ΔΕΡΒΕΝΙΩΤΗΣ: “ΜΠΕΡΔΕΜΕΝΟ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΑΚΡΟΔΕΞΙΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Η ΜΙΣΗ ΣΟΥ ΚΑΡΔΙΑ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟΥΣ ΝΑΖΙ”
Με αφορμή τη συμμετοχή του στην επετειακή έκδοση του Μικρού Ήρωα, μιλήσαμε με τον γνωστό σκιτσογράφο για την ακροδεξιά, τον Αλισάνογλου και τους Ράδιο Αρβύλα αλλά και για τον πατέρα του, τον μεγάλο λαϊκό συνθέτη, Θόδωρο Δερβενιώτη.
Μια αφορμή είναι το σκίτσο. Για εμένα για να πιάσω κουβέντα μαζί του και για εκείνον για να πιάσει κουβέντα με τους αναγνώστες του. Θέματα συζήτησης; Τα πάντα. Απ’ την πολιτική και τον κοινωνικό προβληματισμό μέχρι την πλάκα για την πλάκα.
Αυτήν τη φορά ο Σπύρος Δερβενιώτης, ένας από τους πλέον καταξιωμένους δημιουργούς κόμικ, έβαλε τον μαρκαδόρο πάνω στο χαρτί κατά παραγγελία (δεν τον πειράζει να το λέμε έτσι, θα το δείτε) και σχεδίασε μία ιστορία με κεντρικό πρόσωπο τον Μικρό Ήρωα.
Είναι ένας από τους 18 καλλιτέχνες που παίρνουν μέρος στην επετειακή έκδοση για τα 70 χρόνια απ’ τη μέρα που ο Γιώργος Θαλάσσης συστήθηκε στο ελληνικό κοινό. Νέα σενάρια, νέες ιστορίες με τον Μικρό Ήρωα για να εορταστεί αυτή η καθοριστική στιγμή για την ελληνική ποπ κουλτούρα και με αυτήν την αφορμή είπαμε μερικές κουβέντες στο τηλέφωνο.
Θες να μου πεις δυο λόγια γι’ αυτήν την προσπάθεια;
Είναι μια επετειακή έκδοση για τα 70 χρόνια από το πρώτο τεύχος του Μικρού Ήρωα, εις διπλούν μάλιστα, καθώς είναι δύο τόμοι. Πλειάδα σύγχρονων σκιτσογράφων δίνουν ο καθένας τη δική του οπτική πάνω στον γνωστό ήρωα.
Η ιδέα ήρθε απ’ τον Λεωκράτη Ανεμοδουρά, τον εγγονό του Στέλιου Ανεμοδουρά που έγραφε τον Μικρό Ήρωα, και συνεχίζει να έχει μέχρι σήμερα έναν εκδοτικό με το ίδιο όνομα.
Η δική μου προσέγγιση ήταν να τον φέρω στο σήμερα.
Τον έχεις φέρει να ζει δέκα χρόνια πριν, στο 2013;
Ναι και από ό, τι είδα όχι μόνο εγώ αλλά τουλάχιστον άλλοι δύο συνάδελφοι είχαν την ίδια ιδέα.
Ήθελα να τον φέρω στο σήμερα, να δέσω την ιστορία και με μια σημερινή συγκυρία, να δημιουργήσω ένα κουβάρι διαχρονίας.
Και διότι η αλήθεια είναι ότι μέσα μου οι ιδέες έπεφταν βροχή γύρω απ’ το “αν ήταν σήμερα εδώ, τι θα γινόταν;”.
Δηλαδή ένα από τα πράγματα το οποίο ήταν ελάσσονος σημασίας αλλά μείζονος απόδοσης για μένα ήταν ότι ένας Γιώργος Θαλάσσης που θα ζούσε μέχρι σήμερα θα είχε ακούσει και το τραγούδι που γράφτηκε γι’ αυτόν από τον Κηλαηδόνη. Ήθελα να τον βάλω να αντιδρά σε αυτό.
Τον έχεις φτιάξει ηλικιωμένο δηλαδή, 70-80 χρονών;
Ναι, ακολούθησα τη χρονολογία, δηλαδή πόσο χρονών θα ήταν σήμερα με δεδομένου του πόσο ήταν όταν διαδραματίζονταν οι περιπέτειες του πρώτη φορά.
Κάποιο σπόιλερ; Για παράδειγμα με τι ασχολείται;
Ε, στην ηλικία του είναι συνταξιούχος.
Ναι, αλλά πώς τον φαντάστηκες να έχει φτάσει μέχρι το σήμερα; Έχει αλλαξοπιστήσει; Ζει από ΕΣΠΑ πχ;
Η αλήθεια είναι ότι μέσα σε μια ιστορία δέκα σελίδων θα έπρεπε να είμαι τηλεγραφικός. Όλα αυτά θα είχαν απαντηθεί αν το έκανα σε σαράντα σελίδες.
Πάντως, όσον αφορά το θέμα της ιστορίας, από την πρώτη σελίδα κιόλας δείχνει να υπάρχει μια προσέγγιση μεταξύ του Θαλάσση και μιας ακροδεξιάς ομάδας, η οποία όπως όλες βαφτίζεται “πατριωτική”. Από εκεί ξεκινάει το νήμα της αφήγησης.
Οπότε θα τεθούν αυτά τα ερωτήματα: τι είναι πατριωτικό, τι πρέπει να είναι πατριωτικό, τι είναι εθνικιστικό και τι πρέπει να λέγεται εθνικιστικό σε αντίθεση με το πατριωτικό.
Σύνταξη Εθνικής Αντίστασης θα παίρνει;
Ε, προφανώς θα ‘χει πάρει. Επί Παπανδρέου.
Πάντως ο Μικρός Ήρωας δεν είχε ιδεολογικό πρόσημο στην εποχή του, το είχε αποφύγει ο συγγραφέας του -ούτε κομμουνιστής ούτε ΕΔΕΣ…
Ήταν πατριώτης, ναι.
Εσύ του έχεις δώσει κάποιο ιδεολογικό πρόσημο;
Όχι, κανένα. Όταν πρωτοείπα την ιδέα στον Λεωκράτη, μου είπε ότι “το μόνο που δεν θέλω είναι να κάνεις κάτι που δεν θα έκανε και ο συγγραφέας” και τον διαβεβαίωσα ότι δεν ήταν ούτε στους σκοπούς ούτε στην ιστορία κάτι τέτοιο.
Όταν ανακοινώθηκε αυτή η ιστορία υπήρξαν αντιδράσεις από ακροδεξιούς που μπήκαν και σχολίαζαν, οι οποίοι δεν είχαν διαβάσει ακόμα την ιστορία, και μου χρέωναν ιδεολογική ατζέντα. Ας το διαβάσει κάποιος και ας βγάλει τα συμπεράσματά του.
Μου κάνει εντύπωση… Δηλαδή υπήρξαν ακροδεξιοί που θεωρούσαν ότι αυτός ο ήρωας πχ μπορεί να τους εκφράζει; Να τους ανήκει κιόλας;
Γενικά είναι λίγο μπερδεμένο να είσαι ακροδεξιός στην Ελλάδα δεδομένου ότι η μισή σου καρδιά ανήκει στους ναζί κατακτητές.
Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να θεωρούσαν ότι ο Θαλάσσης είναι δικός τους.
Νομίζω ότι η ιστορία που έχω γράψει θα το απαντήσει και αυτό.
Τον σημερινό νέο τον αφορά ο Μικρός Ήρωας;
Νομίζω ότι δεν τον ξέρει καν τον Μικρό Ήρωα αλλά από εκεί και πέρα, και τον σημερινό νέο όπως και όλους τους νέους, τον νοιάζει το που θεωρεί ότι ανήκει, ποια είναι η συλλογικότητα του και τι είναι αυτό που την απειλεί. Αυτή είναι μια διαχρονική ανησυχία γενικά κάθε κοινότητας.
Για παράδειγμα αν σκέφτεται με όρους έθνους και πατρίδας, τον νοιάζει και τι θεωρεί ο ίδιος ως έθνος και πατρίδα, γιατί πατρίδα για αυτόν μπορεί να είναι οι φίλοι, το σπίτι, η διαδικτυακή του ομάδα, δηλαδή το που ορίζει ο καθένας ότι ανήκει. Και μαζί μ’ αυτό, ορίζει και από τι θέλει να την προστατεύσει, ποιον θεωρεί εχθρό του.
Απλά αναρωτιέμαι αν ένας 20χρονος θα πάει μέχρι το βιβλιοπωλείο για να αγοράσει κάτι που θα αφορά τον Μικρό Ήρωα.
Νομίζω ότι μια επετειακή έκδοση το τελευταίο που έχει ως στόχο είναι τι θα κάνει αυτός που δεν έζησε τη χρυσή εποχή αυτού που περιγράφει. Για παράδειγμα, αν βγει μια έκδοση επετειακή με τα Σπάιντερμαν της δεκαετίας του ‘30 κτλ, δεν νομίζω ότι θα ρωτήσουμε τι λέει στον σημερνό νέο ο Σπάιντερμαν. Κυρίως πάει σ’ αυτούς που τον έζησαν, συγκινήθηκαν και μεγάλωσαν με τις περιπέτειές του και θέλουν να κρατήσουν αναμμένο το κεράκι της μνήμης του.
Όσο σκίτσαρες, το γεγονός ότι έπρεπε να πατήσεις πάνω σε κάτι που ήδη υπήρχε σε περιόρισε κάπως; Βρήκες μήπως τρόπο να το κάνεις λίγο πιο δικό σου ή όποιος το δει θα πει “αυτό είναι ίδιο με τον Θαλάσση του ‘50” πχ;
Όχι δεν είναι καθόλου ίδιο με τον Θαλάσση του ‘50 για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι γιατί δεν προσπάθησα καν, δηλαδή το να προσπαθήσεις να σχεδιάσεις σαν τον Απτόσογλου είναι προσβολή και για κείνον.
Το δεύτερο είναι ότι ο “Μικρός Ήρωας” δεν ήταν κόμικ, ήταν εικονογραφημένες ιστορίες που σημαίνει ότι όντως δεν υπάρχει ένα πιστό template να πρέπει να πατήσεις πάνω του για να φαίνεται true.
Αλλά και να υπήρχε, πάλι δεν θα είχε κανένα νόημα να ζωγραφίσω όπως τη δεκαετία του ‘50 ή του ‘60, γιατί είτε ξέρει είτε δεν ξέρει κάποιος τον ήρωα, η ιστορία μου απευθύνεται στα σημερινά μάτια, τα οποία έχουν εκπαιδευθεί σε μια σημερινή ας την πούμε ομοβροντία εικόνων -από την τηλεόραση, από τον κινηματογράφο, από τα κόμιξ, κτλ. Προφανώς, λοιπόν, δεν μπορείς να τους πλασάρεις κάτι το οποίο φτιάχτηκε για άλλα μάτια μίας άλλης δεκαετίας.
Εσύ θυμάσαι την πρώτη φορά που διάβασες τον Μικρό Ήρωα;
Λοιπόν, εξομολόγηση: δεν έχω διαβάσει ποτέ Μικρό Ήρωα.
Λογικά όμως τώρα θα διάβασες για τις ανάγκες του κόμικ, έτσι;
Κοίταξε, και να μην έχεις διαβάσει ποτέ Μικρό Ήρωα, έχοντας ζήσει σ’ αυτή τη χώρα είσαι περιτριγυρισμένος απ’ αυτόν, είναι μέρος της συλλογικής μνήμης. Είναι σαν μην έχεις δει ποτέ Ζορό ή Ταρζάν. Παρόλα αυτά ξέρεις τι είναι.
Για τις ανάγκες του σεναρίου κοίταξα τα βασικά εγκυκλοπαιδικά που έπρεπε, δηλαδή πόσο χρονών ήταν, ποιο είναι το πραγματικό όνομα του Σπίθα, κτλ.
Τον έχεις τοποθετήσει πάντως στο 2013, στη βαθιά κρίση. Μπορούμε να πούμε τι ρόλο παίζει το πολιτικό γίγνεσθαι στην ιστορία, μέχρι ενός σημείου, να μην κάνουμε σπόιλερ. Πχ βλέπω ότι και ο Σπίθας έχει “πεθάνει”.
Εστιάζω πολύ στο σκέλος της ανόδου της ακροδεξιάς. Το ‘13 ήταν στο απόγειο της δυναμικής της.
Απ’ την άλλη το ότι ο Σπίθας έχει πεθάνει είναι ένα απότοκο της κρίσης -και ας μη λέγεται- γιατί είναι ένας υπέρβαρος άνθρωπος, με βεβαρημένη υγεία και εδώ έβαλα μια προσωπική πινελιά από εκείνα τα χρόνια. Δυστυχώς, εγώ τότε πήγα σε κηδείες πολλών ανθρώπων των οποίων η ζωή άλλαξε άρδην από τη μία μέρα στην άλλη. Και αρκετοί ήταν και δημοσιογράφοι της παλιάς φρουράς της Ελευθεροτυπίας. Όταν η εφημερίδα κύλησε στο λουκέτο, πολλοί άνθρωποι βρέθηκαν σε μια βαθιά υπαρξιακή κατάθλιψη.
Ο υπέρβαρος φίλος μας λύγισε ας το πούμε κάπως έτσι.
Άσχετο αλλά επειδή είδα ένα σχόλιο σου κάπου στο Facebook εναντίον του Ράδιο Αρβύλα για αυτό που έκαναν στο Αλισάνογλου (εγώ είμαι με αυτούς που λένε ότι κακώς πειράχτηκε) θέλω να σε ρωτήσω το εξής: αν στο Ράδιο Αρβύλα πάρουν δύο σελίδες απ’ αυτό που σχεδίασες τώρα και το σατιρίσουν ή κάνουν πλάκα με αυτό στην εκπομπή τους, θα σε ενοχλήσει;
Εμένα προσωπικά δεν θα με ενοχλήσει αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Το θέμα είναι από ποια σκοπιά κάνεις τι. Καταρχάς να βγάλουμε μια τεράστια παρεξήγηση απ’ τη μέση. Δεν απαγόρευσε ποτέ κανένας στο Ράδιο Αρβύλα να κάνει οτιδήποτε. Το γεγονός ότι υπήρξε αντίδραση βαφτίζεται ως “μα γιατί; Υπάρχουν όρια στη σάτιρα;”. Κάτσε ρε φίλε, αν εσύ που κάνεις τη σάτιρα ξεκινάς απ’ το αξίωμα ότι όλα επιδέχονται κριτικής, τότε και εσύ πρέπει να δεχτείς κριτική για τη σάτιρά σου. Οπότε δεν καταλαβαίνω τα μυξοκλάματα.
Και πάμε τώρα στην ουσία. Έχει σημασία τι κάνεις και γιατί, από ποια θέση προς ποια θέση, πού βάζεις το κανόνι σου και πού στοχεύεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση θέλω να το τονίσω όσο γίνεται πιο πολύ με κεφαλαία γράμματα, έχουμε ένα ιδιωτικό κανάλι που μπορούμε να πούμε με σχετικά μεγάλη βεβαιότητα ότι έχει ως σκοπό της ζωής του να πολεμήσει κάθε έννοια πνευματικότητας. Αυτό μπορεί να το δει κανείς στο περιεχόμενό του, μπορεί να το δει στις επιλογές του, ποια κουλτούρα προτείνει κτλ. Και από αυτό το κανάλι εσύ διαλέγεις να βάλεις στο στόχαστρο όχι κάποιον ισχυρό, γιατί δεν σε παίρνει αλλά έναν άκακο που κατά τη γνώμη σου διαβάζει ποίηση με στόμφο; Ε, συγγνώμη, είσαι φάουλ.
Απλά πέρασε προς τα έξω -και απ’ τα status που διάβασα- ότι εκ προοιμίου δεν μπορείς να κάνεις πλάκα με την ποίηση. Εμένα αυτό με βρήκε εντελώς αντίθετο.
Αυτό νομίζω είναι υπερβολή, δεν νομίζω ότι οι ίδιοι εννοούσαν αυτό αλλά δεν μπορώ και να μιλήσω εκ μέρους τους.
Προφανώς και μπορείς να κάνεις πλάκα και με την ποίηση. Μάλιστα, αναφέρθηκε και η σατιρική σελίδα “Ελύτης, ο ποιητής του Αιγαίου”, αλλά αυτή αφορούσε έναν ποιητή ο οποίος έχει τις δάφνες μίας πολυβραβευμένης πορείας, είναι θεσμικός, και έτσι οριακά μπορείς να πεις κι εδώ ότι έγινε μία σάτιρα προς τα πάνω και όχι προς τα κάτω.
Ωραία, έκαναν αυτήν τη σάτιρα (πετυχημένη/αποτυχημένη, όπως θέλει τη βλέπει ο καθένας, εγώ αποτυχημένη την είδα) αλλά μου φαίνεται ότι έρχεται από τόσο παλιά μέσα στον χρόνο αυτός ο τρόπος που “κορόιδεψαν” την ποίηση, ότι δηλαδή είναι ο κλασικός τρόπος με τον οποίο μια ζωή διακωμωδούν τους ποιητές (από τον Βέγγο στο “Τύφλα να ‘χει ο Μάρλον Μπράντο” μέχρι σήμερα), που αυτό το γεγονός τον έχει κάνει κάπως αδύναμο αυτόν τον τρόπο. Είναι τόσο κλασικό και τόσο τετριμμένο που δεν ένιωσα ότι έκαναν κάτι κακό σε κάποιον, δηλαδή ήταν ο κλασικός τρόπος με τον οποίο “κοροϊδεύουν” την ποίηση και πια είναι τελείως αποδυναμωμένος αυτός.
Υπάρχουν 600 αποχρώσεις, για παράδειγμα η σάτιρα του Βέγγου εντάσσεται σε μια λαϊκή περιρρέουσα πλάκα, κατά την οποία το μη απλό και κατανοητό ήταν εξοβελιστέο. Αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν και σωστό. Αυτή ήταν η άμυνα του αμόρφωτου, (με την καλή έννοια “του αμόρφωτου”, δεν είναι ψόγος γιατί τότε δεν είχαν όλοι τη δυνατότητα να μορφωθούν), απέναντι σε κάτι που τους ξεπερνούσε. Τώρα έχουμε 2023.
Και το ξαναλέω για να είμαι στην ουσία του πράγματος. Δεν ήταν πχ ένας youtuber, ένας τράπερ, ένας οτιδήποτε ο οποίος κάνει πλάκα. Ήταν ένα από τα πέντε κανάλια πανελλήνιας εμβέλειας, τα οποία καταστρέφουν κάθε έννοια πνευματικότητας, προβάλλουν δηλαδή αξίες, αισθητική και ιδεολογία, η οποία πάει κόντρα σε οτιδήποτε είναι ανθρώπινο.
Και απ’ αυτό το κάστρο πολεμάς έναν ποιητή; Είναι τόσο απλό για μένα. Τα υπόλοιπα είναι Facebook σάλτσες.
Αν θες να μου πεις κάποια πράγματα για σένα. Πόσα άλμπουμ έχεις βγάλει μέχρι σήμερα; Δεκαπέντε;
Ε, κάπου τόσα ναι.
Είναι η πρώτη, η δεύτερη φορά που κάνεις κάτι -αν πω κατά παραγγελία, θα σου ακουστεί άσχημο;
Όχι καθόλου, το έχω κάνει πολλές φορές.
Θες να μου δώσεις παραδείγματα;
Καλούμαστε συχνά να συνεισφέρουμε τη ματιά μας σε διάφορους σκοπούς. Και με το περιοδικό Γαλέρα έχουμε κάνει κατά παραγγελία έργα για θεματικές εκθέσεις. Επίσης κατά παραγγελία ήταν και το “Βάλ’ τους Χ – Ο Μαύρος Χάρτης της Αθήνας”, που ήταν μια πρωτοβουλία χαρτογράφησης των χώρων της Αθήνας όπου είχαν γίνει χτυπήματα της Χρυσής Αυγής. Aυτοί που το έφτιαξαν είχαν παραγγείλει στον καθένα μας να εικονογραφήσει μία απ’ αυτές τις επιθέσεις.
Όταν αποδέχομαι μία παραγγελία σημαίνει και ότι συμφωνώ μαζί της.
Εσύ είσαι αφοσιωμένος στο πολιτικό σκίτσο, έτσι; Γιατί πιστεύεις σε τράβηξε τόσο πολύ αυτό και όχι κάποιο άλλο είδος;
Mε τράβηξε και άλλο είδος. H εργογραφία μου περιλαμβάνει και μη πολιτικά έργα, στα οποία ίσως η πολιτική να μπαίνει από την πίσω πόρτα ή και καθόλου.
Απλώς μεγαλώνοντας σε μια περίοδο όπου η πολιτική ήταν πανταχού παρούσα, οι εφημερίδες έμπαιναν στο σπίτι και οι γελοιογράφοι ήταν ο αφρός του αφρού, όλα αυτά δεν μπορούσαν να σε αφήσουν ανεπηρέαστο, ήταν μέρος της καθημερινότητάς σου.
Οπότε η δύναμη που μου ασκούσε με έκανε να θέλω να μπορώ και εγώ να ασκήσω αυτήν τη δύναμη.
Το έχεις σπουδάσει κάπου;
Όχι τότε δεν υπήρχαν καν σχολές. Και νομίζω κανένας γελοιογράφους από αυτούς που γνωρίζουμε δεν σπούδασε αυτό το αντικείμενο. Άλλοι έχουν σπουδές αρχιτεκτονικής, κάποιοι άλλοι νομικής και έχουμε και τον Πετρουλάκη ο οποίος είναι γιατρός.
Γελοιογράφοι έρχονται από κάθε άλλη τέχνη εκτός από τη ζωγραφική.
Εσύ πότε κατάλαβες ότι έχεις βρει το δικό σου στιλ και είπες ότι “από αυτήν τη δουλειά και μετά είμαι εγώ, πριν από αυτή τη δουλειά κάπως έψαχνα τον εαυτό μου”.
Θέλω να πιστεύω ότι ακόμα δεν είμαι εγώ. Είμαι οι αναφορές μου, είμαι αυτά που αφομοιώνω, και για αυτό σχεδόν καμία δουλειά μου δεν μοιάζει με την άλλη.
Ίσως το ενοποιητικό μου στοιχείο -πέρα από το πολιτικό σκίτσο-, είναι που έχω βρει μια δική μου γραμμή, στην οποία κατέληξα θέλοντας και μη, χωρίς να πατήσω σε έναν σκιτσογράφο, να πω “θέλω να ζωγραφίσω σαν τον τάδε”.
Έπαιρνα την ουσία τους δηλαδή την οπτική τους, το πνεύμα τους, την προσέγγισή τους αλλά όχι τη γραμμή τους.
Απλά επειδή οι περισσότεροι σκιτσογράφοι έχουν τον δικό τους τρόπο να ζωγραφίζουν, ο οποίος είναι και άμεσα αναγνωρίσιμος απ’ αυτούς που είναι εξοικειωμένοι με τα κόμικς.
Κοίταξε, εμένα σε κάποιες δουλειές με αναγνωρίζεις από μακριά, σε κάποιες δουλειές όχι γιατί έχω κάνει πολλές τεχνοτροπίες. Ειδικά στα κόμικς αλλάζω τεχνοτροπία ανάλογα τις ανάγκες κάθε δουλειάς, δηλαδή αυτό που έχω κάνει στον Μικρό Ήρωα δεν μοιάζει με κάτι άλλο δικό μου.
Και αυτό που έκανα στο “YESTERNOW” και στο “SHARK NATION” επίσης δεν μοιάζει με τίποτα που να είχα ξανακάνει.
Άλλες δουλειές μου μοιάζαν λίγο περισσότερο με τις γελοιογραφικές μου οπότε εκεί έβλεπες ότι ο τρόπος που μπορώ να σχεδιάσω γελοιογραφικά μία ανθρώπινη φιγούρα είναι ίδιος. Αλλά στις ιστορίες που έχουν ανάγκη από άλλου είδους ατμόσφαιρα, αλλάζει και η γραμμή μου. Και εκεί ίσως να μην μπορεί κανένας να με αναγνωρίσει.
Με τη μουσική είχες σκεφτεί να ασχοληθείς;
Ποτέ.
Με τον Θόδωρο Δερβενιώτη τι σχέση έχετε, συγγνώμη κιόλας.
Ο πατέρας μου.
Και πώς και δεν επηρεάστηκες;
Ένα καλοκαίρι που ήμουν 15-16 χρονών, κάναμε εκατέρωθεν μια τίμια προσπάθεια να μου μάθει μπουζούκι, αλλά μέσα σε τρεις βδομάδες το παρατήσαμε και οι δυο σιχτιρισμένοι και δεν ξαναμιλήσαμε ποτέ για αυτό.
Ο πατέρας σου πώς το είδε το γεγονός ότι θα ζήσεις σκιτσάροντας; Αν είναι πολύ προσωπική ερώτηση, ας μην το πούμε, εντάξει.
Όχι, δεν πειράζει. Είναι μια προσωπική ερώτηση που θα τη βάλω μάλιστα και σε ένα βιβλίο που θα βγάλω για εκείνον. Το βιβλίο έχει γραφτεί, είναι εν αναμονή εκδόσεως.
Ο πατέρας μου είχε τον φόβο, ο οποίος δεν ήταν παράλογος, ότι αυτή η δουλειά δεν έχει σταθερότητα. Και προσπαθούσε να με πείσει να βρω έναν τρόπο να έχω μία ασφάλεια.
Από εκεί και πέρα δεν μπορούσε να πει και πολλά, διότι ακολουθούσα το δικό του παράδειγμα χωρίς όμως να ακολουθώ ακριβώς το δικό του παράδειγμα.
Είχε κάνει το ίδιο;
Και ναι και όχι. Από τη μία ο ίδιος “ευτύχησε” να ενταχθεί σε ένα κραταιό δισκογραφικό σύστημα που μπορούσε να ανταμείψει τους δημιουργούς του -τους συνθέτες, τους τραγουδιστές, τους πάντες.
Απ’ την άλλη η σκιτσογραφία εξαρτιόταν απ’ το αν θα είσαι σε μια εφημερίδα γιατί μόνο εκεί υπήρχε ικανή αμοιβή και σταθερότητα. Οι εφημερίδες ήταν λίγες και η προσφορά εργασίας για αυτές μεγάλη, και η αλήθεια είναι ότι δεν είχα καταφέρει ποτέ να ενταχθώ σε μια απ’ αυτές. Οπότε οι υπόλοιπες σκιτσογραφικές δουλειές ήταν αυτό που θα λέγαμε σήμερα gig economy. Βρήκες, δεν βρήκες, παραγγελίες, πελάτες, τέτοια. Ήξερε ότι όπως κάθε δουλειά θα ‘χει τα πάνω αλλά θα ‘χει και τα κάτω της και προσπαθούσε απλώς να με προειδοποιήσει για αυτό.
Από εκεί και πέρα δεν μπορούσε να κάνει και πολλά για έβλεπε ότι ήμουν όλη μέρα με έναν μαρκαδόρο και ένα χαρτί στο χέρι, δεν μπορούσε να μου το ξεκολλήσει με το ζόρι.
Φαντάζομαι ότι θα σε καταλάβαινε και ως έτερος καλλιτέχνης, άσχετα αν ασχοληθήκατε με διαφορετική τεχνη.
Μωρέ ήμασταν ξένοι στην ίδια στέγη ας το πούμε έτσι. Εγώ δεν καταλάβαινα καθόλου τον κόσμο του, ούτε μπορούσα να μεταβολίσω τη μουσική ούτε να καταλάβω τις αναφορές του γιατί ξεριζώθηκε απ’ το χωριό του και ήρθε στη ζούγκλα της Αθήνας. Εγώ μεγάλωσα στην Αθήνα, ήξερα μόνο αυτήν τη ζούγκλα, δεν είχα ιδέα απ’ την αγροτική ζωή. Δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε σε τίποτα βασικό. Αλλά κάπου στο βάθος υπήρχε μια αλληλοεκτίμηση.
Δεν είχαμε προστριβές. Απλώς ήμασταν άλλοι κόσμοι.
Οπότε στο σπίτι σου μεγαλώνοντας έρχονταν καλλιτέχνες όπως ο Καζαντζίδης, ο Κολοκοτρώνης, η Πόλυ Πάνου; Τους έβλεπες αυτούς τους ανθρώπους;
Δεν έρχονταν γιατί ο Θόδωρος Δερβενιώτης διαχώριζε με πολύ αυστηρό τρόπο την προσωπική από την επαγγελματική ζωή. Όταν έμπαινε στο σπίτι, έβγαινε το κοστούμι, έμπαινε η φανέλα, και δεν έμπαινε κανείς άλλος.
Η σχολή του όμως ήταν πέρασμα. Όταν ήμουν μικρός πήγαινα από εκεί και έβλεπα τους πάντες -από τους αδερφούς Κατσάμπα μέχρι τον Βουτσά. Ο Καζαντζίδης ξημεροβραδιαζόταν εκεί. Τελευταία φορά που τον είδα στο σπίτι μου ήταν στον σεισμό του ‘81, όταν ο πατέρας μου είχε αναγκαστικά μετατρέψει το σπίτι μας σε σχολή, και έκανε σε εμάς τα ραντεβού του. Τότε ο Καζαντζίδης ήταν απών απ’ τη δισκογραφία λόγω της διαμάχης του με τον Μάτσα οπότε ερχόταν και συζητούσαν, και μεσολαβούσε ο Δερβενιώτης να βρεθεί μία λύση.
Και έτσι απλά έβλεπες τον Καζαντζίδη στο σπίτι σου. Άλλη μια συνηθισμένη ημέρα για σένα.
Τώρα πια όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι θρύλοι αλλά τότε καλώς ή κακώς ήταν άνθρωποι με κοντά παντελονάκια και φανέλες, με λάστιχα στο χέρι να ποτίζουν τις αυλές τους, κτλ. Δεν υπήρχε το φωτοστέφανο. Ήταν λαϊκοί -απ’ τον λαό για τον λαό.
Όλες οι μεγάλες τραγουδίστριες που σήμερα ξέρουμε (η Πόλυ Πάνου, η Γιώτα Λύδια), ήταν κορδελιάστρες, μοδίστρες, παντρεμένες από μικρές… Ήταν λαϊκές κοπέλες, και που με μια καλή φωνή βγήκαν στη δισκογραφία. Και αυτή δεν είχε τότε την αίγλη που έχει σήμερα ένα σταρ σύστεμ, που έχει παρατρεχάμενους, στυλίστες, “να μιλήσετε με τη γραμματέα μου”…
Τότε το σήκωνες εσύ το τηλέφωνο. Έχεις γράψει κάποιο κόμικ σχετικό με το τραγούδι, με τις εικόνες σου;
Όχι και ο λόγος που δεν το ‘χω κάνει (ο οποίος όσο τον σκέφτομαι δεν είναι και πολύ σοβαρός), είναι ότι από ένα τέτοιο κόμικ θα λείπει το βασικό: ο ήχος. Θα μου πεις “στο βιβλίο σου δεν θα λείπει ο ήχος”; Ναι, θα λείπει αλλά εκεί βάζεις μια εγκυκλοπαιδική πληροφορία που δεν θα τη βάλεις στο κόμικ γιατί θα το σκοτώσεις.
Το βιβλίο τι είναι; Βιογραφία;
Ναι, είναι η βιογραφία του πατέρα μου μέσα απ’ τα μάτια του γιου του.