ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΩΝ ΗΔΟΝΩΝ
Ο σπουδαίος Γάλλος σκηνοθέτης και εικαστικός, Φίλιπ Κεν, εμπνέεται από το εμβληματικό έργο του Ιερώνυμου Μπος και παρουσιάζει τον δικό του “Κήπο των ηδονών” στις 4 Αυγούστου στο Ηρώδειο.
Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων του Ιερώνυμου Μπος είναι ένα από τα διασημότερα έργα Τέχνης, αλλά και ένα έργο που παραμένει μυστήριο, προκλητικό, ταυτόχρονα ονειρικό και εφιαλτικό. Εδώ και πέντε αιώνες θέτει θεμελιώδη ερωτήματα, προκαλεί διαρκώς νέες θεωρητικές τοποθετήσεις και καλλιτεχνικές ερμηνείες και εμπνέει άλλους καλλιτέχνες.
Ένας από αυτούς και ο σπουδαίος Γάλλος σκηνοθέτης και εικαστικός, Φίλιπ Κεν, που επιστρέφει στην Ελλάδα μ’ ένα πρωτότυπο έργο, εμπνευσμένο από τον διάσημο αυτόν αναγεννησιακό πίνακα. Τίτλος του: “Ο κήπος των ηδονών”.
Μετά τη θριαμβευτική πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ της Αβινιόν απ’ όπου και απέσπασε διθυραμβικές κριτικές, ο Φιλίπ Κεν θα “κλείσει” με τον καλύτερο τρόπο στις 4 Αυγούστου το αθηναϊκό πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου στο Ηρώδειο.
Όπως ο Ιερώνυμος Μπος, έτσι και ο Γάλλος δημιουργός, μέσω του έργου του υποστηρίζει ότι την Κόλαση και τα βασανιστήρια τα έχει δημιουργήσει ο ίδιος ο άνθρωπος και με τη σειρά του δημιουργεί ένα αλληγορικό υπερθέαμα, ένα ονειρικό σκηνικό μεταξύ ουτοπίας και δυστοπίας, μεταφέροντας στο παρόν την ιστορία του Κήπου των ηδονών.
«Συχνά εμπνέομαι από πίνακες αυτής της εποχής. Πριν από κάποια χρόνια έγραψα το έργο «La mélancolie des Dragons» που ήταν επηρεασμένο από τον πίνακα του Ντίρερ «Η Μελαγχολία», αν και τελικά αισθητικά η παράσταση δεν παρέπεμπε καθόλου στο σύμπαν του Ντίρερ. Και τώρα αυτός ο γεμάτος αινίγματα και μυστήριο πίνακας του Ιερώνυμου Μπος, γίνεται αφετηρία της δουλειάς μου» λέει ο Φιλίπ Κεν που με την παράσταση αυτή γιορτάζει μαζί με την ομάδα του, το Vivarium Studio, 20 χρόνια δημιουργίας.
«Ο κήπος των ηδονών είναι συνέχεια μιας δουλειάς που κάνω εδώ και 20 χρόνια με την ομάδα του Vivarium Studio που συχνά τοποθετεί στη σκηνή μια κοινότητα καλλιτεχνών, ποιητών, ανθρώπων που βρίσκουν καταφύγιο μακριά από την ταχύτητα του κόσμου μας και επανεφευρίσκουν τη ζωή που θα ήθελαν να έχουν μέσα από νέες διαδρομές προς έναν εναλλακτικό κόσμο” προσθέτει.
Μέσα στον “κήπο” του Ιερώνυμου Μπος
Η θεωρητικός τέχνης και επιμελήτρια που εργάζεται στο Γραφείο Διεύθυνσης της Εθνικής Πινακοθήκης, Σοφία Ελίζα Μπουράτση, περιγράφει τον εμβληματικό πίνακα του Μπος λέγοντας: ”Το έργο, που από το 1939 βρίσκεται στο Museo del Prado στη Μαδρίτη, εμπνέει και απασχολεί τους ιστορικούς τέχνης και τους καλλιτέχνες διαχρονικά: το λάτρεψαν οι σουρεαλιστές, μία λεπτομέρεια του έργου αποτελεί το εξώφυλλο album των Deep Purple (1969), έχει γίνει χορογραφία εικονικής πραγματικότητας (Blanca Li, 2009), σημείο εκκίνησης και κεντρική αναφορά εκθέσεων σύγχρονης τέχνης (Art Orienté objet, 2013).
Ο Bosch το ζωγράφισε ανάμεσα στο 1490 και το 1510 (ανάλογα με τις αναλύσεις), πρόκειται για λάδι πάνω σε ξύλο βελανιδιάς και ανήκει στην περίοδο της πρώιμης φλαμανδικής ζωγραφικής. Είναι τρίπτυχο, μνημειώδες (2,2 χ 3,89 μ. όταν είναι ανοιχτό), και γεμάτο λεπτομέρειες που καλούν οποίον το κοιτάζει να ανακαλύπτει συνεχώς νέες συνθήκες, νέα σύμβολα και νέες συνειρμικές συσχετίσεις.
Αποτελείται από ένα τετράγωνο κεντρικό πανό, το οποίο πλαισιώνεται από δύο άλλα παραλληλόγραμμου σχήματος. Ακολουθεί την δομή των θρησκευτικών τριπτύχων: το εσωτερικό του αναφέρεται στο αριστερό του σκέλος στην Εδέμ, στο κέντρο στην επίγεια ζωή των παιδιών της Εύας και του Αδάμ και στο δεξί του σκέλος στην Κόλαση. Ενώ όταν είναι κλειστό, το έργο παρουσιάζει μία κοσμογονία. Θα μπορούσε δηλαδή να αποτελέσει αντικείμενο χρονολογικής ανάγνωσης όπου θα απεικονιζόταν η συνάντηση της Εύας και του Αδαμ στον Παράδεισο, η ζωή της αμαρτωλής ανθρωπότητας πριν τον Κατακλυσμό (στο κέντρο) και στη συνέχεια τα βασανιστήρια της Κόλασης στα οποία υποβάλλονται οι αμαρτωλοί.
Τα πράγματα είναι όμως πιο σύνθετα: οι αμίμητες φιγούρες που επανέρχονται στην εικονογραφία του Bosch, και ειδικά σ’ αυτό το έργο, δημιουργούν μία διαλεκτική, ή καλύτερα ένα τολμηρό παιχνίδι, που βρίσκεται στο μεταίχμιο ανάμεσα στο «καλό» και το «κακό», στην ουτοπία και τη δυστοπία, στην απόλαυση και την απειλή, στη σύγκρουση δυνάμεων και το παιχνίδι, στην ανεμελιά και την κοινωνική σάτιρα. Τα παράξενα υβριδικά σώματα που ανακαλύπτουμε στο έργο, που άλλοτε μοιάζουν με αρχετυπικές παιδικές φαντασιώσεις και άλλοτε με απειλητικά ανθρωπόμορφα τέρατα, φαίνεται να ζουν μία ζωή απαλλαγμένη από κάθε όριο.
Στο κεντρικό πανό κυριαρχεί λοιπόν μία συνθήκη απόλυτης ελευθερίας και απόλαυσης – οι οποίες δεν παρουσιάζονται σαν πειρασμός, αλλά σαν κανόνας. Η ηδονή που ζουν τα γυμνά (και όλα νεαρά) υβριδικά πλάσματα και οι χαρακτηριστικές χιμαιρικές μορφές πλαισιώνονται από την ομορφιά του τοπίου, τους γιγάντιους καρπούς που τρώνε ή φέρουν, την πληθωρική φύση, το νερό και τα έντονα χαρούμενα χρώματα (πράσινο, ροζ, μπλε, κόκκινο).
Μέλη εντόμων, κεφαλές πουλιών, φτερά, κοχύλια, λουλούδια, κ.λπ., γίνονται εξαρτήματα ή προεκτάσεις του σώματος υβριδικών πλασμάτων που κάνουν έρωτα ανά δυάδες ή σε ομάδες, κολυμπούν σε μία παραδεισένια λίμνη, ξαπλώνουν, τρώνε, πολεμούν και παίζουν. Κυριαρχεί η αίσθηση μίας αυθόρμητης, αθώας εγωκεντρικής-συλλογικής χαράς και διασκέδασης.
Στο τρίτο πανό κυριαρχεί μία αντιπαράθεση ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, εμφανίζονται τα πρώτα αντικείμενα που δημιούργησε ο άνθρωπος (μουσικά όργανα και εργαλεία) και η γιορτή έχει μετατραπεί σε ύπουλη βασανιστική τιμωρία.
Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει το γεγονός ότι πουθενά δεν εμφανίζεται μοναχική φιγούρα, εκτός από το πρόσωπο του άντρα στην Κόλαση, που θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι ο καλλιτέχνης. Όλοι οι υπόλοιποι είναι συνδεδεμένοι με τουλάχιστον ένα, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις πολλά, μυστήρια πλάσματα σαν να ήτανε ένα σώμα, μία συνύπαρξη”.
Ο Κήπος του Φιλίπ Κεν
«Είμαστε ομάδες ανθρώπων που δε γνωριζόμαστε, αλλά προσπαθούμε να συνυπάρξουμε» λέει ο Γάλλος δημιουργός. Και στο επίκεντρο τοποθετεί τη φιλοσοφική του θεώρηση που εμπεριέχεται σε μια φράση: «Να προσπαθήσουμε να ζήσουμε μαζί».
Ο Φίλιπ Κεν οραματίστηκε μια παράσταση για την αρμονική συνύπαρξη των ανθρώπων και την ουτοπία. Μία παράσταση που θα σχετίζεται με τη φύση και θα μιλάει για την παρέμβαση του ανθρώπου σε αυτή.
Στην Αβινιόν “Ο κήπος των ηδονών” παίχτηκε σε ένα λατομείο, ενώ στην Αθήνα το έργο είναι ειδικά προσαρμοσμένο για το Ηρώδειο. Στη σκηνή θα δούμε έναν αυτοσχέδιο καταυλισμό, μια ομάδα ηθοποιών που μοιάζουν με τα παιδιά των λουλουδιών της δεκαετίας του ’70 και ένα λεωφορείο.
«Το λεωφορείο, στοιχείο συνδεδεμένο με το ταξίδι, είναι το μέσο περιπλάνησης των χαρακτήρων του έργου” αναφέρει ο Φίλιπ Κεν και συνεχίζει “είναι μια αναζήτηση που μοιάζει με ομαδική θεραπεία, ένα ταξίδι που θέτει ερωτήματα και προτείνει καταστάσεις που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συνδέονται με τον πίνακα του Ιερώνυμου Μπος. Οι χαρακτήρες είναι κάτι σαν σύγχρονοι τροβαδούροι που συνεχίζουν κατά έναν τρόπο την αναφορά στον πίνακα μέσα σε ένα έργο που γράφεται στη σκηνή».
Η δουλειά των ηθοποιών του βασίζεται στον αυτοσχεδιασμό και τη σκηνική ελευθερία και στα έργα που ανεβάζει, χρησιμοποιεί πολλά αποσπάσματα από κείμενα που έχουν να κάνουν με την ποίηση και τη φιλοσοφία.
«Μέσα στο έργο συναντώνται πολλά στοιχεία, αφηγήσεις, φράσεις, αποσπάσματα που οι ηθοποιοί χρησιμοποιούν – από Σαίξπηρ για παράδειγμα και ιστορικούς της Τέχνης μέχρι μια καταπληκτική σύγχρονη ποιήτρια, τη Λορά Βασκέζ, που μας εμπιστεύτηκε κείμενά της επάνω στη δική της πρόσληψη του πίνακα. Κι έπειτα αυτό το έργο συνδυάζει ακριβώς διαφορετικούς τύπους κειμένων και μουσικών στιγμών, αλλά και το στοιχείο της σιωπής.. Κάνω ένα θέατρο αρκετά «εικαστικό», που έχει να κάνει αρκετά και με την οργάνωση των σωμάτων και των αντικειμένων στο χώρο – Ελπίζουμε ότι θα υπάρχει σε όλο αυτό και μια ποιητική πλαστικότητα που θα καταλάβει ένα κομμάτι της αφήγησης», καταλήγει.
Μία εποχή μετάβασης και για τους δύο καλλιτέχνες…
“Ο Ιερώνυμος Μπος δημιούργησε αυτό το έργο σε μία εποχή μετάβασης ανάμεσα στη δύση του Μεσαίωνα και την αφύπνιση της Αναγέννησης. Πρόκειται για μία εποχή όπου ευδοκιμούν η έρευνα και οι επιστήμες και όπου η εμφάνιση της τυπογραφίας εξελίσσει το μορφωτικό επίπεδο της κοινωνίας στο σύνολό της” σημειώνει η κ.Μπουράτση και συνεχίζει “Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι εικόνες των υβριδικών σωμάτων που συμπεριλαμβάνουν μέλη από το ζωικό βασίλειο αλλά και τεχνητά εξαρτήματα, αυτή η κοσμογονία που παρουσιάζει ο Μπος όπου το ζώο και ο άνθρωπος υβριδοποιούνται για να δημιουργήσουν ένα φαντασιακό κόσμο (και που βρίσκεται στον αντίποδα της καρτεσιανής αντίληψης) θέτει, υπό το πρίσμα της σύγχρονης εξέλιξης της βιοτεχνολογίας, ερωτήματα σχετικά με τα βιολογικά σύνορα ανάμεσα στα είδη. Υπονοεί επιπλέον την διαχρονική ανησυχία για το τέρας που μπορεί να γίνει ο άνθρωπος εφόσον αφεθεί απόλυτα ελεύθερος”.
Ο Φίλιπ Κεν επέλεξε τη δεκαετία του ’70, μια έντονη εποχή που αναδείχθηκαν με δυναμισμό παγκόσμια ζητήματα, όπως η κλιματική αλλαγή και η οικονομική κρίση. Μια εποχή με συγκρούσεις και προβλήματα μέσα από τα οποία δημιουργήθηκαν όνειρα, αλλά και ψευδαισθήσεις για ένα καλύτερο μέλλον, μέχρι να έρθει η απότομη προσγείωση.
Ο ίδιος ο Κεν, ωστόσο, προσθέτει για την εποχή πως “την ίδια στιγμή το έργο αυτό θα μπορούσε να διαδραματίζεται και σε μια χρονική στιγμή στο κοντινό μέλλον, όταν μια οικολογική απειλή θα μπορούσε να αλλάξει εντελώς την οργάνωση του κόσμου”.
Μένοντας πιστός στη θεωρία ότι η σύγχρονη κόλαση προέρχεται από την ανθρώπινη παρέμβαση, ότι αν οι άνθρωποι δεν είχαν «αμαρτήσει» ενδεχομένως να μπορούσαμε να βρούμε την ουτοπία, ο Φιλίπ Κεν θέτει με την παράστασή του ερωτήματα φιλοσοφικά, πανανθρώπινα, όχι όμως πολιτικά. Δεν ασκεί κριτική, ούτε δίνει λύσεις, μέσω όμως της θεατρικής πράξης θέτει φιλοσοφικούς στοχασμούς.
Για το ελληνικό κοινό
Ο Φιλίπ Κεν δεν είναι άγνωστος στο ελληνικό κοινό. Πέρσι παρουσίασε τη δυστοπική, αλλά και τρυφερά καυστική Μοιραία φάρμα (Farm Fatale) με αφορμή την κλιματική αλλαγή, και τώρα στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού θα παρουσιάσει για πρώτη φορά παράστασή του.
Ο ίδιος αναφέρει πως «(Το Ηρώδειο) είναι ένας χώρος πολύ ιδιαίτερος όπως άλλωστε και το Carrière de Boulbon, με αυτόν τον απίστευτο βράχο, ένα σκηνικό σχεδόν γεωλογικού ενδιαφέροντος, ένα φυσικό τοπίο, τόσο φυσικό που γίνεται υπερφυσικό. Και η παράσταση στη συνέχεια θα ταξιδέψει σε διαφορετικούς τόπους στην Ευρώπη, θα βρεθούμε σε κλειστά θέατρα από το Παρίσι και το Βερολίνο, ως τη Μαδρίτη, που θα έχουμε τη χαρά να παρουσιάσουμε το έργο στην πόλη που φιλοξενεί τον περίφημο πίνακα. Και αυτή λοιπό είναι η όμορφη περιπέτεια του Vivarium Studio εδώ και χρόνια, καθώς έχουμε την τύχη να παρουσιάζουμε τις παραστάσεις μας σε διαφορετικές χώρες, όπως άλλωστε και πέρυσι με τη Farm Fatale. Η παρουσίαση του έργου στην Αθήνα παραμένει μια σπουδαία ανάμνηση για την ομάδα μου – η σχέση με τους θεατές, αλλά και το feedback που είχαμε για την παράσταση. Αισθάνομαι ότι το κοινό έχει αυτήν την ευαισθησία στην αποκωδικοποίηση των στοιχείων, την ανάλυση και το διάλογο που αναπτύχθηκε γύρω από το έργο μετά από την παρουσίασή του στο Φεστιβάλ» .