“ΜΥΡΙΖΕ ΚΑΗΛΑ ΟΛΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ”: ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

Σ’ ένα βράχο ψηλά ξαπλωμένος, ένας αντάρτης βαριά πληγωμένος

Ωχ, κάπου κάπου στενάζει βαριά

Νοσοκόμος πλησίον περνάει και του λέει: Αντάρτη, γιατί δεν σου δίνει κανένας νεράκι; Αχ, δεν σου δένει κανείς την πληγή.

Έλα, σήκω Αντάρτη και πάμε

Στον γιατρό, ίσως γίνεις καλά

Και τη δόξα σου πάλι θα έχεις

Αχ, στο σπιτάκι σου όταν θα πας

Μα, σε λίγο ο Αντάρτης πεθαίνει

Και στεφάνι της Δόξης φορεί

Τέτοια δόξα κανείς τη ζηλεύει

Αχ, τέτοια δόξα κανείς την ποθεί

Με αυτά τα λόγια άνοιξε τη συνομιλία μας ο Αλέκος Παπαγιάννης, 91 ετών σήμερα, όταν τον ρώτησα τι θυμάται, ως εντεκάχρονο αγόρι, από τη συμβίωσή του με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ στο χωριό του, την Καστανιά Ασπροποτάμου, κατά τα ταραγμένα χρόνια της Κατοχής. Το… καλωσόρισμα του κ. Παπαγιάννη, αποτελεί απόσπασμα από ένα θεατρικό σκετς που ανέβηκε στο σχολείο του χωριού από τον ΕΛΑΣ, με πρωταγωνιστή έναν τραυματία αντάρτη. Λόγια που άντεξαν στον χρόνο. Μνήμες που έμειναν πεισματικά να θυμίζουν ότι ακόμη και μέσα στη ναζιστική βαρβαρότητα υπήρξε ένα κομμάτι της Ελλάδας που κέρδισε με το αίμα και το όπλο του τη λευτεριά του. Άλλωστε, όπως χαρακτηριστικά λέει στο Magazine ο κύριος Παπαγιάννης, μέχρι να τους επιτεθούν οι Ναζί τον Οκτώβριο του 1943, η «Καστανιά ήταν ‘’η Γη της Επαγγελίας’’. Είχαμε καρύδια, μήλα, σύκα, σταφύλια. Είχαμε απ’ όλα. Μαζί και τους Αντάρτες».

 Κι αυτό το τελευταίο, οι Ναζί δεν τους το συγχωρέσαν ποτέ…

Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ “ΠΑΝΘΗΡΑΣ”

Η Καστανιά, όπως και ο γειτονικός Αμάραντος (Βεντίστα) αποτελούν δύο από τα πάμπολα χωριά της περιοχής του Ασπροποτάμου Τρικάλων που απέχουν περίπου μισή ώρα από την Καλαμπάκα και καταστράφηκαν στα πλαίσια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των Ναζί κατά την προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τ’ αντάρτικο που είχε θεριέψει στην περιοχή. Η γερμανική εντολή την οποία φέρνει στο φως το Magazine αφενός εξηγεί τον στόχο της κύριας επιχείρησης με την κωδική ονομασία «Πάνθηρας», αφετέρου τα μέσα που επιστρατεύτηκαν προκειμένου αυτή να έλθει εις πέρας. 

Πολύτιμος αρωγός στην αναζήτηση μου γι’ αυτό το αποσιωπημένο Ολοκαύτωμα ήταν το βιβλίο του Τρικαλινού εκπαιδευτικού Δ. Κωνσταντινίδη από όπου και εντόπισα τα παρακάτω: 

Γενική Διοίκηση 22ου Ορεινού Σώματος Στρατού- Αρχηγείο Σώματος 9.10.1943
Γραφείο Επιχειρήσεων Αρ. 196/43
ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΘΕΜΑ ΕΝΤΟΛΗΣ
12 αντίγραφα
11ο αντίγραφο
Να μην πέσει στα χέρια του εχθρού
Καταστρέψτε μετά την εκτέλεση
Διαταγή Σώματος Αρ. 6
Χάρτης της Ελλάδας 1:100.000
(…)
Να βρίσκονται έτοιμες μέχρι τις 13/10 ώρα 19:00
(…)
Γ) Η Ανατολική Ομάδα Μάχης
Αρχηγός : Ταγματάρχης των SS Μάτζντορφ
Στρατιωτικά τμήματα: 2 τάγματα του 1ου Αστυνομικού Συντάγματος Τεθωρακισμένων Γρεναδιέρων SS, ο
3ος λόχος του 18ου συντάγματος Ορεινού Πυροβολικού
Στην περιοχή της Καλαμπάκας να αναφερθεί η περάτωση της προετοιμασίας μέχρι 13/10, ώρα 20:00, ραδιοφωνικώς με το συνθηματικό « έτοιμοι για εκκίνηση».
(…)
8) Διεξαγωγή της μάχης
Α) Οι αντάρτες που πιάνονται με τα όπλα στα χέρια να εκτελούνται.
Β) Ο άρρην πληθυσμός των ανταρτικών περιοχών ηλικίας 15 έως 70 χρόνων να συγκεντρώνεται και να στέλνεται σε στρατόπεδα εργασίας. Η διατροφή τους εκεί είναι θέμα του δημάρχου.
Γ) Οι γυναίκες και τα παιδιά να αφεθούν ανενόχλητα.
Δ)Όλα τα χωριά στις αντάρτικες περιοχές, στα οποία συναντάται αντίσταση να καταστρέφονται, εκτός από λίγα σπίτια για τις γυναίκες και τα παιδιά.
Ε) Όλα τα ζώα να διώχνονται για να αφαιρεθούν από τις ανταρτοομάδες οι βάσεις για τη διατροφή τους. Στο βαθμό που αυτό δεν είναι δυνατόν να προσκομίζονται επιτόπου για τη διατροφή των στρατιωτών.
(Η Διαταγή της «Επιχείρησης Πάνθηρας», «Επιχείρηση ‘’Πάνθηρας’’- Οι Γερμανοί εισβάλλουν και πυρπολούν την Πίνδο», Δ. Ι. Κωνσταντινίδης, εκδ. ιδιωτική, 2022, σελ. 100)

 

Η σημασία που είχε για τους Ναζί η συγκεκριμένη επιχείρηση φαίνεται από το γεγονός ότι ο σχεδιασμός και η εκτέλεση της εκκαθάρισης της Πίνδου είχε ανατεθεί στο μεγαλύτερο δυνατό στρατιωτικό σχηματισμό, το Σώμα Στρατού δηλαδή, που ήταν ειδικά εκπαιδευμένο σε συνθήκες ανορθόδοξου πολέμου (ανταρτοπόλεμος) σε ορεινές περιοχές. Επίσης, είναι σημαντικό να υπογραμμισθεί εκείνο το σημείο της εντολής στο οποίο γίνεται λόγος για τα δύο τάγματα του πρώτου Αστυνομικού Συντάγματος Τεθωρακισμένων Γρεναδιέρων που επιστρατεύθηκαν στα πλαίσια του «Πάνθηρα» και όπως θα δούμε έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στο κομμάτι εκείνο της επιχείρησης που αφορά τα χωριά Καστανιά και Αμάραντος. 

Η Διαταγή της «Επιχείρησης Πάνθηρας», «Επιχείρηση ‘’Πάνθηρας’’- Οι Γερμανοί εισβάλλουν και πυρπολούν την Πίνδο», Δ. Ι. Κωνσταντινίδης, εκδ. ιδιωτική, 2022, σελ. 100

Επί του γενικού συνόλου οφείλουμε να αναφέρουμε ότι η δύναμη των γερμανικών μονάδων που πήραν μέρος στην επιχείρηση αυτή ανέρχονταν σε 5.200 στρατιώτες. Στο σύνολο όμως αυτών των αιμοσταγών δυνάμεων κρούσης πρέπει να συνυπολογιστούν ακόμα 2.000 άντρες του 734ου Συντάγματος της 104 Ορεινής Μεραρχίας, αλλά και οι περίπου 2.000 «Καυκάσιοι» εθελοντές. Εν ολίγοις, οι Ναζί παράταξαν σχεδόν 9.500 στρατιώτες, έναντι υπερδιπλάσιων ανταρτών, έχοντας όμως μια δύναμη πυρός που εύκολα έγερνε την πλάστιγγα. Όπως υποστηρίζει στο βιβλίο του ο Δημήτρης Κωνσταντινίδης: «Η αναλογία αυτή ήταν εύκολα ανατρέψιμη με δεδομένη την ισχύ του γερμανικού οπλισμού την οργάνωση του ανεφοδιασμού των στρατιωτών αλλά και την ενεργοποίηση της αεροπορίας όπου αυτή απαιτείτο».  

Πριν εισέλθουμε στην ερημωμένη από τους κατοίκους της Καστάνια, όπως ακριβώς την αντίκρισαν οι Ναζί κατά την εισβολή τους στο χωριό τον Οκτώβριο του ‘43, κι όπως συνέβη και στον Αμάραντο, πρέπει να πούμε ότι για την επίτευξη του κύριου και αντικειμενικού στρατιωτικού τους στόχου, οι Ναζί είχαν απλώσει το επιχειρησιακό τους δίκτυο και σε άλλες περιοχές της χώρας προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να εξυπηρετήσουν επιμέρους στρατιωτικούς σκοπούς. Για το λόγο αυτό, μαζί με τον «Πάνθηρα», οι Ναζί επιτελάρχες οργάνωσαν άλλες τρεις επιχειρήσεις με τις κωδικές ονομασίες:  «Πούμα», «Τίγρης» και «Λεοπάρδαλη».

Ο χάρτης αλιεύτηκε από το βιβλίο του Δημήτρη Κωνσταντινίδη, ο οποίος μάλιστα αναφέρει ότι το γραμματοσκιασμένο τμήμα του παραπάνω χάρτη αναπαριστά την έκταση την οποία κάλυψαν οι Γερμανοί στις επιχειρήσεις τους. Υπολογίζεται σε 10.000 τετραγωνικά χλμ

ΤΑ ΤΑΝΚΣ ΕΙΝΑΙ ΕΤΟΙΜΑ, Ο “ΠΑΝΘΗΡΑΣ” ΞΕΚΙΝΑ

Για την ελεύθερη Ελλάδα έχουν γραφτεί πολλά. Έχουν ειπωθεί αλλά τόσα. Τι περηφάνια όμως για έναν λαό να μπορεί να κινείται και να είναι ελεύθερος σε ένα  κομμάτι του κατεχόμενου τόπου του. Η μισή τουλάχιστον δυτική επικράτεια, από τα σύνορα με την Αλβανία και ολόκληρη η παράκτια ζώνη, συμπεριλαμβανομένου του Αμβρακικού και της λίμνης του Αγρινίου ήταν ελεύθερη. Ένα γεγονός που δεν αμφισβητούνταν ούτε από τους Ναζί οι οποίοι χαρακτήριζαν σε όλες τις εκθέσεις τους τη συγκεκριμένη περιοχή ως «Ελεύθερη Ελλάδα». Με πάνω από 15.000 άνδρες κατά μήκος των βουνοκορφών της Πίνδου, ο ΕΛΑΣ ήταν ο κυρίαρχος των απάτητων βουνών, ισχυρά πλέον εξοπλισμένος με τα ιταλικά λάφυρα έπειτα και από την παράδοση τον Μουσολινικών, την ίδια ώρα που στην Ήπειρο ο ΕΔΕΣ παράτασσε άλλους 5 έως 6.000 άντρες. Αυτή ήταν η κατάσταση στην ελεύθερη Ελλάδα μέχρι και τα τέλη Σεπτεμβρίου του 1943.

Όμως παρά το γεγονός ότι οι Ναζί ήξεραν και παραδέχονταν την κατάσταση, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα έκαναν τα αδύνατα δυνατά για να την ανατρέψουν. Έτσι από τα τέλη Αυγούστου του 1943, στιγμές μόνο πριν την ιταλική παράδοση, ειδικές μονάδες από το 54ο  Τάγμα της πρώτης Ορεινής Μεραρχίας άρχισαν να κάνουν τις πρώτες κινήσεις ανίχνευσης κατά μήκος των οδών της δυτικής Θεσσαλίας και της Ηπείρου προκειμένου να μπορέσουν να εντοπίσουν τους χώρους εκείνους στους οποίους είχαν αναπτυχθεί οι ομάδες αντίστασης. «Ήταν τα πρώτα μέτρα υλοποίησης της επιχείρησης Πάνθηρας που σχεδίασε η ομάδα στρατιωτών Ε σε συνεργασία με τον Λαντς», αναφέρει σχετικά ο Κωνσταντινίδης. 

Ωστόσο, τα δεδομένα άλλαξαν, έπειτα από την παράδοση του ιταλικού στρατού στις αρχές Σεπτεμβρίου και το επιχειρησιακό πλάνο έπρεπε να αναμορφωθεί,  καθώς στον αρχικό σχεδιασμό περιλαμβάνονταν η συνδρομή και της Μεραρχίας Πινερόλο. Όλο το βάρος  της επιχείρησης πλέον ήταν στις πλάτες ή, για την ακρίβεια, στα όπλα και στα φουρνέλα του γερμανικού στρατού.

Στα τέλη Σεπτεμβρίου λοιπόν ξεκίνησαν οι πρώτες συγκεντρώσεις κίνησης των ναζιστικών στρατευμάτων προς τη δυτική Θεσσαλία το Μέτσοβο και αλλού, ενώ λίγες μέρες μετά, στις αρχές Οκτωβρίου οι Γερμανοί άρχισαν να προσεγγίζουν τις προσβάσεις της Πίνδου στην περιοχή της Καλαμπάκας, εξαπολύοντας ταυτόχρονα επιθέσεις σε περιοχές της Άρτας και των Ιωαννίνων. Τις επιχειρήσεις ανίχνευσης στην ξηρά συνόδευε αεροπλάνο τύπου «Στορκ» που έδινε τον τόνο αυτών των πρώτων τμημάτων, βομβαρδίζοντας με χειροβομβίδες σε αρκετές περιπτώσεις τα χωριά της περιοχής προκειμένου να πανικοβάλουν τους κατοίκους τους και να εξαρθρώσουν κάθε συνοχή μεταξύ τους.

Στα της Ανατολικής Ομάδας Μάχης τώρα, πρέπει να σημειώσω ότι τα τεθωρακισμένα που την πλαισίωναν αποτελούσαν ένα ιδιαίτερο γνώρισμά της, αφού ήταν το μόνο σκέλος της επιχείρησης στο οποίο εμπλέκονταν τεθωρακισμένα οχήματα και που μαζί με τον 3ο  Λόχο του 18ου Συντάγματος Ορεινού Πυροβολικού έφταναν τους 1.100 άνδρες. 

Ποιος ήταν αντικειμενικός στόχος αυτής της ομάδας; Επιχειρησιακά μιλώντας, οι άνδρες του ταγματάρχη Μάτζντορφ έπρεπε να καταλάβουν με μια ίλη τεθωρακισμένων το πέρασμα στο Μουργκάνι, προελαύνοντας εν συνεχεία προς την περιοχή του Μετσόβου, ακολουθώντας και εκκαθαρίζοντας παράλληλα τον άξονα Καλαμπάκας-Μετσόβου. Το άλλο τάγμα του Συντάγματος, το οποίο και μας αφορά είχε ως κύριο στόχο την κατάληψη του στρατηγείου του ΕΛΑΣ στην Καστανιά. Και αυτό ίσως εξηγεί και τον λόγο που το συγκεκριμένο χωριό δέχτηκε τέτοια ωμή βία. 

Θυμηθείτε τι έλεγε η εντολή: «Όλα τα χωριά στις αντάρτικες περιοχές, στα οποία συναντάται αντίσταση να καταστρέφονται, εκτός από λίγα σπίτια για τις γυναίκες και τα παιδιά»…

ΟΙ ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΥ ΛΑΝΤΣ ΜΕ ΤΟΝ ΖΕΡΒΑ

Βέβαια οι Ναζί δεν ήταν τόσο αδιάλλακτοι σε όλες τις περιπτώσεις. Το άνοιγμα και η δημοσίευση των απομνημονευμάτων του επικεφαλής του «Πάνθηρα», στρατηγού Χούμπερτ Λαντς (1896-1982), στο Ινστιτούτο Χούβερ του Στάνφορντ έφερε στην επιφάνεια τις έντονες ζυμώσεις ανάμεσα στις ναζιστικές δυνάμεις κατοχής και τον αρχηγό του ΕΔΕΣ, Ν. Ζέρβα. Όπως διαβάζω σε σχετικό άρθρο του «Βήματος», ο Λαντς γνωρίζοντας την αντιπαλότητα μεταξύ του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ «προσπάθησε ταυτόχρονα να την υποδαυλίσει αλλά και να εξασφαλίσει μια ανεπίσημη εκεχειρία εις όφελος των Γερμανών. Επιβεβαιώνει ότι αντήλλαξε συνδέσμους με τον Ζέρβα (ο οποίος, αφελώς κατά τον Λαντς, νόμιζε ότι οι Γερμανοί θα έκαιγαν τα Ιωάννινα αν δεν συνεργαζόταν μαζί τους) και ζήτησε από τη Μεραρχία του να βοηθήσουν τον ΕΔΕΣ για την εκκαθάριση του Μετσόβου από τον ΕΛΑΣ. Κράτησε δε τη συμφωνία τους μυστική από τους ανωτέρους του φοβούμενος ότι η γραφειοκρατία της Βέρμαχτ δεν θα την ενέκρινε.Η συνεννόηση του Λαντς με τον Ζέρβα διήρκεσε έως ότου οι Αγγλοι απείλησαν να διακόψουν τον ανεφοδιασμό του ΕΔΕΣ». Τότε ο ΕΔΕΣ επιτέθηκε στους Γερμανούς, οι οποίοι σύμφωνα με τον συντάκτη του άρθρου Ηλ. Χρυσοχοϊδη «απάντησαν σκληρά», με τον Ζέρβα να επιστρέφει στην προηγούμενη εκεχειρία τους. «Οταν μάλιστα έγινε σαφές ότι η αποχώρηση των Γερμανών πλησιάζει, ο Ζέρβας πρότεινε στον Λαντς να διατάξει γενική επίθεση κατά του ΕΔΕΣ, ώστε μετά την αποχώρησή τους ο τελευταίος να έχει ερείσματα στον πληθυσμό και να αντισταθεί πιο αποτελεσματικά στην επέλαση του ΕΛΑΣ. Ο Λαντς απέρριψε την πρόταση, αλλά υποσχέθηκε να ενημερώσει τον Ζέρβα για την ακριβή ημερομηνία της αποχώρησης της Μεραρχίας του ώστε ο ΕΔΕΣ να καταλάβει αμέσως το κενό εξουσίας».

Όπως όμως έδειξε η πορεία, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ ήταν πολυπληθέστερες και με μεγαλύτερο έρεισμα στους τοπικούς πληθυσμούς. Γεγονός που ενδεχομένως συνετέλεσε στην τελική υποχώρηση του ΕΔΕΣ. 

ΟΙ ΝΑΖΙ ΣΤΗΝ ΚΑΣΤΑΝΙΑ

Αφήνοντας πίσω το παρασκηνιακό παίγνιο του Ζέρβα με τον Λαντς στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν από κοινού τον «κόκκινο εχθρό», πηγαίνουμε στο πρωινό της 20ης  Οκτωβρίου 1943. Το γερμανικό πυροβολικό βάλλει προς την Καστανιά, βλέποντας τους αντάρτες να οπισθοχωρούν. Μαζί με τους τελευταίους υποχωρούν και οι Άγγλοι σύνδεσμοι που ήταν μαζί τους, κατευθυνόμενοι όλοι προς την ανθεκτική οχυρωματική θέση «Κιάτρα Μπράστα» («Όρθια Πέτρα»). 

Μου λέει σήμερα ο κύριος Παπαγιάννης: «Οι Γερμανοί ήρθαν στις 20 Οκτωβρίου του ’43. Εμείς είχαμε φύγει για το βουνό. Είχε αδειάσει το χωριό. Στη συνέχεια εγώ, μαζί με τον αδελφό μου τον Κώστα, κατεβήκαμε για να κλειδώσουμε το σπίτι μας. Το σπίτι μου το είχαν επιτάξει οι αντάρτες μαζί με τους Εγγλέζους, επειδή ήταν μεγάλο. Κατεβαίνουμε λοιπόν κάτω (σ.σ. στο χωριό) κι εκείνη την ώρα περνούσαν δύο τανκς και τέσσερεις μοτοσικλέτες με καλάθι (στο πλάι), οι οποίες πήγαν μέχρι την Κιάτρα Μπράστα και μετά ξαναγύρισαν». 

Ήταν τέτοια η λύσσα των επικεφαλής αξιωματικών απέναντι στις δυνάμεις της αντίστασης που προκειμένου  να αποτρέψουν με κάθε τρόπο την διαφυγή τους πρότειναν στο αρχηγείο τους ακόμα και την ανάληψη δράσης από την αεροπορία. 

Σε κάθε περίπτωση ο πανικός είχε ήδη καταβάλει τους κατοίκους του χωριού, οι οποίοι έντρομοι έτρεξαν να βρουν καταφύγιο στο γειτονικό δάσος. Έτσι, όταν το σύμβολο της ανθρώπινης σκλαβιάς, ο αγκυλωτός σταυρός εισέβαλλε  στην Καστανιά, το μόνο που αντίκρισε ήταν ένα χωριό- φάντασμα, εγκαταλελειμμένο από τους κατοίκους του. Στις 08:30 το πρωί, έχοντας εγκαταστήσει φυλάκια σε θέσεις κλειδιά και επιτάσσοντας τα σπίτια του χωριού, εστάλη το ακόλουθο σήμα: «Η Καστανιά κατελήφθη στις 08:30. Επίθεση κατά της ΒΕΝΤΙΣΤΑΣ σε εξέλιξη. Παρατηρήθηκε αυξημένη κυκλοφορία μηχανοκίνητων φαλάγγων νοτιοδυτικά. Λεία: 1 αντιαρματικό 4,7 εκ., 1 φορτηγό, 2 μοτοσικλέτες, 50 εχθροί νεκροί».

Για τη Βεντίστα (Αμάραντος) θα μιλήσουμε παρακάτω. 

Στην Καστανιά και πάλι, οι Ναζί έχουν ήδη κλείσει ένα 24ωρο στο χωριό.  Έχει ξημερώσει η 21η Οκτωβρίου 1943 και μαζί της έχει ξεκινήσει και το πλιάτσικο του κεφαλοχωρίου. Τη στιγμή λοιπόν που οι δυνάμεις κατοχής λεηλατούν την Καστανιά ανακαλύπτουν τότε την ύπαρξη του Στρατηγείου του ΕΛΑΣ, προχωρώντας σε κατάσχεση σημαντικών εγγράφων που περιείχαν πληροφορίες για την οργάνωση της Μεραρχίας. Επιπλέον στα χέρια των κατοχικών αρχών έπεσε και ένας μεγάλος αριθμός πυροβόλων όπλων και πολεμοφοδίων τα οποία είχαν περιέλθει στην κατοχή των ΕΛΑΣιτών έπειτα από τον αφοπλισμό της Μεραρχίας Πινερόλο. 

Όλο αυτό το διάστημα όπως προείπαμε οι Γερμανοί σουλάτσαραν στο χωριό κλέβοντας και λεηλατώντας, την ίδια ώρα που οι κάτοικοι της Καστανιάς κρύβονταν στα δασωμένα μέρη της περιοχής και πέθαιναν της πείνας. Έτσι την Παρασκευή 22/10/1943, ένας μεγάλος αριθμός Καστανιωτών μην έχοντας άλλη λύση πήραν την τολμηρή απόφαση να στείλουν στο χωριό γυναικόπαιδα προκειμένου να εφοδιαστούν με τα στοιχειώδη: τρόφιμα και σκεπάσματα.

Θα περίμενε κανείς πως τα γρανάζια της καλοδουλεμένης ναζιστικής μηχανής παραγωγής θανάτου δεν θα άφηναν ανεκμετάλλευτη τέτοια ευκαιρία και θα επιτίθονταν για ακόμη μια φορά σε άοπλους. Παρ όλα αυτά, στην προκειμένη περίπτωση η μοχθηρία υπερίσχυσε της κτηνώδους κοσμοαντίληψής τους και άφησαν ανενόχλητους τους κατοίκους να μεταφέρουν τα εφόδια τους, αποσκοπώντας με αυτό τον τρόπο να τους παρακολουθήσουν και να εντοπίσουν τα κρησφύγετα τους. 

Μια μέρα αργότερα, τετραμελής επιτροπή αποτελούμενη κυρίως από ηλικιωμένους, επισκέφθηκε τον επικεφαλής ναζί αξιωματικό δηλώνοντας τον φιλήσυχο χαρακτήρα των κατοίκων του χωριού και τη μη ανάμειξη αυτών σε αντιγερμανικές ενέργειες. 

Η εμπρόσθια όψη του μνημείου για τα θύματα της Εθνικής Αντίστασης στην Καστανιά

 Είμαι σχεδόν σίγουρος πως δεν θα εκπλαγείτε αν σας πω πως το βράδυ της ίδιας μέρας τα μέλη της επιτροπής των γερόντων και όσα γυναικόπαιδα είχαν εντοπιστεί στο χωριό φυλακίστηκαν στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. Ένα από αυτά τα παιδιά ήταν κι ο μικρότερος αδελφός του κυρίου Παπαγιάννη, ο Βαγγέλης.

Ο συνολικός αριθμός αυτών έφτανε τους 155 και μάλιστα είχαν το «προνόμιο» να ξέρουν την ακριβή σειρά με την οποία θα εκτελούνταν εάν οι Ναζί δέχονταν επίθεση από τους αντάρτες. Την ίδια στιγμή, γερμανικές περίπολοι ανηφόρισαν προς το δάσος αναζητώντας τους κρυμμένους κατοίκους, τους οποίους και εντόπισαν, περικυκλώνοντας τα κρησφύγετα τους. 

Θυμάται χαρακτηριστικά ο κύριος Παπαγιάννης: «Στο βουνό μάς είχε κόψει η πείνα. Μια μέρα, εντάξει. Αλλά, μια βδομάδα, τι να φάμε; Καθόντουσαν οι Γερμανοί κι έβλεπαν τον κόσμο να κατεβαίνει στο χωριό, να παίρνει μια κατσίκα, λίγο αλεύρι και να ανεβαίνει πάλι στο βουνό. Την τελευταία μέρα όμως έρχεται μια ομάδα ( σ.σ. Γρεναδιέροι) και μας περικυκλώνει. Είμασταν σε ένα ξέφωτο. Είμασταν καμιά σαρανταριά οικογένειες. Όταν μας περικύκλωσαν σκορπίσαμε όλοι σαν τα πουλιά. Αλλού εγώ, αλλού ο αδελφός μου ο Θρασύβουλος, αλλού ο Κώστας (σ.σ. ο μεγαλύτερος αδελφός του), αλλού ο πατέρας μου.  Αυτοί όμως δεν σκότωσαν κανέναν.  Εγώ είχα κρυφτεί με τη μητέρα μου σε ένα ποτάμι. Είχαμε μαζί μας μια κόκκινη κουβέρτα. Αυτοί ( σ.σ. οι Γρεναδιέροι) την είδαν την κουβέρτα, αλλά ευτυχώς δεν μας πείραξαν. 

Να σου πω ότι το χωριό είχε χωριστεί στα δύο. Από τη μια μεριά, στο δάσος ήταν εκεί που είχαμε κρυφτεί εμείς. Από την άλλη μεριά ήταν το μέρος που είχαν κρυφτεί οι υπόλοιποι. Είχε μεν δένδρα, αλλά δεν ήταν δάσος. Εγώ τους έβλεπα από απέναντι. Αυτούς, τους εκτέλεσαν. Από εκείνη την μεριά ήταν αυτοί που είχαν ένα πέταλο μπροστά: Τα SS! Αυτοί σκότωναν! Μπαμ και κάτω. Δεν σε ρώταγαν τίποτα.  

Όλα αυτά που σου λέω τα θυμάται ένας πιτσιρικάς, 11 χρονών τότε». 

Εκείνη την ημέρα, 46 άνθρωποι, άμαχοι όλοι, κείτονταν νεκροί. Όσοι επέζησαν είδαν το χωριό τους δύο μέρες μετά, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου να παραδίνεται στις φλόγες.

Ήταν ημέρα Κυριακή, με το ημερολόγιο να γράφει 24/10/1943. Ήταν μια ματωμένη Κυριακή. Με τους Γερμανούς να πυροβολούν χωρίς κανένα δισταγμό, χωρίς καμία διάκριση γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους μέσα στα κρησφύγετα τους. Εκείνη την ημέρα, 46 άνθρωποι, άμαχοι όλοι, κείτονταν νεκροί. Όσοι επέζησαν είδαν το χωριό τους δύο μέρες μετά, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου να παραδίνεται στις φλόγες. «Πυρπολήθηκαν 194 σπίτια, πολύ αχυρώνες, τα καταστήματα και το σχολείο του χωριού», διαβάζω και πάλι στο βιβλίο του τρικαλινού εκπαιδευτικού. Ο ίδιος μάλιστα σημειώνει ότι εκτός από τις υποδομές του χωριού, η καταστροφική μανία των ναζιστών δεν άφησε όρθια ούτε τα μνημεία, αλλά και ιστορικό υλικό 250 ετών, καθώς και το αρχείο του Διονυσίου Πύρρου. 

«Μύριζε ‘’καήλα’’ όλο το χωριό!», λέει 80 χρόνια μετά ο κύριος Παπαγιάννης, ενθυμούμενος την πρώτη εικόνα της Καστανιάς μετά τους ναζί.  «Ούτε σπίτι είχαμε, ούτε φαγητό, ούτε αλεύρι, ψωμί… τίποτα»!

Το μόνο θετικό που μπορώ να βρω διαβάζοντας για και συνομιλώντας με ανθρώπους που βίωσαν αυτό το άγνωστο στους πολλούς Ολοκαύτωμα είναι ότι ευτυχώς οι έγκλειστοι του Αγίου Αθανασίου δεν εκτελέστηκαν. Αφέθηκαν ελεύθεροι και χωρίς δεύτερη σκέψη έτρεξαν στο δάσος αναζητώντας τους δικούς τους ανθρώπους.

 Σημειωτέο ότι από τον πυρπολισμό  της Καστανιάς μόνο 15 σπίτια στάθηκαν όρθια. Σπίτια που κάποια εκ των οποίων ίσως έκλεισαν για πάντα καθώς στους 46 νεκρούς της 26Ης Οκτωβρίου 1943  θα πρέπει να προστεθούν κι άλλοι 9 άνθρωποι που εκτελέστηκαν λίγες μέρες μετά, στις 04/11/1943. Ήταν τα τελευταία αθώα θύματα μιας βάρβαρης επίθεσης απέναντι σε ένα χωριό που τόλμησε να υψώσει κεφάλι. 

ΤΟ ΝΑΖΙΣΤΙΚΟ ΕΓΛΗΜΑ ΣΤΗ ΒΕΝΤΙΣΤΑ

Όποιος γνωρίζει καλά τη γεωγραφία της περιοχής αλλά και τους ανθρώπους της, ξέρει πως η Βεντίστα (Αμάραντος) αποτελεί όχι μόνο το διπλανό χωριό που απέχει ούτε 2 χιλιόμετρα από την Καστανιά, αλλά ουσιαστικά έναν τόπο που συνδέεται με ποικίλους τρόπους με το κεφαλοχώρι της νότιας Πίνδου. Αυτή τους η σύνδεση, γεωγραφική, ανθρωπολογική και πολιτισμική, προεκτείνεται και στο πεδίο της μνήμης, μιας και ο Αμάραντος βίωσε την ίδια ναζιστική φρικαλεότητα. Όταν η κύρια φάλαγγα των Γερμανών εισήλθε στην Καστανιά, η ομάδα ανίχνευσης έκανε την είσοδό της στον γειτονικό Αμάραντο, διαπιστώνοντας ότι το χωριό ήταν σχεδόν πλήρως εγκαταλελειμμένο από τους κατοίκους του. Το σκηνικό αυτό επιβεβαιώνει μιλώντας στο «Magazine» ο 95χρονος σήμερα κύριος Χρήστος Σάκκας, ο οποίος έζησε από πρώτο χέρι, μάλιστα ως «αετόπουλο» του Αντάρτικου, την εισβολή των Γερμανών στον Αμάραντο. 

«Μια ομάδα ανταρτών του ΕΛΑΣ στα Χάσια, μας ειδοποίησε ότι έρχονταν οι Γερμανοί. Αυτοί -σ.σ. οι Γερμανοί- σταμάτησαν στον Μηλότοπο στην Καστανιά και τότε ειδοποιηθήκαμε. Εμείς τότε κοιτάξαμε να ετοιμαστούμε. Να κρύψουμε μερικά πράγματα από δω κι από κει, να μην τα βρούνε και τα κάψουνε. Προηγουμένως, οι αντάρτες είχαν βάλει εκρηκτικά στην Γέφυρα «Παπαδιά», στον Μηλότοπο, ώστε να τους καθυστερήσουν και να προλάβει ο κόσμος να φύγει. Όταν οι Γερμανοί έφτασαν εκεί, το μηχανικό τους έσκαψε βαθιά και τελικά κατάφεραν να περάσουν φτάνοντας απέναντι από τον Αμάραντο. Τότε, άρχισαν να ρίχνουν με όλμους στο χωριό μας».

Ο κύριος Χρήστος Σακκάς κατά τη διάρκεια της συνέντευξης που παραχώρησε στο Magazine

Ύστερα ακολούθησε η εισβολή. 

Έτσι, στις 23/10/1943 οι άνδρες ενός γερμανικού λόχου άρχισαν να παραβιάζουν το ένα μετά το άλλο τα σπίτια των Αμαραντιωτών, βρίσκοντας και κλέβοντας τρόφιμα αλλά και τιμαλφή, τα οποία δίχως άλλο άρχισαν να τα μεταφέρουν στην Καλαμπάκα. Την ίδια ώρα για τους κυνηγημένους κατοίκους είχε ξεκινήσει η…Εβδομάδα των Παθών. Πείνα και κακουχίες. «Ο πατέρας μου πήγαινε από χωριό σε χωριό, πηγαινοερχότανε κρυφά μέσα από τα δάση για να μαζέψει τίποτα για φαγητό», θυμάται ο κύριος Σακκάς, με τα μάτια του 15χρονου τότε, μεγαλύτερου γιου της οικογένειας. 

Το ενδιαφέρον στην περίπτωση του Αμαράντου είναι ότι εκτός των άλλων σε ένα από τα σπίτια που προηγουμένως λεηλατούσε ο κατοχικός στρατός, ίσως ζούσε μέχρι και εκείνη την ημέρα ως αιχμάλωτος και ο Γερμανός Βίλχεμ Κουρς που κρατούνταν στον Αμάραντο από τα τέλη Ιουνίου 1943, εργαζόμενος στην «επιμελητεία» του ΕΛΑΣ. «Στις 22/10, ο ‘’Βίλι’’, όπως τον αποκαλούσαν οι ντόπιοι, βλέποντας τους συμπατριώτες του να φτάνουν στον Αμάραντο έσπευσε ναι ενωθεί μαζί τους», αλιεύω και πάλι από το βιβλίο του Κωνσταντινίδη, ενώ σύμφωνα με την μαρτυρία του κυρίου Σακκά την ημέρα που οι Γερμανοί μπήκαν στο χωριό ο « ‘’Βίλι’’ φόρεσε τα στρατιωτικά ρούχα του και πέρασε μπροστά από κάποιες οικογένειες που ήταν κρυμμένες σε σπηλιές. Όταν τον είδαν να πηγαίνει προς το φυλάκιο των Γερμανών στις Καστανιές Αμαράντου, θέλησαν να τον σταματήσουν, μα δεν το έκαναν, γιατί φοβήθηκαν πως ο παραμικρός θόρυβος θα τους πρόδιδε και θα αποκάλυπταν τη θέση τους».  

Λίγες γραμμές παρακάτω στο βιβλίο του Κωνσταντινίδη εντοπίζω και τμήμα της γραπτής κατάθεσης του Κουρς προς την γενική διοίκηση του 22ου  Ορεινού Σώματος Στρατού , σύμφωνα με την οποία ο ναζί υπαξιωματικός ενημέρωνε τους ανωτέρους του σχετικά με το έμψυχο και το πολεμικό υλικό των ανταρτών που βρίσκονταν προηγουμένως στην περιοχή. «Στην Βεντίστα υπήρχε μια αποθήκη υλικού των ανταρτών ενώ το αρχηγείο τους ήταν στην Καστανιά. Στο αρχηγείο υπηρετούσαν μεταξύ άλλων και 3 Έλληνες πρώην αξιωματικοί, τους οποίους προσφωνούσαν ως «Στρατηγούς » και έφεραν ένα χρυσό αστέρι στο γιακά τους. Το αρχηγείο είχε γύρω στους 50 άντρες ως φρουρά και προσωπικό. Η συνολική δύναμη των ανταρτών στην περιοχή εκτιμάται στις 8.000- 10.000 άντρες».

“Οι Γερμανοί σκότωναν τον κόσμο στα σπίτια του. Όποιον έβρισκαν, κυρίως ηλικιωμένο, τον σκότωναν.”

Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω εάν όσα κατέθεσε ο Κουρς αποτέλεσαν το φυτίλι για την πυρπόληση του χωριού, είμαι όμως κάτι παραπάνω από σίγουρος πως οι Ναζί ήταν αποφασισμένοι και σε αυτή την περίπτωση να «τιμωρήσουν» παραδειγματικά τους κατοίκους για τις σχέσεις τους με το αντάρτικο. Έτσι έπειτα από ένα τριήμερο άγριας λεηλασίας, και πάλι ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, 150 σπίτια (από τα 160 του χωριού), μαζί με το δημοτικό σχολείο και 4 εκκλησίες παραδόθηκαν στις φλόγες. Από την καταστροφική μανία των κατακτητών δεν ξέφυγε ούτε  το κοινοτικό γραφείο που πυρπολήθηκε εξίσου, ούτε φυσικά οι κάτοικοι του χωριού. 

«Οι Γερμανοί σκότωναν τον κόσμο στα σπίτια του. Όποιον έβρισκαν, κυρίως ηλικιωμένο, τον σκότωναν. Όταν γυρίσαμε από το βουνό περνούσα πάνω από τα πτώματα των συγχωριανών μου», λέει ο κύριος Σακκάς. «Όμως, θα στο πω: Δεν φοβόμουν. Τη νύχτα κοιμόμουν με μια πέτρα για μαξιλάρι και με μια κουβέρτα, μες στο δάσος. Τι να πω; Ίσως είναι  χαρακτήρας μου τέτοιος. Μα, άντεχα»…

Υπάρχουν αρκετοί λόγοι για τους οποίους και αυτό το χωριό βρέθηκε ανυπεράσπιστο απέναντι στο καταστροφικό μένος των ναζί που ενδεχομένως να εξεταστούν διεξοδικά σε κάποιο άλλο σημείωμα. Ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί και το στοιχείο του αιφνιδιασμού καθώς φαίνεται πως αυτό δεν χαρακτήρισε μόνο τους κατοίκους της Βεντίστας, αλλά και την ομάδα των Βρετανών στρατιωτικών που βρίσκονταν εγκατεστημένη στο χωριό. Τη νύχτα της 20ης Οκτωβρίου οι Άγγλοι φόρτωσαν τα σακουλάκια με τις λίρες σε ένα κάρο και με επικεφαλής τον Άγγλο ταγματάρχη Χιλς κατευθύνθηκαν προς το χωριό Κρανιά, ακολουθώντας τα χνάρια των μαχητών του ΕΛΑΣ που είχαν φύγει από το χωριό μια μέρα νωρίτερα. 

Δύο εικοσιτετράωρα μετά, η ομάδα των Άγγλων βρισκόταν βαλλόμενη στη θέση «Οξιές», με το γερμανικό πυροβολικό να τους σφυροκοπά. Μέσα στον πανικό που προκλήθηκε από τις πυκνές βολές, οι Άγγλοι εγκατέλειψαν το κάρο και μαζί του κι ένα ποσό που σύμφωνα με ανακοίνωση στον Τύπο των Τρικάλων ανέρχονταν σε 31.000 λίρες. Ακόμη και σήμερα πάντως δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρο πόσες τελικά ήταν αυτές οι λίρες ή αν η αναφορά αυτή αποτελούσε προϊόν της ναζιστικής προπαγάνδας. Σύμφωνα πάντως με τον Κωνσταντινίδη είναι σχεδόν βέβαιο ότι πολλά από αυτά τα σακουλάκια με το «χρυσό» περιεχόμενο θάφτηκαν σε άγνωστα σημεία της περιοχής πριν την εγκατάλειψη του κάρου, δημιουργώντας έτσι πολλούς μύθους οι οποίοι συνεχίζουν να αναπαράγονται μέχρι τις μέρες μας.

Ωστόσο, για τον γράφοντα πιο σημαντική ήταν η απώλεια των 23.000 δολαρίων που έπεσαν στα χέρια των Ναζί και αποτελούσαν χρήματα που προέρχονταν από εμβάσματα των συγγενών των κατοίκων της Καστανιάς και του Αμάραντου που δούλευαν ως μετανάστες τα προηγούμενα 30 χρόνια στην Αμερική και προορίζονταν για να καλύψουν έκτακτες οικονομικές ανάγκες, τη στιγμή που η δραχμή δεν είχε πια καμιά αξία, μα και για την προίκα των κοριτσιών των οικογενειών. 

ΤΟ ΤΟΠΙΟ ΤΗΣ ΦΡΙΚΗΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ “ΠΑΝΘΗΡΑ”

Αυτή ακριβώς η λεηλασία, τα χρήματα που προορίζονταν για τις ανάγκες ενός λαού που βρίσκονταν υπό κατοχή, σε συνδυασμό με τα ναζιστικά κλοπιμαία και την ολοσχερή καταστροφή των χωριών αποτέλεσαν το σκηνικό του χάους που άφησε πίσω της η γερμανική εισβολή στην Πίνδο. Συνολικά κατά τις ναζιστικές επιχειρήσεις εκκαθάρισης εκτελέστηκαν πάνω από 430 άνθρωποι, κάηκαν 6.000 σπίτια, εκατοντάδες μεταφορικά και παραγωγικά ζώα εξοντώθηκαν, διαλύοντας έτσι,  μαζί και με την σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή των χώρων αποθήκευσης αλλά και των υποδομών εν γένει των οικισμών,  τη συνοχή των κοινωνιών της Πίνδου. 

Μετά την καταστροφή, οι κάτοικοι αυτών των περιοχών που δεν μπορούσαν να βρουν καταφύγιο σε κάποιο κατάλυμα των αστικών κέντρων της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, αναζητούσαν στέγη στα χαγιάτια των εκκλησιών ή σε αχυροκαλύβες που είχαν γλιτώσει από την πυρομανία των ναζί. Ολόκληρες οικογένειες από τη μια στιγμή στην άλλη, βρέθηκαν να φτιάχνουν καλύβες από κλαδιά δέντρων και να τις μονώνουν «παλαμίζοντας» τις με τις ακαθαρσίες των ζώων. «Στερεώνανε τις λαμαρίνες της οροφής με αυτοσχέδια καρφιά κατασκευασμένα από τα σύρματα των τηλεφωνικών γραμμών», εξηγεί στο βιβλίο του ο Δημήτρης Κωνσταντινίδης. Και συνεχίζει:  «Χωρίς πρώτες ύλες για την παραγωγή τροφίμων και δίχως χρήματα πέρασαν τα επόμενα χρόνια κάτω από δύσκολες συνθήκες ιδίως κατά την περίοδο του χειμώνα». 

Πώς ζήσαμε, ένας θεός το ξέρει, αναρωτιέται ακόμα και σήμερα ο κύριος Παπαγιάννης…

 Άνθρωποι που δεν είχαν ούτε τον δικό τους λατρευτικό χώρο για να μπορέσουν να απευθυνθούν στο θεό τους, να βρουν μια χαραμάδα ελπίδας για να συνεχίσουν να ζουν. Οι 26 κατεστραμμένες εκκλησίες στέκονταν εκεί, μπροστά τους, βουβοί μάρτυρες του φασιστικού μίσους, αλλά και ως τρανή απόδειξη της επιδίωξης των χιτλερικών να αποκόψουν τους κατοίκους από έναν από τους ισχυρότερους δεσμούς τους που τους ένωναν με τον τόπο τους. 

Τα κατάφεραν; Σε μεγάλο βαθμό ναι, καθώς τα επόμενα χρόνια για τους περισσότερους επιζήσαντες τα μέρη αυτά αποτελούσαν τόπους παραθερισμού, όχι μόνιμης κατοικίας. 

Η ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

Κλείνω αυτό το ιδιαίτερο για μένα ρεπορτάζ, μιας και αφορά τον τόπο μου, με τα λόγια ενός νέου ανθρώπου, της Σταματίας Φωλίνα. Ενός ανθρώπου που ασχολείται με τα κοινά ως επικεφαλής του «Μορφωτικού και Ευεγερτικού  Συλλόγου  ΚΑΣΤΑΝΙΑΣ “Ο ΣΤΙΝΟΣ”» και στον οποίο κατέφυγα, ρωτώντας τον σχετικά. Είναι χρέος μας η εδραίωση της ιστορικής μνήμης του Ολοκαυτώματος του 1943, μου λέει θυμίζοντας μου τις καθιερωμένες ετήσιες εκδηλώσεις τιμής και μνήμης των πεσόντων, το τελευταίο σαββατοκύριακο του Οκτωβρίου. 

Η ίδια τονίζει πως οι Γερμανοί μετέτρεψαν «το άλλοτε κεφαλοχώρι με τα αρχοντικά σε ένα απέραντο νεκροταφείο ανθρώπων και ψυχών. Η Πολιτεία, αναγνωρίζοντας το ολοκαύτωμα του Οκτωβρίου του 1943 χαρακτήρισε την Καστανιά  μαρτυρικό χωριό, δυνάμει του από 203/2012 ΦΕΚ. Η σχετική ενημερωτική ταμπέλα, που προσφάτως τοποθετήθηκε από τον ΜΕΣ στην είσοδο του χωριού, αποτελεί αφορμή για να θυμούνται οι παλιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι. Γιατί λαός που δεν γνωρίζει την ιστορία του, δεν μπορεί να οικοδομήσει το μέλλον του». 

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα