OΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΤΗΣ ΑΕΤΟΜΗΛΙΤΣΑΣ ΗΤΑΝ ΠΑΝΤΑ “ΑΛΒΑΝΟΙ”
Ο καθηγητής κοινωνικής λαογραφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Βασίλης Νιτσιάκος αφηγείται στο Magazine πως το “σχίσμα” του εμφύλιου πολέμου επηρεάσε για δεκαετίας το βλαχοχώρι της Αετομηλίτσας στο Γράμμο.
Στο ντοκιμαντέρ του Πάνου Διαμαντή (με την επιστημονική επιμέλεια του Μενέλαου Χαραλαμπίδη) για τους πολιτικούς πρόσφυγες της Αετομηλίτσας, οι αναγνώστες του NEWS 24/7 πήραν μία γεύση από το πλήγμα που επήλθε στην κοινότητα αυτού του μεθοριακού Βλαχοχωρίου κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946-1949).
Ο καθηγητής κοινωνικής λαογραφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Βασίλης Νιτσιάκος, ο οποίος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αετομηλίτσα (ως παιδί νομάδων κτηνοτρόφων), ανέλαβε το δύσκολο μα ωραίο έργο να μάς “ξεναγήσει” σε λεπτομέρειες που αφορούν την κοινότητα αλλά και τους ανθρώπους της που επηρεάστηκαν ιδιαίτερα από το “σχίσμα” του εμφύλιου σπαραγμού.
Αφηγείται ο Ελληνας Πανεπιστημιακός: “Θα προσέξατε κατά τη διάρκεια του ντοκιμαντέρ ότι ένας από τους ανθρώπους είπε ότι “μάς υποδέχθηκαν με κλαρίνα, ο πατέρας μου ήταν πολύ αγαπητός στο χωριό” και ο άλλος δυσκολεύτηκε να εκφραστεί για το θέμα. Η αλήθεια είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί επέστρεψαν στον τόπο με ένα ιδιότυπο στίγμα. Οι υπόλοιποι τους αποκαλούσαν “Αλβανούς”και αυτός ο όρος είχε μία υποτιμητική έως και περιγελαστική χροιά. Ενώ έγιναν βεβαίως δεκτοί ως χωριανοί, από την άλλη προέκυψε ένας υφέρπων διαχωρισμός. Κατά έναν παράξενο τρόπο, τους αποδόθηκαν στερεότυπα που ίσχυαν για τους Αλβανούς!”
“Η κοινότητά μας στο τέλος του εμφυλίου πολέμου διαχωρίστηκε βιαίως. Επέστρεψαν, όσοι έφυγαν, μετά από περίπου 15 χρόνια. Είναι, νομίζω, λάθος να θεωρούμε ότι όλοι αυτοί ήταν αριστεροί, κομμουνιστές κ.λπ. κάποιοι που είχαν, ας πούμε, ηγετικό ρόλο, ναι. Ορισμένοι, ίσως για να αποσείσουν το στίγμα έγιναν στη συνέχεια ” βασιλικότεροι του βασιλέως”. Παρόλα αυτά, μια διάκριση σημάδεψε τη ζωή της κοινότητας τις επόμενες δεκαετίες”.
“Πρέπει να πούμε, επίσης, ότι αυτοί που επέστρεψαν από την προσφυγιά έπρεπε ουσιαστικά να φτιάξουν τη ζωή τους από την αρχή, με τα λίγα, κατά κανόνα, πρόβατα που έφεραν πίσω, όσοι είχαν. Έτσι, αυτή η διάκριση προσέλαβε και χαρακτηριστικά κοινωνιοικονομικής διαφοροποίησης, γεγονός που εξισορροπήθηκε με τον χρόνο, καθώς βοήθησε και η πολιτεία προς αυτή την κατεύθυνση, με παροχές δανείων κ.λπ. Βέβαια, αρκετοί από τους παλιννοστήσαντες δεν συνέχισαν να ανεβαίνουν στο χωριό, έμειναν στον κάμπο, αλλάζοντας και επάγγελμα”, σχολιάζει επίσης ο κ. Νιτσιάκος.
Και συμπληρώνει με νόημα: “Ξέρετε πότε σταμάτησαν οι συγχωριανοί να τους αποκαλούν Αλβανούς; Οταν στις αρχές της δεκαετίας του ’90 εμφανίστηκαν στον τόπο οι πρώτοι Αλβανοί μετανάστες, μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού στην Αλβανία. Ήρθαν οι πραγματικοί Αλβανοί και….
Σ’ αυτό το σημείο είναι χρήσιμο να παραθέσουμε ένα μικρό αλλά χαρακτηριστικό απόσπασμα από το διήγημα του Βασίλη Νιτσιάκου με τον τίτλο “Αλβανοί” που περιέχεται στο βιβλίο “Ω λέλε” το οποίο κυκλοφόρησε το 1993 από τις εκδόσεις “Οδυσσέα”
“H υποδοχή. Επίσημη και ψυχρή. Και καχύποπτη. Ηταν οι πρώτοι που γύριζαν. Σ’ ένα κλίμα ψυχρού πολέμου. Δεν είχαν καμία ευθύνη. Κι όμως. Βρέθηκαν στη δίνη σκληρών γεγονότων. Και έπρεπε να ‘ναι μέσα. Θύματα. Θύματα καταστάσεων. Που ούτε προξένησαν ούρ και καταλάβαιναν. Πέρασαν. Γύρισαν με πόνο και φτώχεια. Μα με μία λάμψη στα βλέμματα. Γύρισαν. Τους περίμενε ο τόπος τους. Και τα στοιχειά του. Και ας μη βρήκαν τα σπίτια τους. Και ας τους έλεγαν οι άλλοι “Αλβανούς”.
ΣΤΗΝ ΑΕΤΟΜΗΛΙΤΣΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ
Υπήρχαν τοπικές διαμάχες μεταξύ των ανθρώπων μετά την επιστροφή των πολιτικών προσφύγων, ήταν η επόμενη ερώτησή μας;
“Πρέπει να σου πω, ότι, παρά το στίγμα που αποδόθηκε στους πολιτικούς πρόσφυγες όταν επέστρεψαν, ιδιαίτερες και σημαντικές προστριβές μεταξύ μας, δεν υπήρχαν. Να σου δώσω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Οταν κατά τη δεκαετία του 50, η ελληνική πολιτεία επιχείρησε να φέρει στο χωριό κτηνοτρόφους μη χωριανούς, για να καλύψουν το κενό των ανθρώπων που είχαν φύγει, η κοινότητα αντέδρασε. Βγήκαν οι άνθρωποι στα όρια του χωριού και τους περίμεναν με τις γκλίτσες. Δεν τους επέτρεψαν να εισέλθουν στην κοινοτική έκταση. Υπήρχε αυτή η ιδεολογία του “κοινού αίματος”. Ετσι κρατήθηκε ο χώρος και οι εκτάσεις για να τις βρουν στη συνέχεια οι πολιτικοί πρόσφυγες που επαναπατρίστηκαν” τονίζει ο Νιτσιάκος.
Το χωριό, ακόμα και σήμερα, διαφυλάττει το κοινοτικό κεκτημένο ως κόρην οφθαλμού. Ατομική ιδιοκτησία δεν υφίσταται, καθώς, όπως εξηγεί ο καθηγητής λαογραφίας, “μέχρι και τώρα που μιλάμε, στο χωριό μας δεν υπάρχει ατομική ιδιοκτησία, εξαιρουμένων των σπιτιών που πρόσφατα κατοχυρώθηκαν ως νόμιμες, ατομικές ιδιοκτησίες. Ο κάθε ιδιοκτήτης δικαιούται να έχει, εκτός από το σπίτι, μία αυλή και έναν κήπο. Ολα τα άλλα ανήκουν στην κοινότητα, βοσκοτόπια, δάση, νερά κ.λπ. Μόνο το σπίτι του μπορεί να πουλήσει κανείς αν θέλει, καθώς μόνο αυτό του ανήκει. Είναι φαινόμενο που παρατηρείται κατά κανόνα σε όλα τα αμιγώς κτηνοτροφικά Βλαχοχώρια.
Το χωριό πλέον έχει 300 σπίτια. Ηρθαν, μετά από πρόσκληση της κοινότητας, γαμπροί, κουμπάροι, συμπέθεροι και φίλοι και πήραν οικόπεδα δωρεάν με τον όρο να χτίσουν μέσα σε πέντε χρόνια, όπως και έγινε. Το χωριό δεν κατοικείται το χειμώνα, ποτέ άλλωστε δεν γινόταν αυτό. Οι κτηνοτρόφοι ξεχειμώνιαζαν μαζί με τα κοπάδια τους στα χειμαδιά τους. Οι λίγοι που δεν ήταν κτηνοτρόφοι ξεχειμώνιαζαν σε μία κοντινή περιοχή σε χαμηλότερο υψόμετρο”.
Και έρχεται στην κουβέντα μας και το σημαντικό ζήτημα της βλάχικης γλώσσας. Ποιοι τη μιλούν εν έτει 2023;
“Οι πιο μεγάλοι άνθρωποι μιλούν βλάχικα μεταξύ τους. Προτιμούν τα ελληνικά μόνο όταν έχουν να κάνουν με μη Βλάχους. Σιγά-σιγά αρχίζουν και μιλούν και οι νεότεροι άνθρωποι, υπάρχει ένα κλίμα επιστροφής στη γλώσσα. Άρχισα και εγώ να μιλάω βλάχικα με όσους μπορώ, το θεωρώ χρέος. Δεν είναι εύκολο βέβαια. Έχουν γίνει πολύ μικτοί γάμοι και όταν η μητέρα δεν μιλάει βλάχικα, για το παιδί δεν είναι απλό να τα μάθει, το αντίθετο θα έλεγα.
Η γλώσσα μας δεν ήταν ποτέ απαγορευμένη, αλλά υπήρχε σαφώς μία κατεύθυνση να μην τη μιλάμε. Ας πούμε, οι δάσκαλοί μου έλεγαν στους γονείς μου να μην μου μιλάνε βλάχικα γιατί κατά τη γνώμη τους έτσι δεν θα μάθαινα ποτέ τα ελληνικά. Την ακολούθησαν αυτή τη συμβουλή, μεταξύ τους μιλούσαν βλάχικα, αλλά σε μένα ελληνικά”, εκμυστηρεύεται ο Βασίλης Νιτσιάκος, ο οποίος συμπληρώνει: “Μπορώ να μιλήσω βλάχικα με ανθρώπους που ζουν στη Βόρεια Μακεδονία και την Αλβανία και το κάνω, όταν μου δίνεται η ευκαιρία. Εκεί έχουν και σχολεία όπου διδάσκεται η γλώσσα. Οι Ρουμάνοι από την πλευρά τους θεωρούν τους Βλάχους Ρουμάνους της διασποράς, κάτι που είναι λάθος. Υπάρχει πάντως μία ακμάζουσα κοινότητα Βλάχων στην Κωνστάντζα, υπάρχουν και λίγοι στη Βουλγαρία”.
Φυσικά, οι επιθέσεις από ακροδεξιούς προς το συνομιλητή μας δεν έλειψαν τα προηγούμενα χρόνια. Αλλωστε, η ακροδεξιά διαχρονικά θεωρούσε το γλωσσικό πλούτο στον ελληνικό χώρο ως αχίλλειο πτέρνα της χώρας: “Διοργανώναμε ένα Διεθνές Θερινό Σχολείο με θέματα Βαλκανικής Εθνογραφίας και Συγκριτικής Λαογραφίας για 15 χρόνια, μέχρι το 2019. Δεχθήκαμε επίθεση από χρυσαυγίτες σε μια γιορτή αποχαιρετισμού τα τελευταία χρόνια. Στη συνέχεια στοχποιήθηκα και προσωπικά, δέχτηκα επίθεση με απειλές κ.λπ. . Αυτό είναι μια τραυματική μου εμπειρία για την οποία δεν θέλω να μιλήσω… Το Θερινό αυτό Σχολείο σταμάτησε λόγω της πανδημίας και δεν ξαναλειτούργησε” μάς ενημερώνει ο κύριος Νιτσιάκος με μία εμφανή απογοήτευση.
Ωστόσο, ούτε την πρόοδο σταμάτησε ποτέ κανείς ότι την επιθυμία των ανθρώπων για γνώση. Όσα εκτυλίχθηκαν τα τελευταία 75 χρόνια στην Αετομηλίτσα ουσιαστικά αποτελούν μία σμίκρυνση της ελληνικής ιστορίας και μέσα από τα γεγονότα εξάγονται συμπεράσματα ιδιαιτέρως πολύτιμα για το παρόν και το μέλλον αυτού του τόπου.Το κυριότερο μάθημα; Τα στερεότυπα στις κοινωνίες, αργά η γρήγορα, ξεπερνιούνται από τις εξελίξεις. Αρκεί να υπάρχουν στοιχειωδώς ανοιχτά μυαλά…