ΟΛΑ ΟΣΑ ΛΕΝΕ ΟΙ ΝΕΟΙ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ
Τα ιστορικότερα λεξικά ανανεώθηκαν και φέτος με όρους που έκαναν δημοφιλείς οι νέοι του πλανήτη. Δεν καταλαβαίνεις τι ακούς ή τι διαβάζεις; Έχουμε τις απαντήσεις.
Σε λέει και εσένα το παιδί σου bro ή είσαι τύπος που επιμένει να θυμίζει πως η σχέση σας είναι κατά βάση γονέα και παιδιού -και όχι κολλητών;
Μήπως το ακούς να μιλάει με συνομήλικο του και νιώθεις ότι δεν καταλαβαίνεις τι λένε;
Μη σκας.
Έχουμε τα SOS.
Τέσσερις διαφορετικές πηγές έδωσαν όσα ακολουθούν. Οι δυο ήταν οι πιο δημοφιλείς προσθήκες που έγιναν στα ιστορικότερα λεξικά. Η τρίτη το Αssociated Press που συγκέντρωσε τους όρους που ξεχώρισαν μέσα στη χρονιά, σε όλον τον κόσμο.
Η τέταρτη ο Βασίλης Αφ., έφηβος γιος φίλης μου, ο οποίος με κρατάει update με τις εξελίξεις, σε ορολογίες και trends.
Ας αρχίσουμε από τη «λέξη της χρονιάς» του λεξικού της Οξφόρδης είναι το rizz που σημαίνει «χάρισμα, στιλ, γοητεία ή ελκυστικότητα» ή «ικανότητα να προσελκύεις έναν ρομαντικό ή σεξουαλικό σύντροφο».
Νίκησε, μεταξύ άλλων, το «Swiftie» (βλ. ενθουσιώδης φαν της Taylor Swift), το «situationship» (άτυπη ρομαντική ή σεξουαλική σχέση) και το «prompt» (μια οδηγία που δίνεται σε ένα πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης).
Σε ό,τι αφορά τη λέξη της χρονιάς του Merriam Webster ήταν το authentic. Χρησιμοποιείται ως «όχι λάθος ή απομίμηση» και ως «αληθινός προς τον εαυτό μου, το χαρακτήρα ή το πνεύμα».
Αυτή αναζητήθηκε περισσότερο από όλες, στη ψηφιακή έκδοση του λεξικού. Ακολούθησε το rizz, με το deepfake (πειστική παραποίηση του περιεχομένου ηχητικών καταγραφών ή βίντεο) να είναι επίσης ψηλά.
Παρεμπιπτόντως, το αντίθετο του authentic είναι το cap, πάντα στη γλώσσα των νέων.
Πάμε τώρα και σε ό,τι άλλο ξεχώρισε εκεί έξω που χρησιμοποιεί ήδη το παιδί σου -ή θα χρησιμοποιήσει πολύ σύντομα.
Password child: Προστέθηκε στο Macquarie Dictionery της Αυστραλίας. Αναφέρεται στο αγαπημένο παιδί των γονιών. Είναι αυτό του οποίου το όνομα χρησιμοποιούν στα passwords τους.
IYKYK: Το LOL (Laugh out loud) το θυμάσαι; Εδώ μπαίνουν περισσότερα γράμματα για να ξεκαθαριστεί πως «If You Know You Know».
ΑF: As f*^ck
Aesthetic: Η αισθητική κάποιου μπορεί να αναφέρεται στη μόδα, το μουσικό γούστο, τις προτιμήσεις της διακόσμησης του υπνοδωματίου ή απλώς τη γενική ατμόσφαιρα ή τα ενδιαφέροντά του.
ASL: Age/sex/location
Basic: Σημαίνει μη πρωτότυπο, και είναι προσβολή για εκείνους που φαίνονται πολύ ενδιαφέροντες για αυτό που είναι δημοφιλές.
Bae: Εν συντομία το baby.
Bih: Εν συντομία το bitch.
Βoomer: Χρησιμοποιείται απαξιωτικά για κάτι που κάνει κάποιος νέος και θεωρείται ξεπερασμένο -όπως οι Boomers, γενιά ανθρώπων που γεννήθηκαν από το 1946 έως το 1964.
Boujee: Η μπουρζουαζία έγινε μπούζι. Χρησιμοποιείται ως λίγο χλευαστικός όρος για κάποιον με ακριβό γούστο ή που προσπαθεί να δώσει την εντύπωση ότι είναι πλούσιος.
Cringe: Κάποιος/κάτι που προκαλεί αισθήματα αμηχανίας ή αδεξιότητας. Ελληνικά, ανατριχίλα.
Drip: Είναι το swag των Millenialls, συνώνυμο του στιλ και της εξαιρετικής αίσθησης της μόδας.
Extra: Είσαι extra, δηλαδή είσαι υπερβολικός.
Thirsty: Δεν διψάς. Είσαι απεγνωσμένος.
Meal: Δεν είναι το γεύμα που πιστεύεις -αλλά αναφέρονται σε άτομο που είναι τόσο ωραίο που μπορούν να το ‘φάνε’ άνετα. Στην ίδια λογική είναι και το snack.
I’ m down: Δεν πέφτει κανείς. Υπάρχει συμφωνία.
ISO: In search of
Squad: η παρέα των κολλητών, το παλαιότερο crue.
STFU: Shut the f&^ck up.
Stan: Συνδυασμός των λέξεων stalker και fan.
Slay: Κάνεις εξαιρετική δουλειά.
NP: Νo problem
WYA: Where you at?
Finsta: Προκύπτει από την σύμπτυξη του Fake και του Instagram.
Fam: Τόσο φίλοι που είμαστε οικογένεια.
FBOI: F&*ck boy, το αγόρι που τον ενδιαφέρει μόνο το σεξ -το παλαιό playboy.
Μαναμού: Το χρησιμοποιείς για να επιβεβαιώσεις πως κάτι που λες ή λέει άλλος, ισχύει.
Τις λες/δεν τις λες: Ακολουθεί η πιο δημοφιλής ελληνική λέξη. Απλά επειδή δεν υπάρχει λόγος να χρησιμοποιούν ολοκληρωμένες προτάσεις, αρκούνται στα βασικά.
Βουνό: ο τεράστιος, ο ένας, ο αμύθητος, με τον οποίον δεν συγκρίνεται ούτε η οροσειρά της Πίνδου. Τον ίδιο τον λες και bigman.
Sus: Εκ του suspicious. Χρησιμοποιείται όταν υπάρχει αμφισβητήσιμη συμπεριφορά ή για να προταθεί δόλιο κίνητρο που έχει κάποιος.
Shook: Σημαίνει πως αυτός που το γράφει έχει σοκαριστεί απίστευτα με κάτι (ή έχει ταρακουνηθεί).
Smash: δεν ξέρω τι μπορεί να πιστεύεις πως σημαίνει αυτή η λέξη, αλλά μάλλον η φαντασία σου δεν φτάνει στο casual σεξ.
Body count: δεν είναι ο αριθμός των θυμάτων (όπως έχεις μάθει από τις αστυνομικές τηλεοπτικές σειρές), αλλά αυτός των ανθρώπων με τους οποίους έχεις κάνει σεξ.
Gas: Αναφέρεται σε ουσίες που προκαλούν ‘ανέβασμα’ (ως gas me up).
Fire: Κάτι είναι απίστευτο
Spilling tea: Λέω ένα κουτσομπολιό, κάνω μια αποκάλυψη που θα έπρεπε να μείνει μυστική.
Sipping tea: Ακούω (diplis) το κουτσομπολιό.
Zoomer: Ο τρόπος που τα μέλη της Gen Z αναφέρονται στον εαυτό τους.
Να αγχωθείς αν δεις το KMS (Kill myself) ή το KYS (Kill yourself).