Πακέτα Ντελόρ: Τα ποσά που έλαβε η Ελλάδα από τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις
Διαβάζεται σε 4'Ο Ζακ Ντελόρ συνέδεσε το όνομά του με πακέτα οικονομικής ενίσχυσης κατά τη μεγέθυνση της ΕΕ που έμειναν στην ιστορία ως πακέτα Ντελόρ. Οι χρηματοδοτήσεις στην ελληνική οικονομία.
- 28 Δεκεμβρίου 2023 06:10
Ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζακ Ντελόρ που έφυγε από τη ζωή την Τετάρτη (27/12) σε ηλικία 98 ετών, θα μείνει στην ιστορία για την συμβολή του στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Από τη θέση του, ο Ντελόρ αποτέλεσε κρίσιμο παράγοντα για τομές που άλλαξαν την Ευρωπαϊκή Ένωση οδηγώντας τη στη σημερινή της μορφή, από τη δημιουργία της Μεγάλης Ενιαίας Αγοράς εμπορευμάτων, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων, τις συμφωνίες της Σένγκεν για τα ταξίδια εντός της Ένωσης, το πρόγραμμα Erasmus για τις ανταλλαγές φοιτητών μέχρι και τη δημιουργία του ενιαίου νομίσματος του μπλοκ, του ευρώ.
Παράλληλα, ο Γάλλος οικονομολόγος συνέδεσε το όνομά του και με μια σειρά από πακέτα οικονομικής ενίσχυσης της ΕΕ προς τις χώρες, γνωστά ως “πακέτα Ντελόρ” που αποτέλεσαν από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις και προς την ελληνική οικονομία.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η μεταρρύθμιση του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Κοινότητας κρινόταν όλο και πιο αναγκαία από την ηγεσία της προκειμένου να αποτραπεί μια δημοσιονομική κρίση, καθώς οι δαπάνες συνέχιζαν να αυξάνονται, με σημαντική τη συμβολή προς αυτή τη κατεύθυνση της κοινής γεωργικής πολιτικής που γινόταν όλο και πιο δαπανηρή.
Η διεύρυνση της Κοινότητας με την προσθήκη της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας σήμαινε ότι οι χώρες αυτές είχαν δικαίωμα σε γεωργικές επιδοτήσεις και περιφερειακές ενισχύσεις, με τον κοινοτικό προϋπολογισμό να διπλασιάζεται μέσα σε έξι χρόνια, χωρίς όμως να συμβαίνει το ίδιο και με τα έσοδα.
Παράλληλα, προβλήματα επικρατούσαν και σε θεσμικό επίπεδο με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που εξελέγη με άμεση και καθολική ψηφοφορία το 1979, να προσπαθεί να αυξήσει την επιρροή του στη διαδικασία του προϋπολογισμού, η οποία στην πράξη περιοριζόταν στις προτάσεις της Επιτροπής και στις αποφάσεις του Συμβουλίου Υπουργών. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να ασκήσει το δικαίωμά του να εγκρίνει (ή να απορρίψει) τον συνολικό προϋπολογισμό. Αυτό οδηγούσε σε συχνές διαφωνίες, οι οποίες καθυστερούσαν την έγκριση του προϋπολογισμού για το εν λόγω έτος κατά αρκετούς μήνες.
Τα ποσά που έλαβε η Ελλάδα
Τα πακέτα Ντελόρ
Μέσα στο παραπάνω πλαίσιο, μπήκε μπροστά η μεταρρύθμιση του κοινοτικού προϋπολογισμού, υπό την αιγίδα του Ζακ Ντελόρ, Προέδρου της Επιτροπής από τον Ιανουάριο του 1985. Αφετηρία ήταν μια ανακοίνωση που εξέδωσε η Επιτροπή το 1987,που έγινε γνωστή ως Πακέτο Ντελόρ Ι. Το 1992, μια νέα ανακοίνωση της Επιτροπής, γνωστή ως δέσμη μέτρων Ντελόρ ΙΙ, συνέχισε τις μεταρρυθμίσεις που είχαν αναληφθεί το 1988.
Η δέσμη μέτρων Ντελόρ Ι κορυφώθηκε με τις μεταρρυθμίσεις του 1988, οι οποίες είχαν δύο στόχους. Ο πρώτος ήταν να εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση του κοινοτικού προϋπολογισμού. Για τον σκοπό αυτό, εισήχθη ένας τέταρτος πόρος, ο οποίος υπολογιζόταν με βάση τη διαφορά μεταξύ των δαπανών και της απόδοσης των άλλων “ιδίων πόρων”. Ήταν, συνεπώς, ένας εφεδρικός πόρος που αποσκοπούσε στην εξισορρόπηση του κοινοτικού προϋπολογισμού.
Ο δεύτερος στόχος αποσκοπούσε στη βελτίωση της ετήσιας διαδικασίας του προϋπολογισµού και στον τερµατισµό των δηµοσιονοµικών διενέξεων. Αυτό επιτεύχθηκε με τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ του Συμβουλίου, της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 29 Ιουνίου 1988. Η συμφωνία καθόριζε κανόνες για ενισχυμένη δημοσιονομική πειθαρχία και καθόριζε “δημοσιονομικές προοπτικές” για μια πενταετή περίοδο (1988-1992). Οι δηµοσιονοµικές προοπτικές υποδείκνυαν το µέγιστο ποσό και τη σύνθεση των προβλεπόµενων κοινοτικών δαπανών για µια συγκεκριµένη περίοδο. Ερµήνευαν τις προτεραιότητες που καθορίστηκαν για τη διαχείριση των κοινοτικών πολιτικών και έθεταν τα όρια για την αύξηση των δαπανών σύμφωνα µε το ανώτατο όριο των ιδίων πόρων.
Αφού το σύστημα αυτό λειτούργησε ικανοποιητικά επί πέντε χρόνια, η Επιτροπή εξέδωσε μια νέα ανακοίνωση το 1992: τη δέσμη μέτρων Ντελόρ ΙΙ. Αυτή πρότεινε την ανανέωση της συμφωνίας και ειδικότερα την ιδέα των δημοσιονομικών προοπτικών. Η νέα συµφωνία μεταξύρ ων οργάνων της ΕΕ συνήφθη στις 23 Οκτωβρίου 1993. Σε ένα πλαίσιο οικονοµικής ύφεσης, προέβλεπε δηµοσιονοµικές προοπτικές για περίοδο επτά ετών (1993-1999) αντί για πέντε. Συνεχίστηκαν οι προηγούμενες κατευθυντήριες γραμμές και τέθηκαν φιλόδοξες προκλήσεις που συνδέονταν με την υπογραφή της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση: περιορισμός των γεωργικών δαπανών μετά τη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ τον Μάιο του 1992, άλλος διπλασιασμός των διαρθρωτικών ταμείων με τη δημιουργία ενός Ταμείου Συνοχής για τις λιγότερο ευημερούσες χώρες της Κοινότητας και επίτευξη της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ).