ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΑΡΡΟΣ: ΑΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΜΕ ΝΑ ΦΟΒΟΜΑΣΤΕ ΑΝ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΘΑ “ΠΙΑΣΕΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ”
Ο Γιάννης Νιάρρος μάς προσκαλεί στον σουρεαλιστικό κόσμο της νέας του παράστασης “ΝΥΞ, Λος Ιστορίας Περίεργας” πάνω σε κείμενα του Πάνου Κουτρουμπούση και του Χούλιο Κορτάσαρ.
Στο ανατρεπτικό μιούζικαλ “Σπιρτόκουτο” έγραψε μουσική, στίχους και είχε ρόλο σκηνοθέτη. Στους “Παίxτες” μάς εντυπωσίασε με απανωτά sold-out σε μία feelgood παράσταση, η επιτυχία της οποίας μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα. Προηγήθηκαν τα “Life Before Grammys”, “Ποιος σκότωσε τον σκύλο τα μεσάνυχτα” και το “Στέλλα Κοιμήσου”, παραστάσεις που καθιέρωσαν τον Γιάννη Νιάρρο στη συνείδησή μας ως ένα ταλέντο απρόβλεπτο και εκρηκτικό. Ένα ταλέντο με διαστάσεις που ακόμα δεν έχουμε δει.
Ποια είναι η επόμενη πίστα για τον Γιάννη Νιάρρο; Από ό,τι φαίνεται δεν είναι ένα κλασικό έργο με βαθυστόχαστα νοήματα, αλλά μία taylor-made δική του παράσταση, που δεν έχει σχέση με οτιδήποτε άλλο έχει κάνει στο παρελθόν και την αποκαλεί «ΝΥΞ, Λος Ιστορίας Περίεργας».
Πρόκειται για ένα “αξεδιάλυτο μείγμα πραγματικότητας και φαντασίας, ένα συνειρμικό ντόμινο που οδηγεί σε ένα κειμενικό και ηχητικό σύμπαν” βασισμένο σε κείμενα του Πάνου Κουτρουμπούση και του Χούλιο Κορτάσαρ. Αυτό το ντανταϊστικά πολύχρωμο σύμπαν, που παντρεύει τη μουσική και το βίντεο ανατρέποντας τη συνηθισμένη πληκτική καθημερινότητα, αναμένουμε με ενδιαφέρον από τις 15 Ιανουαρίου 2024 για 20 μόνο παραστάσεις στο θέατρο Σημείο.
Λίγο πριν από την πρεμιέρα, ο mastermind των “Λος Ιστορίας Περίεργας” έκανε ένα διάλειμμα από τις εντατικές πρόβες και μας μίλησε για όσα τον καθοδήγησαν να “στήσει” μια παράσταση που – όπως λέει – τον στέλνει σε διακοπές από τη σκέψη του.
«Η ιδέα για την παράσταση ξεκίνησε από την επιθυμία μου να δουλέψω μαζί με τρεις συγκεκριμένους ανθρώπους, με τους οποίους “χτίζουμε” αυτές τις παράξενες ιστορίες. Τον Γιάννη Παπαδόπουλο στα πλήκτρα, τον Δημήτρη Κλώνη στη μουσική και τον Γιώργο Μιζήθρα στα ηλεκτρονικά. Γενικότερα, για μένα, όταν μια δουλειά ξεκινάει με ανθρώπους που ταιριάζουν και θέλουν πολύ να συνεργαστούν μεταξύ τους, συνήθως καταλήγει να είναι μια πολύ καλή εμπειρία και συχνά μία επιτυχημένη παράσταση. Το ίδιο συνέβη με τα παιδιά που συνεργαστήκαμε στους “Παίκτες”.
Αρχική αφορμή ήταν ότι ήθελα να δουλέψω με τον Γιάννη και τον Δημήτρη, γιατί είναι παιδιά με τα οποία επικοινωνώ. Ασχολούνται με την αυτοσχεδιαστική μουσική, τη τζαζ, και τους ενδιαφέρει το θέατρο τόσο πολύ όσο εμένα με ενδιαφέρει η μουσική. Έψαχνα σε αυτή τη φάση να βρω έναν τρόπο να συνεργαστώ με δύο μουσικούς επί σκηνής σε μία φόρμουλα, που να μην είναι μιούζικαλ, ούτε μια παράσταση στην οποία να υπάρχει η μουσική σαν “πλάτη”, όπως συνήθως συμβαίνει.
Σκέφτηκα λοιπόν αυτό που εμένα μου αρέσει να βλέπω σαν θεατής και αυτό πάνω στο οποίο ταιριάζει η μουσική, δηλαδή την αφήγηση· το αφηγηματικό θέατρο και όχι τόσο το θέατρο των ρόλων, του συγκεκριμένου έργου ή του ρεπερτορίου. Αφηγηματικό θέατρο μπορεί να είναι οτιδήποτε έχει να κάνει με τη χρήση λόγου, εκεί όπου δεν υπάρχουν τυπικοί χαρακτήρες και οι ηθοποιοί δεν έχουν έναν συγκεκριμένο ρόλο. Υπάρχει δηλαδή η έννοια του αφηγητή.
Άρα σιγά σιγά ξεδιπλώθηκαν οι ρόλοι. Εγώ είμαι ο κεντρικός αφηγητής και τα παιδιά με τη μουσική τους αποτελούν τον “χαρακτήρα” της παράστασης. Αυτή ήταν η πρώτη δομική σκέψη πίσω από αυτή τη συνεργασία. Κατόπιν, άρχισα να σκέφτομαι το υλικό που θα μπορούσα να επιλέξω για να αφηγηθώ. Και τότε ήρθε στο μυαλό μου ο από πάντα πολύ αγαπημένος μου Αργεντινός πεζογράφος και ποιητής Χούλιο Κορτάσαρ, ο οποίος έχει γράψει μικρά, αλλά και πιο μακροσκελή διηγήματα. Τα διάβασα όλα, μεταξύ αυτών το μυθιστόρημα “Κουτσό” [συγκαταλέγεται στα κορυφαία έργα της λογοτεχνίας της Λατινικής Αμερικής] και το “Αξολότλ“. Στον Κορτάσαρ πάντα με συγκινούσε κάτι πέρα από το ότι είναι μεγαλοφυΐα και μεγάλος μαέστρος του λόγου και της λογοτεχνίας. Η έννοια του ονείρου που υπάρχει στα γραπτά του! Η έννοια της παράλληλης πραγματικότητας που μπορεί να σου αλλάξει το perspective, να σου αλλάξει το πρίσμα μέσα από το οποίο βλέπεις μια σκέψη, έναν χαρακτήρα, μια στιχομυθία. Με έναν πάρα πολύ μαγικό τρόπο η σκέψη του σε αφήνει άφωνο.
Πώς θα μπορούσε αυτή η αίσθηση να παιχτεί στο θέατρο, δηλαδή να την ακούς και όχι να τη διαβάζεις. Ας πούμε σε ένα από τα βασικότερα κείμενά του, το “Αξολότλ” μιλάει για κάποιες σαύρες -τα αξολότλ – και έναν άνθρωπο που τις παρακολουθεί σε έναν ζωολογικό κήπο, κάθε μέρα, έξω από το τζάμι. Αφηγείται λοιπόν την καθημερινή τελετουργία αυτού του τύπου που παρακολουθεί σαύρες. Σιγά σιγά βρίσκεσαι χαμένος στην αφήγηση, με έναν μαγικό τρόπο σταματάς να καταλαβαίνεις αν μιλάει ο τύπος ή μιλάνε οι σαύρες ή ξαναμιλάει ο τύπος. Έτσι μπήκε το πρώτο λιθαράκι για τις περίεργες ιστορίες που θα διηγηθούμε στη σκηνή.»
Πώς “έδεσε” με τον Χούλιο Κορτάσαρ, ο ανένταχτος, αιώνιος έφηβος -συγγραφέας και εικαστικός- Πάνος Κουτρουμπούσης;
«Αναρωτήθηκα αν υπάρχει κάποιος Έλληνας που θα μπορούσε να με συγκινήσει στο σύγχρονο κόσμο που ζούμε, σε επίπεδο ιστορίας/αφήγησης. Και τότε διάβασα τα άπαντα του Κουτρουμπούση και ανακάλυψα όλη αυτή τη συγκλονιστική μποέμ φυσιογνωμία, που έζησε χωρίς συμβιβασμούς. Γενικότερα σαν χαρακτήρας επιλέγω παραστάσεις – πχ το “Life Before Grammy’s” ή τους “Παίκτες” ή το “Σπιρτόκουτο” – που έχουν κάτι το αποσπασματικό. Είτε σε επίπεδο πληροφορίας, είτε ύφους ή αισθητικής. Τώρα μου αρέσει αυτό και μετά από πέντε λεπτά μπορεί να μ’ αρέσει να σου παίξω ένα τραγούδι τελείως διαφορετικό ή ακόμα και να επιλέξω να πειραματιστώ με μια τελείως άλλη θεατρική αισθητική. Δράμα, κωμωδία ή θέατρο του παραλόγου. Με εκφράζει αυτή η ελευθερία.
Σκέφτηκα, λοιπόν, πώς θα μπορούσα να τα ενώσω όλα αυτά σε μια παράσταση; Και εκεί επέστρεψα να αναλύσω ξανά ένα ρεύμα τέχνης που πάντα με συνάρπαζε. Τον ντανταϊσμό. Ένα κίνημα που βασικά υποστηρίζει ότι η τέχνη δεν είναι απαραίτητο να αποσκοπεί σε κάτι καλαίσθητο, σε κάτι υψηλό ή σε κάτι με νόημα. Αυτό σαν σκέψη σε απενοχοποιεί. Απελευθερώνει από αυτή την ερώτηση που νιώθω ότι πολύ συχνά υπάρχει στην Ελλάδα και ίσως και παντού: “γιατί το έκανε ο καλλιτέχνης αυτό;”. Τι σκεφτόταν, τι θέλει να αναδείξει μέσα από αυτό. Τι θέλει να πει αυτό το έργο; Και συνήθως η απάντηση κρύβεται στο ίδιο, αυτό, καθαυτό το έργο. Ή ακόμα η απάντηση συχνά μπορεί να είναι και… τίποτα απολύτως. Ο καλλιτέχνης έκανε κάτι που δεν έχει κανένα απολύτως νόημα, δεν έχει καμία απολύτως λογική εξήγηση.
Οπότε, ψάχνοντας τους ντανταϊστές και το πώς απενοχοποιούν την καλλιτεχνική διαδικασία φτάνεις να διαβάσεις πχ τα ποιήματά τους, τα οποία ήταν σκέτος λόγος χωρίς νόημα. Ήταν φράσεις τις οποίες εκτελούσαν μπροστά σε κοινό. Και όλη αυτή η διαδικασία είχε κάτι το αμήχανο, αλλά και σχεδόν μυστικιστικό. Μέσα από αυτή τη διαδικασία ψαξίματος, κατέληξα στο ότι δεν χρειάζεται τελικά να δικαιολογήσω τον εαυτό μου. Να δικαιολογήσω το γιατί ενώνω τον Κορτάσαρ με τον Κουτρουμπούση. Ένας λόγος που τους ενώνει είναι ότι μου αρέσουν πάρα πολύ και οι δύο.
Ο Κουτρουμπούσης ήταν ένας Μπιτ Έλληνας, ένας αυθεντικός εκπρόσωπος της γενιάς των μπιτνικς. Ο κόσμος που φέρνει μέσα από τα έργα του είναι επηρεασμένος από κόμικς, από horror, από sci-fi. Τα κείμενά του και τα εικαστικά του είναι στο καλώς εννοούμενο, “ευτελές” φάσμα. Θα μπορούσες να τα θεωρήσεις ευτελή. Είναι ένας τύπος που ζωγράφιζε σε ένα σπιρτόκουτο ένα εξωγηινάκι και γι αυτόν τελείωνε εκεί το θέμα – δεν είχε την ανάγκη να το δημοσιοποιήσει. Γι αυτό νομίζω ήταν και σχετικά άγνωστος – γιατί δεν τον ενδιέφερε αυτό. Η γυναίκα του, η Κέιτ, μου είχε πει “he didn’t give a shit”. To οποίο θεωρώ ότι είναι ένα πολύ όμορφο και τεράστιο γνώρισμα ενός καλού καλλιτέχνη.
Και νομίζω, όλοι κάτι τέτοιο προσπαθούν να αποβάλλουν. Να αποβάλλουν το άγχος για το αν αυτό που δημιούργησαν αφορά τον κόσμο ή να τους νοιάζει τι λέει το έργο τέχνης τους. Και πόσο μάλλον όταν μιλάμε για καλλιτέχνες που αντιμετωπίζουν από παντού την κριτική, υπάρχει ανταγωνισμός, υπάρχει η κοινωνική αίσθηση κάθε εποχής για το τι είναι αποδεκτό και τι όχι. Εγώ ταυτίστηκα με όλα αυτά τα πράγματα. Είδα ότι στο μέλλον θα ήθελα να είμαι ένας άνθρωπος σαν τον Κουτρουμπούση. Δεν το έχω κατακτήσει ακόμα. Βέβαια δεν νομίζω ότι κι εκείνος το είχε κατακτήσει απόλυτα, αλλά τουλάχιστον είχε καταφέρει να βρει έναν τρόπο να μην τον αφορά τι σημαίνει το έργο του. Να αντέχει και να το διαχειρίζεται.
Ένα άλλο πράγμα που μου άρεσε πολύ στον Κουτρουμπούση ήταν το τεράστιο χιούμορ του. Αν ας πούμε ο Κορτάσαρ είναι μεγαλειώδης και λυρικός και ποιητικός, ο Κουτρουμπούσης είναι με την καλή έννοια “καμμένος”, λόγιος και παιχνιδιάρης. Δηλαδή και τα σκίτσα του ή τα γραπτά του σου λένε μια ιστορία μέσα σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα και συνήθως σε κάνουν -εννιά στις δέκα φορές- να χαμογελάς. Σε κάνει να νιώθεις ότι μπορεί να υπάρξει και ελληνική λογοτεχνία πέρα από την πλευρά που κυρίως γνωρίζουμε, την ηθογραφική, αμιγώς γλαφυρή, ποιητική και βαρύγδουπη. Και αυτό είναι κάτι που εμένα μου λείπει από τη γενιά των προηγούμενων συγγραφέων.
Όλα φαντάζουν τόσο μα τόσο σημαντικά, και τα θέματα που θίγονται πάντα έχουν να κάνουν με κάτι το πανανθρώπινο, βαρύ, ουσιαστικό. Ωραία όλα αυτά, αλλά υπάρχει και μια άλλη πλευρά. Σε αυτή τη φάση που βρίσκομαι, σε έναν σταθμό ανάμεσα στο να συνεχίσω την καριέρα μου ή να σκηνοθετήσω ή να ξαναπαίξω στο θέατρο ως ηθοποιός-πρωταγωνιστής τύπου Τέταρτη- Κυριακή σε μια παράσταση επιλέγω, καλώς εννοούμενες… διακοπές. Αυτή η παράσταση είναι οι διακοπές μου από το νόημα, οι διακοπές μου από την καριέρα, διακοπές από την πλήξη και από τη σκέψη.»
Γιατί ΝΥΞ;
«Γιατί όλο το σύμπαν, το οποίο φτιάχνεται μέσα στη νύχτα, μέσα στο ΝΥΞ, είναι σουρεαλιστικό, είναι βαθιά παιχνιδιάρικο και απενοχοποιημένο και βαθιά επιφανειακό. Είναι όπως σε ένα έργο των ντανταιστών βλέπεις ένα κόμικ το οποίο έχει μέσα πάρα πολλά υλικά και το τελικό αποτέλεσμα σου προκαλεί ανάμικτα συναισθήματα· κάτι ανάμεσα σε φρίκη και αηδία, αμηχανία, θαυμασμό, ένα ερωτηματικό. Και αναρωτιέσαι πώς τους ήρθε αυτό το πράγμα. Αυτό νομίζω είναι ωραίο, έχει πλάκα!»
Πώς εντάσσονται στην παράσταση τα κείμενα ή τα σκίτσα του Κουτρουμπούση;
«Στην παράσταση χρησιμοποιούνται δύο βασικά κείμενα του Κουτρουμπούση και σκίτσα του. Ο Βασίλης Μάλαμας κάνει audio reactive video και έχοντας κάνει εννοείται μια προεργασία, φτιάχνει επιτόπου σε έναν υπολογιστή τα βίντεο, την ώρα της παράστασης. Κι αυτός ακολουθεί τη λογική των παιδιών που θα αυτοσχεδιάζουν. Παίρνει ερεθίσματα από τον ήχο, είτε από τη φωνή μου είτε από τη μουσική και χρησιμοποιώντας τα σκίτσα του Κουτρουμπούση και τα δικά του 3D design, τα προβάλει με πολλούς διαφορετικούς τρόπους μέσα στην αίθουσα.»
Αναφέρεις πολύ τον αυτοσχεδιασμό, αυτό σημαίνει ότι κάθε βράδυ μπορεί η παράσταση να είναι διαφορετική;
«Ναι, σίγουρα θα είναι διαφορετική κάθε βράδυ και λόγω αυτού που σου είπα ότι τα βίντεο είναι computer generated και παίρνουν ερεθίσματα από τη μουσική, αλλά και γιατί όλους μας ενώνει εκείνη η στιγμή που οργανωμένα ξέρουμε ότι βουτάμε στο κενό και συμβαίνει ό,τι είναι να συμβεί. Πάντα οργανωμένα με μια βασική δομή, όπως στην τζαζ μουσική ή όπως είναι ένας αυτοσχεδιασμός στο θέατρο που συνήθως πεθαίνει πριν από την πρεμιέρα. Γιατί δυστυχώς οι αυτοσχεδιασμοί πεθαίνουν και μένουν τα fixed πράγματα. Τώρα που είμαι με τους φίλους μου και νιώθω άνετα, και σκηνοθετώ τον εαυτό μου, δεν θέλω να αποκλείσω αυτή τη λειτουργία από την καθημερινή ενασχόληση με το θέατρο.»
Όπως περιγράφεις αυτή την παράσταση μοιάζει με ρίσκο, με κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί. Ανησυχείς μήπως το κοινό δεν μπορέσει να “πιάσει” τον παλμό αυτού που έχεις σκεφτεί;
«Υπάρχει αυτός ο φόβος. Αλλά είπαμε, νομίζω πως το επόμενο βήμα είναι να σταματήσουμε να φοβόμαστε. Δεν πρόκειται να φτάσει κανένας σε κάτι καινούργιο και πιο φρέσκο και για τον ίδιο και για τους άλλους, αν δεν βάλει τον εαυτό του σε αυτό το φόβο, σε αυτό το άγνωστο ταξίδι. Το έχω ζήσει με αρκετές παραστάσεις αυτό. Να είμαι πριν από την πρεμιέρα και να αναρωτιέμαι αν “θα μας πάρουν με τις ντομάτες”. Ειδικά σε πράγματα που είναι πιο καινοτόμα – του τύπου “θα γράψω μουσική και θα βρίζονται πάνω στη σκηνή” όπως στο “Σπιρτόκουτο” ή “Οι Παίκτες” που ήταν στα όρια της φάρσας. Εμείς όλοι γουστάραμε πάρα πολύ, αλλά το αν θα γουστάρει το κοινό δεν το ξέρεις. Θα υπάρχουν σίγουρα κάποιοι, λίγοι ή και περισσότεροι, που πραγματικά θα καταλάβουν γιατί εμείς επιλέξαμε να παρουσιάσουμε αυτό το υλικό. Μας νοιάζει κάθε φορά να επικοινωνήσουμε με έναν ή με πολλούς.
Εδώ εννοείται ότι αυτή η παράσταση που ετοιμάζω είναι μια επιλογή υψηλού ρίσκου, με την έννοια ότι έχει πάρα πολλά πράγματα τα οποία δεν έχει συνηθίσει να βλέπει το κοινό στο θέατρο. Ένα βασικό είναι ότι εκτός από τους αμιγώς θεατρόφιλους, ο κόσμος δυσκολεύεται να δει έναν άνθρωπο, μόνο του, να αφηγείται και να μην “πατάει” πάνω σε έναν ρόλο στο πλαίσιο ενός έργου με υπόθεση. Επίσης, έχει πάρα πολύ δυνατή μουσική και για πολλή ώρα. Πέρα από αυτά, πάντως, δουλεύω με τον εαυτό μου να μη με ενδιαφέρει τι θα γίνει. Και λέω “αφού αυτό θες τώρα, αυτή τη στιγμή, είναι μια χαρά”. Ούτε θα βαφτιστώ ξαφνικά διάνοια αν το κάνω καλά, ούτε αποτυχία αν το κάνω κακά ή δεν αρέσει στο κοινό.»
Να είμαστε προετοιμασμένοι ότι και οι επόμενες επιλογές σου θα είναι απρόβλεπτες;
«Σίγουρα έχω κατακτήσει το να μπορώ να επιλέγω. Εδώ και δυο-τρία χρόνια κάνω πράγματα που μου αρέσουν και λέω “όχι” σε άλλα. Όλο και περισσότερο θέλω να είμαι πρώτα ειλικρινής με τον εαυτό μου. Το οποίο δεν είναι πολύ εύκολο γιατί κάθε μέρα αλλάζω γνώμη και άποψη για το τι θέλω να κάνω σε αυτό το κομμάτι. Αλλά έχω αρχίσει να το βλέπω λίγο πολύ σαν παιχνίδι. Ότι στην τελική δεν έχει καμία απολύτως σημασία τι θα επιλέξω να κάνω σχεδόν ούτε για μένα τον ίδιο, ούτε για κάποιον άλλον. Οπότε πλέον προσπαθώ να το βλέπω πιο χαλαρά, γιατί παλιά με απασχολούσε πάρα πολύ το τι θα κάνω μετά και πώς θα πάει. Πλέον θέλω να εστιάζω στο να γουστάρω. Να μη νιώθω ότι δουλεύω, αλλά να νιώθω ότι περνάω καλά ανεξαρτήτως αποτελέσματος, το οποίο πολύ συχνά δεν μπορείς να προβλέψεις.»
Σύλληψη-Κείμενο-Σκηνοθεσία: Γιάννης Νιάρρος
Συνεργασία στη Δραματουργία/Σκηνοθεσία: Χαρά-Μάτα Γιαννάτου
Μουσική σύνθεση: Γιάννης Παπαδόπουλος, Δημήτρης Κλωνής
Ηχοληψία, Ηχητικός Σχεδιασμός: Γιώργος Μιζήθρας
Real time video: Βασίλης Μάλαμας
Σκηνικά-Κοστούμια: Τζίνα Ηλιοπούλου, Λίνα Σταυροπούλου
Σκίτσα παράστασης: Πάνος Κουτρουμπούσης
Παίζουν: Γιάννης Νιάρρος, Γιάννης Παπαδόπουλος (keyboards), Δημήτρης Κλωνής (Tύμπανα), Γιώργος Μιζήθρας (Ηλεκτρονικά)
- Φωτογραφίες promo και επεξεργασία: Γκέλυ Καλαμπάκα
- Graphic Designer: Mαρία Γιαρμενίτη
- Promo video: Γιάννης Gismo Μπερέρης
Στο θέατρο Σημείο από 15 Ιανουαρίου. Διάρκεια παράστασης: 80 λεπτά, Προπώληση: more.com