Ένας “Βυσσινόκηπος” και μια ιστορία ισορροπίας πάνω σε… γκρεμίδια
Διαβάζεται σε 8'Η Δέσποινα Ντορίνα Ρεμεδιάκη μάς ξεναγεί στον δικό της, τον προσωπικό της “Βυσσινόκηπο” που σκηνοθετεί από τις 11 Δεκεμβρίου στο θέατρο Θησείον.
- 07 Δεκεμβρίου 2023 06:20
Η Δέσποινα Ντορίνα Ρεμεδιάκη σκηνοθετεί έναν διαφορετικό “Βυσσινόκηπο” βασισμένο στο ομώνυμο έργο του Άντον Τσέχοφ που ο ίδιος το χαρακτήρισε σαν «κωμωδία σε 4 πράξεις» από τις 11 Δεκεμβρίου στο θέατρο Θησείον.
Η σκηνοθέτιδα επιχειρεί μια ιστορία επιστροφής στο σπίτι των παιδικών χρόνων, το σπίτι της μνήμης. Μια απόπειρα ανασύστασης του άδειου χώρου. Από έναν ολόκληρο βυσσινόκηπο βλέπουμε μόνο τα 7 πρόσωπα του σπιτιού μέσα από ένα κβαντικό άλμα στο χρόνο να επιστρέφουν σε ένα σπίτι που είναι πια εργοτάξιο και έχει ήδη πουληθεί.
Πώς θα το ξαναοικειοποιηθούν; Μπορούν να γυρίσουν το χρόνο πίσω για να το σώσουν; Ένα αντίο σε διαστολή. Μια μικρή ωδή στην απώλεια και την αντίσταση μας. Μια ειλικρινής απορία για το πώς κανείς ισορροπεί επάνω στα γκρεμίδια.
“Πρόκειται για μια ιστορία απώλειας. Και η απώλεια συντελείται με κάθε τρόπο: Καταρχάς η πρώτη μεγάλη εμφανής απώλεια στο έργο είναι του σπιτιού, λόγω χρεών, αλλά μέσα σε αυτή την συνθήκη ξεδιπλώνονται πολλές μικρές ιδιωτικές απώλειες, όπως ένα παιδί, ένας πατέρας, ένας εραστής, ο ίδιος ο κήπος με τα βύσσινα, απώλεια της ομορφιάς και πιο βαθιά η απώλεια του ίδιου του χρόνου” αναφέρει στο NEWS 24/7 η Δέσποινα Ντορίνα Ρεμεδιάκη.
Και συνεχίζει: “Ο χρόνος ως δυνατότητα να κάναμε άλλες επιλογές. Όταν διάλεξα αυτή την ιστορία στο πλαίσιο του μαθήματος της κλασικής ρωσικής δραματουργίας στο Γ εξάμηνο σκηνοθεσίας, στη Μόσχα ήταν πολύ καθαρή μέσα μου η ανάγκη να μιλήσω για την πρώτη απώλεια: αυτή του σπιτιού. Ήταν σχεδόν αυτοβιογραφικό: Είχα χάσει κι εγώ το πατρικό μου σπίτι και ήθελα να μιλήσω συγκεκριμένα για την απώλεια ως χώρο. Αργότερα και με τα χρόνια μου αποκαλύφθηκαν και οι άλλες πτυχώσεις της απώλειας ως έννοια”.
Πώς κινηθήκατε δραματουργικά και σκηνοθετικά; Καταλαβαίνω πως έχετε φέρει την παράσταση στο σήμερα; Έχετε επέμβει και στο κείμενο του Τσέχωφ και πώς;
Ξεκινώντας λοιπόν πολύ καθαρά από την απώλεια ως χώρο, προσέγγισα την απώλεια μεσα από το χρόνο και την διαρκή επανάληψη του άδειου σπιτιού, αυτού που πια δεν είναι δικό μου, δεν μου ανήκει, μέσα από τη μνήμη. Δηλαδή πώς κανείς επιστρέφει μέσα στη φαντασία του σε ένα σπίτι που δεν είναι πια δικό του και άρα δεν είναι όπως ήταν; Και δεν ειναι και όλοι αυτοί που κάποτε ήταν.
Εκεί αναμετρήθηκα με τα πρόσωπα και έκανα την πρώτη μεγάλη κάθετη τομή σε πρόσωπα “δευτερεύοντα” αφαιρώντας τα από το έργο. Δεν ήταν καθόλου εύκολο μιας και στον Τσέχωφ τα έργα είναι έργα συνόλου- ensemble και πολλές από τις λειτουργίες της ζωής (λόγου χάρη τον έρωτα) τον εκπληρώνουν τα μη κεντρικά πρόσωπα, όπως εδώ ο Γιάσα. Μου στοίχιζε επομένως η απόφαση να αφαιρέσω τα πρόσωπα αυτά.
Όμως δραματουργικά διάλεξα να αφηγηθώ την ιστορία του σπιτιού που δεν είναι πια δικό μας, γι αυτο κράτησα τα πρόσωπα που σχετίζονται με το σπίτι αυτο καθαυτό στην πρώτη γραμμή. ‘Ετσι έχουμε την Λιούμποφ, τον Γκάεφ, την ‘Ανια, την Βάρια, τον Λοπάχιν, την Ντουνιάσα, και τον Πέτια. Στην πρώτη εκδοχή της Κρήτης είχα και τον Φιρς ως παιδί. Ο Φιρς είναι ο πιο παλιός υπηρέτης του σπιτιού, 87 ετών που έχει ζήσει και τις 3 γενιές της ζωής του.
Στη δική μου ανάγνωση ο Φιρς έγινε 8-9 χρονών, ως το παιδί που ήμουν εγώ όταν χάθηκε το δικό μας σπίτι μέσα από την πρόθεση να μιλήσω για το ξεχασμένο εσωτερικό παιδί στον καθένα μας, που συνήθως κατοικεί στο πατρικό σπίτι των παιδικών μας χρόνων ακόμη. Ετσι στην εκδοχή του Θησείου ακόμη πιο οξυμένη αυτή η επιλογή απουσιάζει εντελώς η φιγούρα του Φιρς, μιας και ο Τσέχωφ γράφει πως τον ξέχασαν κι έρχεται μόνο ως συλλογική ανάμνηση. Στο κείμενο του Τσέχωφ εχω προσθέσει μονάχα μία φράση: τσάι για του μουσικούς! Φράσεις προσώπων που αφαίρεσα όπως του Επιχόντοφ τις έδωσα στο πρόσωπο με το οποίο σχετίζονταν, δηλαδή στη Ντουνιάσα μέσα από την λειτουργία της ανάμνησης. Κατά τα άλλα έμεινα στο κείμενο στην μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη χωρίς αγωνία για εκσυγχρονισμό!
Με λύτρωσε η δήλωση του ίδιου του συγγραφέα “κωμωδία σε 4 πράξεις” ! αυτο το μεγάλο ζήτημα ανάμεσα στον Τσέχωφ και στον Στανισλάφσκι για το αν ειναι δράμα ή κωμωδία. Η θέση λοιπόν που παίρνει αυτή η παράσταση είναι πόσο αστείοι είμαστε οι άνθρωποι που νομίζουμε ότι θα ζήσουμε αιώνια και πίνουμε τσάι με πορσελάνες ενώ ήδη βρισκόμαστε εντός του τέλους. Δεν προσπάθησα να κάνω τίποτα περισσότερο επίκαιρο παρά να φωτίσουμε το ίδιο το γεγονός, ότι είμαστε ανέστιοι – χωρίς εστία, ρημαγμένοι, πονάμε, και παρ όλα αυτά συνεχίζουμε…
Σκιαγραφήστε μας τους χαρακτήρες του έργου, πόσο σύγχρονο είναι;
Η αλήθεια είναι ότι ήταν και για μένα αποκαλυπτικό από την πρώτη στιγμή πόσο ανθρώπινα πλάσματα είναι. Εντελώς εντελώς ανθρώπινα. Καταλαβαίνει κανείς ότι έχει μπροστά του με το κείμενο αυτό μία μεγάλη ευκαιρία να υμνήσει την ανθρώπινη φύση μας για το πόσο ανόητα και τρυφερά αφελείς είμαστε, πόσο απελπισμένα ζητάμε την αγάπη, πόσο λάθος τη γυρεύουμε και πόσο όταν μας δοθεί κάνουμε ότι δεν έχουμε ανάγκη.
Οι άνθρωποι αυτοί του Βυσσινόκηπου πονάνε και ντρέπονται γι’ αυτο τον πόνο. Όπως εμείς. Αναρωτιέμαι γιατί ντρεπόμαστε για τον πόνο μας, αλλά έτσι είναι. Ενώ θέλουμε να πέσουμε στα πατώματα, κρατιόμαστε όρθιοι και λέμε για τον καιρό! Δεν ειναι αυτο εντελώς σύγχρονο σε μια κοινωνία που δεν έχει ακόμη αποτινάξει τη ντροπή του πένθους; Κι ύστερα οι ήρωες του Τσέχωφ είναι εντελώς τωρινοί: ονειρεύονται να αλλάξουν τα πράγματα, χρωστάνε χρήματα στην τράπεζα αλλά σκορπάνε στον άνεμο τα τελευταία τους ρούβλια και αντιστέκονται σθεναρά στο να δείξουν πόσο ευάλωτοι είναι. Όπως εμείς που δύσκολα κοιτάζουμε άλλα μάτια μέσα στο μετρό ή το λεωφορείο.
Αυτή η αντίσταση στην ανάγκη για εγγύτητα ειναι που γεννά την βία. Σκεφτείτε δηλαδή ότι ο Λοπάχιν αγοράζει το σπίτι της Λιουμποφ από την αγάπη του για εκείνη κι εκείνη στην πράξη του αυτή βρίσκει υποτίμηση και φεύγει. Είναι πικρό να σκεφτεί κανείς σε τι μεγάλες παρεξηγήσεις μπαίνει κανείς στην αγάπη. Αλλά συμβαίνει. Αυτο που θέλουμε δεν το παίρνουμε αν μας το δώσει ο άλλος λίγο αλλιώτικα από ό,τι το είχαμε φανταστεί. Δεν είναι πραγματικά τραγικά κωμικό;
Αλήθεια πώς μπορούμε να ισορροπήσουμε πάνω στα γκρεμίσματα της μνήμης μας;
Με τραγούδι και χορό. Τραγουδώντας γι’ αυτά τα γκρεμίδια. Μιλώντας γι΄αυτά. Αυτο θελω να κάνουμε σε αυτη την παρασταση: να τιμήσουμε τις πτώσεις μας, τα σχισμένα μας γόνατα, να αποχαιρετίσουμε γενναιόδωρα και μεγαλόπρεπα ό,τι και όποιον δεν είναι πια εδώ. Όπως δηλαδή μας αξίζει.
Εξάλλου η μνήμη είναι αυτή που μας επιτρέπει κάθε είδους επιστροφή και οικειοποίηση εκ νέου του άδειου. Να επιτρέψουμε επιτέλους τον θρήνο και μετά να παμε παρακάτω, έχοντας σηκωθεί.
Ταυτότητα παράστασης:
Σκηνοθεσία και Δραματουργική επεξεργασία: Δέσποινα Ντορίνα
Ρεμεδιάκη
Μετάφραση: Χρύσα Προκοπάκη
Σκηνογραφία: Μαριλένα Καλαιτζαντωνάκη
Ενδυματολόγος – Βοηθός σκηνογράφου: Λυδία Τράντα
Κατασκευή Κοστουμιών: Ευαγγελία Τσιούνη
Κινησιολογία: Κατερίνα Φώτη
Πρωτότυπη Μουσική: Jan Van Angelopoulos
Σχεδιασμός φωτισμών: Ναυσικά Χριστοδουλάκου
Βοηθός σκηνοθέτριας: Νιόβη Δανέζη
Φωτογραφίες – video- αφίσα: Χρήστος Συμεωνίδης
Βιντεογράφηση προβών: Μαριέττα Γοντικάκη
Εκτέλεση Παραγωγής: ΠΥΡ
Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Ιφιγένεια Βαρελά, Κωνσταντίνος Γιουρνάς, Τίτος Γρηγορόπουλος, Μαρία Δαμασιώτη, Γιώργος Δικαίος, Νάντια Κατσούρα, Δέσποινα Κούρτη
Στη Φωνή του Φιρς: Ειρήνη Γάλλου
Ευχαριστούμε την Αναστασία Παπαδούλη για την αφήγηση του παραμυθιού
Η παράσταση παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο πλαίσιο του προγράμματος 2023 του θεσμού «Όλη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός» του Υπουργείου Πολιτισμού
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Πρεμιέρα: Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου στις 21:00
Παραστάσεις: 11 Δεκεμβρίου 2023 – 30 Iανουαρίου 2024
Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00
Εισιτήριο: 18 € γενική είσοδος, 15 € μειωμένο
Διεύθυνση: Τουρναβίτου 7, Θησείο
Online αγορά εισιτηρίων: https://www.more.com/theater/byssinokipos-tou-anton-tsexof/