Η 15ετής καθίζηση της Ευρώπης

Διαβάζεται σε 6'
Η 15ετής καθίζηση της Ευρώπης
Επαίτης EUROKINISSI

Η νομισματική ένωση της Ευρώπης παραμένει επικίνδυνα σαθρή. Οι προοδευτικοί πολίτες Ευρωπαίοι πρέπει, είτε να αποδεχθούμε την μόνιμη παρακμή που μας επιβάλλει το προβληματικό μας νόμισμα, είτε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό.

Η Ευρώπη μαραζώνει σε μια μακροχρόνια οικονομική ύφεση, η οποία έχει τις ρίζες της στον όλεθρο που υπέστη η Wall Street το 2008. Υπήρξαν, βέβαια, μετέπειτα αναλαμπές ανάπτυξης (και ελπίδας), αλλά κι αυτές εξανεμίζονται πολύ γρήγορα.

Δεδομένων των πολιτικών επιλογών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν θα μπορούσε να συμβαίνει κάτι διαφορετικό. Πρόκειται για πολιτικές που αντανακλούσαν τον λάθος σχεδιασμό της ευρωζώνης και εγγυόνταν μακροχρόνια υποτονικές επενδύσεις ακριβώς τη στιγμή που ήταν αναγκαίες οι μαζικές επενδύσεις για να μετατοπιστεί η γερασμένη βιομηχανική βάση της Ευρώπης από τη ρυπογόνο ενέργεια, τα χημικά και τις μηχανές εσωτερικής καύσης στο νεφοκεφάλαιο (cloud capital) και τις πράσινες τεχνολογίες.

Και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, η πολιτική απάντηση στην αλυσιδωτή αντίδραση που πυροδότησε η κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008 ήταν παρόμοια. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ΕΕ πραγματοποίησαν την πιο μεγαλειώδη και κυνική μεταφορά των ιδιωτικών ζημιών από τα κατάστιχα των τραπεζιτών στα κατάστιχα του δημόσιου χρέους, σε συνδυασμό με δημοσιονομική λιτότητα για τη συγκράτηση του διογκούμενου δημόσιου χρέους. Το αποτέλεσμα; Μια τεράστια παγίδα ρευστότητας που αύξησε το δημόσιο χρέος και οδήγησε στη μεγαλύτερη αποσύνδεση που υπήρξε ποτέ μεταξύ της διαθέσιμης ρευστότητας και των πραγματικών επενδύσεων σε πραγματικά κεφαλαιουχικά αγαθά.

Το αναμενόμενο μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα ήταν η οικονομική στασιμότητα. Τελικά, η κρίση ήταν τόσο βαθιά και διήρκεσε τόσο πολύ που δηλητηρίασε την πολιτική στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Εκεί όμως τελειώνουν οι ομοιότητες ΗΠΑ και Ευρώπης και αρχίζει να διογκώνεται ολοένα και περισσότερο η μειονεκτική θέση της Ευρώπης σε σχέση με τις ΗΠΑ, διότι, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, η ευρωζώνη δεν διέθετε τους ομοσπονδιακούς θεσμούς που σε περιόδους κρίσης (όπως εκείνη του 1929 ή του 2008) μπορούν να σταθεροποιήσουν μια νομισματική ένωση και να την αποτρέψουν από το να υποκύπτει σε μια διαρκή αποτελμάτωση.

Μετά το 2008, η ΕΕ είχε δύο επιλογές για να διασώσει τη νομισματική της ένωση, εκ των οποίων μόνο η πρώτη θα μπορούσε να αποτρέψει τη μόνιμη ύφεση. Η πρώτη επιλογή ήταν να ομοσπονδιοποιηθεί de facto, ακόμη και αν όχι de jure – μια στρατηγική που θα συνεπαγόταν κοινό χρέος (π.χ. ευρωομόλογο), σημαντικούς ομοσπονδιακού τύπου φόρους και ένα πενταετές συνολικό πανευρωπαϊκό πράσινο επενδυτικό σχέδιο.

Για να επιλέξει αυτή την επιλογή, ωστόσο, η Ευρώπη θα έπρεπε να εγκαταλείψει τον νεο-μερκαντιλισμό που είναι στην καρδιά του γερμανικού (αλλά και του ολλανδικού) οικονομικού μοντέλου, το οποί είναι ο βασικός κορμός της ευρωζώνης. Τότε, το 2008-2012, θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι οι ευρωπαϊκές ελίτ θα θεωρούσαν την εγκατάλειψη του νεο-μερκαντιλισμού σχετικά μικρό τίμημα προκειμένου να αποφευχθεί μια μόνιμη ύφεση. Φευ, μια τέτοια εκτίμηση απεδείχθη λανθασμένη!

Οι πιο επιτυχημένοι εξαγωγείς της Ευρώπης, και οι πολιτικοί τους ατζέντηδες, δεν νοιάζονταν τόσο για το δυναμισμό της Ευρώπης όσο για τη διατήρηση της εξάρτησής τους από τις καθαρές εξαγωγές που συντηρούνταν – με τη σειρά τους – από το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ (την πιο σταθερή πηγή συνολικής ζήτησης για τα προϊόντα τους). Επίσης έδωσαν μεγαλύτερη προτεραιότητα στις καθαρές εξαγωγές τους προς την Κίνα και την μείωση των γερμανικών μισθών παρά στην ανάγκη ανάκτησης της αναπτυξιακής δυναμικής της Ευρώπης.

Η δεύτερη επιλογή ήταν η απόρριψη της ομοσπονδιακής επιλογής, και βασιζόταν σε συντριπτική λιτότητα για τα πιο κράτη μέλη της ευρωζώνης με την χειρότερη ύφεση, συνοδευόμενη από εξίσου έντονη «ποσοτική χαλάρωση» (τύπωμα χρήματος) που ευνοούσε τα μέρη της νομισματικής ένωσης με την μικρότερη ύφεση. Αυτή ήταν η επιλογή που υιοθετήθηκε, με τη βίαιη μεταχείριση του πιο χρεοκοπημένου μέλους της ευρωζώνης, της Ελλάδας, να αποσκοπεί στο να καταστήσει παραδειγματική αυτή την επιλογή στα άλλα κράτη μέλη.

Το αποτέλεσμα ήταν να σωθεί το ευρώ με την επιβολή μιας μόνιμης στασιμότητας στις συνολικές επενδύσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη, μαζί με την ενίσχυση του χάσματος μεταξύ του Βορρά και του Νότου της ΕΕ (την ώρα που γεννιόταν νέο χάσμα μεταξύ των ανατολικών και των δυτικών κρατών-μελών της ΕΕ). Εν τω μεταξύ, οι ΗΠΑ επιδίδονται σε όργιο δημόσιων επενδύσεων που προσελκύει τους βιομηχανικούς ομίλους της Ευρώπης στις ΗΠΑ, βαθαίνοντας έτσι το επενδυτικό χάσμα της ΕΕ. Όπως είναι φυσικό, η ΕΕ, παρά τις διακηρύξεις της για την Πράσινη Συμφωνία, δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει τη δική της πράσινη μετάβαση, πόσο μάλλον την μεταπολεμική ανάκαμψη της Ουκρανίας.

Σήμερα, ο κίνδυνος δεν είναι ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της Ευρώπης θα διπλασιάσουν τη δημοσιονομική λιτότητα. Το προτιμώμενο όπλο τους για τη συρρίκνωση σήμερα είναι η νομισματική πολιτική. Αφού έσφαλαν αποφεύγοντας την τολμηρή προοδευτική νομισματική πολιτική που κάποιοι προτείναμε, και η οποία θα είχε αποτρέψει την πρόσφατη άνοδο του πληθωρισμού, τώρα υιοθετούν πιο σκληρή πολιτική διαρκείας. Το αποτέλεσμα είναι ότι μια ήδη διαλυμένη νομισματική ένωση, στα πρόθυρα της ύφεσης εν μέσω επίμονου πληθωρισμού (παρά την ταχεία συρρίκνωση της προσφοράς χρήματος) μένει όλο και πιο πίσω της Κίνας και των ΗΠΑ.

Η αιτία όλων αυτών είναι δομική. Η εξουθενωτική λιτότητα παραμένει σταθερά συνδεδεμένη με το σημερινό θεσμικό πλαίσιο της Ευρώπης – γεγονός που εμποδίζει όλες τις κυβερνήσεις της ΕΕ να δοκιμάσουν διαφορετικές πολιτικές ατζέντες. Η αρχιτεκτονική ολοκλήρωσης της Ευρώπης που δεν έχει προχωρήσει επαρκώς απαγορεύει τον πειραματισμό με το είδος της βιομηχανικής πολιτικής που ακολουθούν τώρα οι ΗΠΑ (στο πλαίσιο του νόμου για τη μείωση του πληθωρισμού και του νόμου για το CHIPS και την Science Act) ή με άλλες ατζέντες.

Βέβαια, η γερμανική κυβέρνηση αποκλίνει από την πολιτική της ΕΕ, προσπαθώντας – κόντρα στο Συνταγματικό της Δικαστήριο – να διοχετεύσει τεράστια δημόσια κονδύλια στην ενίσχυση του καταρρέοντος βιομηχανικού της μοντέλου. Αλλά το κάνει αυτό με κόστος την καταστροφή της ενιαίας αγοράς και τη δέσμευσης (περισσότερο θεωρητική παρά πραγματική) για πανευρωπαϊκά ισότιμους όρους ανταγωνισμού. Σύντομα, αναμένονται αντιδράσεις από τα κράτη-μέλη της ΕΕ που δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τις γερμανικές επιδοτήσεις, ιδίως εκείνα που δεν μπορούν να προστατεύσουν τις βιομηχανίες τους μέσω υποτίμησης του νομίσματός τους.

Οι θιασώτες της ΕΕ πανηγυρίζουν για την επιβίωση του ευρώ, για το γεγονός ότι το δημόσιο χρέος δεν αποτελεί πλέον τόσο μεγάλη απειλή, και, κυρίως, για το ότι το μερκαντιλιστικό επιχειρηματικό τους μοντέλο παραμένει άθικτο. Βαθιά μέσα τους, όμως, καταλαβαίνουν ότι οφείλουν αυτό το μικρό θαύμα σε όσους εργάστηκαν σκληρά στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (παρά την έντονη αντίδραση της Bundesbank) για να βάλουν μπρος τις εκτυπωτικές μηχανές της ΕΚΤ και να τυπώσουν χείμαρρους ευρώ ώστε να μην καταντήσουν τα κράτη τους όπως εκείνο της Ελλάδας ή της Ιταλίας.

Αλλά αυτό είχε ένα υψηλό τίμημα: Τη μόνιμη στασιμότητα και τον συνεχιζόμενο κατακερματισμό της Ευρώπης. Η νομισματική ένωση της Ευρώπης παραμένει επικίνδυνα σαθρή, καθώς δεν διαθέτει την πολιτική και δημοσιονομική ένωση που είναι απαραίτητη για να λειτουργήσει. Αυτά 15 χρόνια μόνιμης καθίζησης έχουν οξύνει το αδιέξοδο. Οι προοδευτικοί πολίτες Ευρωπαίοι πρέπει, είτε να αποδεχθούμε την μόνιμη παρακμή που μας επιβάλλει το προβληματικό μας νόμισμα, είτε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό. Ένα τόσο βαθιά συστημικό πρόβλημα απαιτεί πολιτική λύση.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα