ΕΙΔΑΜΕ ΤΗ “ΦΟΝΙΣΣΑ” ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ ΚΑΡΥΟΦΥΛΛΙΑ ΚΑΡΑΜΠΕΤΗ
Παίχτηκε σε πανελλήνια πρεμιέρα στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης η πιο αναμενόμενη φετινή ελληνική ταινία, με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη να πρωταγωνιστεί σε μια εξαιρετική διασκευή του Παπαδιαμάντη.
Ξεκινώντας με μια φράση του Ελύτη (που μιλά για το πώς το παρελθόν μένει πάντα επίκαιρο) και κλείνοντας με μια επανατοποθέτηση των μοτίβων της ιστορίας μέχρι και το σήμερα μέσα από παράθεση συγκλονιστικών αριθμών (του τότε και του τώρα), η κινηματογραφική διασκευή της Φόνισσας δια χειρός Εύας Νάθενα δεν κρύβει καθόλου τις προθέσεις της – και γιατί να το κάνει, άλλωστε.
Διότι παίρνει ένα έργο γραμμένο στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και, δίχως καμία απόπειρα εκμοντερνισμού στο λόγο ή κάποια πιθανή εκβιαστικά μοντερνιστική αφήγηση ή οπτική, καταφέρνει με θαυμαστή σαφήνεια και ευθύτητα, να υπογραμμίσει τη θέση μιας τέτοιας ιστορίας στο –κάθε– σήμερα.
Το εμβληματικό έργο του Παπαδιαμάντη αφορά τη Φραγκογιαννού, μια ηλικιωμένη χήρα περιτριγυρισμένη από τις κόρες της και περιζήτητη από όλο το χωριό (η δράση τοποθετείται στη Σκιάθο): είναι εκείνη που ξέρει πώς να φροντίζει τις γυναίκες που έχουν υποστεί βία από τους άντρες τους, κι είναι εκείνη που ύστερα από ένα βλέμμα, μια σιωπηλή οδηγία του άντρα της οικογένειας, θανατώνει τα νεογέννητα αν έχουν την ατυχία να γεννηθούν κορίτσια. Ώστε να μην δεσμευτούν οι φτωχές οικογένειες στη μελλοντική υποχρέωση της προίκας.
Σε αυτό τον κόσμο, η γέννηση ενός κοριτσιού ισοδυναμεί με κατάρα, σαν μια τιμωρία των θεών κάποιας τραγωδίας. Οι άντρες βλαστημάνε, κοπανάνε ό,τι βρουν μπροστά τους. Οι γυναίκες σκύβουν σιωπηλά το κεφάλι σαν καταδικασμένες. Όλη η συλλογική θλίψη, η οργή, η βία που συσσωρεύεται πίσω από αυτό το παράγωγο μιας φρικωδώς πατριαρχικής καταπίεσης, περνά μέσα από την Φραγκογιαννού. Σαν μια γυναίκα κατεστραμμένη, που έχει αναλάβει θέλοντας και μη να λειτουργεί ως αγωγός όλου του κοινωνικού πόνου, δεκάδες αποσιωπημένα ουρλιαχτά που εκφράζονται σαν ένα οργισμένο βλέμμα τη φορά.
Η γυναίκα αυτή, έχοντας περάσει κι η ίδια τα πάνδεινα στη ζωή της, έχοντας υποστεί βία ψυχολογική και σωματική, έχοντας καταπιεστεί ως κόρη, έχοντας υποφέρει ως μάνα – τώρα ξεσπάει ως κάτι ευρύτερο, κάτι που ξεπερνά το ρόλο της ως μια γυναίκα μέσα σε μια οικογένεια. Ξεσπά ως συλλογική ενοχή, ως μια βία που διαπερνά τις γενιές και κληροδοτείται από τη μία στην άλλη.
Τώρα, εκεί που την πιάνει η ιστορία, η Χαδούλα (έτσι την ονόμασαν, για τα χάδια που θα είχε να περιμένει στη ζωή της) έχει αρχίσει να χάνει τα όρια, ακόμα και τον δεσμό της με την λογική. Οράματα από το παρελθόν, ιδέες ενοχής του παρόντος. Η Χαδούλα, η Φόνισσα, θα φτάσει στο σημείο να πάρει και ζωές, πλέον χωρίς κανείς άντρας να κάνει το σιωπηλό νεύμα. Και δε θα είναι αργά πριν η κοινωνία αρχίσει να εξεγείρεται.
Δε θα έρθει ως έκπληξη αν πούμε ότι η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη είναι εξαιρετική στο ρόλο, μιας ταινίας στημένης κατά μία έννοια πάνω της. Διαθέτει ένα ταιριαστό στόμφο αλλά και τραγικότητα και μια τεταμένη αίσθηση οργής που νιώθεις πως ανά πάσα στιγμή θα εκραγεί. Όμως αυτή η κινηματογραφική απόδοση του έργου του Παπαδιαμάντη έχει πολύ περισσότερα να προτείνει από απλώς μια δυνατή κεντρική ερμηνεία.
Γυρισμένο ως κινηματογραφικό ντεμπούτο από την γνωστή θεατρική σκηνογράφο και ενδυματολόγο Εύα Νάθενα (και με προϋπηρεσία στο σινεμά βέβαια, έχοντας στο παρελθόν υποψηφιότητες για βραβεία Ίρις και με τις δύο ιδιότητές της), και γραμμένο από την Κατερίνα Μπέη (Ευτυχία, ειδική σε στιβαρά σενάρια ακαδημαϊκών μπλοκμπάστερ) πάνω σε μια σεναριακή σύλληψη της ίδιας της Νάθενα, αυτό το φιλμ ξέρει από την πρώτη στιγμή πώς να αφήσει ένα απολύτως δικό του αισθητικό αποτύπωμα, να δημιουργήσει έτσι έναν απόλυτα δικό του, σαφή κόσμο μες στον οποίο αναπτύσσεται.
Είναι αισθητικά αραιό, χτισμένο με απόλυτη σιγουριά. Μια κοινότητα αγκυροβολημένη πάνω σε άγριες πλαγιές και μέσα σε λιτά πέτρινα κτίσματα γεμάτα αιχμές και ρωγμές. Μοιάζει με μια επίγεια κόλαση από την οποία δεν υπάρχει ελευθερία, όπως δεν υπάρχει κανένα αισθητικό σημείο απόδρασης για το μάτι. Αυτός είναι ο κόσμος: Το γκρι της πέτρας, το σκληρό της επιφάνειας, η έρημος του άδειου.
Εκεί μέσα είναι που η φόνισσα δρα, με τη Νάθενα και τη Μπέη εξαρχής να χτίζουν τον κόσμο μέσα από το βλέμμα της, σε τέτοιο ακραίο βαθμό που όλες οι υπόλοιπες ηρωίδες του δράματος είναι ουσιαστικά μια μαυροντυμένη χορωδία γύρω από την τραγωδία που εξελίσσεται. Υπάρχει έτσι κάτι αρκετά εσωτερικό στην αφήγηση, μιας και αρκετά γεγονότα δεν παρουσιάζονται ως αντικειμενικά αλλά από αβέβαια υποκειμενική ματιά. Η οπτική αυτή απλώνεται σε όλη την ταινία που, τελικά, παίρνει τη μορφή ενός εφιάλτη.
Εν τέλει μπορείς να συγχωρήσεις και κάποια πράγματα που δεν λειτουργούν (τόσο καλά): Στα 97’ λεπτά, το φιλμ μοιάζει να μην έχει αρκετή ιστορία και αρχίζει να επαναλαμβάνεται, οι ερμηνείες δεν είναι όλες εξίσου αβίαστα ταιριαστές με τον γενικότερο τόνο, ενώ κάποια οπτικά στοιχεία που επανέρχονται (βλέπε Δραματικά Κοράκια) πραγματικά δεν προσφέρουν κάτι στα αλήθεια.
Είναι λεπτή γραμμή: Η συστημική καταπίεση και βία αποτυπώνεται με εντυπωσιακή δύναμη μέσα από βλέμματα, σιωπηλές εντάσεις, μικρές αναφορές. Όταν το φιλμ λειτουργεί, λειτουργεί εξαιρετικά. Και σε αυτό συνεισφέρουν όλα τα τεχνικά εργαλεία, από την πέτρινη, αδειανή στόφα της εικόνας στην διεύθυνση φωτογραφίας του Παναγιώτη Βασιλάκη μέχρι τη μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου που εναρμονίζεται πλήρως με τον ήχο του τοπίου αλλά και με την ιστορία ως τραγωδία. Αλλά και με πολλούς από τους ηθοποιούς που σε κομβικούς δεύτερους ρόλους (όπως η πολύ καλή Πηνελόπη Τσιλίκα) ή ακόμα και σε μικρά περάσματα (υπέροχος Γιάννης Τσορτέκης με τα ελάχιστα), αφήνουν μια προσωπική κατάθεση ουσίας.
Κι είναι, τελικά, μια ταινία που καταφέρνει να αφήσει κάτι στοιχειωτικό πίσω της. Το μεγάλο αφιέρωμα του φετινού φεστιβάλ λέγεται Φαντάσματα, και αυτή η Φόνισσα θα μπορούσε να ανήκει κι εκεί. Τη Χαδούλα ακολουθεί διαρκώς στη ζωή της, όλο και πιο έντονα καθώς αρχίζει να χάνει τον έλεγχο (ή να τον κερδίζει, υπό μια άλλη πιο σκληρή ανάγνωση), η φιγούρα της μητέρας της. Πάντα απειλητική, ακίνητη, βλοσυρή, μια διαρκής υπενθύμιση ενός τραύματος, βίας, οργής και αίματος που διαπερνά της γενιές – επίμονα εκεί, σε κάθε στιγμή, μέχρι τέλους.
Τη Δελχαρώ παίζει η Μαρία Πρωτόπαπα κι αποτελεί μια ανατριχιαστική φιγούρα-κλειδί για την αισθητική και αφηγηματική αποστολή της ταινίας.
Είναι ένα φάντασμα που παραμένει, ακόμα, ζωντανό.
Η “Φόνισσα” προβλήθηκε σε πανελλήνια πρεμιέρα στο 64ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και θα κυκλοφορήσει στις αίθουσες 30 Νοεμβρίου από την Tanweer.