Νέες ταινίες: Ο θρύλος του Χαγιάο Μιγιαζάκι συνεχίζεται με το οσκαρικό “Αγόρι κι ο Ερωδιός”
Διαβάζεται σε 10'Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 01 Φεβρουαρίου 2024 06:38
Με το “Poor Things” να συνεχίζει ασταμάτητο την πορεία του έκλεισε ο Ιανουάριος, με την ταινία του Γιώργου Λάνθιμου να είναι στο #1 των ταμείων κυριολεκτικά από την πρώτη μέχρι και την τελευταία μέρα του μήνα. Η υποψήφια για 11 Όσκαρ ταινία έφτασε τις 330.000 εισιτηρίων το ΣΚ και θα καλπάσει ως και την 400άρα καθώς οι απώλειες που εμφανίζει είναι πολύ σταδιακές και καθόλου απότομες.
Το τοπ-3 του περασμένου 4ημέρου έκλεισαν οι δύο μεγάλες νέες ταινίες της εβδομάδας. Στο #2 τα “Παιδιά του Χειμώνα” του Αλεξάντερ Πέιν με 16.000 εισιτήρια και στο #3 το “Ferrari” του Μάικλ Μαν με 15.000 εισιτήρια, αν και η ταινία του Πέιν έχει αρκετά καλύτερο μέσο όρο ανά αίθουσα, ένα δυνατό άνοιγμα που λογικά θα εμφανίσει και διάρκεια καθώς η ταινία θα μαζεύει βραβεία και υποψηφιότητες φτάνοντας προς τα Όσκαρ.
Αξίζει ακόμα να σημειώσουμε πως ο “Γουόνκα” κατάφερε να περάσει το φράγμα των 100.000 εισιτηρίων στην τελευταία του λογικά εβδομάδα στο τοπ-10, ενώ αντέχει ψηλά κι ο “Μελισσοκόμος” με τον Τζέισον Στέιθαμ που έφτασε τις 65.000 εισιτήρια σε 3 εβδομάδες κυκλοφορίες.
Οι ταινίες της εβδομάδας:
Το Αγόρι κι ο Ερωδιός
(“The Boy and the Heron / Kimitachi wa dô ikiru ka”, Χαγιάο Μιγιαζάκι, 2ω4λ)
****
Ένα νεαρό αγόρι, ο Μάχιτο, που έχασε μικρό την μητέρα του, επιχειρεί να μεταβεί σε έναν κόσμο όπου ζωντανοί και νεκροί συνυπάρχουν. Σε εκείνον τον κόσμο ο θάνατος τελειώνει και η ζωή βρίσκει μια νέα αρχή. Οδηγός του Μάχιτο σε αυτό το ταξίδι είναι ένα πλάσμα, μισός ερωδιός και μισός άνθρωπος, το οποίο ακροβατεί στα όρια ψέματος και αλήθειας. Το αγόρι στο νέο κόσμο κάνει νέους φίλους, ξαναβρίσκει τη μητέρα του – και συναντά τον δημιουργό του κόσμου.
Η τελευταία –μάλλον, αν και ποτέ δεν ξέρεις– ταινία του ζωντανού θρύλου Χαγιάο Μιγιαζάκι (“Spirited Away”), βρίσκει τον μεγάλο δημιουργό να συνθέτει και πάλι μαγικούς, ονειρικούς κόσμους του παραλόγου που ισορροπούν χάρη στο συναισθηματικό τους κέντρο βάρους. Η μοναδική του ικανότητα είναι και πάλι παρούσα, να δημιουργεί συνθήκες που δεν υπακούν σε κανόνες παρά σε εκείνους του ονείρου – αφήνοντας αρκετά αφηρημένα στοιχεία πλοκής και κοσμογονίας ώστε ο θεατής να μπορέσει να εισάγει δικές του σκέψεις, αγωνίες και όνειρα μέσα στην ταινία.
Αυτό δε σημαίνει πως είναι αραιή, και σίγουρα δεν λειτουργεί με το αφοπλιστικό μεγαλείο του αριστουργήματός του, “My Neighbor Totoro”. Είναι, αντιθέτως, ένα αρκετά πυκνό φιλμ, με μια επεισοδιακή αφήγηση που κάποιες φορές θα φρενάρει, δε θα κυλάει με τον τρόπο που πάντα κυλάνε τα όνειρα του Μιγιαζάκι. Όμως κάθε νέα κατάσταση που παρουσιάζεται, κάθε νέα συνθήκη, από ένα απολαυστικό καστ μεγαλύτερων σε ηλικία χαρακτήρων μέχρι μια στρατιά φονικών παπαγάλων(!), έχει τη φαντασία και την εσωτερική δύναμη ώστε να σε παρασύρει από μόνη της.
Και τελικά, οδηγώντας σε ένα κρεσέντο που αιτιολογεί εκ του αποτελέσματος όλες τις αιχμές που έχουν προηγηθεί. Με τον Μιγιαζάκι αντιμέτωπο με μια σπουδαία, δυσβάσταχτη εσωτερική σύγκρουση – από τη μία το βάρος, η ευθύνη και το άγχος της κληρονομιάς και της ίδιας της Ιστορίας, κι από την άλλη η συναρπαστική γοητεία των όσων κρύβονται σε ένα ανοιχτό μέλλον που, ναι, υπάρχει (ακόμα). Ο Μιγιαζάκι εισάγει στην ιστορία αυτοβιογραφικά στοιχεία σε ένα έστω αφηρημένο επίπεδο, δίνοντας σε αυτή την τελευταία (;) του μαγική περιπέτεια μια δυναμική ματιά που ισορροπεί ανάμεσα στην τραγικότητα και την ελπίδα.
Ύστερα από το θαρραλέα περίπλοκο, αδίκως παραγνωρισμένο “Wind Rises” (η αμέσως προηγούμενη «τελευταία» ταινία του πριν επιστρέψει στην ενεργό δράση), το “Αγόρι κι ο Ερωδιός” προσφέρει μια νέα ματιά στον ψυχισμό ενός τεράστιου δημιουργού. Καταφέρνει να είναι ένα φιλμ προσωπικό, σκληρό, συναισθηματικό και απελευθερωτικό την ίδια στιγμή, και ομολογουμένως περισσότερο ταιριαστό με το υπόλοιπο σώμα του έργου του. Αν αυτό είναι όντως το τέλος, πρόκειται για έναν δύσκολο, ώριμο, φιλοσοφημένο αποχαιρετισμό.
Βραβευμένο με Χρυσή Σφαίρα και υποψήφιο για Όσκαρ καλύτερης ταινίας κινουμένων σχεδίων.
Μην Περιμένετε και Πολλά από το Τέλος του Κόσμου
(“Do Not Expect too Much from the End of the World / Nu astepta prea mult de la sfârsitul lumii”, Ράντου Ζούντε, 2ω43λ)
****
Η Άντζελα, μια κακοπληρωμένη βοηθός παραγωγής αλωνίζει τους δρόμους του Βουκουρεστίου με το αυτοκίνητό της για το κάστιγκ ενός εταιρικού βίντεο. Στην διαδρομή της θα συναντήσει από συνηθισμένους ανθρώπους μέχρι απειλητικές corporate φιγούρες κι από παράλογες μορφές της καθημερινότητας μέχρι διαβόητα pop culture icons. Κι εξαιτίας αυτού του βίντεο, θα ξεσπάσει ένα σκάνδαλο – σε αληθινό χρόνο.
Ο Ράντου Ζούντε, ένας αληθινά ανήσυχος, συναρπαστικός, μονίμως ευρηματικός χρονογράφος της εποχής μας, επιστρέφει μετά το “Ατυχές Πήδημα ή Παλαβό Πορνό” με άλλη μια ταινία-κολάζ που αρνείται την οποιαδήποτε κατηγοριοποίηση, καταγράφοντας το σήμερα σα να επρόκειτο για κάποιο μελλοντικό, ιστορικής σημασίας εύρημα. Τα πρώτα ⅔ της ταινίας αποτελούν ένα φρενήρες κοινωνικό road movie, με την Άντζελα να επαναλαμβάνει διαρκώς μοτίβα υπηρετώντας τα αφεντικά της μέσα έναν απάνθρωπο καπιταλιστικό αδιέξοδο. Είναι άυπνη, είναι κακοπληρωμένη, δεν έχει χρόνο, δεν πιστεύει σε αυτό που κάνει – αλλά και τι να κάνεις; Το τέλος του κόσμου είναι γύρω μας, απλά δεν έχουμε καν τον χρόνο να σταθούμε και να το κοιτάξουμε.
Τις διάφορες στάσεις-αποστολές της Άντζελα διακόπτουν οι παρεμβάσεις του ψηφιακού της άβαταρ, του κάφρου Μπομπίτσα, μιας ιντερνετικής περσόνας που σατιρίζει με ακραίο τρόπο την φασιστική, σεξιστική ρητορική που κυκλοφορεί ανεξέλεγκτα στα social media. Την ίδια ώρα, συναντά από απλούς ανθρώπους της εργατικής τάξης που ζητούν απεγνωσμένα την οποιαδήποτε ευκαιρία, μέχρι καλτ φιγούρες της trash κουλτούρας (ο διαβόητος γερμανός σκηνοθέτης Ούβε Μπολ σε ένα απίστευτο cameo), κι από ψηφιακές περσόνες εμπρηστικής ρητορικής, μέχρι επιβλητικές corporate φιγούρες, ψυχρά εκμεταλλευτικές και απάνθρωπα αποστασιοποιημένες: Η Νίνα Χος (σπουδαία γερμανίδα ηθοποιός του Κρίστιαν Πέτζολντ, πρόσφατα στο “Tar”) εμφανίζεται μέσω zoom με φόντο μια πόλη, σα να ήταν ένας αυστηρός εξωγήινος που επιβλέπει τους «κατώτερους» ντόπιους. Είναι σοκαριστικά κυνικός, όσο και αυθεντικός, ο τρόπος με τον οποίο πίσω από την «εταιρική ευθύνη» της, κρύβεται μια βαθύτατη αδιαφορία για οτιδήποτε ανθρώπινο.
Η τρίτη πράξη ενός φιλμ ήδη μανιακού (ως προς τις υφολογικές και στιλιστικές του εναλλαγές) μοιάζει λοιπόν σαν κρύο ντους. Η κίνηση εξαφανίζεται, η κάμερα μένει ακίνητη, και αποτυπώνει με υπομονή και με ψυχρότητα, τον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο καταγράφεται –και αλλοιώνεται– η αλήθεια. Είναι σοκαριστικό, είναι εξοργιστικό, είναι αληθινό, είναι αναγνωρίσιμο.
Νωρίτερα στο φιλμ, παράλληλα με την οδύσσεια της Άντζελα, εμφανίζονται εμβόλιμες σκηνές από μια ρουμάνικη κωμωδία του 1981, ένα φιλμ από την περίοδο Τσαουσέσκου που με τον υπόγειο τρόπο του σχολιάζει την εποχή στην οποία ανήκει. Και το οποίο βρίσκεται σε έναν ιδιότυπο διάλογο με το φιλμ του Ζούντε, και με το σήμερα. Δεν πρόκειται για εξίσωση των περιόδων φυσικά, όπως κι οι ταινίες δεν είναι ίδιες. Μέσα όμως από την συζήτησή τους, προκύπτει κάτι διαχρονικό πάνω στις κοινωνίες, στην καταπίεση, και στο πώς η εικόνα αποτελεί εργαλείο καταγραφής (και σχολιασμού, και προπαγάνδας) της εκάστοτε ιστορικής στιγμής. Όπως βλέπουμε και στην σοκαριστική τρίτη πράξη του “Μην Περιμένετε Και Πολλά”, αυτό είναι κάτι που τελικά παραμένει αναλλοίωτο: Η εικόνα παγιδεύει μέσα της το παρόν, και σχηματίζει την ιστορική αλήθεια.
Ο Ζούντε πειραματίζεται και παίζει με την κινηματογραφική φόρμα, μιλώντας με χιούμορ και πικρία καθώς εξετάζει το σήμερα σε σχέση με το παρελθόν και την πραγματικότητα σε σχέση με το πώς αυτή καταγράφεται. Social media, gig economy, εταιρική ισχύς, κοινωνική εκμετάλλευση, fake news, η απόλυτη κακοφωνία της ύπαρξής μας σε έναν αληθινό κινηματογραφικό τυφώνα. Ελάχιστοι σκηνοθέτες καταφέρνουν να καταγράφουν τον κόσμο και την Ιστορία όπως το κάνει ο Ζούντε.
Μεγάλο βραβείο στο φεστιβάλ του Λοκάρνο.
Πλάνο 75
(“Plan 75”, Τσι Χαγιακάγουα, 1ω53λ)
***
Στην Ιαπωνία ενός κοντινού μέλλοντος, ένα νέο κυβερνητικό πρόγραμμα (το Πλάνο 75 του τίτλου) δίνει κίνητρα σε γηραιότερουτς πολίτες να προσφερθούν αυτοβούλως για ευθανασία ώστε να βοηθήσουν να αποσυμφορηθεί μια ολοένα και πιο γερασμένη κοινωνία. Μια γηραία γυναίκα δίχως πολλές επιλογές επιβίωσης, ένας πωλητής του Πλάνου κι ένας νεαρός μετανάστης εργάτης, αντιμετωπίζουν όλοι ηθικά διλήμματα ζωής και θανάτου.
Τρυφερά υπαρξιακή ταινία από την Ιαπωνία, ορμώμενη σε κάποιο βαθμό σε αληθινή ιστορία αυτοδικίας, ενός άντρα που πίστευε πως τα γηραιότερα μέλη της κοινωνίας απλά βαραίνουν τους υπόλοιπους.
Ύποπτος
(“Accused”, Φίλιπ Μπαραντίνι, 1ω28λ)
**
Ένας νεαρός άντρας πακιστανικής καταγωγής ταξιδεύει με το τρένο για το σπίτι των γονιών του όταν μαθαίνει πως έλαβε χώρα λίγο νωρίτερα μια βομβιστική επίθεση στον υπόγειο του Λονδίνου, από σημείο στο οποίο είχε περάσει. Φτάνοντας στο σπίτι το βράδυ, διαπιστώνει έντρομος πως, σταδιακά, γίνεται στόχος μιας ιντερνετικής εκστρατείας εύρεσης του ενόχου. Χωρίς στοιχεία και αποδείξεις, το όνομά του (και η εικόνα του) διαδίδεται με ταχύτητα αστραπής, φέρνοντας τον κίνδυνο στο κατώφλι του. Αυτή η νύχτα θα είναι πολύ δύσκολη.
Αγωνιώδες θρίλερ από τον Φίλιπ Μπαραντίνι, σκηνοθέτη του καθηλωτικού μεν, υπερβολικού δε “Σημείου Βρασμού”. Η τεχνική αλλά και οι αδυναμίες του Μπαραντίνι φαίνονται ακόμα εντονότερα στη νέα του ταινία, η οποία δίχως τις διάφορες εύγεστες σως και τις γαρνιτούρες, μένει ένα πιάτο ξεγυμνωμένο και εν τέλει γευστικά μονότονο. Μια πολύ ενδιαφέρουσα πρώτη πράξη (με τη δράση να εξελίσσεται κυρίως ονλάιν καθώς ο ήρωας παρακολουθεί έντρομος και βουβός μη ξέροντας πώς να αντιδράσει) ξεπέφτει γρήγορα σε υπερβολές, σε καταστάσεις τραβηγμένες από τα μαλλιά, και σε κλισέ καταδιωκτικό σασπένς που θα μπορούσε να ανήκει στην οποιαδήποτε άλλη περιπέτεια κι όχι απαραιτήτως σε αυτή. Συγγνώμη, αλλά δεν μαγειρεύονται όλα τα πιάτα με τον ίδιο τρόπο.
Άργκαϊλ
(“Argylle”, Μάθιου Βον, 2ω19λ)
Η Έλι Κόνγουεϊ είναι συγγραφέας επιτυχημένης σειράς κατασκοπικών μυθιστορημάτων. Παρότι η ιδανική βραδιά για την ίδια είναι στο σπίτι με τον γάτο της, στα βιβλία της ο πρωταγωνιστής είναι ο πράκτορας Άργκαϊλ που ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο ξεσκεπάζοντας ένα διεθνές δίκτυο κατασκόπων. Κάποια στιγμή όμως αρχίζει να συμβαίνει κάτι πολύ παράξενο: Οι ιστορίες της συμβαίνουν στην πραγματική ζωή. Τότε η Έλι θα πρέπει να εγκαταλείψει την σιγουριά του σπιτιού της και, με τη βοήθεια ενός αληθινού κατασκόπου, να εξακριβώσει τι είναι αλήθεια και τι είναι ψέμα. Η νέα περιπέτεια από τον Μάθιου Βον, σκηνοθέτη του “Kingsman” (κι όλα όσα σημαίνει αυτό για τον κάθε θεατή), με πρωταγωνιστές την Μπράις Ντάλας Χάουαρντ, τον Χένρι Κάβιλ, τον Σαμ Ρόκγουελ και, σε ένα μικρό ρόλο, την ποπ σταρ Ντούα Λίπα.