ΤΣΑΡΛΣ ΜΠΟΥΚΟΒΣΚΙ: Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΩΝ ΑΠΟΚΛΗΡΩΝ
Η συλλογή «Μερικές ακόμα… Σημειώσεις ενός Πορνόγερου» μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο για να υπενθυμίσει πόσα χρωστάει η σύγχρονη λογοτεχνία της Αμερικής σε αυτόν τον μοναχικό αυτοκαταστροφικό μέθυσο με το τεράστιο ταλέντο.
«Το μόνο καλό με τη γραφή είναι η ίδια η γραφή- δηλαδή το να πλησιάζω περισσότερο σε αυτό που έχω ανάγκη τώρα και να με προφυλάσσει από το να γίνω σαν τον οποιοδήποτε που θα συναντήσω στο πεζοδρόμιο οποιαδήποτε μέρα». Ο Μπουκόβσκι ποτέ του δεν είχε αυταπάτες. Είχε ξεπεράσει από την αρχή όλη τη φιλολογία περί τέχνης. Δεν πίστευε ότι το γράψιμο ήταν κάτι το σημαντικό που θα του φέρει δόξα και χρήμα. Απλά έγραφε γιατί ήταν κάτι ζωτικό για τον ίδιο, πασχίζοντας να αναδείξει τις βασικές αλήθειες της ανθρώπινης ύπαρξης.
Καθόταν μπροστά στη γραφομηχανή, άνοιγε ένα μπουκάλι κρασί και με υπόκρουση κλασική μουσική έγραφε ανάκατα ποιήματα, διηγήματα και μερικά μυθιστορήματα. Η αποδοχή των έργων του δεν τον απασχόλησε, ούτε φυσικά το στίγμα που θα άφηνε μετά θάνατον. Όπως καυχιόταν ο ίδιος «το κρασί έκανε την περισσότερη δουλειά». Αυτός έπινε, η γραφομηχανή έγραφε, χωρίς σκελετό, χωρίς προσχέδια, χωρίς κόπο, χωρίς σκοπό.
Τη πορεία του ουσιαστικά την αφηγήθηκε ο ίδιος μέσα από τις δεκάδες αυτοβιογραφικές αναφορές στις σελίδες του. Γεννιέται στο Άντερναχ στη Γερμανία το 1920. Στα τρία του χρόνια, η οικογένεια του μεταναστεύει στις ΗΠΑ. Ο Μπουκόβσκι μεγαλώνει στη σκιά ενός αυταρχικού πατέρα που τον κακοποιούσε λεκτικά και σωματικά. Τα σχολικά του χρόνια σημαδεύονται από το μπούλινγκ που δέχεται από τους συμμαθητές και την περιφρόνηση που του επιφύλασσουν τα κορίτσια. Είναι μικρόσωμος και άσχημος, γεμάτος ανασφάλειες που τις επιτείνουν τα σημάδια της ακμής στο πρόσωπο του.
Το 1939, ενώ η Αμερική παρακολουθεί την Ευρώπη να σύρεται στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Μπουκόβσκι καταφεύγει στο Κολέγιο του Λος Άντζελες για να σπουδάσει Δημοσιογραφία και Φιλολογία. Σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούν οι αριστερές ιδέες και η αντιφασιστική ρητορική, ο φερέλπις συγγραφέας παριστάνει τον Ναζί, έτσι για να διασκεδάζει με τις αντιδράσεις τους. Το αποστειρωμένο περιβάλλον του κολεγίου τον διώχνει, περιπλανιέται στη Νέα Υόρκη και τη Φιλαδέλφεια, γράφει και στέλνει διηγήματα στα περιοδικά, προσπαθώντας να γίνει επαγγελματίας συγγραφέας. Αποφεύγει το στρατό καθώς οι ψυχίατροι τον θεωρούν επικίνδυνα αντικοινωνικό και καταλήγει σε μία ρουτίνα που αποτελείται από αλκοόλ, φτηνά ξενοδοχεία και άθλιο φαγητό. Τον σώζουν μόνο οι δημόσιες βιβλιοθήκες όπου μελετάει κλασικούς συγγραφείς και φιλοσόφους.
Διαπιστώνοντας ότι στη πεζογραφία κυριαρχούν όσοι γράφουν με πληκτικές, πομπώδεις και περίτεχνες προτάσεις αποφασίζει να τα παρατήσει. Ξέρει ότι έχει ταλέντο, ξέρει ότι «η γραφή είναι η τέλεια έκφραση ενός εγωισμού», ξέρει ότι σε αντίθεση με τους ομότεχνούς του γράφει ωμά και άμεσα, σαν τις ιστορίες που διηγείται ο διπλανός σου σ’ ένα μπαρ. Οπότε εγκαταλείπει το γράψιμο και αφιερώνεται για μία δεκαετία στο μεθύσι, το κυνήγι των γυναικών, τις ιπποδρομίες και σε περιστασιακές άθλιες δουλειές, συγκεντρώνοντας, χωρίς να το ξέρει το υλικό για τα επόμενα βήματα του στη λογοτεχνία.
Μία γαστρορραγία θα τον οδηγήσει στο νοσοκομείο, θα βρεθεί στα πρόθυρα του θανάτου, θα αναρρώσει και θα επανέλθει αποφασισμένος να σημαδέψει με τα γραπτά του την αμερικάνικη κοινωνία. Οι καιροί είναι ευνοικοί. Οι μπίτνικς με τα γραπτά τους σπέρνουν τον πανικό στη συντηρητική Αμερική. Το ροκ εν ρολ προκαλεί κύματα αγανάκτησης στους φιλήσυχους πολίτες. Ενώ οι χίπις που θα ακολουθούσαν κηρύττοντας τον ελεύθερο έρωτα και τα ναρκωτικά θα πυροδοτούσαν ακόμα περισσότερο την ένταση ανάμεσα στην κατά Νίξον «σιωπηρή πλειοψηφία» και τους νεόκοπους ανατροπείς της τάξης. Μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό ο Μουκόβσκι βρίσκεται στο στοιχείο του. Γράφει ποιήματα και ιστορίες, για μοιραίες γυναίκες και γρουσούζικα άλογα, για γρονθοκοπήματα στα μπαρ και μίζερα μεροκάματα, για εφιαλτικά συμβάντα και σεξουαλικές φαντασιώσεις.
Ο Μπουκόβσκι παρέμεινε, μέχρι το τέλος του το 1994, ένας μονόχνοτος μελαγχολικός τύπος που έπινε και έγραφε. Δεν κολλούσε ούτε με την μπήτνικ σκηνή, ούτε με τη νέα δημοσιογραφία, ούτε με τους χίπις. Όμως, παρά τις κραιπάλες του διέθετε πάντα αρκετή αυτοπειθαρχία για να καθίσει μπροστά στη γραφομηχανή- πάντα νύχτα- και να περιγράψει με ζωντάνια και πάθος- και μπόλικο αυτοσαρκασμό- την άγρια πλευρά του Λος Άντζελες εκεί όπου δεν έφτανε η λάμψη του Χόλιγουντ.
Η φήμη του εξαπλώθηκε μέσα από τη στήλη που διατηρούσε στην εβδομαδιαία εφημερίδα Open City. Εκεί ανάμεσα στις ριζοσπαστικές πολιτικές αναλύσεις, τη ροκ μουσική και τις αναφορές για «ταξίδια» με ψυχεδελικές ουσίες βρέθηκε χώρος και για την παραληρηματική πρόζα ενός μεσήλικα συγγραφέα. Οι ιστορίες του συγκεντρώθηκαν σε έναν τόμο με τον τίτλο της στήλης «Σημειώσεις ενός Πορνόγερου», που εκδόθηκε το 1969. Ο τίτλος επιλέχθηκε περισσότερο για να προβοκάρει τα ήθη της εποχής, καθώς τα πλήκτρα της γραφομηχανής του, δεν εξαντλούνταν στο σεξ αλλά επεκτείνονταν στη πολιτική, την θρησκεία, τις εμπειρίες από τις δημόσιες παρουσιάσεις των ποιημάτων του, τις σχέσεις με τις γυναίκες που σημάδεψαν τη ζωή του. Οι σύντομες αλλά μεστές ιστορίες ενός συγγραφέα που εμπνεόταν από τα πρόσωπα των ανθρώπων.
Το 2011 ο αμερικανός Ντέιβιντ Στίβεν Καλόουν -συγγραφέας μεταξύ άλλων μίας βιογραφίας του Χένρι Μίλερ και μίας του Μπουκόβσκι- ανέτρεξε ξανά στη στήλη του Πορνόγερου. Από εκεί επέλεξε κάποιες ιστορίες που δεν είχαν δημοσιευτεί στις συλλογές του Μπουκόβσκι και κυκλοφόρησε έναν μικρό τόμο με τίτλο «Μερικές ακόμα…Σημειώσεις Ενός Πορνόγερου». Ένα παλίμψηστό από τις περιπέτειες ενός γραφιά που πίστευε ότι η φήμη είναι αποτέλεσμα του κακού γούστου του κοινού και θεωρούσε ότι το καλύτερο πράγμα στους ανθρώπους είναι η θνητότητα τους.
Το βιβλίο απλά επιβεβαιώνει τον θρύλο ενός συγγραφέα που κατάφερε να συνδυάσει τους εφιάλτες του Κάφκα, την περιφρόνηση του αστικού ήθους του Σελίν και την παθιασμένη αγάπη για τους απόκληρους του Ντοστογιέφσκι. Η γραφή ζωντανεύει όλο το θεότρελο πανηγύρι της Αμερικής των καταφρονεμένων. Βαριεστημένες σερβιτόρες, αδέξιοι πυγμάχοι, υστερικές ερωμένες, καυγατζήδες μπαρόβιοι, άφραγκοι εκδότες συνωστίζονται στις σελίδες και φέρονται σαν να προσπαθούν να αποδείξουν τα λόγια του ποιητή «όταν κάνεις τα πράγματα να συμβούν, δημιουργείς ζωή, δημιουργείς τέχνη».
Οι «Μερικές ακόμα…Σημειώσεις Ενός Πορνόγερου» μόλις κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση Γιάννη Λειβαδά.