Ανάλυση: Ο Κασσελάκης και η scroll down Αριστερά

Διαβάζεται σε 8'
Ο Στέφανος Κασσελάκης
Ο Στέφανος Κασσελάκης Sooc Nephele Nomikou

Η ολοένα και μεγαλύτερη απομάκρυνση από τα συλλογικά υποκείμενα, αλλά και ο άγνωστος Χ που ήρθε να ταράξει τα νερά, διαμορφώνουν μία δυσοίωνη πραγματικότητα για το μέλλον της αριστεράς στην Ελλάδα.

Πώς σε λιγότερο από έναν μήνα αναδεικνύεται κυριολεκτικά από το πουθενά κάποιος Πρόεδρος σε ένα κυβερνητικό κόμμα, ένα κόμμα που βρίσκεται στην αξιωματική αντιπολίτευση;

Χωρίς να τον γνωρίζει η κοινή γνώμη, όντας μόλις λίγους μήνες στην Ελλάδα και χωρίς επί της ουσίας να είναι μέλος του ίδιου του κόμματος στο οποίο εξελέγη. Οι εξηγήσεις είναι ποικίλες και αποτελούν τα «προσεχώς» για το black mirror επεισόδιο που αναμένεται να παιχτεί στην ελληνική πολιτική σκηνή τα επόμενα χρόνια.

Πρώτον, η μεγάλη και αναπάντεχη επικράτηση του Στέφανου Κασσελάκη στις προεδρικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ αποτυπώνει με τον πιο γλαφυρό τρόπο την δομική κομματική ανυπαρξία. Ο ΣΥΡΙΖΑ όλα αυτά τα χρόνια δεν κατάφερε ή μάλλον δεν ήθελε να διαμορφώσει μία δομή σύγχρονου κόμματος σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού είναι η τραγελαφική έλλειψη βάσης δεδομένων των μελών του κόμματος που αναμενόταν να ψηφίσουν για τις εν λόγω προεδρικές εκλογές. Αντίθετα, μέσα σε μόλις λίγα χρόνια κατάφερε να καρτελοποιηθεί και να αγκιστρωθεί στο κράτος, αδιαφορώντας για τις κοινωνικές βάσεις που το ανέδειξαν.

Αυτή η δομική ανυπαρξία αποτέλεσε το κενό το οποίο εκμεταλλεύτηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ένας άνθρωπος, που το μόνο που έκανε για λίγες εβδομάδες ήταν μία επιφανειακή, άκρως επιτυχημένη, προεκλογική επικοινωνιακή καμπάνια ενός influencer. Στοχεύοντας στις εσωκομματικές αδυναμίες που οδήγησαν στην βαριά ήττα των εθνικών εκλογών, ο νέος πια Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, ως νέος μεσσίας, εξ Αμερική ορμώμενος, “γούσταρε να τα βάλει με το σύστημα” και αυτοδιαφημιζόταν ως ο οιονεί νικήτης του νυν Πρωθυπουργού. Μέσα σε αυτή την μιντιακή φούσκα του tik tok του ενός, η έτερη διεκδικήτρια της Προεδρίας, η Έφη Αχτσιόγλου αναλώθηκε σε μία άνευρη και άχαρη προεκλογική καμπάνια, περιμένοντας μία σίγουρη νίκη.

Η Έφη Αχτσιόγλου επέμεινε στην ομιλία της στο διαρκές συνέδριο πριν τις εσωτερικές εκλογές για την Προεδρία του κόμματος να μιλά για το κράτος θέλοντας να περάσει το μήνυμα ότι έχει όλα τα εχέγγυα να κυβερνήσει γιατί γνωρίζει τις τεχνικές, τους μηχανισμούς και τις τακτικές του κυβερνάν και άρα ότι θα είναι καταρχήν η εκπρόσωπος ενός κόμματος που έχει ενσωματωθεί μέσα στο κράτος. Υπό μια έννοια η προοδευτική μειούμενη ιδεολογικοποίηση των πολιτικών του ΣΥΡΙΖΑ όσο ήταν κυβέρνηση και των θέσεων του από το 2019 και μετά που βρέθηκε στην αντιπολίτευση λειτούργησε ως επιταχυντής μετά την συντριπτική ήττα του στις βουλευτικές εκλογές του 2023. Η μάχη στις εσωτερικές εκλογές για την ανάδειξη Προέδρου με εξαίρεση την υποψηφιότητα Τζουμάκα και εν μέρει Τσακαλώτου είχε ένα σημείο απόλυτης σύγκλισης: o ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να γίνει ένα ολοκληρωμένο κόμμα-καρτέλ, ώστε να μπορεί να ελπίζει να κυβερνήσει στο μέλλον.

Δεύτερον, η προαναφερθείσα καρτελοποίηση και η εξουσιολαγνεία ήταν εκείνη που είχε ήδη διαμορφώσει και χωρίσει το εσωκομματικό έδαφος ήδη πριν από την έλευση του νέου Στέφανου Κασσελάκη. Από τη μία βρισκόταν η «αριστερή νομενκλατούρα» του ΣΥΡΙΖΑ και από την άλλη οι «προεδρικοί του τέως»,  πολλοί εκ των οποίων μέχρι την έλευση του Στέφανου Κασσελάκη έβλεπαν ως μόνη λύση την πρώην Υπουργό Εργασίας.

Η μικροπολιτική διατήρηση της εσωκομματικής ισχύος, πολλές φορές με ρουσφετολογικούς όρους παραμονής σε θέσεις, ακόμα και σε θέσεις μετακλητών και αποσπασμένων, χωρίς να υπάρχει εδώ και χρόνια καμία προσπάθεια παραγωγής πολιτικής, αποκρυσταλλώθηκε πλήρως στην ακραία πόλωση της τελευταίας εβδομάδας του δεύτερου γύρου. Ο «κομματικός αχταρμάς» με δηλώσεις αριστερού πατριωτισμού σε συνδυασμό με εκείνες για ιδιωτικά πανεπιστήμια, σεξισμό και σεξουαλικό προσανατολισμό, φανέρωσαν την έλλειψη προγραμματισμού, σχεδίου και, κυρίως, πολιτικής πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ, βάσει της οποίας προκύπτει η πολιτική σύγκρουση.

Θα αναμέναμε καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικού περιόδου, και περισσότερο τώρα να μάθουμε, ποιες είναι οι επίσημες θέσεις του κόμματος για μια σειρά από κεντρικά ζητήματα: Για την ελληνική μεταναστευτική πολιτική υπό το φως του δυσοίωνου Συμφώνου Μετανάστευσης και Ασύλου της ΕΕ και της αναδίπλωσης της Γερμανίας σε σχέση με την μέχρι πρότινος ευμενή πολιτική μεταχείριση. Για την ελληνική δημοσιονομική και οικονομική πολιτική υπό το φως των ανεξέλεγκτων πληθωριστικών τάσεων, της οικονομικής στασιμότητας που μαστίζει την ευρωπαϊκή οικονομία και τις πιέσεις που ασκούνται εντός της ΕΕ για μεγαλύτερη αυστηροποίηση των δημοσιονομικών κανόνων της οικονομικής διακυβέρνησης με πρόταγμα περισσότερη λιτότητα. Για την ελληνική περιβαλλοντική πολιτική υπό το φως έντονων κλιματικών φαινομένων και ενός ανύπαρκτου εγχώριου ενεργειακού σχεδιασμού και ενώ η Γαλλία μετατρέπεται σε εξαγωγέα πυρηνικής ενέργειας σε όλη την Ευρώπη.

Τρίτον, απάντηση στο καίριο ερώτημα αποτελεί η ανωτέρω έλλειψη πολιτικής πρότασης και η ευρύτερη έλλειψη πραγματικής κομματικής ταυτότητας για τον ΣΥΡΙΖΑ εδώ και χρόνια. Ο ΣΥΡΙΖΑ του 2012 ενόψει των τότε εκλογών είχε αναφορές στον ταξικό λόγο και προέτεινε τις μαρξιστικές καταβολές του. Μάλιστα υπάρχουν πλέον μελέτες που δείχνουν ότι εκείνη την περίοδο ο λόγος του έγινε περισσότερο ταξικός. Ο κοινωνικός μετασχηματισμός παρέμενε το ζητούμενο, ενώ αυτό που προείχε ήταν η πολυτασικότητα να μετουσιωθεί σε μαζικότητα της λαϊκής ανατροπής. Αντίθετα, από το 2015 και μετά ξεκινά εκ των πραγμάτων μια από-ριζοσπαστικοποίηση του κόμματος δεδομένης της μνημονιακής ‘κυβερνητικότητας’. Δηλαδή το κόμμα εκτινάχθηκε σε αντιπρόσωπο του κράτους που έπρεπε να ασκήσει την επιστήμη του κυβερνάν εντός ενός άτεγκτου οικονομισμού. Αυτό είχε ως απόρροια την ολοένα και μεγαλύτερη αδυναμία άρθρωσης πολιτικού λόγου και την ως εκ τούτου ακολουθία της πολιτικής ατζέντας της Νέας Δημοκρατίας. Γεγονός που στο τέλος ευνόησε ένα όχι απλώς μεταπολιτικό – η πολιτική της συναίνεσης σε παγκόσμια κλίμακα είναι μεταψυχροπολεμικό φαινόμενο – αλλά κυρίως απολίτικο project που μπορεί να κερδίσει ένα ασαφές εκλογικό κοινό.

Η προεδρία Κασσελάκη φαίνεται ότι θα δυναμώσει ακόμα περισσότερο την ρευστή αντίληψη του μέλους που ήδη η εκλογή του Προέδρου από τη βάση την έχει μεταλλάξει. Η εγγραφή 40.000 νέων μελών την ημέρα του πρώτου γύρου των εσωτερικών εκλογών σε συνάρτηση με την α-ταξική επικοινωνιακή στρατηγική του Σ. Κασσελάκη που εστίασε στα άτομα και όχι στις συλλογικότητες ενδυναμώνει την αντίληψη ότι η διαφορά μεταξύ μέλους και μη μέλους είναι αδύναμη και ότι τα ‘μέλη’ δεν έχουν ούτε πραγματικά δικαιώματα ούτε πραγματικές υποχρεώσεις. Για τη σημασία αυτής της παραμέτρου η ευθύνη του Α. Τσίπρα είναι αναμφισβήτητη. Με αυτόν τον τρόπο, με το στήριγμα, δηλαδή, στην τεχνητή νομιμοποίηση της εκλογής από τη ‘βάση’, όταν πια ο υποψήφιος Πρόεδρος, μπορεί να απευθύνεται σε όλο το εκλογικό σώμα, αφού η κοινωνική βάση παύει να παίζει ρόλο, σφραγίζεται πλέον η απευθυγράμμιση του κόμματος από τις, με την στενή έννοια του όρου, ‘ιδεολογικές’ καταβολές του.

Η προεδρία Κασσελάκη, πάντως, έρχεται να εκσυγχρονίσει το κόμμα και να του δώσει οικονομικά και επικοινωνιακά εργαλεία άρρηκτα δεμένα με την σταθερή του πρόσβαση στο παιχνίδι της εναλλαγής στην εξουσία: χρηματοδότηση από το κεφάλαιο, επικοινωνιακή ανάπτυξη πολιτικών κοινωνικής δικτύωσης, πρόσβαση σε εξωχώρια κέντρα εξουσίας, ανάπτυξη επαφών με διεθνείς ελίτ που είναι διαμορφωτές πολιτικής κτλ. Παραμένει άγνωστο αν όλα τα παραπάνω που περιμένουν εναγωνίως όσοι πλαισίωσαν και στήριξαν τυφλά τον Σ. Κασσελάκη θα ευοδωθούν. Πάντως υπάρχουν κάποιες καλές προϋποθέσεις, όπως φημολογείται με τη σχέση της οικογένειας Κασσελάκη με τον φιλανθρωκαπιταλισμό του ιδρύματος Σ. Νιάρχος – και όχι μόνο για την πανεπιστημιακή του υποτροφία.

Σίγουρα ο νέος Πρόεδρος θα πρέπει να αναπτύξει σχέσεις εμπιστοσύνης σταθερά δομημένες με μέρη του εγχώριου και διεθνούς καπιταλισμού. Συγχρόνως θα πρέπει να αλλάξει ριζικά τον προγραμματικό του λόγο υιοθετώντας βασικές αντιλήψεις του πολιτισμικού νεοφιλελευθερισμού, απευθυνόμενος έτσι στους υψηλά μορφωμένους εξατομικεύοντας και κατακερματίζοντας περαιτέρω την εργατική και εργαζόμενη τάξη (όσους ζουν από την εργασία τους).

Ο ΣΥΡΙΖΑ, τέλος, όπως αποδεικνύεται καθημερινά, είναι ακόμα ένα κόμμα εν κινήσει, το οποίο, ποτέ, δεν σταμάτησε. Στην χρονικά μικρή του συμμετοχή στην ιστορία του εγχώριου πολιτικού συστήματος δεν έπαψε να εκπλήσσει όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά ολόκληρη την Ευρώπη. Από σήμερα, μετά τις προεδρικές εκλογές, μπαίνει σε μία νέα φάση μετασχηματισμού. Μετασχηματισμού επικίνδυνου, όχι μόνο για την αριστερά, αλλά και για την ίδια την κοινωνία. Η άκριτη επικράτηση και αποδοχή ενός ηγετικού υπερεγώ, από τον Αλέξη Τσίπρα μέχρι τον Στέφανο Κασσελάκη, η ολοένα και μεγαλύτερη απομάκρυνση από τα συλλογικά υποκείμενα τόσο σε επίπεδο κόμματος και μελών, όσο και σε κινηματικό επίπεδο και, τέλος, ο άγνωστος Χ που ήρθε να ταράξει τα νερά της ελληνικής πολιτικής σκηνής ως ο νέος Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ διαμορφώνουν μία δυσοίωνη πραγματικότητα για το μέλλον της αριστεράς και του ευρύτερου προοδευτικού χώρου στην Ελλάδα.

*Η Φιλίππα Χατζησταύρου, Επίκουρη Καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνούς Πολιτικής στο Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Fulbright Επισκέπτρια ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια (Μπέρκλεϋ)

*Ο Ορέστης Χατζηγιαννάκης είναι Υποψήφιος Διδάκτορας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης ΕΚΠΑ

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα