ΣΤΟΝ “ΓΛΑΡΟ” ΤΟΥ Δ. ΚΑΡΑΝΤΖΑ: ΕΝΑ ΠΕΤΑΓΜΑ, ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΒΟΥΛΙΑΞΕΙ
Οι τέσσερις γυναίκες του “Γλάρου” (Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Νατάσα Εξηνταβελώνη, Θεοδώρα Τζήμου, Μαρία Φιλίνη) που σκηνοθετεί ο Δημήτρης Καραντζάς στο θέατρο Προσκήνιο μιλούν στο NEWS 24/7.
Ο χορός των ηρώων του Τσέχωφ στον “Γλάρο” αναρωτιέται γύρω από μια λίμνη για την τέχνη, το μέλλον, αναπολεί τους ματαιωμένους έρωτες.
Ο Δημήτρης Καραντζάς κάνει τη δική του βουτιά μέσα στα σωθικά του θεάτρου και της Τσεχωφικής δημιουργίας και σκηνοθετεί με τον δικό του διηθητικό τρόπο στο θέατρο Προσκήνιο το εμβληματικό του αριστούργημα, τον “Γλάρο”.
Οι ήρωες του έργου “εγκλωβισμένοι” σε μια σκηνή θεάτρου δοκιμάζουν να σπάσουν τα όρια της ζωής και της τέχνης, να αντισταθούν στο τέλμα, να βρουν νέες φόρμες θεάτρου και επικοινωνίας. Εμείς είχαμε μία διαφωτιστική συζήτηση με τις τέσσερις πρωταγωνίστριες της παράστασης με αφορμή την παράσταση αυτή που κάνει πρεμιέρα στις 15 Δεκεμβρίου.
“Από τις αρχές των προβών, ο Δημήτρης (Καραντζάς) είχε φέρει στις συζητήσεις μας το δίπολο που χαρακτηρίζει τον Γλάρο. Δηλαδή ότι από τη μία είναι ένα πουλί τόσο λευκό που ταυτίζεται με την ελευθερία και με κάτι ιδεατό και από την άλλη είναι ένα πλάσμα δυνατό και σαρκοβόρο.
Αυτή η αντίφαση καθρεφτίζεται και στα πρόσωπα του έργου, καθώς από τη μία χαρακτηρίζονται από κάτι τρομερά ευαίσθητο, εύθραυστο και ονειρικό και από την άλλη από κάτι τρομερά δυνατό, ζωντανό και επιθετικό. Είναι πρόσωπα που κινούνται προς την κατάκτηση της ελευθερίας και ταυτόχρονα “τρώνε πτώματα”, “σκοτώνουν” άλλους ανθρώπους και τους εκμεταλλεύονται” αναφέρει η Μαρία Φιλίνη μιλώντας για το τι συμβολίζει αυτός ο Γλάρος.
Η Δήμητρα Βλαγκοπούλου παίρνει τη σκυτάλη και συνεχίζει “αυτά τα χαρακτηριστικά νιώθεις πως είναι στη φύση αυτών των προσώπων, πως είναι μέρος της ύπαρξής τους. Οπότε άλλοτε ρέπουν προς την πιο αρπακτική επιβιωτική πλευρά των ενστίκτων τους και άλλοτε απλώς οραματίζονται το πέταγμα στην ελευθερία. Στη θέα αυτού του πετάγματος υπάρχει μια μια συγκίνηση, γιατί ο καθένας μας μπορεί να σκεφτεί ένα τέτοιο πέταγμα μέσα του”.
Το έργο διαδραματίζεται γύρω από μία λίμνη και η λίμνη έχει νερά στάσιμα…
Θεοδώρα Τζήμου: Όχι, δεν έχει στάσιμα νερά η λίμνη. Το λέω επειδή προέρχομαι από Γιάννενα και ξέρω τι σημαίνει λίμνη. Στη λίμνη λοιπόν σηκώνονται φοβερά κύματα και αυτό το συζητήσαμε, γιατί στην τέταρτη πράξη έχει πάρα πολύ κύμα η λίμνη.
Αυτό συμβαίνει επειδή τα κύματα δεν εκτονώνονται. Είναι ένα πολύ ζωντανό πράγμα, με την έννοια του ότι αλλάζει ακόμη και χρώμα της λόγω του πλαγκτόν. Δεν πρέπει να τη φανταζόμαστε σαν ένα βάλτο. Η λίμνη εμπεριέχει όλα στοιχεία της φύσης και όλα αυτά μαζί τα συναντάμε στα πρόσωπα του έργου.
Πώς θα οδηγηθούμε στα σωθικά του θέατρου;
Θεοδώρα Τζήμου: Η παράσταση με τον τρόπο που έχει στηθεί πραγματεύεται πάρα πολύ το τι είναι θέατρο, το πώς είσαι μέσα, αλλά και έξω από αυτό. Ο Δημήτρης (Καραντζάς) μας είπε ότι στο έργο μας η λίμνη είναι το ίδιο το θέατρο και σκέφτομαι ότι ο γλάρος μπορεί να συμβολίζει την ιδέα του θεάτρου που σκοτώνεται. Και ο τρόπος που εμπλεκόμαστε εμείς οι ηθοποιοί σε όλο αυτό είναι με έναν τρόπο μια διαμάχη για το πώς ο καθένας μπορεί να στέκεται πάνω σε αυτή τη σκηνή. Οπότε για μένα, ο γλάρος αυτός είναι και μια πληγωμένη ιδέα που πληγώνεται για να γίνει κάτι άλλο που δεν ξέρω.
Μαρία Φιλίνη: Το έργο αυτό του Τσέχωφ είναι από γραφής πολύ ιδιαίτερο σε σχέση με τα προηγούμενά του, καθώς εμπεριέχει δύο διαφορετικές σχεδόν μορφές δομής. Ο τρόπος που είναι γραμμένη η παράσταση που παρουσιάζει ο Τρέπλιεφ είναι πολύ πιο μπροστά από την εποχή της.
Και αυτό που έχουμε συζητήσει πολύ στις πρόβες είναι ότι η αναμέτρηση του Τρέπλιεφ και του Τριγκόριν είναι σαν ο ίδιος ο Τσέχωφ να αναμετριέται με το τι είναι και τι δεν είναι θέατρο, ποια μορφή μπορεί να πάρει και πώς μπορεί να ανανεωθεί και να γίνει κάτι άλλο. Αυτός είναι ένας πολύ βασικός άξονας του τρόπου που δουλεύουμε και γι αυτό και η παράσταση είναι ανοιχτή σε όλο το θέατρο. Η σκηνή δηλαδή αλλάζει και με ένα τρόπο όλο το θέατρο μεταμορφώνεται σε μια σκηνή.
Αυτό επηρεάζει και τον τρόπο που τα πρόσωπα παίζουν ως ηθοποιοί, καθώς οι ίδιοι πραγματεύονται το όριο του τι σημαίνει να είμαι θεατρικό πρόσωπο, τι σημαίνει να μην είμαι και τι είμαι αν δεν είμαι θεατρικό πρόσωπο.
Τα όρια ανάμεσα στη ζωή και στο θέατρο είναι λίγο δυσδιάκριτα έτσι;
Δήμητρα Βλαγκοπούλου: Στην παράσταση αυτή νιώθω σαν να εξερευνούμε αυτά τα όρια ακόμη περισσότερο. Σαν να γίνεται μια δοκιμή του πώς η ζωή εισβάλλει μέσα στο θέατρο. Προσωπικά δεν ξέρω ποια είναι τα όρια του θεάτρου. Αυτό το ερώτημα ανανεώνεται διαρκώς μέσα μας: “Ποια είναι τα όρια;” Η λίμνη ας πούμε, έχει όρια. Εμείς σαν άνθρωποι και σαν καλλιτέχνες ξαναδιαπραγματευόμαστε το πώς ζούμε, το τι είναι ζωή.
Νατάσα Εξηνταβελώνη: Αυτό φαίνεται και στον τρόπο που έχει στηθεί η παράσταση. Δηλαδή, ως ηθοποιοί, διαπραγματευόμαστε ένα όριο που θέτει και η ίδια η παράσταση και η ίδια η σκηνοθεσία.
Στο έργο ωστόσο, υπάρχει η συνθήκη του θεάτρου μέσα στο θέατρο, όταν παρακολουθούμε το έργο του Τρέπλιεφ. Ακόμη και τα ίδια τα θεατρικά πρόσωπα μπαίνουν στη συνθήκη του θεατή και αυτό το βρίσκω πάρα πολύ ενδιαφέρον. Γιατί θα δούμε τους χαρακτήρες αυτούς να παρακολουθούν μια θεατρική παράσταση, πράγμα που έχει έτσι και αλλιώς μια διττή λειτουργία.
Θεοδώρα Τζήμου: Συμφωνώ με τη Νατάσσα, σημασία έχει η θέαση και πώς αλλάζει αυτός που είναι προς θέαση. Βλέπεις από κάτω έναν ήρωα να παρακολουθεί σαν θεατής έναν άλλο ήρωα. Είναι τρομερό αυτό.
Πάντως έτσι όπως σας ακούω, είναι πραγματικά σαν περιγράφετε την ίδια τη ζωή.
Δηλαδή κι εμείς οι άνθρωποι ζούμε μια διαρκή επαναδιαπραγμάτευση ορίων καθημερινά και είμαστε θεατές των ζωών των άλλων.
Νατάσσα Εξηνταβελώνη: Έχει πολύ ενδιαφέρον το πότε αυτό είναι δραστικό απέναντι σε κάποιον άλλον. Πότε δηλαδή είτε το έργο είτε η συνθήκη εκθέτει έναν έναν άνθρωπο στη σκηνή. Είτε είσαι θεατής, είτε είσαι μέσα σε μια θεατρική συνθήκη και μόνο το να σε δω, σε καθιστά ένα πρόσωπο προς έκθεση.
Ο Γλάρος πάντως είναι ένα έργο που οι περισσότεροι θυμόμαστε τα γυναικεία πρόσωπα.
Θεοδώρα Τζήμου: Εγώ νομίζω ότι και οι τέσσερις ηρωίδες έχουν έχουν ένα κοινό, όπως και όλοι οι ήρωες του Τσέχωφ δηλαδή. Νομίζω ότι είναι υπό την αιγίδα του ίδιου μικροβίου και ουσιαστικά συνθέτουν μία γυναικεία μορφή.
Δήμητρα Βλαγκοπούλου: Σαν να βλέπουμε τα κομμάτια μίας ζωής.
Νατάσσα Εξηνταβελώνη: Νιώθω πως ο κόσμος των ηρώων είναι φτιαγμένος από τα ίδια υλικά, τα οποία σχετίζονται πολύ με αυτό το δίπολο που λέγαμε πριν: από τη μία να σε κρατούν πίσω οι φόβοι και από την άλλη η ανάγκη για πέταγμα και για ζωή. Ουσιαστικά όλοι οι ήρωες του έργου μιλούν για τα ίδια πράγματα.
Θεοδώρα Τζήμου: Εγώ πάντως στον Τσέχωφ ποτέ δεν μπορώ να ξεχωρίσω τον άντρα από τη γυναίκα. Δε θεωρώ δηλαδή ότι οι γυναίκες είναι γραμμένες με έναν τρόπο που καταλαβαίνεις τη γυναικεία τους φύση. Νιώθω πως πραγματεύεται τον ίδιο τον άνθρωπο ως υλικό και τον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Νατάσσα Εξηνταβελώνη: Αυτό ακούγεται τελείως φεμινιστικό, δεν είναι καθόλου σύνηθες αν το σκεφτεί κανείς.
Μαρία Φιλίνη: Όντως γιατί πρόκειται για τέσσερις γυναίκες, που είναι ανεξάρτητες και διεκδικούν φανερά και με δική τους πρωτοβουλία αυτό που θέλουν. Κάτι σπάνιο για την εποχή εκείνη. Και μάλιστα προσπαθούν για μια ζωή προσωπική, άμεσα, δραστικά και χωρίς θυματοποίηση, όλες κάνουν ένα άλμα προς τα εκεί που θέλουν.
Δήμητρα Βλαγκοπούλου: Και το κάνουν από διαφορετικές διαδρομές η καθεμία. Με μεγάλη έκθεση και θάρρος.
Μαρία Φιλίνη: Η Πολίνα για παράδειγμα που υποδύομαι εγώ, διεκδικεί έναν έρωτα είκοσι χρόνων που είναι κρυφός και επιδιώκει να φανερωθεί. Και αυτό δεν συμβαίνει συχνά. Το ότι ένας θεατρικός συγγραφέας έγραψε τότε για μια γυναίκα που έχει μια παράνομη σχέση και ζητάει από τον εραστή της αυτή η σχέση να γίνει πραγματικότητα σε μια λίμνη, σε ένα ρώσικο χωριό, είναι για μένα είναι συγκινητικό και πολύ δυνατό.
Θεοδώρα Τζήμου: Και η Αρκάντινα και η Νίνα και η Μάσα διεκδικούν κάτι από τις σχέσεις τους.
Μαρία Φιλίνη: Έχουν τη ζωή στα χέρια τους, δρουν. Γιατί συνήθως τα γυναικεία πρόσωπα περιμένουν κάτι χωρίς να το ζητάνε. Οι τέσσερις γυναίκες σε αυτό το έργο ζητάνε αυτό που θέλουν.
Δήμητρα Βλαγκοπούλου: Όλα τα πρόσωπα του έργου εκθέτουν απόλυτα τις βαθύτερες και πιο μύχιες επιθυμίες τους, είτε αφορούν ανθρώπινες σχέσεις είτε την τέχνη. Και το καθένα μέσα από διαφορετικούς δρόμους θα πληρώσει και το αντίστοιχο τίμημα μιας επιλογής. Γιατί δε δικαιώνονται πάντα οι επιλογές τους. Περισσότερο παρακολουθούμε τη διαδρομή στο να εκφραστούν οι επιθυμίες τους και μετά έρχεται η ματαίωση. Η λύτρωσή τους ωστόσο έρχεται μέσα από τις ίδιες τις διαδρομές τους και την κίνηση προς αυτές. Διακρίνεται δηλαδή μια ορμή σε όλα τα πρόσωπα.
Και ο θάνατος;
Θεοδώρα Τζήμου: Έχω την αίσθηση πως μέσα στη διαδρομή των ηρώων είναι σαν ο Τσέχωφ να λέει συνέχεια ότι υπάρχει ο θάνατος και μάλιστα τους οδηγεί σε ευθεία σύγκρουση μαζί του.
Δήμητρα Βλαγκοπούλου: Πάντα ο θάνατος είναι δίπλα. Αυτό το βλέπεις είτε στη φύση σε ένα νεκρό γλάρο και στα κατεστραμμένα λουλούδια είτε σε έναν ήρωα ο οποίος σε λίγο θα πεθάνει και θα φύγει. Και μην ξεχνάμε πως στο έργο υπεισέρχεται και η έννοια του θεάτρου που πεθαίνει. Μια μορφή θανάτου είναι πανταχού παρούσα στο έργο.
Διαφέρουν ήρωες του Τσέχωφ με το σήμερα;
Νατάσσα Εξηνταβελώνη: Διαφέρουν νομίζω στο κομμάτι της πνευματικότητας. Μου δημιουργεί ένα ανώτερο επίπεδο συγκίνησης πως δεν υπάρχει τίποτα συντηρητικό μέσα τους. Υπάρχει μια ανάγκη σε αυτούς τους ανθρώπους να οδηγηθούν στο βάθος. Και δε θεωρώ δεδομένο ότι αυτό οι άνθρωποι και οι κοινωνίες το έχουν κατακτήσει. Υπάρχει σε αυτό τον βάλτο των ηρώων μια συνθήκη ότι ακόμα και τα πολύ σκληρά λόγια που λέγονται δε λέγονται για να πληγώσουν. Οφείλονται σε μια απίστευτη ορμητική ανάγκη να ειπωθεί μια αλήθεια.
Δήμητρα Βλαγκοπούλου: Σαν αυτό να συμβαίνει από το έλλειμμα των ανθρώπων και όχι από προθέσεις. Εκτίθεται αυτό το έλλειμμα μπροστά στα μάτια μας, οπότε ενίοτε έχει και σκληρότητα αυτό, αλλά και μια αναζήτηση ουσίας.
Σήμερα παρά την ταχύτητα που τρέχουν αντί να πάμε μπροστά, έχουμε πάει πίσω σε.
Αλήθεια πόσο πλήττουν οι ήρωες του Γλάρου;
Θεοδώρα Τζήμου: Τώρα το τι σημαίνει πλήξη είναι μεγάλο θέμα. Το να κάνεις τέτοιες βουτιές μέσα σου δε σημαίνει ότι πλήττεις. Στη δεύτερη πράξη του Γλάρου καταλαβαίνεις ότι, ναι, είναι άνθρωποι που πλήττουν. Ωστόσο, όλα ξεκινούν από ένα κενό που έχει ο καθένας μέσα του και γίνεται άμεσα αντιληπτό ότι από αυτή την πλήξη αρχίζει και κινητοποιείται κάτι πυρηνικά μέσα στους ήρωες…
Μαρία Φιλίνη: Είναι σαν και η ίδια η πλήξη που βιώνουν αυτά τα πρόσωπα να είναι άλλου επιπέδου. Σαν να είναι μια πλήξη υπαρξιακή, που προέρχεται από την αίσθηση ότι ο θάνατος είναι δίπλα. Μια τέτοιας ποιότητας πλήξη που μπορεί να φέρει ζωή.
Νατάσσα Εξηνταβελώνη: Δεν είναι το “βαριέμαι” ως ρήμα. Είναι το “στοχάζομαι”.
Δήμητρα Βλαγκοπούλου: Και τη συνειδητοποιούν, δεν αντιστέκονται. Την αναγνωρίζουν και αυτό είναι και ένα ερώτημα για το πόσο ο σύγχρονος άνθρωπος έρχεται σε επαφή με αυτή την ποιότητα της πλήξης του, αν εξακολουθεί να την αφουγκράζεται, επειδή από εκεί μπορεί να γεννηθεί όντως κάτι. Και κάπως εκεί διαστέλλεται αυτός ο χρόνος.
Νατάσσα Εξηνταβελώνη: Σήμερα νομίζω ότι πια είναι ζητούμενο αυτού του είδους η πλήξη και η επιβράδυνση.
Μαρία Φιλίνη: Δεν είναι εύκολο πράγμα να πλήττεις καθόλου.
Νατάσσα Εξηνταβελώνη: Είναι τρομερά επώδυνο γιατί έρχεσαι σε επαφή με τον εαυτό σου.
Θεοδώρα Τζήμου: Εγώ παρατηρώ πως δε μας επιτρέπουμε να πλήξουμε. Έχουμε οχυρώσει ολόκληρη τη ζωή μας, έτσι ώστε να μην πλήττουμε. Οπότε αμέσως αποφεύγουμε ένα βάθος στα πράγματα, γιατί έχουμε οχυρωθεί τόσο πολύ.
Πάντως από ότι καταλαβαίνω από τη συζήτησή μας και στον Θείο Βάνια πέρσι και νομίζω και φέτος στον “Γλάρο” ο χρόνος διαστέλλεται και είναι ένα στοίχημα αυτό και για τον σύγχρονο θεατή…
Μαρία Φιλίνη: Ναι, είναι πολύ μεγάλο στοίχημα και δεν ξέρω αν ένα έργο τέτοιο, ένας τέτοιος συγγραφέας, μπορεί να ανέβει χωρίς διαστολή χρόνου.
Θεοδώρα Τζήμου: Όταν βλέπουμε κάτι, θέλω να αισθάνομαι ότι διαστέλλεται χρόνος. Πως δεν ισχύει ο γραμμικός χρόνος της ζωής. Αυτό δεν θέλουμε όλοι;
Δήμητρα Βλαγκοπούλου: Ναι, μια παρέμβαση στο χρόνο…
Μαρία Φιλίνη: Λίγα πράγματα κάνουν την παρέμβαση στο χρόνο. Η Τέχνη ας πούμε ο έρωτας, ο θάνατος κάνουν πάρα πολλά πράγματα. Η αγάπη…
Θεοδώρα Τζήμου: Και η πλήξη…
«Ο Γλάρος» του Άντον Τσέχωφ
Μια επίσκεψη στα σωθικά του θεάτρου.
Θέατρο Προσκήνιο
από 15 Δεκεμβρίου
Συντελεστές
Μετάφραση: Ξένια Καλογεροπούλου
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς
Συνεργασία στη σύνθεση – Κίνηση: Τάσος Καραχάλιος
Σκηνικό: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Φωτισμοί: Δημήτρης Κασιμάτης
Βοηθός σκηνοθέτη: Παναγιώτης Γκιζώτης
Φωτογραφίες: Γκέλυ Καλαμπάκα
Διανομή
Θεοδώρα Τζήμου – Αρκάντινα
Μανώλης Μαυροματάκης – Τριγκόριν
Αινείας Τσαμάτης – Τρέπλιεφ
Δήμητρα Βλαγκοπούλου – Νίνα
Νατάσα Εξηνταβελώνη – Μάσα
Φιντέλ Ταλαμπούκας – Ντόρν
Δρόσος Σκώτης – Σόριν
Μαρία Φιλίνη – Πωλίνα
Γιώργος Ζυγούρης – Μεντβεντένκο
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ
Τετάρτη 19:00 | Πέμπτη 20:00 |Παρασκευή 21:00
Σάββατο 18:00 & 21:15 | Κυριακή 20:00
ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΕΟΡΤΑΣΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ
Δευτέρα 25/12 στις 21:00 | Τρίτη 26/12 στις 18:00 & 21:15
Δευτέρα 1/1/2024 στις 21:00 | Τρίτη 2/1/2024 στις 18:00 & 21:15
Διάρκεια: 135 λεπτά + διάλειμμα
Προπώληση: more.com