο στοιχείο του μύθου γύρω από τον Φώκνερ που έχει κοστίσει στη λογοτεχνική κληρονομιά του;

Π.Κ.: Ο Φώκνερ, όπως και όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς, ήταν ένας ιδιαίτερα περίπλοκος άνθρωπος, με πολλές αντιφατικές πλευρές. Η δημόσια εικόνα του πολλές φορές ερχόταν σε σύγκρουση με τον ίδιο τον άνθρωπο και τις απόψεις του. Έτσι, κάποια ατυχή του σχόλια σε δημοσιογράφους σχετικά με τον Αμερικανικό Νότο έχουν εκληφθεί ως υποστήριξη ολόκληρου του βαθιά ρατσιστικού εγχειρήματος της Κοινοπολιτείας, κάτι το οποίο δεν ισχύει. Όποιος διαβάσει, για παράδειγμα, το Intruder in the Dust, θα αντιληφθεί τη φροντίδα και τη στοργή με την οποία ο Φώκνερ δομεί τον κεντρικό χαρακτήρα του, έναν μαύρο που κινδυνεύει από λιντσάρισμα. Ήταν όμως κι ένας άνθρωπος που μεγάλωσε σε έναν ταραγμένο τόπο, μία ταραγμένη εποχή. Τον αγαπούσε μάλιστα τόσο πολύ αυτόν τον τόπο, που τον έκανε το κέντρο του λογοτεχνικού του εγχειρήματος. Οι εκκλήσεις του για πιο σταδιακές λύσεις στο θέμα του φυλετικού διαχωρισμού δέχθηκαν (δίκαιη) επίθεση από τον Τζέιμς Μπάλντγουιν, τον μεγάλο μαύρο συγγραφέα, και ταυτόχρονα από την οικογένεια του Φώκνερ, τους συμπολίτες του και τις εφημερίδες της πόλης που ζούσε – από την αντίθετη πλευρά, αφού όλοι αυτοί ήταν υποστηρικτές του φυλετικού διαχωρισμού. Ο Φώκνερ βρέθηκε πολλές φορές παγιδευμένος ανάμεσα στον προοδευτικό ουμανισμό του μεγάλου συγγραφέα και τον φατριακό συντηρητισμό της ιδιαίτερης πατρίδας του, στην οποία μάλιστα κατοικούσε σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.

Πρόσφατα ο Τζέιμς Γουντ, κριτικός λογοτεχνίας του New Yorker, είπε, μέσες άκρες, στο NEWS 24/7 ότι η ζωή είναι μικρή για να παλεύει ένας αναγνώστης με ένα βιβλίο που τον δυσκολεύει υπερβολικά και με το οποίο δεν καταφέρνει να συνδεθεί. Δεδομένου ότι ο Φώκνερ καλώς ή κακώς θεωρείται δύσκολος συγγραφέας, έχοντας μεταφράσει ένα εμβληματικό του έργο, τι θα συμβουλεύατε τον αναγνώστη που πιθανώς τα βρει σκούρα διαβάζοντάς το;

Μ.Ζ.: Θα συμφωνήσω γενικά με τον Τζέιμς Γουντ – σίγουρα στο ότι η ζωή είναι μικρή και είναι πολύ κρίμα να «προσπαθούμε» να χαρούμε κάτι. Τα πράγματα, πάντως, έχουν το χρόνο τους. Μπορεί να έρθουν κάποτε, μπορεί και ποτέ. Τίποτα δεν είναι υποχρεωτικό. Όπως υπάρχουν βιβλία που κάποτε μας ενθουσίαζαν και σήμερα δεν μας λένε τίποτα, συμβαίνει ενίοτε και το αντίθετο. Δεν θέλει άγχος το διάβασμα. Σε αντίθεση με την πραγματική ζωή, τα βιβλία είναι κόσμοι από τους οποίους μπορείς να βγεις όποτε θες. Μπορείς να πας μπρος, πίσω, να ξανακοιτάξεις το ένα και το άλλο, κι αυτά θα είναι πάντα εκεί, απαράλλακτα. Νομίζω πως ο θρύλος για τη «δυσκολία» του Φώκνερ επισκιάζει τις χαρές που προσφέρει η ανάγνωσή του, ιδίως στις πιο πρόσφατες μεταφράσεις του, που είναι εκ των πραγμάτων πιο κοντά και στο δικό μας γλωσσικό αίσθημα. Καλό είναι να ξεκινάς λίγο υποψιασμένος, αλλά όχι έντρομος.

Π.Κ.: Όπως είπα και πιο πάνω, δεν θεωρώ τα βιβλία του Φώκνερ δύσκολα ή δυσνόητα. Εξαρτάται από το πώς αντιλαμβάνεται κανείς την ανάγνωση. Αν ένας αναγνώστης αποζητά σ’ ένα βιβλίο την ξεκούραση ή την ταύτιση ή την ψυχαγωγία, τότε καλό θα ήταν, για να μη χάσει τον χρόνο του, να στραφεί αλλού. Για όσους όμως αντιλαμβάνονται πως υπάρχουν στην ανάγνωση, όπως και σε όλα τα πράγματα, διαφορετικοί χώροι πέρα από τους γνώριμους, οι οποίοι μάλιστα ανταποδίδουν πλούσια τον ενθουσιώδη αναγνώστη, τότε ο ίδιος ο Φώκνερ έχει δώσει την απάντηση, την οποία και προσυπογράφω μιας και χρειάστηκε να την ακολουθήσω ουκ ολίγες φορές: Αν δεν καταλαβαίνετε τι λέει μετά από δύο και τρεις αναγνώσεις, τότε διαβάστε το και μια τέταρτη.

Ακόμη κι αν η έχθρα μεταξύ Φώκνερ και Χέμινγουεϊ μεγεθύνθηκε στο πέρασμα των χρόνων μέσα από τους μηχανισμούς της ποπ κουλτούρας, ποιες θεωρείτε ότι είναι οι βασικές διαφορές μεταξύ των δύο; Και ποιες -αν υπάρχουν- οι ομοιότητες στον τρόπο γραφής;

Μ.Ζ.: Δεν γνωρίζω σε τόσο βάθος το έργο του Χέμινγουεϊ ώστε να μπορώ να διακρίνω διαφορές πολύ πέρα από τα εντελώς προφανή – την ευθύτητα και την απλότητα της γλώσσας του Χέμινγουεϊ σε σχέση με τα ατέλειωτα φράκταλ της φωκνερικής γραφής, ωστόσο βρίσκω και στους δύο την κοινή αγάπη της σωματικότητας, από την οποία πηγάζουν τα πάντα: και οι δύο είναι πάρα πολύ γήινοι, κι ακόμα κι όταν φτιάχνουν φανταστικούς κόσμους, όπως η Γιοκναπατόφα, είναι πιο πραγματικοί κι από τους πραγματικούς.

Π.Κ.: Ήταν δύο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι από πλευράς ιδιοσυγκρασίας, κάτι που φυσικά απορρέει και στη λογοτεχνία που έγραψαν. Τα υλικά που χρησιμοποιούσαν ήταν εντελώς διαφορετικά, οι κατευθύνσεις στις οποίες ήθελαν να τραβήξουν τη λογοτεχνία ήταν αντίθετες. Παρόλα αυτά έτρεφαν ο ένας για τον άλλον έναν επιφυλακτικό σεβασμό. Έχθρα δεν είχανε ποτέ. Μάλιστα, όταν ο Φώκνερ μίλησε κάπως απαξιωτικά για τον Χέμινγουεϊ σε μια συζήτησή του σε κάποιο πανεπιστήμιο, εκείνος το έμαθε και του έστειλε ένα μισοοργισμένο, μισοπληγωμένο γράμμα, στο οποίο ο Φώκνερ έσπευσε να απαντήσει ζητώντας συγγνώμη. Παρά τις διαφορετικές τους μεθόδους και απόψεις για την κατεύθυνση στην οποία θα έπρεπε να κινηθεί η λογοτεχνία, και οι δύο πίστευαν ότι το προηγούμενο σύστημα, το ancien regime του συμβατικού ρεαλισμού ήταν πλέον ξεπερασμένο και κάτι καινούργιο έπρεπε να το αντικαταστήσει, κάτι που θα βρισκόταν σε βαθύτερη συνάφεια με το ιστορικό υποκείμενο του 20ού αιώνα: αυτό αποδείχθηκε πως ήταν το κίνημα του μοντερνισμού, του οποίου έγιναν και οι κύριοι εκπρόσωποι στην Αμερική.


Τελικά τι είναι αυτό που χρωστάει η λογοτεχνία σήμερα στον Φώκνερ;

Μ.Ζ.: Οι συγγραφείς τού χρωστάνε έναν τρόπο γραφής και οι αναγνώστες έναν τρόπο ανάγνωσης: ο Φώκνερ απογείωσε την τεχνική της δαιδαλώδους αφήγησης, των κύκλων μέσα στην ίδια πρόταση, της μετατόπισης της οπτικής γωνίας, στοιχείων που δίνουν βάθος στην αφήγηση, πλούτο, ενδιαφέρον, όταν χρησιμοποιούνται με μαεστρία. Ταυτόχρονα, δημιούργησε για τους αναγνώστες ένα πεδίο όπου μπορούν να είναι σίγουροι για το τι θα βρουν: μια αφήγηση που κινείται σε τόσο πολλά επίπεδα ταυτοχρόνως, που έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν είτε να την απολαύσουν ενιαία είτε να την παρακολουθήσουν σαν παρτιτούρα μιας μεγαλειώδους συμφωνίας, κάθε όργανο χωριστά. Σε κάθε περίπτωση, είναι ένα δώρο.

Π.Κ.: Σκέφτομαι το πεδίο της λογοτεχνίας περισσότερο με όρους προσφοράς παρά δοσοληψίας. Ο Φώκνερ έγραψε, κάτι που είναι αρκετό για έναν συγγραφέα. Ο Φώκνερ έγραψε 19 μυθιστορήματα, περίπου 120 διηγήματα και δύο ποιητικές συλλογές. Κάτι που θα έπρεπε να είναι αρκετό για έναν αναγνώστη. Μία ζωή ολόκληρη που ξοδεύτηκε για την επέκταση της γλώσσας, δηλαδή την επέκταση της σκέψης, την επέκταση αυτού του αισθητικού συστήματος που ονομάζουμε λογοτεχνία, είναι μια ζωή που, για μένα τουλάχιστον, αξιοποιήθηκε πλήρως. Όμως ο κάθε αναγνώστης θα πρέπει να το κρίνει αυτό για τον εαυτό του, έχοντας κατά νου πως στη διαδικασία της συγγραφής και της ανάγνωσης κανείς δεν χρωστάει τίποτα σε κανέναν.

Τα βιβλία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Gutenberg.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα