ΘΑΝΑΣΗΣ ΑΛΕΥΡΑΣ: “ΜΕ Ο,ΤΙ ΕΧΩ ΑΓΑΠΗΣΕΙ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ, ΑΡΓΑ Η ΓΡΗΓΟΡΑ, ΕΧΩ ΣΥΝΑΝΤΗΘΕΙ”
Ο Θανάσης Αλευράς μάς μιλά για την παράσταση της ζωής του στο VOX και τα θεατρικά “Βαφτίσια” που γίνονται κινηματογραφική ταινία με την ίδια παρέα.
Έχει χιούμορ, έχει ταλέντο, έχει λάμψη και έχει δουλέψει ατελείωτες ώρες με πειθαρχία σχεδόν εμμονική. Αυτή είναι η συνταγή της επιτυχίας για τον Θανάση Αλευρά; Σίγουρα είναι τα συστατικά που κάνουν την ιστορία ενός ηθοποιού πολύ ενδιαφέρουσα, αλλά -όπως λέει και ο ίδιος- το βασικότερο είναι ότι από πολύ νωρίς είχε την εσωτερική πηγαία πεποίθηση ότι το θεατρικό σανίδι τον περιμένει. Οτι είναι γεννημένος να βρει εκεί πάνω την ελευθερία και την ποικιλία, που θα τον κάνει (περίπου) ευτυχισμένο.
Την πρώτη φορά που είδαμε τον Θανάση φορούσε ένα πλατύ καπέλο με βέλο και ταξίδευε στον Υπερσιβηρικό σιδηρόδρομο, γράφοντας ένα σπαραξικάρδιο γράμμα στον Ιβάν. Το νούμερο της Νατάλια στους “Ήρωες” της Ελένης Γκασούκα στο Μικρό Παλλάς είχε τεράστια επιτυχία και του χάρισε το βραβείο Χορν το 2008. Μια ολόκληρη ζωή μεσολάβησε από τότε μέχρι σήμερα. Από την εποχή που κατέβηκε ολομόναχος στην Αθήνα να σπουδάσει θέατρο γιατί όπως λέει πίστευε ακράδαντα ότι… αυτόν περίμεναν όλοι!
Αν, όπως πιστεύει, εμείς δημιουργούμε με την ποιότητα των σκέψεών μας την πραγματικότητα που ζούμε, τότε το μυαλό του Θανάση Αλευρά έκανε πολλή δουλειά μέσα στα χρόνια που πέρασαν. Σάρωσε με την εμφάνισή του στο τηλεοπτικό “Your Face Sounds Familiar” όπου πήρε δύο φορές την πρώτη θέση και ερμήνευσε εκπληκτικά περσόνες όπως ο Γιώργος Μαρίνος (πολλοί τον θεωρούν διάδοχό του), ο Δημήτρης Χορν, ο Κώστας Χατζής και ο Ντίνος Ηλιόπουλος – μας αποκάλυψε ένα ακόμα πιο ταλαντούχο πλάσμα από ότι είχαμε φανταστεί.
Μετά την “Ταράτσα του Φοίβου”, την επιθεώρηση “Τι ζούμε ρε;” και “Τι φάση πάλι ρε” της Δήμητρας Παπαδοπούλου στο Άλσος, ένα πέρασμα από τα τηλεοπτικά “Νούμερα” του Δεληβοριά, και την παράσταση “Μια Νύχτα στην Επίδαυρο” του Νίκου Καραθάνου, ο Θανάσης Αλευράς βγάζει τα εσώψυχά του στη μουσικο-σατυρική παράσταση “40+Βγαίνω!” στο VOX. Μια παράσταση – που παίζεται για δεύτερη χρονιά – και την οποία ήθελε αρκετό καιρό να πραγματοποιήσει.
ΜΑΡΑΘΩΝΙΟΣ, ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ H ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ XENNIALS
Τι είναι το “40+Βγαίνω” (+ ΞΑΝΑβγαίνω); Είναι μία αφήγηση της ζωής του ηθοποιού, που ξεκινάει κρατώντας τη βαλίτσα της μητέρας του, της Φεβρωνίας, με αντικείμενα τοτέμ. Την ανοίγει και σιγά σιγά ξετυλίγει το νήμα της ζωης του από τη γέννησή του στα Γιάννενα μέχρι σήμερα. Μοιράζεται πληροφορίες από τα παιδικά του χρόνια, παλιούς δίσκους, αγαπημένα πρόσωπα και όλα αυτά διανθίζονται με τραγούδια, ιστορικά γεγονότα, κοινωνικές συμπτώσεις, πολιτικά κόμματα και celebrities που “σημάδεψαν” μια ολόκληρη γενιά.
Τον συναντήσαμε για καφέ στο “σπίτι” του, όπως αποκαλεί τον Άλιμο. Εκεί “ανοίγει η ψυχή του” βλέποντας τον ήλιο, τη θάλασσα και κάνοντας το δεύτερο αγαπημένο του πράγμα στον κόσμο – μετά το θέατρο – το τρέξιμο. Χαλαρός και χαμογελαστός φαινόταν ανά πάσα στιγμή έτοιμος να τραγουδήσει, να απαγγείλει έναν ρόλο ή να κάνει coaching προσωπικής εξέλιξης.
Λοιπόν θα ξεκινήσω ανορθόδοξα, όχι από το θέατρο και την παράσταση. Πριν από λίγες μέρες σε είδαμε στον Μαραθώνιο, για 4η φορά, και έτρεξες για όλα τα παιδιά με κινητικές δυσκολίες και αναπηρίες. Πώς ξεκίνησες να τρέχεις και τι σημείνει ο αθλητισμός για τον χαρακτήρα σου;
Να σου πω, εγώ το ξαναθυμήθηκα λίγο από απόγνωση. Το τρέξιμο. Υπήρξα έφηβος που έκανε πρωταθλητισμό. Στίβο αντοχής, αθλητής υπήρξα για δύο χρόνια, βέβαια από τα 15 μέχρι τα 40 υπάρχει μια πολύ μεγάλη απόσταση, όπως καταλαβαίνεις. Είχα ωραία επαφή με το σώμα μου γιατί έκανα και πολύ σωματικό θέατρο, αλλά κακά τα ψέμματα δεν είχα την αντοχή που χρειάζεται. Σαν αθλητής έφηβος έλεγα ότι κάποια στιγμή κι εγώ θα ήθελα να ζήσω αυτή την εμπειρία του μαραθωνίου. Εκεί λοιπόν στα 40 πέρασα έναν χειμώνα πολύ δύσκολο προσωπικά και ήθελα να κάνω κάποιες μεγάλες αλλαγές στη ζωή μου. Αλλά δεν έβρισκα τη δύναμη να τις κάνω. Σπάω και το πόδι μου εκείνη την περίοδο και λέω, τώρα θα δεις, μόλις γίνει καλά το πόδι μου θα βγω στους δρόμους. Άρχισα σιγά σιγά, χιλιόμετρο το χιλιόμετρο, για να χτίσω την αντοχή μου με στόχο να τρέξω τον μαραθώνιο.
Αυτό βέβαια δεν ήξερα ότι θα μου δώσει πολύ μεγάλη δύναμη, θάρρος και αποφασιστικότητα γιατί κάθε φορά που ξεπερνούσα ένα όριο δικό μου, που πίστευα ότι έχω, κάτι μετακινούνταν μέσα μου σε όλα τα επίπεδα. Οπότε όλα μου τα τηλέφωνα και όλες μου τις μεγάλες αποφάσεις τις πήρα μετά από τις μεγάλες προπονήσεις για το Μαραθώνιο. Αισθανόμουνα μετά τέτοια απίστευτη δύναμη. Και τότε είπα ότι όσο έχω πόδια και αντοχή αυτό μια φορά το χρόνο θα είναι ένα δικό μου ραντεβού με τον εαυτό μου. Μάλιστα τότε, όταν τρέξαμε τον πρώτο μαραθώνιο με τον προπονητή μου τον Μάριο Γιαννάκου, είχαν αλλάξει τα μετάλλια και έκαναν ένα inside project. Κάθε χρόνο η κορδέλα του μεταλλίου έχει και ένα γράμμα από την λέξη “marathon”. Δηλαδή την πρώτη χρονιά πήραμε το m, τη δεύτερη το a την τρίτη το r, οπότε είπαμε οκτώ χρόνια να το τρέξουμε να συμπληρώσουμε τα γράμματα.
Η Μαραθώνια διαδρομή είναι μια προσωπική μάχη με το μυαλό, που όλο λέει δεν μπορεί και όλο αναβάλλει. Όταν ξεπερνάς τα όριά σου και μετακινείς τις πεποιθήσεις σου για το τι μπορείς να κάνεις, αλλάζουν πολλά.
Εγώ δεν ξέρω αν θα τα φτάσω τα οκτώ χρόνια, αλλά θέλω να τρέχω όσο έχω πόδια. Είναι ένα ραντεβού με μένα, είναι χρόνος προσωπικός. Στο τρέξιμο σκέφτομαι πάρα πολύ. Τρέχω χωρίς μουσική, ακούω τις σκέψεις μου και στα πολλά χιλιόμετρα εκεί του Μαραθωνίου, την ημέρα του αγώνα, έρχεσαι αντιμέτωπος με τους φόβους σου, με τα όριά σου και παίρνεις πολλή δύναμη.
Η οποία σίγουρα χρειάστηκε για να στήσεις και την παράσταση – που παίζεται για δεύτερη χρονιά. “Θανάσης Αλευράς, 40+”. Δεν είναι λίγο νωρίς για απολογισμούς;
Έβλεπα τριγύρω μου κύκλους να κλείνουν και όλα αυτά τα μουσικά επετειακά αφιερώματα: 20 χρόνια Φοίβος, 30 χρόνια Γαρμπή, 50 χρόνια Άννα Βίσση. Και λέω τώρα θα δεις, θα κάνω και εγώ μια παράσταση που θα λέω 40 χρόνια Θανάσης Αλευράς. Και σκέφτηκα με αφορμή τη δική μου ιστορία να κάνω ένα αφιέρωμα στη γενιά μου, στα παιδάκια του ‘80 και στους έφηβους του ‘90. Γιατί πραγματικά εκεί στα 40 κάτι γίνεται και κλείνει ένας μεγάλος κύκλος ζωής. Είσαι εδώ στου δρόμου τα μισά. Και έχεις την ανάγκη να γυρίσεις πίσω να δεις τι γίνεται, να δεις τι έφτιαξες, τι κατάφερες, πού θες από δω και πέρα να το πας. Έναν απολογισμό.
Εκεί στα 40 που λένε ότι χτυπάει η κρίση, όντως με χτύπησε… και ήθελα πολύ να αφηγηθώ λίγο την ιστορία της γενιάς μου. Των Xennials, όπως μας λένε οι ερευνητές. Δεν ξέρω από πού έρχεται το όνομα, ξέρω όμως ότι το χαρακτηριστικό που μας προσδίδουν είναι ότι δεν ξέρουμε πού ανήκουμε, γιατί ζήσαμε μια αναλογική παιδική ηλικία και μια ψηφιακή ενηλικίωση, οπότε είμαστε συνεχώς κάπου ενδιάμεσα – κάπου μεταξύ συρμού και αποβάθρας. Αυτό που λέμε mind the gap, προσοχή στο κενό.
Είναι μια αγχωμένη γενιά που προσπαθεί πάντα να προλάβει την εξέλιξη. Να μην χάσει το τρένο, συνέχεια να μαθαίνει κάτι. Είναι και κουρασμένη και αγχωμένη γενιά. Και ματαιωμένη πάρα πολύ. Έχει φάει πολλή πόρτα. Αν σκεφτείς ότι τα χρόνια της κρίσης η γενιά μου έφυγε μαζικά στο εξωτερικό, αλλάξανε ζωές οι άνθρωποι! Αλλά είναι και μια πολύ ευπροσάρμοστη χαμαιλέων γενιά και της το αναγνωρίζω. Και έτσι ξεκίνησε αυτή η σκέψη για πλάκα, δηλαδή ότι θα κάνω κι εγώ ένα αφιέρωμα.
Γιατί στο θέατρο ξέρεις μπορεί να δουλεύεις μια ζωή και να μην καταγράφεται κάτι. Δηλαδή οι τραγουδιστές μπορεί να έχουν πέντε τραγούδια ή δίσκους και με αυτά να πορευτούν μια ζωή και να τα αφήσουν και κληρονομιά. Ο ηθοποιός μπορεί να παίξει εκατοντάδες ρόλους, να έχει κάνει υπέροχες παραστάσεις και να ισχύουν μόνο για τον αυτόπτη μάρτυρα, γι αυτόν που ήταν εκεί. Οπότε έτσι το σκέφτηκα, αλλά κυρίως για πλάκα και για να αφηγηθώ ιστορίες για τη γενιά των σαραντάρηδων… τη γενιά μου.
Στην παράσταση αφηγείσαι τη ζωή σου ουσιαστικά. Δηλαδή ένας βασικός κορμός πατάει πάνω στη δική σου πορεία. Καθοδήγησέ μας λίγο στα βασικά του ξεκινήματος αυτής της πορείας.
Γεννήθηκα στα Γιάννενα, βέρος Ηπειρώτης, τον Ιούνιο του 1979. Μεγάλωσα στα χρόνια του ’80 που ήταν τόσο ξέγνοιαστα, τόσο ανέμελα, τόσο αθώα χρόνια, και το μόνο που θυμάμαι είναι παιχνίδι, παιχνίδι, παιχνίδι ατέλειωτο και μαυρισμένα γόνατα. Χρόνια ολόκληρα όλο το δημοτικό δεν έφευγαν οι γρατζουνιές, ποδήλατα, σπίτια στα δέντρα. Μια ελευθερία που δεν πιστεύω ότι μπορούν να τη νιώσουν τα σύγχρονα παιδιά που μεγαλώνουν στις πόλεις. Και απόλυτη επαφή με τη φύση. Δεν είχαν φόβο οι γονείς, δεν είχαμε κινητά, δεν είχαμε τέτοιες εξαρτήσεις. Ήμασταν ελεύθεροι. Γειά σου μαμά θα έρθω το βράδυ 9 η ώρα. Οκ. Κι αν γυρνούσες, έβγαινε να βάλει φωνή. Δεν φοβόντουσαν οι άνθρωποι. Όλα μου τα χρόνια τα σχολικά τα πέρασα στα Γιάννενα. Εκεί στην εφηβεία ασχολούμαι με το θέατρο και με τον πρωταθλητισμό. Κάπως με ξεχώρισε μια επιτροπή που ήρθε στο σχολείο και μας έβαλαν να τρέξουμε. Έστειλαν μια επιστολή ότι είμαι ξεχωριστό ταλέντο και ξαφνικά βρέθηκα να κάνω πρωταθλητισμό, νομίζοντας ότι θα το κάνω και σοβαρά, δηλαδή επαγγελματικά, αλλά ήταν ψέμα μεγάλο.
Δεν πιστεύω στην τυχαιότητα των πραγμάτων. Από πολύ νωρίς, από ένστικτο ήξερα ότι θέλω να γίνω ηθοποιός. Έρχεται η μέρα που δίνω εξετάσεις στο Εθνικό και στο Θέατρο Τέχνης, πεπεισμένος ότι εμένα περιμένανε…
Νομίζω, όμως, ότι αυτή η εμπειρία με “προπόνησε” για τον στίβο του θεάτρου, δηλαδή μου δόμησε χαρακτήρα και αλήθεια, αν είχα ένα παιδί τώρα θα το ενέπνεα να μπει στον αθλητισμό. Όχι στον πρωταθλητισμό, γιατί ο πρωταθλητισμός είναι κατάχρηση και ειδικά για εκείνα τα πρώτα τρυφερά χρόνια που στερείσαι πράγματα, αλλά φτιάχνει προσωπικότητα, φτιάχνει χαρακτήρα. Και το είχα μάλλον ανάγκη, γιατί τίποτα πιστεύω εγώ δεν γίνεται και δεν μας συμβαίνει τυχαία. Είμαι αυτός ο τύπος που δεν πιστεύει στην τυχαιότητα των πραγμάτων. Από πολύ νωρίς, από ένστικτο ξέρω ότι θέλω να γίνω ηθοποιός, ότι θέλω να κάνω θέατρο. Αλλά ήμουν παιδί της βιντεοκασέτας και της επαρχίας και τα θεάματα που μας επισκέπτονταν ήταν επιθεωρήσεις και κωμωδίες. Είχα στο μυαλό μου ότι ηθοποιός είναι αυτός που κάνει τον άλλον να γελάει. Αυτό είχα καταλάβει ότι είναι ο ηθοποιός.
Μεγαλώνω, μπαίνω σε μια θεατρική ομάδα και βεβαιώνομαι πλέον ότι αυτό θέλω να κάνω. Συνειδητοποιώ ότι ηθοποιός δεν είναι να κάνεις τον άλλον να γελάει, είναι γενικά να τον συγκινείς. Ανακαλύπτω τον κόσμο του Λόρκα του Τσέχοφ, από πολύ μικρός, και περιμένω. Μετράω τις ώρες να τελειώσω το σχολείο, να φύγω από τα Γιάννενα που πια δεν τ’ αντέχω, γιατί θέλω να πάω στη δική μου Αμερική, στην Αθήνα. Δίνω εξετάσεις στο Εθνικό και στο Θέατρο Τέχνης, πεπεισμένος – με μια απόλυτη σιγουριά – ότι εμένα περιμένανε! Με μία άγνοια καταπληκτική, με μία αθωότητα, λέω θα διαλέξω ότι εγώ αυτό θέλω να κάνω. Θα πάω, θα δώσω εξετάσεις, θα με πάρουν, και θα τα κάνω όλα. Δεν είχε περάσει καν από το μυαλό μου ότι δεν είναι τόσο απλό.
Με παίρνουν στο Θέατρο Τέχνης κι από εκεί ξεκινάει μια δεύτερη ζωή. Μέχρι τα 18 δηλαδή είχα μια άλλη ζωή και από τα 18 και μετά ξεκινάει κάτι άλλο. Μόνος μου στην Αθήνα. Να στήσω μια ζωή από την αρχή, από το μηδέν. Δεν είχα ούτε έναν άνθρωπο γνωστό εδώ. Να συνδεθώ, να φτιάξω κύκλο, να φτιάξω παρέες.
Και αυτές οι παρέες, τελικά, έγιναν η “οικογένειά” σου;
Κοίταξε, εγώ δεν μπορώ χωρίς δεσμούς. Δεν διανοούμαι μια ζωή που δεν τη μοιράζεσαι. Είναι είναι ζωή κλεμμένη, που λέει και η Ελευθερία Αρβανιτάκη. Έχω επενδύσει πάρα πολύ στις φιλίες μου, οι οποίες είναι πολύ ισχυροί δεσμοί. Δεν είναι πολλοί άνθρωποι, αλλά αυτοί που είμαστε, είμαστε μια οικογένεια. Επενδύω στη φιλία. Έχω ανθρώπους δίπλα μου. Μου δίνει δύναμη. Μου δίνει νόημα. Δηλαδή να δω μια ωραία εικόνα να έχω μία εμπειρία. Αν δεν μπορώ και να τη μοιραστώ, είναι σαν να μην υπάρχει.
Αν ανέβεις πάνω στη θεατρική σκηνή και δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα, και δεν έχεις κάποια αξία, όσο και να θέλει ο άλλος να σε προωθήσει, δεν μπορείς να καταφέρεις πράγματα.
Τώρα ας πούμε με την παρέα τη δική μου – βλέπε Μουτσινάς – κάνουμε κινηματογραφική ταινία τα “Βαφτίσια”, τη θεατρική παράσταση. Επιτέλους να καταγραφεί και κάπου αυτή η παρέα να το έχουμε να το θυμόμαστε!
Γενικότερα, όμως, έχω αποφασίσει να αφήνω πλέον χώρο και για μένα, γιατί εργάστηκα πάρα πολύ σκληρά όλα αυτά τα χρόνια και στερήθηκα πάρα πολλά πράγματα τα οποία πολύ ανάγκη. Τώρα υπολογίζω πάρα πολύ τι δουλειές κλείνω, και αφήνω χώρο για ένα ταξίδι, για μια βόλτα, για μια δραστηριότητα, για έναν καφέ στη θάλασσα .. πράγματα που δεν έκανα.
Υπάρχουν “παρέες” που κινούν τα νήματα στον καλλιτεχνικό χώρο; Που άλλους τους προωθούν και άλλους όχι;
Μπορεί και να ισχύει, αλλά επειδή επειδή εμένα ποτέ δεν με αφορούσε αυτό το θέμα, δεν το είδα ποτέ. Γιατί να σου πω κάτι; Δεν ξέρω τι γίνεται στο χώρο του θεάματος ή της τηλεόρασης. Στο θέατρο αν ανέβεις πάνω στη σκηνή και δεν μπορείς να ανταποκριθείς, δεν έχεις κάποια αξία, όσο και να θέλει ο άλλος να σε προωθήσει, δεν μπορείς να καταφέρεις πράγματα.
Από την άλλη αντιλαμβάνομαι τώρα πια που φτιάχνω και εγώ τα δικά μου πράγματα, ότι όταν βρεθείς με “συγγενείς” ανθρώπους, συναδέλφους που ταιριάζεις, θες να επαναλάβεις τη συνεργασία και να μην δοκιμάσεις κάτι άλλο. Και δεν είναι ότι αποκλείεις κάποιον και ότι τώρα εμείς φτιάξαμε μια συμμορία και ένα κλειστό κύκλωμα. Απλώς δεν σε νοιάζει και δεν θες να παίξεις με άλλους – όταν έχεις βρει τους ανθρώπους που επικοινωνείς.
Μετά και από τις εμφανίσεις σου στο YFSF έχουμε βεβαιωθεί ότι κάνεις κάτι πολυεπίπεδο. Δεν είναι μόνο θέατρο, δεν είναι μόνο τραγούδι ή μίμηση προσώπων είναι ένα σόου πολύ μοναδικό. Γίνεσαι μια περσόνα. Πώς ανακάλυψες αυτή την πτυχή στον χαρακτήρα σου;
Αυτό ξεκίνησε από το ότι είμαι παιδί …. της ποικιλίας. Είναι κάτι δικό μου, έμφυτο. Θέλω ποικιλία. Δεν θέλω κυρίως πιάτο, θέλω πολλά πιατάκια γύρω γύρω. Συνειδητοποίησα κάποια στιγμή ότι στο θέατρο τα έχω κάνει σχεδόν όλα. Έχω κάνει, δόξα τω Θεώ, μια μεγάλη βόλτα από όλα τα είδη του θεάτρου και από όλες τις παρέες του θεάτρου και πολύ απενοχοποιημένα, από πολύ βαρύ θέατρο και κλασικό, μέχρι επιθεωρήσεις και προγράμματα στα μαγαζιά. Δηλαδή ποτέ δεν ησύχασα. Δε μου έφτανε το ένα, ήθελα να δοκιμάσω και το άλλο να δω ποια είναι η ταυτότητα μου. Και μέσα στα χρόνια, που ησυχασμό δεν είχα, είπα μήπως τελικά αυτή είναι η ταυτότητά μου; Να πηδάω από το ένα στο άλλο, κάθε φορά ανάλογα με την ανάγκη μου;
Έρχεται λοιπόν κάποια στιγμή, πέρασαν δέκα χρόνια πια, το Your Face Sounds Familiar, το οποίο πήγα να κάνω με τρομερό φόβο, γιατί έτρεμα μήπως με την έκθεση στην τηλεόραση και τις μεταμορφώσεις, χαλάσω τόσα χρόνια πορείας που έχτιζα στο θέατρο. Δεν ήξερα τι θα είναι αυτό. Δεν το είχαμε ξαναδεί. Και εκεί ανακαλύπτω αυτό το χάρισμα της μίμησης. Δεν θα πω ότι είμαι ένας πολύ καλός μίμος γιατί υπάρχουν καλλιτέχνες που το κάνουν αυτό και είναι πολύ καλοί.
Απλώς εμένα μου άρεσε η “λοξή ματιά” μέσα από τη μίμηση, δηλαδή να κάνω το δικό μου σχόλιο στο πρόσωπο. Και από τότε ονειρευόμουν αυτή την παράσταση το “40 και Βγαίνω”. Πώς μπορώ να φτιάξω ένα θέαμα ποικιλίας που να έχει και πρόζα, να έχει και τραγούδι να έχει και συναίσθημα να μην έχει μόνο πλάκα. Και κάπως έτσι φτάσαμε εδώ.
Το καλοκαίρι πήγες την παράσταση και περιοδεία στην επαρχία. Πώς πήγε αυτό;
Ήταν πολύ ωραία. Γιατί ξέρεις, υπάρχει κόσμος έξω στην περιφέρεια που δεν μπορεί να έρθει να σε δει στην Αθήνα. Οπότε όταν πηγαίνεις περιοδεία, αυτοί που έρχονται να σε δουν έχουν ξεσηκωθεί από το σπίτι τους πολύ συγκεκριμένα. Να δουν εσένα και τι είναι αυτό που κάνεις, γιατί σε έχουν ξεχωρίσει. Και ακόμα και τώρα στο μαγαζί έρχονται άνθρωποι που μπορεί να μη με έχουν δει ποτέ στο θέατρο, ή σε όλα τα άλλα που έχω κάνει, και έχουν την απορία τι είναι αυτή η παράσταση. Είναι ένα σύνθετο πράγμα, χωρίς “πατρόν” που πρέπει να το δεις για να καταλάβεις.
Η Νατάλια στον Υπερσιβηρικό στους “Ήρωες” της Γκασούκα ήταν η μεγάλη μου σπρωξιά, αλλά δεν θα ξεπεράσω ποτέ στο πρώτο Your Face Sounds Familiar τη Στέλλα Κονιτοπούλου.
Αν έπρεπε να διαλέξεις 5 αγαπημένους σταθμούς στην πορεία σου όλα αυτά τα χρόνια, ποιοι θα ήταν;
Κοίταξε, η πρώτη μου φορά στην Επίδαυρο, Ερμής, Πλούτος του Αριστοφάνη με το Θέατρο Τέχνης, δεν ξεχνιέται. Πρώτη φορά στην Επίδαυρο και 21 χρόνων. Ένιωθα σαν να όντως να είχα τα φτερά του Ερμή και πέταγα. Πολύ νωρίς έζησα αυτή την εμπειρία που κάθε ηθοποιός εύχεται να του συμβεί.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την Νατάλια στο τρένο, τον Υπερσιβηρικό, από τους αγαπημένους Ήρωες της Γκασούκα. [επιμένω να μας πει κάποιο παρασκήνιο από εκείνη την εποχή και τον ρόλο] Λοιπόν, εγώ είχα δει έναν αυτοσχεδιασμό μιας κοπέλας σε διπλωματικές εξετάσεις που έκανε ότι ήταν πάνω στο τρένο και όταν με την Γκασούκα βρεθήκαμε οι δυο μας πριν γίνει η ομάδα και επικοινωνήσαμε ότι θέλουμε να φτιάξουμε ένα τέτοιο θέαμα, της λέω Ελένη, σκέφτομαι μια τύπισσα που γράφει στον αγαπημένο της πάνω σε ένα τρένο. Και της κάνω την κίνηση.
Το βλέπει η Ελένη και την επόμενη μέρα φέρνει το κείμενο έτοιμο. Δηλαδή συνδεθήκαμε απόλυτα στο τι θέλαμε να κάνουμε και τρελαθήκαμε – δηλαδή κατάλαβα αμέσως πόσο αστείο είναι αυτό το πράγμα. Η Ελένη από ανασφάλεια ρώτησε και τη γνώμη του Θοδωρή Αθερίδη, ο οποίος έγραφε και έχει άποψη. Μας είπε “ρε παιδί μου αυτό δεν είναι αστείο”. Κοιταχτήκαμε με την Ελένη, αλλά κάπως ήμασταν σίγουροι ότι το βρήκαμε. Είχε και πολύ σωματικότητα η Νατάλια, πού να το φανταστεί κανείς από ένα κείμενο γραμμένο σε δυο κόλλες χαρτί. Τελικά η Νατάλια – και γενικά οι Ήρωες – ήταν η μεγάλη μας σπρωξιά. Μέχρι τότε ήμασταν μια ομάδα άγνωστα παιδάκια. Μουζουράκης, Ιωάννα Τριανταφυλλίδου, Ματίνα Νικολάου. Πέρασε πολύς κόσμος από το Μικρό Παλλάς τότε, και από εκεί ξεκίνησε μια ξεχωριστή διαδρομή για τον καθένα.
Είδες πως όταν είναι κάτι να γίνει, πώς τα φέρνει η ζωή και γίνεται; Γιατί εμείς, αν θυμάσαι, είχαμε ξεκινήσει από τον Ζυγό, παίξαμε τέσσερις παραστάσεις και κατεβήκαμε. Δεν μας είδε άνθρωπος, και ποιος να μας δει; Δεν μας ήξερε κανείς. Αλλά δεν το παρατήσαμε και είπαμε πάμε στο Μικρό Παλλάς. Βρεθήκαμε εκεί και το “χτίσαμε” από το μηδέν. 20 εισιτήρια, 40 εισιτήρια, mouth to mouth.
Νούμερο τρία θα έβαζα το YFSF και συγκεκριμένα δεν θα ξεπεράσω ποτέ την πρώτη σεζόνπου έκανα τη Στέλλα Κονιτοπούλου. Ήταν τόσο ωραία χρόνια εκείνη, γενικά με όλο αυτό που συνέβαινε. Αυτή ήταν άλλη μία μεγάλη σπρωξιά, που είχε γίνει χαμός και σήμερα θα γινόταν viral που λέμε. Τότε δεν είχαμε τέτοια, αλλά την ευχαριστήθηκα και γέλασα με την ψυχή μου όταν με είδα στον καθρέφτη. Δεν θα το ξεπεράσω αυτό ποτέ.
Τέσσερα θα έβαζα τα “Βαφτίσια” με τον Μουτσινά, που κάναμε περιοδεία εκείνο το καλοκαίρι. Όπου πηγαίναμε γινόταν χαμός. Το γέλιο και η χαρά που ζήσαμε με τα Βαφτίσια ήταν ο λόγος που θέλουμε να κάνουμε την κινηματογραφική μεταφορά της παράστασης, δέκα χρόνια μετά. Ξαναθυμήθηκαμε -χθες που είχαμε την πρώτη ανάγνωση- όλη αυτή την ενέργεια, αυτή την ευλογημένη στιγμή που ζήσαμε. Όλη αυτή τη χαρά εκείνου του καλοκαιριού που ταξιδέψαμε σε όλη την Ελλάδα, που κάναμε μεταμεσονύκτιες γιατί δεν χώραγε ο κόσμος.
Τελικά ηθοποιός δεν είναι μόνο ο κωμικός, αλλά είναι ωραίο να δίνεις γέλιο στον κόσμο παίζοντας κωμωδία… “Πάρα πολύ. Σου έρχεται πίσω μια τρομερή ικανοποίηση και χαρά όταν κάνεις τον κόσμο να γελάει.
Και το “Μάνα θα πάω στο Hollywood” της Δήμητρας Παπαδοπούλου είναι στα top5 αγαπημένα μου. Που θαυμάζεις από πάντα έναν άνθρωπο, τον βλέπεις στην τηλεόραση, και να έρχεται το πλήρωμα του χρόνου και γράφει ένα έργο κατά παραγγελία πάνω σου. Το ζούσα και ήμουν και παρατηρητής ταυτόχρονα. Η Δημητρούλα από τους Απαράδεκτους, που πηγαίναμε στο σχολείο και λέγαμε ατάκες από τη σειρά, ξαφνικά γράφει για μένα ρόλο.
Εντάξει είναι πολλά αυτά που έχω κάνει και δεν μπορώ να ξεχωρίσω. Η συνάντηση με τον Σταμάτη Φασουλή, και με τον Νίκο τον Καραθάνο (δηλώνει ερωτευμένος με το σύμπαν του Καραθάνου), κάθε ρόλος γράφει μέσα σου και όλα αυτά τα περάσματα είναι “δώρα”, για να εξελιχθείς.
Σε είδαμε στο Άλσος στον ρόλο του προφήτη-μοναχού που βγάζει απίστευτο γέλιο. Σε ένα άλλο σημείο Ιεροκλής, Θοδωρής και Λευτέρης έχουν ένα άλλο ‘νούμερο’ για την πολιτική ορθότητα. Στο ίδιο μήκος κύματος πρόσφατα η Πρωτοψάλτη αφαίρεσε τη λέξη “χοντρή” από τον “Άδωνι” του Κραουνάκη. Εσύ πώς τα πας με την πολιτική ορθότητα;
Κι εμείς βασανιστήκαμε – που λέει ο λόγος – πολύ με την Δήμητρα στο Άλσος δύο χρόνια με τα κείμενα, με την έννοια ότι “τα χτενίσαμε” και προσέξαμε πολύ μήπως κάτι μας ξεφύγει. Να είμαστε προσεκτικοί, αλλά όχι αποστειρωμένοι. Γιατί υπάρχει και μια υστερία. Καταλαβαίνω ότι έχει αλλάξει η εποχή, αλλά εγώ σαν παιδί της βιντεοκασέτας βλέπω τώρα ταινίες του Ψάλτη και λέω πω πω θεέ μου, πόσο γελάγαμε με τον χοντρό, τον καραφλό, τον μυταρά, τον γκέι και δεν μας ένοιαζε. Και πόσοι άνθρωποι πληγώνονταν την ίδια στιγμή με όλα αυτά τα αστεία! Καλώς μας βάζει σε μια δεύτερη σκέψη αυτό το κίνημα της πολιτικής ορθότητας. Ωραίο είναι να είμαστε προσεκτικοί όταν μιλάμε για άλλους ανθρώπους, αλλά από την άλλη ούτε η λογοκρισία στην τέχνη μου αρέσει, ούτε η αποστείρωση. Και πάντα πιστεύω ότι αυτό που λέει κάποιος έχει να κάνει με την προσωπικότητά του και την πρόθεσή του. Γιατί το λέει, ποιος το λέει και με ποιο τρόπο το λέει. Οι λέξεις από μόνες τους είναι απλά γράμματα, κάτι συλλαβές. Ο άνθρωπος τους δίνει τη βαρύτητα και το νόημα.
Εσύ θα σκεφτόσουν να αλλάξεις ένα στίχο σε ένα τραγούδι για να γίνει ας πούμε πολιτικώς ορθός; Για να μην ενοχληθεί κάποιος;
Όχι δεν θα άλλαζα κάτι, εκτός αν ήταν ένα δικό μου έργο και πλέον δεν μου αρέσει αυτό που είχα επιλέξει τότε να εκφράσω. Σήμερα έχουμε φτάσει στο άλλο άκρο, αλλά πιστεύω θα έρθει η στιγμή που θα ισορροπήσουμε και σε αυτό. Νομίζω πάντως ότι σήμερα είναι λίγο πιο κουλ τα πράγματα απ’ ότι πριν δύο τρία χρόνια, στο κομμάτι της πολιτικής ορθότητας.
Αυτό το διάστημα συζητιέται και το νομοσχέδιο για τα ομόφυλα ζευγάρια και τα δικαιώματά των παιδιών στις ομόφυλες οικογένειες. Τοποθετήθηκε και ο ηθοποιός Μιχάλης Οικονόμου σε συνέντευξη που μας έδωσε, πάνω σε αυτό. Ποια η γνώμη σου;
Αν δεν κάνω λάθος, επειδή δεν το έχω παρακολουθήσει πολύ αναλυτικά, νομίζω ότι σε κάποια σημεία είμαστε υποχρεωμένοι από την Ευρωπαϊκή Ένωση να τα ξεκαθαρίσουμε αυτά τα θέματα. Εμείς καθυστερούμε να ψηφίσουμε οτιδήποτε, γιατί η κυβέρνηση δεν θέλει να ταράξει τη συντηρητική πλειοψηφία.
Γιατί ας μη γελιόμαστε, είμαστε ένας συντηρητικός λαός. Δεν βλέπεις τη Βουλή; Είναι πολύ άδικο να μην αναγνωρίζονται τα ομόφυλα ζευγάρια ως ισότιμοι γονείς. Δεν έχω παρακολουθήσει το θέμα, αλλά μου φαίνεται πάρα πολύ άδικο δυο γονείς που μεγαλώνουν ένα παιδί, να ψάχνονται διαρκώς με βιβλιάρια, με χαρτιά, ο ένας να μην αναγνωρίζεται. Δηλαδή αν “φύγει” κάποιος γονέας, το παιδί να καταλήξει στην Πρόνοια; Είναι παράλογα αυτά τα πράγματα!
Γαργάλησε το θέμα με τον Κασσελάκη, αλλά δημιούργησε και μια ορατότητα. Πολύ σύντομα θα καταλάβουμε τι πρεσβεύει, τι θέλει να πει. Μακάρι να είναι η φωνή της αντιπολίτευσης που χρειαζόμαστε σε αυτή τη Βουλή που έχει μία “φωνή”.
Ένα άλλο θέμα ας πούμε – που το ξέρω από την Idra (Kayne) και τον Jerome (Kaluta) – είναι ότι ξένα παιδιά που γεννήθηκαν στην Ελλάδα, πήγαν σχολείο στην Ελλάδα, πληρώνουν φόρους στην Ελλάδα, δεν έχουν ελληνική υπηκοότητα. Και ο Αντετοκούνμπο αν δεν πήγαινε στο NBA δεν θα την έπαιρνε. Αυτό που νιώθω πάντως είναι ότι επειδή η ζωή προχωράει και δεν μας ρωτάει, θα πιέσει η ίδια η ζωή στην αλλαγή. Δεν γίνεται διαφορετικά.
Τα πολιτικά τα παρακολουθείς; Πχ πώς σου φαίνεται όλη η συζήτηση περί Κασσελάκη, για τον σύζυγό του και το γεγονός ότι προβλήθηκε τόσο πολύ η προσωπική του ζωή.
Γαργάλησε πολύ όλο αυτό. Είναι ένας άνθρωπος που έρχεται με μια άλλη κουλτούρα εντελώς, σε μία – όπως ξανάπα – συντηρητική κοινωνία. Οπότε τάραξε πάρα πολλούς ανθρώπους αυτό το πράγμα, τόσο που εγώ αποπροσανατολίστηκα και δεν καταλάβαινα τι γίνεται. Τα μίντια δεν ασχολήθηκαν με τις απόψεις του, την πολιτική, το σχέδιό του – που μέχρι πρότινος δεν είχε κιόλας. Αλλά δεν ακούγαμε κάτι άλλο παρά μόνο το κομμάτι της προσωπικής του ζωής.
Από την άλλη πλευρά ακόμα και αυτό εξοικειώνει. Δημιουργεί μια ορατότητα, δημιουργεί ένα προηγούμενο, σε ό,τι αφορά το κομμάτι του συζύγου του. Τώρα σαν πολιτικός εδώ είμαστε και πολύ σύντομα θα καταλάβουμε τι πρεσβεύει, τι θέλει να πει. Το παρατηρώ ακόμα. Ένα είναι σίγουρο. Χρειαζόμαστε αυτή τη στιγμή μια αντιπολίτευση. Δηλαδή δεν γίνεται να υπάρχει μία μόνο “φωνή”. Γιατί είναι φανερό, ότι μπορεί να έχουμε πολυκομματική Βουλή, αλλά στα αλήθεια υπάρχει μία μόνο φωνή. Μακάρι ο Κασσελάκης να είναι αυτή η αντιπολίτευση που χρειαζόμαστε, αλλά δεν ξέρω ακόμη, δεν έχω καταλάβει.
Επιστρέφοντας στα δικά σου… επιτεύγματα, φαίνεται από τον τρόπο που μιλάς ότι σε γενικές γραμμές τα πράγματα που ήθελες να σου συμβούν, σου έχουν συμβεί…
Όλα. Από παιδάκι είχα μια πεποίθηση ότι ό, τι θέλω μπορώ να το έχω, να το καταφέρω. Είναι κάτι που δεν εξηγείται, με τη λογική. Δεν άφησα περιθώριο στη σκέψη μου, ότι εγώ πχ δε θα πάω στην Αθήνα ή ότι δεν θα τα καταφέρω. Απλώς ήξερα – και ξέρω – ότι ο κάθε στόχος έχει το δικό του το τίμημα. Και το τίμημα είναι ο χρόνος που απαιτείται να εργαστείς σκληρά γι αυτό τον στόχο. Θέλω να τρέξω μαραθώνιο; Δεν θα γίνει πραγματικότητα επειδή θα τρέξω τρεις φορές – πρέπει να κάνω προπόνηση τρεις μήνες, τέσσερις. Κι αν είμαι πιστός σ’ αυτό το πράγμα, και επιμείνω και κουραστώ, θα ‘ρθει και η στιγμή που θα τερματίσω. Βέβαια είχα πειθαρχία – μου το έδωσε ο στίβος αυτό – και υπομονή. Με ό,τι έχω αγαπήσει στη ζωή μου, αργά ή γρήγορα έχω συναντηθεί – με τα περισσότερα τουλάχιστον. Γι αυτό αισθάνομαι ότι έκανα και έναν ωραίο κύκλο, γιατί τώρα θα το ξαναπιάσω από την αρχή.
Σκεφτόμουν ότι είχα φτάσει σε ένα σημείο που ο κόσμος και οι άνθρωποι της δουλειάς με ρωτούσαν τι θες να κάνεις στο θέατρο και εγώ δεν ήθελα να κάνω τίποτα. Δεν είναι λίγο αυτό! Σε πιάνουν τα υπαρξιακά σου. Γιατί λες, εγώ εργάζομαι ασταμάτητα τόσα χρόνια για να καταφέρω κάτι και να μπορώ να το κάνω με τον τρόπο που θέλω εγώ και ξαφνικά είναι δυνατόν να μη θέλω να το κάνω; Γεννιόταν εκείνη την περίοδο μέσα μου αυτό το πρόγραμμα-παράσταση, στο οποίο θέλω να επενδύσω τα επόμενα χρόνια. Και στο θέατρο να επιστρέφω από πολύ βαθιά ανάγκη.
Έχω κάνει πάρα πολύ θέατρο και είναι σπουδαίο, αλλά μου έχει κοστίσει και πάρα πολύ. Όμως το όνειρό μου το πραγματοποίησα. Και κάποια στιγμή κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και είπα “να σου πω κάτι, επειδή είχες ένα όνειρο σαν παιδάκι δεν χρειάζεται να πας μέχρι τα βαθιά γεράματα με το ίδιο όνειρο”. Δηλαδή μπορεί να ανοίξει ένας άλλος κύκλος τώρα. Θα μπορούσα αν θέλω, να πάω γίνω αγρότης. Το έκανα το θέατρο, το όνειρό μου το εκπλήρωσα. Είμαι πολύ χορτασμένος από αυτό. Δεν το σταματάω. Συνεχίζω, αλλά με έναν άλλο δικό μου τρόπο.
Το κλειδί είναι να έρθεις αντιμέτωπος με τους φόβους σου και μόλις κάνεις το βήμα, μετά έρχεται η ζωή να σε υπερασπιστεί και να σου δώσει χέρι.
Πάντως σε πολλές παρέες και συζητήσεις ακούμε συχνά αυτό το πράγμα: να αλλάξω, να κάνω κάτι άλλο, να επανεφεύρω τον εαυτό μου.
Κοίταξε, εγώ πιστεύω ότι έχει δυσκολέψει πάρα πολύ ο τρόπος που ζούμε. Ζούμε σε ένα περιβάλλον πολύ πιεστικό, αλλά νομίζω ότι είμαστε μια γενιά που θα τολμήσει να πει ότι: εμένα δεν μου αρέσει τώρα έτσι όπως ζω, είμαι διατεθειμένος να τα αλλάξω όλα και να κάνω κάτι που να μου δίνει χαρά. Να μην εργάζομαι για κάποιον άλλο, για κάποιο αφεντικό, να κάνω κάτι δικό μου. Και το κάνει… αν και βλέπεις ότι είμαστε η γενιά των αυτοάνοσων και των Xanax. Είμαστε ζορισμένα παιδάκια, δεν είναι απλό.
Έχεις ακούσει ποτέ αυτοάνοσα και κρίσεις πανικού στις προηγούμενες γενιές; Ποτέ. Ήταν άλλη ζωή. Οπότε εμείς τώρα μπορεί να λέμε “Τι είχαμε, τι χάσαμε”; Τη ζήσαμε την ακύρωση δύο-τρεις φορές μέσα στη διαδρομή μας, και τι έγινε; Αν δεν εξακολουθεί να με ευχαριστεί αυτό που κάνω, πάμε να κάνουμε κάτι άλλο; Πάμε να το κάνουμε μπας και γίνουμε λίγο πιο χαρούμενοι άνθρωποι.
Αυτό λέω και στην παράσταση, ότι αυτό που μας κρατάει μακριά από τη ζωή που θέλουμε να ζήσουμε είναι ο φόβος. Και ο φόβος είναι μέσα στο μυαλό. Εύχομαι πραγματικά αυτή η χρονιά να είναι για όλους μας η χρονιά που θα έρθει ο καθένας αντιμέτωπος με τους φόβους του, με το μυαλό του δηλαδή, και θα “πάρει κεφάλι”, θα πάει πάνω από αυτό και θα τολμήσει. Εκεί είναι το κλειδί. Με το που θα κάνεις το βήμα, μετά έρχεται η ζωή να σε υπερασπιστεί και να σου δώσει το χέρι. Αλλά από το σημείο εκείνο που είσαι στάσιμος και δεν παίρνεις κάτι, δεν μπορεί να υπάρξει αλλαγή, αν δεν κάνεις ένα βήμα. Εγώ είμαι υπέρ της αλλαγής, και κάνω αλλαγές παρόλο που τις φοβάμαι πάρα πολύ.
Δίνεις την εντύπωση ότι είσαι εξοικειωμένος με την αλλαγή. Ο χρόνος δεν σε φοβίζει;
Μοιάζω ατρόμητος; Όχι είναι ψέμα. Γιατί, ποιος δεν φοβάται τις αλλαγές; Να πας κάπου που δεν γνωρίζεις. Δεν είναι εύκολο, αλλά μερικές φορές, τις περισσότερες ίσως, αυτή η αλλαγή γίνεται από απελπισία. Όταν πια δεν έχεις να χάσεις τίποτα και δεν έχει να σου προσφέρει τίποτα η θέση στην οποία βρίσκεσαι. Αλλά γίνεται και με λιγότερο κόπο, δηλαδή, αρκεί να το συνειδητοποιήσει και να πεις “πάμε τώρα”, εδώ δεν υπάρχει κάτι για μένα, πάμε να το κάνουμε.
Εάν νικήσεις τον φόβο, και τολμήσεις να κάνεις κάτι σε οποιαδήποτε ηλικία, μετά επηρεάζεται και ο χρόνος. Μπορεί να ένιωθες ότι έχεις χάσει τόσα χρόνια στάσιμος και μόλις κάνεις το βήμα, να ζήσεις μια απίστευτη δεκαετία ή εικοσαετία, που να μοιάζει σαν μια ζωή ολόκληρη. Ο χρόνος είναι σχετικός, είναι κβαντικό δεδομένο”…
Και όπως τραγουδάει μαζί με όλο το VOX στο φινάλε της παράστασης “40 + ξαναΒΓΑΙΝΩ!” ο Θανάσης Αλευράς: “Η ζωή μη σε φοβίζει, ρόδα είναι και γυρίζει”… κβαντικά.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΑΛΕΥΡΑΣ “40 + ξαναΒΓΑΙΝΩ!” – 2ος Χρόνος
VOX – Ιερά Οδός 16, τηλ. κρατήσεων 210 3475900
Προπώληση: more.com