ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΘΩΟΤΗΤΑ ΤΟΥ WOODSTOCK, ΣΤΟ ΑΙΜΑ ΤΩΝ HELLS ANGELS
Με αφορμή την 54η επέτειο από το τριήμερο του Woodstock, το Magazine παρουσιάζει τους σημαντικότερους σταθμούς στην ιστορία των μεγάλων ροκ φεστιβάλ. Από το "Human Be-In", το "Summer of love", το "Fantasy Fair and Magic Mountain Music Festival" και το "Monterey International Pop Music Festival" του 1967, στο "Woostock Music and Art Fair" και το "Altamont Speedway Free Festival" του 1969.
Παρασκευή 15 Αυγούστου 1969, ώρα 5:07 το απόγευμα. Στη φάρμα του Μαξ Γιάσγκουρ, έξω από την κωμόπολη του Μπέθελ, (στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, περίπου 65 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πόλης Γούντστοκ), στη μεγάλη σκηνή που έχει στηθεί και μπροστά σε δεκάδες χιλιάδες εκστασιασμένους χίπις, ανεβαίνει ο Ρίτσι Χέιβενς με την κιθάρα του, ανοίγοντας με το τραγούδι του “From the prison”, το “Woodstock Music and Art Fair”, ένα μουσικό συναυλιακό τριήμερο που θα ολοκληρωθεί το πρωί της 18ης, με τον Τζίμι Χέντριξ, τους “Gypsy Sun and Rainbows” και το “Hey Joe”.
Πρόκειται για την κορύφωση των ροκ φεστιβάλ, γενικότερα για το ζενίθ της χίπικης αντικουλτούρας, που ξεκίνησε από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, γιγαντώθηκε στο “summer of love” του 1967 και έζησε τον απόλυτο θρίαμβό της στο Γούντστοκ, πριν ξεκινήσει η παρακμή λίγους μήνες αργότερα, στην άλλη μεριά των ΗΠΑ, στη Δυτική Ακτή και την Καλιφόρνια, με το Altamont Free Concert και τη χαμένη αθωότητα του κινήματος, πνιγμένη στο αίμα του δολοφονημένου από τους Hells Angels, Μέρεντιθ Χάντερ.
ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΣΤΑ JAZZ & BLUES ΦΕΣΤΙΒΑΛ
Πώς ξεκίνησαν όμως αυτά τα περίφημα μουσικά φεστιβάλ, από πού ξεπήδησαν, ποιοι τα δημιούργησαν και πώς έφτασαν να διοργανώνονται το ένα μετά το άλλο, αρχικά κυρίως στις ΗΠΑ, αλλά στη συνέχεια και στον υπόλοιπο κόσμο; Με αφορμή τη συμπλήρωση 54 χρόνων από τη μεγαλύτερη και σημαντικότερη μουσική εκδήλωση της δεκαετίας του ’60, το Magazine επιχειρεί μια μικρή αναδρομή στο κεφάλαιο αυτό της ροκ μουσικής, που αφορά τα “flower stages” εκείνης της εποχής.
Τα πρώτα ροκ φεστιβάλ “γεννήθηκαν” μέσα από τα ήδη προϋπάρχοντα φεστιβάλ τζαζ και μπλουζ μουσικής, τα οποία όμως πολύ σύντομα άλλαξαν φυσιογνωμία, αφού “υποχρεώθηκαν” να προσαρμοστούν στα διαρκώς μεταβαλλόμενα μουσικά γούστα κυρίως της νεολαίας. Για παράδειγμα, το National Jazz Festival που ξεκίνησε να διοργανώνεται το 1961 στο Ρίτσμοντ του Λονδίνου, άλλαξε το 1964 την ονομασία του σε “National Jazz & Blues Festival”, ενώ το 1967, στο line-up του υπήρχαν ονόματα όπως οι Cream, οι Fleetwood Mac και ο Jeff Beck, την ίδια στιγμή που οι τζαζ μπάντες είχαν περιοριστεί σε ένα απογευματινό session.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΜΠΙΤΝΙΚ ΣΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ 60s
Στις ΗΠΑ, τα ροκ φεστιβάλ δημιουργήθηκαν έχοντας μια συγκεκριμένη μουσική ταυτότητα, την οποία υπαγόρευσαν οι θεμελιώδεις συνιστώσες όλων εκείνων που ένιωθαν έτοιμοι να αποδομήσουν τα πάντα. Το κίνημα των μπίτνικ, ήδη από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50, είχε φροντίσει να “σκληραγωγήσει” τη γενιά των χίπις. Το 1957 ήταν μια χρονιά ορόσημο για τους “περιπλανώμενους” της Αμερικής, αφού τότε εκδόθηκε το μυθιστόρημα “On the road”, που έκανε διάσημο τον συγγραφέα του, Τζακ Κέρουακ.
Οι μπίτνικ αρνήθηκαν την εξουσία, έκλεβαν αυτοκίνητα, έπιναν αλκοόλ και κάπνιζαν μαριχουάνα, καταφέρνοντας όμως “να τη βγάζουν καθαρή”. Λοξοδρόμησαν για να αποφύγουν την αστική τάξη και ακολούθησαν τις προτροπές των Γουίτμαν και Ρεμπό: “Παρατήστε τα όλα, πάρτε τους δρόμους”. Οι Μπάροουζ, Γκίνσμπεργκ, Σνάιντερ, Κόρσο και Κέρουακ, κατάφεραν να μυήσουν τη νεολαία των 60s στην περιπέτεια ενός ριζοσπαστικού ρομαντισμού, μέσα στον οποίο η επαναστατική ευαισθησία έψαχνε συνεχώς για διέξοδα.
ΟΙ ΧΙΠΙΣ, ΤΟ ΡΟΚ, ΤΑ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ, Η ΨΥΧΕΔΕΛΕΙΑ
Οι χίπις δεν είχαν κανένα κοινό στοιχείο με πολιτικά κινήματα. Η στάση ζωής τους παρέπεμπε σε έναν τρόπο ύπαρξης που ήταν διαμετρικά αντίθετος με οποιαδήποτε ιδέα δομής, δόγματος ή ιεραρχίας. Είχαν αρνηθεί την κυρίαρχη αμερικάνικη κοινωνία των 60s και η μουσική αποτελούσε μια σημαντική παράμετρο της αντικουλτούρας τους. Το ροκ που πλέον είχε άμεση σχέση με τα ναρκωτικά και εμπνεόταν από αυτά, γινόταν όλο και πιο δυνατό, συγκρουόμενο κατά μέτωπο με τις απαλές τονικότητες της δεκαετίας του ’50.
Η ψυχεδέλεια είχε ήδη κάνει την εμφάνισή της από τα μέσα της δεκαετίας με τις μπάντες της σκηνής του Σαν Φρανσίσκο και το μουσικό της κίνημα εξαπλωνόταν σε ολόκληρη τη χώρα. Για τους νέους, η μαριχουάνα, το LSD, η μεσκαλίνη, τα παραισθησιογόνα μανιτάρια, οι αμφεταμίνες, ήταν η δυνατότητα της φυγής από την κυρίαρχη κουλτούρα που ήταν καταπιεστική και τυραννική, αλλά παράλληλα ήταν και ένα μέσο για την απελευθέρωση του πνεύματος από την τροχοπέδη των ταμπού και των κανόνων του κατεστημένου, η δοκιμή νέων εμπειριών, τα “trips” σε έναν κόσμο που απείχε έτη φωτός από την παραδοσιακή αμερικανική κοινωνία.
Οι χίπις ευαισθητοποιήθηκαν με τις ανατολίτικες θρησκείες – δυτικοποιημένες από τον Χέρμαν Χέσε – τις οποίες έβλεπαν σαν μια αντίσταση στην εξουσία, σαν μια αναφορά σε έναν κόσμο φαινομενικά ανεξάντλητο. Τάχθηκαν αλληλέγγυοι με τους καταπιεσμένους Ινδιάνους της Αμερικής, εμπνεύστηκαν από τον Ρουσό, τον Θορό, τον Ρεμπό, “άνοιξαν” το μυθιστόρημα των “τεχνητών παραδείσων” και των “ασήμαντων θαυμάτων” και τελικά διαφοροποιήθηκαν από τις “πατρικές” μορφές των ατομικιστών μπίτνικ, επιλέγοντας την “κοινοβιακή” εμπειρία, που συνδύασε ταξίδι, προοδευτικότητα και ομαδική ζωή.
Φτάνοντας στο 1967, το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο προκαλούσε αντιπαραθέσεις πέρα από τα όρια: ο πόλεμος του Βιετνάμ έμπαινε στην κορύφωσή του, ο Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν στο απόγειό του, οι φοιτητές στα Πανεπιστήμια απάγγελναν μεγαλόφωνα το “America when will we end the human war? Go fuck yourself with your atom bomb” του Άλεν Γκίνσμπεργκ. Τα πρώτα χίπικα κοινόβια είχαν ήδη κάνει την εμφάνισή τους στην Καλιφόρνια, λίγο πριν το “Summer of love”, είτε μέσα στην πόλη του Σαν Φρανσίσκο, είτε στη γύρω ύπαιθρο.
ΤΟ “HUMAN BE-IN” ΣΤΟ ΣΑΝ ΦΡΑΝΣΙΣΚΟ
Ένα γεγονός, το οποίο οδήγησε στην ακόμα μεγαλύτερη συνειδητοποίηση της ανάγκης νέων προτύπων στον δρόμο προς τη δημιουργία μιας αντί-κοινωνίας, αλλά παράλληλα άνοιξε και τον δρόμο για τα μαζικά ροκ φεστιβάλ, ήταν το περίφημο “Human Be-In”, που διοργανώθηκε τον Γενάρη του 1967 στο Σαν Φρανσίσκο. Η μεγάλη αυτή εκδήλωση φιλοξενήθηκε στο Golden Gate Park του Φρίσκο και συγκέντρωσε περίπου 30.000 χίπις. Εκεί συζητήθηκαν όλα τα θέματα που απασχολούσαν την αντί-κουλτούρα της εποχής: από τους ομαδικούς τρόπους ζωής και αυτο-οργάνωσης, την οικολογική αφύπνιση και την πολιτιστική αποκέντρωση, μέχρι τον υψηλό διαλογισμό, την αποδοχή χρήσης απαγορευμένων ναρκωτικών ουσιών και την εξτρεμιστική πολιτική δράση.
Η ονομασία του event συνδύασε τις ανθρωπιστικές αξίες (human) με το λογοπαίγνιο του be-in, το οποίο προήλθε από τις καθιστικές διαμαρτυρίες στα αμερικανικά πανεπιστήμια (sit-in), θέλοντας να εκφράσει την προσωπική συμμετοχή του καθενός (be) στις εξελίξεις της εποχής και τη διαμόρφωση του κινήματος των χίπις. Η παρουσία του “βάρδου” του LSD, Τίμοθι Λίρι και του εκπροσώπου της γενιάς του beat, Άλεν Γκίνσμπεργκ, “προσωποποίησαν” από τη μία, την αγιοποίηση της ψυχεδελικής απελευθέρωσης και από την άλλη, την “ηχητική” ποίηση της δράσης και της παράστασης.
Στο Human Be-In έπαιξαν ζωντανά διάφορα συγκροτήματα κυρίως από την ψυχεδελική σκηνή του Σαν Φρανσίσκο, όπως οι Jefferson Airplane, οι Grateful Dead, οι Big Brother and The Holding Company, οι Quicksilver Messenger Service και οι Blue Cheer. Το ροκ σε μια νέα μορφή, έδινε πλέον σάρκα και οστά στις ιδέες της αγάπης, της αρμονίας, του μυστικισμού, αλλά και της ευαισθησίας, μέσα από στιλιστικές φόρμες που δημιουργήθηκαν από την επίδραση των διεγερτικών και των ναρκωτικών. Η επιτυχία αυτών των μουσικών εμφανίσεων δεν πέρασε απαρατήρητη από πολλούς γνωστούς ατζέντηδες συναυλιών.
ΤΟ “SUMMER OF LOVE” ΚΑΙ Η ΜΟΥΣΙΚΗ
Ο όρος “Summer of love” εμφανίστηκε για πρώτη φορά όταν δημιουργήθηκε το “συμβούλιο για το καλοκαίρι της αγάπης” (Council for the Summer of Love) την άνοιξη του 1967, τότε που πλήθη χίπηδων είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται στη συνοικία Haight Ashbury του Σαν Φρανσίσκο (το καλοκαίρι ο αριθμός είχε ξεπεράσει τους 100.000). Μια από τις μεγάλες “πρωταγωνίστριες” του Summer of love, ήταν χωρίς αμφιβολία η μουσική. Ατελείωτα happenings και events διοργανώθηκαν στη διάρκεια ολόκληρου του καλοκαιριού, ενώ κυκλοφόρησαν δίσκοι σταθμοί στην ιστορία του ροκ.
Την 1η Ιουνίου του 1967 κόσμησε τις βιτρίνες των δισκοπωλείων το αριστουργηματικό LP των Beatles, “Sg Pepper’s Lonely Hearts Club Band”, ανοίγοντας το “καλοκαίρι της αγάπης” με μια από τις κορυφαίες μουσικές “αφηγήσεις” όλων των εποχών. Λίγες μέρες νωρίτερα, στις 13 Μαΐου, είχε κυκλοφορήσει σε single το “San Francisco (be sure to wear flowers in your hair)”, μια σύνθεση του Τζον Φίλιπς των The Mamas & The Papas, σε ερμηνεία του Scott McKenzie, που έγινε ο ανεπίσημος ύμνος των χίπις, αλλά και παγκόσμια επιτυχία, πουλώντας πάνω από επτά εκατομμύρια κόπιες.
“FANTASY FAIR & MAGIC MOUNTAIN MUSIC FESTIVAL”
Ακολούθησε το διήμερο 10 και 11 Ιουνίου με το “Fantasy Fair and Magic Mountain Music Festival”, το οποίο φιλοξενήθηκε στο υπέροχο Cushing Memorial Amphitheatre στο βουνό Tamalpais, έξω από το Σαν Φρανσίσκο. Παρά το γεγονός ότι η χωρητικότητα του αμφιθεάτρου ήταν 4.000 θεατών, πάνω από 40.000 χίπις συγκεντρώθηκαν εκεί τις δυο μέρες για να παρακολουθήσουν ζωντανά μερικές από τις σημαντικότερες μπάντες του ροκ. Το εισιτήριο κόστιζε δυο δολάρια και όλα τα έσοδα δόθηκαν σε ένα κέντρο περίθαλψης μικρών παιδιών του Φρίσκο.
Συνολικά 34 συγκροτήματα και καλλιτέχνες περιελάμβανε το πρόγραμμα του φεστιβάλ, ανάμεσά τους ονόματα όπως οι Doors (στην πρώτη τους εμφάνιση μπροστά σε μεγάλο κοινό), οι Jefferson Airplane, οι Canned Heat, οι Kaleidoscope, οι Byrds, οι 5th Dimension, οι Seeds, οι Country Joe & The Fish, οι Steve Miller Blues Band, ο Captain Beefheart και ο Tim Buckley. Επίσης, επέφερε μια τεράστια αλλαγή στο είδος της μουσικής που επέλεγαν οι νέοι σε ηλικία ακροατές του ραδιοφώνου στο Σαν Φρανσίσκο και αυτό επειδή διοργανωτής του ήταν ο σταθμός KFRC, ο οποίος αναμετέδωσε τη διήμερη συναυλία, σπάζοντας κάθε προηγούμενο ρεκόρ ακροαματικότητας στην ευρύτερη περιοχή του Bay Area.
“MONTEREY INTERNATIONAL POP MUSIC FESTIVAL”
Αποδείχτηκε ο πιο πετυχημένος τρόπος να γίνει γνωστή στο πλατύ κοινό η ψυχεδελική σκηνή της πόλης. Όπως επίσης, απόλυτα πετυχημένη αποδείχτηκε όλη η εκδήλωση, που στη συνέχεια αποτέλεσε το πρότυπο για μεγαλύτερης κλίμακας υπαίθριες συναυλίες στις ΗΠΑ και τον υπόλοιπο κόσμο. Παρά το γεγονός ότι το συγκεκριμένο φεστιβάλ δεν είναι τόσο γνωστό, επειδή επισκιάστηκε από εκείνο του Monterey, θεωρείται πολύ σημαντικό, αφού ήταν το πρώτο μεγάλο φεστιβάλ ροκ μουσικής στις ΗΠΑ (αν όχι σε ολόκληρο τον κόσμο).
Μια εβδομάδα αργότερα λοιπόν, επόμενος σταθμός ήταν το “Monterey International Pop Music Festival” (στο Μόντερεϊ της Καλιφόρνιας), αυτή τη φορά με τριήμερη διάρκεια (16, 17 & 18/6), μεγαλύτερο κοινό, αλλά και πολύ πιο σημαντικές συμμετοχές στο line up. Το Μόντερεϊ οργανώθηκε πολύ καλύτερα, διαφημίστηκε πολύ περισσότερο και γενικότερα είχε πολύ μεγαλύτερη απήχηση ανάμεσα στους χίπις του Summer of love, του οποίου θεωρείται μια από τις πιο ξεχωριστές στιγμές. Υπολογίζεται ότι το παρακολούθησαν συνολικά 90.000 άτομα, τα οποία πλήρωσαν 3 δολάρια για μια ημέρα ή 6.50 δολάρια και για τις τρεις μέρες.
Στο Μόντερεϊ είχαμε τις πρώτες εμφανίσεις μπροστά σε μεγάλο αμερικανικό κοινό των The Jimi Hendrix Experience, της Τζάνις Τζόπλιν, των The Who, του Ραβί Σανκάρ και του Ότις Ρέντινγκ. Στο φεστιβάλ έπαιξαν 32 μπάντες και καλλιτέχνες, με σημαντικότερα ονόματα – εκτός των ήδη προαναφερθέντων – τους Eric Burdon & The Animals, Simon & Garfunkel, Canned Heat, Country Joe & The Fish, The Butterfield Blues Band, Steve Miller Band, The Byrds, Jefferson Airplane, Grateful Dead και The Mamas & The Papas. Όλοι έπαιξαν δωρεάν (εκτός του Σανκάρ) και οι εισπράξεις διατέθηκαν σε φιλανθρωπικούς σκοπούς.
Πάνω στην κληρονομιά που άφησε πίσω του το Μόντερεϊ, “χτίστηκε” στη συνέχεια η μεγάλη παράδοση των ροκ φεστιβάλ, που πέρασε από το Newport, το Isle of Wight, το Woodstock και το Altamont, για να συνεχιστεί τις επόμενες δεκαετίες και να φτάσει μέχρι τις μέρες μας. Υπεύθυνοι για το Monterey International Pop Music Festival, ήταν ο Τζον Φίλιπς των The Mamas & The Papas, ο παραγωγός δίσκων Λου Άντλερ και ο δημοσιογράφος Ντέρεκ Τέιλορ. Θετικές εντυπώσεις άφησε και η εγκατάσταση του ήχου, για την οποία υπεύθυνος ήταν ο Έιμπ Τζέικομπ. Όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο εκδότης του “Rolling Stone”, Τζαν Γουένερ, “το Μόντερεϊ ήταν ο σύνδεσμος. Ξεπήδησε από αυτό που ξεκίνησαν οι Beatles και από αυτό ξεπήδησε αυτό που ακολούθησε”.
ΤΑ “ΠΟΠ” ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΣΕ ΗΠΑ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΗ
Μετά το Monterey, ακολούθησαν αναρίθμητα φεστιβάλ ροκ μουσικής, από τα μέσα του 1967 και στη διάρκεια ολόκληρου του 1968, κυρίως στις ΗΠΑ, αλλά και στην Ευρώπη, εκεί όπου το σημαντικότερο ήταν το “Isle of Wight Festival”, που διοργανώθηκε για τρεις συνεχόμενες χρονιές (1968-1970) στη νήσο Ουάιτ της Μεγάλης Βρετανίας (στο στενό της Μάγχης). Στο φεστιβάλ του 1970, το πλήθος που συγκεντρώθηκε, υπολογίστηκε πάνω από 600.000, ξεπερνώντας ακόμα και τις 500.000 του Γούντστοκ, ενώ το line-up είχε περισσότερους από 50 καλλιτέχνες και συγκροτήματα, με πολλά μεγάλα ονόματα της εποχής να δίνουν το παρών.
Να ανοίξουμε εδώ μια μικρή παρένθεση για να πούμε ότι στα πρώτα χρόνια της διοργάνωσης τέτοιων εκδηλώσεων με πολυήμερες συναυλίες σε υπαίθριους χώρους, οι περισσότερες από αυτές – ειδικά στις ΗΠΑ – είχαν την ονομασία “pop festivals” και όχι ροκ, όπως θα περίμενε κανείς. Αυτό συνέβη ακριβώς επειδή μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’60, ποπ και ροκ ήταν σχεδόν ταυτόσημες έννοιες. Από το ξεκίνημα των 70s, οι δυο όροι διαχωρίστηκαν, με το ποπ πλέον να σημαίνει την εμπορική και εφήμερη μουσική. Από το τέλος του 1972, ο όρος “ποπ φεστιβάλ” εξαφανίστηκε από το προσκήνιο, αφού ούτως ή άλλως, οι διοργανωτές έψαχναν πιο ευφάνταστα ονόματα για να παρουσιάσουν τα μουσικά φεστιβάλ.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ “SUMMER OF LOVE”
Επιστρέφουμε στο Summer of love, όπου τα events και τα happenings (ομιλίες, συγκεντρώσεις, πορείες, συναυλίες, οικολογικές και πολιτιστικές εξορμήσεις, εκθέσεις κλπ) συνεχίστηκαν όλο το καλοκαίρι. Τον Σεπτέμβριο υπήρξε μαζική αναχώρηση των επισκεπτών από το Σαν Φρανσίσκο, αφού τόσο τα σχολεία όσο και τα πανεπιστήμια, θα ξανάρχιζαν τα μαθήματα και μην ξεχνάμε ότι οι περισσότεροι χίπις που είχαν πάει εκεί, ήταν φοιτητές. Όσοι έμειναν πίσω, στην μεγάλη τους πλειοφηφία οι μόνιμοι χίπις κάτοικοι του Χάιτ Άσμπουρι, αποφάσισαν να φτιάξουν μια επικήδεια τελετή, ώστε να κλείσουν και επίσημα το καλοκαίρι της αγάπης.
Στις 6 Οκτωβρίου του 1967, τελέστηκε η κηδεία-παρωδία με την ονομασία “The death of the hippie” και η εκ των διοργανωτών του event, Μαίρη Κάσπερ, έδωσε την παρακάτω εξήγηση: “Θέλαμε να κάνουμε σαφές ότι αυτό ήταν το τέλος του καλοκαιριού της αγάπης εδώ. Πλέον πηγαίνετε στα σπίτια σας, κάντε την επανάσταση εκεί που ζείτε και μην ξανάρθετε πίσω, γιατί η γιορτή τελείωσε”. Έντεκα ημέρες αργότερα, στις 17 Οκτωβρίου, το ροκ μιούζικαλ Hair, που περιέγραφε την ιστορία της χίπικης αντί-κουλτούρας και της σεξουαλικής επανάστασης στη δεκαετία του ’60, ανέβαινε στο θέατρο στη Νέα Υόρκη. Ήταν ο καλύτερος επίλογος για το Summer of love.
ΟΙ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ “WOODSTOCK MUSIC & ART FAIR”
Όχι όμως και για τα ροκ φεστιβάλ, που όπως γράψαμε πιο πάνω, συνεχίστηκαν, για να φτάσουν στην κορύφωσή τους τον Αύγουστο του 1969, στο Γούντστοκ. Οι υπεύθυνοι για τη διοργάνωση του “Woostock Music and Art Fair” (όπως ήταν η επίσημη ονομασία της τριήμερης εκδήλωσης) ήταν από τη μια, οι επιχειρηματίες Τζόελ Ρόζενμαν και Τζον Ρόμπερτς (που χρηματοδότησαν το όλο project) και από την άλλη, ο Μάικλ Λανγκ (καλλιτεχνικός μάνατζερ, διοργανωτής συναυλιών και μουσικός παραγωγός) και ο Άρτι Κόρνφελντ (μουσικός και παραγωγός δίσκων). Η τετράδα δημιούργησε τον Ιανουάριο του 1969 την “Woodstock Ventures”, την εταιρεία που ανέλαβε τον σχεδιασμό και την οργάνωση του φεστιβάλ.
Δυο ήταν τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετώπισαν. Το πρώτο, να πείσουν τα μεγάλα ονόματα της εποχής να δηλώσουν συμμετοχή και το δεύτερο, να βρουν τον χώρο, ο οποίος θα φιλοξενούσε το μουσικό τριήμερο. Τον Απρίλιο του 1969, οι Creedence Clearwater Revival ήταν οι πρώτοι που υπέγραψαν συμβόλαιο για την εκδήλωση, έναντι 10.000 δολαρίων (περίπου 80.000 σημερινά ευρώ). Αμέσως μετά ακολούθησε μια ατελείωτη σειρά από γνωστές μπάντες και καλλιτέχνες και το πρώτο μεγάλο εμπόδιο ξεπεράστηκε. Όμως το θέμα της τοποθεσίας συνέχισε να παιδεύει τους διοργανωτές για αρκετό καιρό.
Θέλοντας να βρουν ένα μέρος στην ευρύτερη περιοχή της πόλης του Γούντστοκ (για να βρίσκονται κοντά στη Νέα Υόρκη, από την οποία περίμεναν και τον περισσότερο κόσμο), για αρκετούς μήνες συναντούσαν τη μια άρνηση μετά την άλλη, είτε από ιδιοκτήτες μεγάλων οικοπέδων, είτε από τις εκάστοτε τοπικές αρχές, είτε από τους ίδιους τους κατοίκους. Όλα αυτά μέχρι που γνώρισαν τον Μαξ Γιάσγκουρ, ιδιοκτήτη μιας φάρμας γαλακτομικών προϊόντων, στην κωμόπολη του Μπέθελ (65 χλμ νοτιοδυτικά του Γούντστοκ), ο οποίος δέχτηκε να παραχωρήσει την έκταση. Παρά τις αντιδράσεις των κατοίκων που έκαναν μέχρι και διαδήλωση με πλακάτ που έγραφαν “Μην αγοράζετε γάλα, σταματήστε το χίπικο φεστιβάλ του Μαξ”, οι τοπικές αρχές έδωσαν τελικά την άδεια, μετά τη διαβεβαίωση των διοργανωτών ότι ο μέγιστος αριθμός των επισκεπτών δε θα ξεπερνούσε τις 50.000.
Ο ελάχιστος χρόνος που απέμενε μέχρι τη διεξαγωγή του φεστιβάλ, δεν επέτρεψε στους υπεύθυνους να τοποθετήσουν συρματόπλεγμα γύρω-γύρω (για να αποφύγουν τους τζαμπατζήδες) και εκδοτήρια εισιτηρίων στις επίσημες εισόδους, κάτι που σχεδόν οδήγησε τους δυο χρηματοδότες (Ρόζενμαν & Ρόμπερτς) σε χρεωκοπία (τελικά σώθηκαν από τα δικαιώματα του βραβευμένου με Όσκαρ ντοκιμαντέρ “Woodstock” και από την κυκλοφορία του τριπλού LP άλμπουμ-soundtrack της ταινίας). Για την ιστορία, το εισιτήριο για όλο το τριήμερο, κόστιζε στην προπώληση 18 δολάρια και στην είσοδο του φεστιβάλ, 24 (περίπου 150 και 200 σημερινά ευρώ αντίστοιχα).
ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΞΕΚΙΝΗΣΕΙ ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΡΙΗΜΕΡΟ
Τελικά, πριν ξεκινήσει το Γούντστοκ, προπωλήθηκαν 186.000 εισιτήρια! Το βράδυ της 13ης Αυγούστου, δυο μέρες πριν την έναρξη, 50.000 χίπις, άλλοι με και άλλοι χωρίς εισιτήριο, κατασκήνωσαν μπροστά στη μισοτελειωμένη σκηνή. Από την Πέμπτη, 14 Αυγούστου, μέχρι και την τελευταία μέρα του φεστιβάλ (18/8), δημιουργήθηκε ένα τεράστιο μποτιλιάρισμα στους δρόμους που οδηγούσαν στο Μπέθελ (και που στη μεγάλη τους πλειοψηφία ήταν στενοί, επαρχιακοί δρόμοι), ενώ οι έντονες βροχοπτώσεις των προηγούμενων ημερών έκαναν τα πράγματα ακόμα χειρότερα, μετατρέποντας τα πάντα γύρω από τον χώρο της συναυλίας σε έναν απέραντο λασπότοπο.
Παράλληλα, ακριβώς επειδή οι διοργανωτές δεν περίμεναν τόσο μεγάλη προσέλευση, παρουσιάστηκαν σημαντικά προβλήματα με τις εγκαταστάσεις παροχής πρώτων βοηθειών και υγιεινής, αλλά και με την επάρκεια των τροφίμων. Παρόλα αυτά όμως, περισσότεροι από 500.000 χίπις αψήφησαν όλα τα εμπόδια, προκείμενου να χαρούν “τρεις μέρες ειρήνης, έρωτα και μουσικής”. Με τον Ρίτσι Χέιβενς – όπως γράψαμε και στην αρχή – να ανοίγει το επίσημο πρόγραμμα, όλα τα υπόλοιπα ξεχάστηκαν και ξεκίνησε ένα “όνειρο” που διήρκεσε τρεις ολόκληρες μέρες και νύχτες γεμάτες sex, drugs και rock & roll.
ΤΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΟ LINE-UP ΤΟΥ ΓΟΥΝΤΣΤΟΚ
Ο ηχητικός καταιγισμός παρέσυρε τα πάντα στο πέρασμά του, πετυχαίνοντας μια απίστευτη μίξη όλων των μουσικών ρευμάτων που έδιναν τον τόνο της εποχής. Το ροκ, η ποπ, η ψυχεδέλεια, το φολκ, τα πολιτικά τραγούδια διαμαρτυρίας, τα γκόσπελ, η τζαζ, η κάντρι, η ινδική μουσική, η λάτιν, το acid ροκ, το blues, το boogie ροκ, η soul, το funk, το rock ‘n roll, το hard ροκ, το blues ροκ, το rhythm & blues, όλα μαζί σε μια αναρχική συνύπαρξη που διοχετεύτηκε στην πίστη της γενιάς των 60s, η οποία κουβαλούσε τον σταυρό του στίγματος ενός πεπρωμένου από το οποίο ήθελε να απεγκλωβιστεί.
Το ίδιο το line-up εντυπωσιάζει ακόμα και σήμερα. 32 μπάντες και καλλιτέχνες ανέβηκαν στη σκηνή, ενώ παίχτηκαν συνολικά 311 τραγούδια. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Ραβί Σανκάρ, Άρλο Γκάθρι, Τζόαν Μπαέζ, Santana, The Incredible String Band, Canned Heat, Grateful Dead, Creedence Clearwater Revival, Τζάνις Τζόπλιν με τους Kozmic Blues Band, Sly and the Family Stone, The Who, Jefferson Airplane, Joe Cocker & the Grease Band, Country Joe & The Fish, Ten Years After, The Band, Blood Sweat & Tears, Crosby Stills Nash & Young, Paul Butterfield Blues Band και τον Τζίμι Χέντριξ με τους Gypsy Sun & Rainbows.
ΟΙ ΣΤΙΓΜΕΣ ΠΟΥ ΣΗΜΑΔΕΨΑΝ ΤΟ WOODSTOCK
Οι στιγμές που σημάδεψαν το φεστιβάλ και το έφεραν στην κορυφή της μυθολογίας του ροκ ως τη μεγαλύτερη και σημαντικότερη μουσική εκδήλωση της δεκαετίας του ’60, ήταν αναρίθμητες, όμως σίγουρα υπήρξαν μερικές που ξεχώρισαν από τις υπόλοιπες και μνημονεύονται μέχρι σήμερα. Όπως ο Joe Cocker με το “With a little help from my friends”, στην κορυφαία ερμηνεία του Γούντστοκ. Ο “αλλόκοτος παραλυμένος του δρόμου” – όπως τον περιέγραψε η Τζόαν Μπαέζ – απογείωσε το αριστούργημα των Beatles, χαρίζοντάς του την αρτιότερη εκτέλεση, όπως παραδέχτηκε αργότερα ο ίδιος ο Πολ ΜακΚάρτνεϊ.
Ο Country Joe McDonald στο “The “Fish” Cheer/I-Feel-Like-I’m-Fixin’-To-Die Rag”, όταν με το περίφημο “Gimme an F”, που έγινε “σήμα κατατεθέν” του Γούντστοκ, παρέσυρε 300.000 χίπις της γενιάς του “make love, not war” στη μεγαλύτερη αντιπολεμική κραυγή του φεστιβάλ, τραγουδώντας όλοι μαζί κατά του πολέμου του Βιετνάμ. Η Τζάνις Τζόπλιν, η λευκή ιέρεια των blues, μαζί με την κορυφαία μπάντα της σύντομης καριέρας της, τους Kozmic Blues Band, στη διονυσιακή ερμηνεία του “Try”. Η “νεράιδα” Γκρέις Σλικ των Jefferson Airplane, με την υπέροχη κοντράλτο φωνή της στο “White Rabbit”, την κορυφαία ψυχεδελική στιγμή του Γούντστοκ.
Ο δωρικός Ρίτσι Χέιβενς με το εκπληκτικό ακουστικό “Freedom (Motherless child)” και τον καταιγιστικό τρόπο που χτυπούσε τις χορδές, τα μπαρέ και τις κραυγές του, σε ένα κάλεσμα ειρήνης και αδελφοσύνης ανάμεσα σε όλες τις φυλές του κόσμου. Οι Canned Heat και το “Going up the country”, στην επιτομή του μαστουρωμένου blues: “Πηγαίνουμε σε κάποιο μέρος που το νερό θα έχει τη γεύση κρασιού. Μπορούμε να βουτήξουμε στο νερό και να είμαστε συνεχώς μεθυσμένοι”. Οι Who και το “See me, feel me” από το “Tommy”, με την κιθάρα του Τάουνσεντ να απογειώνεται, το μπάσο του Έντγουϊστλ να βρυχάται, τα τύμπανα του Μουν να οργιάζουν και τη φωνή του νάρκισσου Ντόλτρεϊ να “ταξιδεύει” μέσα στη νύχτα τους μαστουρωμένους χίπις.
Η ζαμανφουτίστικη, “λιωμένη” στα LSD, μπάντα των Grateful Dead με αρχηγό της τον θρυλικό χίπι Τζέρι “Captain Trips” Γκαρσία, φέρνοντας στο Γούντστοκ την εποχή του Υδροχόου με το “Mama tried”, εκεί που πάντρεψαν το φολκ με την ψυχεδέλεια. Και βέβαια, ο Τζίμι Χέντριξ το ξημέρωμα της 18ης Αυγούστου, όταν μπροστά στους τελευταίους 30.000 χίπις που είχαν απομείνει στον συναυλιακό χώρο, αφού πρώτα παραμόρφωσε και “λεηλάτησε” το “Star Spangled Banner”, πραγματοποίησε το ιδανικό κλείσιμο του τριημέρου με το “Hey Joe”, ολοκληρώνοντας την “τελετουργία”.
WOODSTOCK: “SEX, DRUGS & ROCK ‘N ROLL”
Αν θέλετε να πάρετε μια γεύση για το τί συνέβη στο φεστιβάλ που ακόμα και σήμερα “στοιχειώνει” το ροκ, δείτε το υπέροχο ντοκιμαντέρ “Woodstock” του Michael Wadleigh στην κόπια του director’s cut (224 λεπτά). Ή αρκεστείτε στα λόγια της Τζόαν Μπαέζ από την αυτοβιογραφία της: “Το Woodstock ήταν ναρκωτικά, σεξ και ροκ εν ρολ. Το Woodstock ήταν ο genius Χέντριξ και το υπέροχο ιδρωμένο στήθος του Ρότζερ Ντόλτρεϊ των Who. Το Woodstock ήταν ο Country Joe McDonald, όμορφος σαν άγριος Ινδιάνος. Το Woodstock ήταν ο εκκεντρικός Τζόου Κόκερ που καμπούριαζε σαν κανένας αλλόκοτος παραλυμένος του δρόμου, αλλά τραγουδούσε όπως ο Ρέι Τσαρλς. Το Woodstock ήταν βροχή και λάσπη, μεταμφιεσμένοι φαντάροι και μπάτσοι, που έβαζαν στην άκρη τα όπλα τους και έψηναν χοτ ντογκ για πεινασμένους χίπις.
Το Woodstock ήταν οι λευκές κυρίες της λίμνης που σήκωναν τα μουσκεμένα μαλλιά τους με τη λίμνη να στάζει απ’ τους όμορφους αγκώνες τους, όχι και πολύ ανίδεες για τις κάμερες που γύριζαν μακριά τους, στην ακτή, στραμμένες πάνω στα ωραία στήθη τους. Ναι, ήταν τρεις εκπληκτικές μέρες βροχής και μουσικής. Τραγούδησα μέσα στη νύχτα. Στάθηκα εκεί, μπροστά στους κατοίκους της χρυσαφένιας πολιτείας, που κοιμόντουσαν πάνω στη λάσπη, ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, και τους έδωσα ό,τι μπορούσα εκείνη τη στιγμή. Κι εκείνοι δέχτηκαν τα τραγούδια μου. Δεν μπορεί να υπάρξει άλλο Woodstock. Το Woodstock, με όλη του τη λάσπη και τη δόξα, ανήκει στη δεκαετία του ’60, αυτή την εξωφρενική, ποθητή, μυθιστορηματική, παθιασμένη, τραγική, παράλογη, γενειοφόρο και πολύτιμη εποχή”.
Η ΠΕΡΙΦΡΟΥΡΗΣΗ ΣΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΦΕΣΤΙΒΑΛ
Στα μεγάλα μουσικά φεστιβάλ του τέλους της δεκαετίας του ’60, ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που απασχολούσαν τους διοργανωτές, ήταν η περιφρούρηση, η ασφάλεια και η αποφυγή δυσάρεστων καταστάσεων στη διάρκειά τους. Έχοντας να αντιμετωπίσουν τεράστια ετερόκλητα πλήθη, από δεκάδες μέχρι και εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων που προσέρχονταν σε αυτά, το να διασφαλίσουν την τάξη, δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση, ειδικότερα από τη στιγμή που είχε αποκλειστεί – για ευνόητους λόγους – κάθε συζήτηση πιθανής συμμετοχής της αστυνομίας.
Έτσι λοιπόν, οι ίδιοι οι διοργανωτές αναλάμβαναν τη δημιουργία ομάδων περιφρούρησης, τις οποίες συνήθως αποτελούσαν είτε χίπις, είτε κανονικοί σεκιουριτάδες από τοπικές εταιρείες, οι οποίοι προσλαμβάνονταν για αυτόν τον σκοπό. Τα απρόοπτα είχαν να κάνουν με περιστατικά που αφορούσαν από θέματα υγείας μέχρι επεισόδια στους συναυλιακούς χώρους. Για παράδειγμα, μόνο στο τριήμερο του Γούντστοκ, αντιμετωπίστηκαν 742 περιπτώσεις ατόμων που χρειάστηκαν ιατρική περίθαλψη λόγω υπερβολικής δόσης ναρκωτικών. Και βέβαια, υπήρχε και το προηγούμενο του Newport Pop Festival, τον Αύγουστο του 1968 στην Καλιφόρνια, το πρώτο που ξεπέρασε τις 100.000 κόσμου, όπου εκτεταμένα επεισόδια με 300 τραυματίες και 75 συλλήψεις, αμαύρωσαν την εικόνα του.
“ALTAMONT SPEEDWAY FREE FESTIVAL”
Μετά τη μεγάλη επιτυχία του Γούντστοκ, γεννήθηκαν οι σκέψεις για κάτι αντίστοιχο στη Δυτική Ακτή των ΗΠΑ, ένα “Woodstock West”. Μετά από πολύ ψάξιμο στην Καλιφόρνια και αρκετές αρνήσεις από τοπικές αρχές και κατοίκους, ο Ντικ Κάρτερ, ιδιοκτήτης του Altamont Speedway, μιας πίστας μηχανοκίνητου αθλητισμού, έδωσε τη συγκατάθεσή του για τη διεξαγωγή της συναυλίας, που είχε προγραμματιστεί για το Σάββατο 6 Δεκεμβρίου του 1969, με line-up – κατά σειρά εμφάνισης – τους Santana, Jefferson Airplane, Flying Burrito Brothers, Crosby Stills Nash & Young, Grateful Dead και Rolling Stones.
Το γεγονός ότι η σκηνή είχε στηθεί στους πρόποδες μιας μικρής πλαγιάς, αφήνοντας στην ουσία τους μουσικούς τελείως εκτεθειμένους στο κοινό, έκανε τους διοργανωτές να έρθουν σε συμφωνία με τους Hells Angels (μια λέσχη μοτοσυκλετιστών που είχε ιδρυθεί το 1948 στην Καλιφόρνια και που πολλοί θεωρούσαν ότι ανήκε στο οργανωμένο έγκλημα), για να αναλάβουν την περιφρούρηση του stage. Ήταν οι Jefferson Airplane και οι Grateful Dead εκείνοι που σύστησαν τους Hells Angels στον μάνατζερ των Rolling Stones, αφού τους είχαν χρησιμοποιήσει σε προηγούμενες συναυλίες τους χωρίς το παραμικρό πρόβλημα.
Οι “Άγγελοι της Κόλασης” ζήτησαν να πληρωθούν 500 δολάρια σε μπύρες και ο ρόλος τους περιοριζόταν αποκλειστικά στο να εμποδίσουν οποιονδήποτε φαν να ανέβει πάνω στη σκηνή. Πριν καν ξεκινήσει το live, η ατμόσφαιρα θύμιζε “μπαρούτι”, αφού ήδη είχαν εκδηλωθεί πολλοί τσακωμοί ανάμεσα στο πλήθος, το οποίο ξεπερνούσε τις 300.000. Όταν οι Santana ξεκίνησαν τη συναυλία, όλοι οι Hells Angels, που έπιναν τις δωρεάν μπύρες τους εδώ και ώρες, ήταν τελείως μεθυσμένοι και κρατούσαν αλυσίδες στα χέρια, για να αποτρέψουν τον κόσμο να πλησιάσει τους μουσικούς.
Λίγο αργότερα, όταν κάποιοι από το πλήθος, έριξαν κάτω – άθελά τους – μια μηχανή των Hells Angels, τα πράγματα χειροτέρεψαν ακόμα περισσότερο. Ο Μάρτι Μπάλιν των Jefferson Airplane, που έπαιζαν εκείνη την ώρα, πήδηξε κάτω από τη σκηνή, προσπαθώντας να επαναφέρει την τάξη, όμως ένας Hells Angel τον γρονθοκόπησε στο πρόσωπο και τον έριξε λιπόθυμο στο έδαφος! Οι Grateful Dead (από τους βασικούς συνδιοργανωτές της εκδήλωσης) που ήταν να παίξουν μετά τους Crosby Stills Nash & Young, μόλις πληροφορήθηκαν τα όσα συνέβαιναν στον χώρο της συναυλίας, αρνήθηκαν να εμφανιστούν στο stage και αποχώρησαν από τον χώρο.
Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΕΡΕΝΤΙΘ ΧΑΝΤΕΡ
Όταν έφτασε η σειρά των Rolling Stones, λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα, η κατάσταση είχε ξεφύγει εντελώς από κάθε έλεγχο, με περίπου 5.000 άτομα να συνωστίζονται μπροστά στη σκηνή και πολλούς εξ αυτών να θέλουν να σκαρφαλώσουν πάνω. Μάταια ο Τζάγκερ προσπαθούσε να τους ηρεμήσει από το μικρόφωνο. Ενώ οι Stones έπαιζαν το τρίτο τραγούδι τους (“Sympathy for the devil”), ένας ακόμη άγριος καυγάς ξέσπασε, αναγκάζοντας την μπάντα να διακόψει για λίγο, μέχρι να αποκατασταθεί κάπως η τάξη. Στη συνέχεια, στο ξεκίνημα του “Under my thumb”, ο 18χρονος Μέρεντιθ Χάντερ, μαζί με κάποιους ακόμα, προσπάθησε να ανέβει στη σκηνή.
Ένας από τους Hells Angels, τον άρπαξε από το κεφάλι, τον πλάκωσε στις μπουνιές και τον πέταξε πίσω στο πλήθος. Λίγα λεπτά αργότερα, ο Χάντερ, παρά τις εκκλήσεις της φίλης του, Πάτι, να ηρεμήσει, κινήθηκε εξαγριωμένος και τελείως μαστουρωμένος προς το stage, βγάζοντας από την τσέπη του ένα 22άρι περίστροφο. Ένα μέλος των Hells Angels, ο Άλαν Πάσαρο, τον είδε, τράβηξε αμέσως ένα μαχαίρι, τον πλησίασε από το πλάι, εξουδετέρωσε με μια λαβή το χέρι που κρατούσε το όπλο και τον μαχαίρωσε δυο φορές στην πλάτη, αφήνοντάς τον νεκρό. Η νεκροψία έδειξε ότι ο Χάντερ είχε καταναλώσει τεράστια ποσότητα από μεθαμφεταμίνες, ενώ ο Πάσαρο αθωώθηκε, επειδή η δολοφονία καταγράφηκε σε φιλμ, όπου φαινόταν το περίστροφο του Χάντερ, οπότε θεωρήθηκε από το δικαστήριο ότι ο Hells Angel βρέθηκε σε νόμιμη άμυνα.
Η ΤΡΑΓΙΚΗ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΑΛΤΑΜΟΝΤ
Λίγα λεπτά μετά τον θάνατο του Χάντερ, οι Rolling Stones συνέχισαν να παίζουν, επειδή τόσο οι ίδιοι όσο και οι διοργανωτές, θεώρησαν πως αν σταματούσε η συναυλία, τα πράγματα θα γίνονταν τελείως ανεξέλεγκτα και θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε γενική σύρραξη με περισσότερα θύματα. Ο τραγικός απολογισμός του Altamont Free Concert μέτρησε τέσσερις νεκρούς. Εκτός του Χάντερ, ένας χίπι έχασε τη ζωή του όταν υπό την επήρρεια LSD πνίγηκε σε ένα αρδευτικό κανάλι, ενώ δυο ακόμα σκοτώθηκαν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, έξω από τον χώρο της συναυλίας.
Τα ροκ φεστιβάλ συνεχίστηκαν στη δεκαετία του ’70, φτάνοντας μέχρι τις μέρες μας, όμως το Άλταμοντ σηματοδότησε ένα θλιβερό ορόσημο, τον “θάνατο” του “Woodstock Nation”, το τέλος του ονείρου των παιδιών των λουλουδιών, το τέλος των χίπις. Ενώ το Γούντστοκ θεωρήθηκε ως η κορυφαία στιγμή του “flower power”, το Άλταμοντ αποτέλεσε την “ταφόπετρα” μιας ολόκληρης εποχής. Ήταν η οριστική “αυλαία” των 60s, το σπασμένο καλειδοσκόπιο του ψυχεδελικού trip, η σκληρή συνειδητοποίηση ότι ο άνεμος τρέλας που είχε γεννήσει τη δυναμική αντικουλτούρα, η οποία με τη σειρά της ακτινοβόλησε και δημιούργησε, είχε πάψει πλέον να φυσάει…