ΟΡΚΙΣΤΗΚΑΝ ΝΑ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΥΝ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΑ ΤΟΥΣ ΔΟΛΟΦΟΝΗΣΑΝ ΠΙΣΩΠΛΑΤΑ
Οι ηγεμόνες που δολοφονήθηκαν από τους ανθρώπους που είχαν προσλάβει για να τους φυλάνε.
Πολλοί βασιλιάδες και αυτοκράτορες έχουν δολοφονηθεί από δικούς τους ανθρώπους αλλά αυτοί που έχουν πεθάνει από το χέρι του σωματοφύλακά τους, πραγματικά ανήκουν σε μία τελείως δική τους και ξεχωριστή κατηγορία, κυρίως λόγω της ειρωνείας που κρύβει ένας τέτοιος θάνατος.
Γιατί εντάξει να πληρώνεις κάποιον και να μην καταφέρει να σε προστατέψει, συμβαίνουν αυτά, αλλά το να σε σκοτώσει κιόλας, πάει πολύ.
Και ακολουθούν πέντε πολύ χαρακτηριστικά ιστορικά παραδείγματα:
ΞΕΡΞΗΣ (518 Π.Χ – 464 Π.Χ)
Ο Ξέρξης Α’, γνωστός κυρίως για την αποτυχία του να κατακτήσει τις τότε ελεύθερες ελληνικές πόλεις, είχε και αυτός την ίδια διαχρονική κατάληξη χιλιάδων ηγεμόνων: δολοφονήθηκε στα 54 του χρόνια μετά από μία συνωμοσία.
Οι στρατιωτικές του αποτυχίες εναντίον των Ελλήνων, στράγγισαν οικονομικά τη μεγάλη αυτοκρατορία του, και σε συνάρτηση με τα πανάκριβα και μεγαλεπήβολα πολεοδομικά του σχέδια, έχασε τη στήριξη του στενού του κύκλου.
Τον Αύγουστο του 465 π.Χ., έπεσε θύμα μιας συνωμοσίας που σχεδίασαν οι δικοί του άνθρωποι, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Αρτάβανος, ο διοικητής της Βασιλικής Φρουράς και ο πιο έμπιστος σύμβουλός του. Μάλλον όμως στο σχέδιο είχε ανάμειξη και ο γαμπρός του Ξέρξη, ο Μεγάβυζος, όπως και ένας αρχιευνούχος της αυλής, ονόματι Ασπαμήτρης.
Έτσι, μετά από είκοσι χρόνια στον θρόνο της Περσίας, ο μεγαλομανής Ξέρξης δολοφονήθηκε από τον Αρτάβανο, ο οποίος στη συνέχεια πήρε τη θέση του. Θα βασίλευε όμως μόνο για έναν χρόνο μέχρι τη μέρα που ο γιος του Ξέρξη, ο Αρταξέρξης Α΄, θα μάθαινε για τη συνωμοσία εναντίον του πατέρα του από τα “επίσημα” χείλη ενός απ’ τους προδότες: του Μεγάβυζου. Εκτέλεσε τον Αρτάβανο και ανέβηκε εκείνος στον θρόνο, συνεχίζοντας τη δυναστεία των Αχαιμενιδών.
Τραγικό θάνατο βρήκε και ο ευνούχος Ασπαμήτρης, ο οποίος πετάχτηκε μέσα σε μια μπανιέρα γεμάτη έντομα για να τον φάνε ζωντανό.
ΔΙΔΙΟΣ ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ (133 Μ.Χ – 193 Μ.Χ)
Μάλλον θα έπρεπε να είχε δει το τέλος του να έρχεται, καθώς έφυγε με τον ίδιο τρόπο που ήρθε και ο ίδιος στην εξουσία: από τις λεπίδες των πραιτοριανών φρουρών. Ο προηγούμενος αυτοκράτορας, Περτίνακας, δολοφονήθηκε και αυτός από τη δική του φρουρά και οι δολοφόνοι του ουσιαστικά έβγαλαν τον αυτοκρατορικό θρόνο σε δημοπρασία. Ο Δίδιος Ιουλιανός προσέφερε τα περισσότερα χρήματα, εξαγοράζοντας τον θρόνο, και “κερδίζοντας” το μίσος της Γερουσίας και του λαού για τον διεφθαρμένο τρόπο με τον οποίο χρίστηκε αυτοκράτορας.
Όταν ανέλαβε το θρόνο όμως, οι ισχυρισμοί του γύρω απ’ το πλούσιος ήταν αποδείχτηκαν λίγο υπερβολικοί και έτσι, με τα δημόσια ταμεία σχεδόν άδεια από τη βασιλεία του Πέρτινακα και του Κόμοδου, δεν είχε και πολλά λεφτά για να κρατήσει με το μέρος του τους Πραιτοριανούς.
Χωρίς χρήματα και φίλους, δεν μπορούσες να κάνεις και πολλά στη Ρώμη. Σύντομα, οι Ρωμαίοι στρατηγοί είδαν ότι μπροστά τους είχαν μία πολύ καλή ευκαιρία, κι ένας από τους πιο σημαντικούς, ο Σεπτίμιος Σεβήρος, έκανε την κίνηση του. Οι Πραιτωριανοί εγκατέλειψαν τον Ιουλιανό όταν τους χρειαζόταν περισσότερο, και αυτοί που στάλθηκαν να αντιταχθούν ή να καθυστερήσουν τον Σεβήρο, τελικά πήγαν στο πλευρό του.
Στο τέλος, ο 60χροννος Ιουλιανός (ο οποίος κυβέρνησε μόνο για εννέα εβδομάδες από τον Μάρτιο έως τον Ιούνιο του 193 π.Χ.) δολοφονήθηκε μέσα στο παλάτι του από έναν από τους φρουρούς του. Λέγεται ότι τα τελευταία του λόγια ήταν: “Μα τι κακό έκανα; Ποιον σκότωσα;”.
Ο Σεβήρος κατάφερε να κρατηθεί στο θρόνο για αρκετό καιρό για να συγκυβερνήσει για λίγο με τους γιους του, συμβουλεύοντάς τους να κρατούν πάντα τους στρατιώτες τους καλοπληρωμένους.
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ (12 μ.Χ – 41 μ.Χ)
Αν και κυβέρνησε για λιγότερο από τέσσερα χρόνια, είναι ένας από τους πιο γνωστούς Ρωμαίους αυτοκράτορες, κυρίως για όλους τους λάθος λόγους. Η βασιλεία του ταυτίστηκε με εξωφρενικά σκάνδαλα και μια σπάταλη ζωή, που πολλούς τους κάνει να αναρωτιούνται αν όλα αυτά όντως συνέβησαν ή μήπως οι ιστορικοί της εποχής απλώς υπερέβαλαν.
Και μεταξύ άλλων, έκανε και εχθρούς του τα λάθος άτομα, συνήθως γελοιοποιώντας τα.
Ένα απ’ αυτά ήταν και ο Κάσσιος Χαιρέας, ένας αξιωματούχος της Πραιτοριανής Φρουράς, των επίλεκτων προσωπικών φρουρών του αυτοκράτορα. Ήταν ένας σκληρός ηλικιωμένος στρατιώτης, τον οποίον ο Καλιγούλας υποτιμούσε αρκετά τακτικά. Και όταν πια ο Χαιρέας αποφάσισε ότι “αρκετά, ως εδώ”, συνωμότησε με δύο ακόμη επικεφαλής της Πραιτοριανής Φρουράς και αποφάσισε να τον σκοτώσει όσο παρακολουθούσε μία θεατρική παράσταση.
Εκείνη τη μέρα ο Καλιγούλας, όταν κάποια στιγμή σηκώθηκε από την καρέκλα του και προχώρησε προς την έξοδο για να πάρει λίγο αέρα, βρήκε μια παρέα αγοριών και άρχισε να μιλά μαζί τους. Τότε ο Χαιρέας που παραμόνευε στη στοά, πίσω από έναν κίονα, του κατάφερε την πρώτη πισώπλατη μαχαιριά. Τον βρήκε στον τράχηλο, με τον αυτοκράτορα να σωριάζεται σφαδάζοντας στο έδαφος και να προλαβαίνει να πει, εντελώς ειρωνικά: “Είμαι ακόμη ζωντανός”.
Συνολικά δέχτηκε 58 μαχαιριές. Είναι χαρακτηριστικό του μένους που του είχαν το γεγονός ότι οι φρουροί δεν σταμάτησαν να τον μαχαιρώνουν -μεταξύ άλλων και στα απόκρυφά του μέρη- ακόμη και αφού ήταν πια νεκρός.
Στη συνέχεια, οι Πραιτοριανοί επέλεξαν τον θείο του Καλιγούλα, Κλαύδιο, ως τον επόμενο αυτοκράτορα και αυτή δεν θα ήταν η τελευταία φορά που θα διάλεγαν τον επόμενο κυβερνήτη της Ρώμης.
ΙΝΤΙΡΑ ΓΚΑΝΤΙ (1917-1984)
Η μοναχοκόρη του Ινδού πολιτικού Τζαβαχαρλάλ Νεχρού, Ίντιρα Γκάντι, κλήθηκε ως “κεντρώα” να γίνει πρωθυπουργός το 1966, προκειμένου να συγκεράσει τις διαφορετικές τάσεις ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερή πτέρυγα του Κόμματος του Κογκρέσου. Ανέλαβε τα καθήκοντα της σε περίοδο οξύτατης κρίση και παρότι πολλοί πίστευαν ότι θα μπορούσαν να τη χειραγωγούν εύκολα από τα παρασκήνια, η ίδια αποδείχθηκε ότι ήταν μία οξυδερκής πολιτικός.
Εντούτοις, τα νομοθετικά της επιτεύγματα αντισταθμίστηκαν από τις αυταρχικές τάσεις που είχε αρχίσει να δείχνει και έτσι στις εκλογές του 1977, ηττήθηκε.
Πάντως, οι προβλέψεις για τον πολιτικό της θάνατο αποδείχθηκαν πρόωρες. Το 1980 θα επέστρεφε στην εξουσία. Και όπως και πριν, οι ανησυχίες της για την εσωτερική ασφάλεια ήταν αυτές που θα αποδεικνύονταν το αδύναμο σημείο της.
Ανησυχώντας για τις εξελίξεις στην περιοχή του Παντζάμπ, διέταξε την στρατιωτική καταστολή των μαχητών Σιχ στην περιοχή. Η επιχείρηση “Bluestar” ξεκίνησε το 1984, αλλά η επίθεση στο ιερό έδαφος των Σιχ προκάλεσε μεγάλες αναταράξεις. Οι Σιχ που συμμετείχαν στην κυβέρνηση και στον στρατό έφυγαν σωρηδόν και η Γκάντι προειδοποιήθηκε για το πόσο επικίνδυνο ήταν για την ίδια να διατηρήσει στις θέσεις τους τους Σιχ σωματοφύλακές της.
Ωστόσο εκείνη απέρριψε αυτές τις ανησυχίες, με το σκεπτικό ότι την είχαν υπηρετήσει πιστά για χρόνια.
Πέντε μήνες αργότερα, μέσα στο σπίτι της και υπό το φως της ημέρας, θα δεχόταν 30 σφαίρες από τους ίδιους τους άνδρες που ορκίστηκαν να την προστατεύσουν.
Οι δύο δράστες θα πλήρωσαν τη δολοφονία της Ινδού πολιτικού με τη ζωή τους. Ο ένας θα έπεφτε νεκρός στο ίδιο σημείο της δολοφονίας από άλλους φρουρούς και ο άλλος θα εκτελούταν πέντε χρόνια αργότερα, το 1989.
ΠΑΥΛΟΣ Α’ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ
Ο Ρώσος Αυτοκράτορας Παύλος Α’, ο μοναχογιός της Μεγάλης Αικατερίνης και του Πέτρου Γ’, είχε κάθε λόγο να μην εμπιστεύεται τη δική του Αυτοκρατορική Φρουρά. Αυτή ήταν πίσω από σχεδόν όλα τα πραξικοπήματα του 18ου αιώνα, συμπεριλαμβανομένου κι εκείνου που αφαίρεσε την εξουσία από τον πατέρα του και τοποθέτησε την Μεγάλη Αικατερίνη στο θρόνο.
Οι μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε ο Παύλος προκειμένου να κάνει τη ζωή των αγροτών λίγο πιο εύκολη προκάλεσαν την οργή των γαιοκτημόνων, ενώ την ίδια στιγμή εξόργισε και την Αυτοκρατορική Φρουρά απολύοντας κάποιους υψηλόβαθμους αξιωματικούς. Αν προσθέσει κανείς σε αυτά και την εύνοια που έδειχνε στους φρουρούς που είχε εκπαιδεύσει προσωπικά στο Παλάτι Γκάτσινα, όπου είχε ζήσει για χρόνια πριν διαδεχτεί τη μητέρα του, καταλαβαίνουμε γιατί οι μέρες του ήταν μετρημένες.
Γρήγορα άρχισε να υφαίνεται μία συνωμοσία για την απομάκρυνσή του από την εξουσία υπέρ του γιου του Αλεξάνδρου, με την Αυτοκρατορική Φρουρά να βρίσκεται στο επίκεντρο αυτών των κινήσεων.
Στις 23 Μαρτίου 1801, μετά από μια νύχτα βαριάς οινοποσίας, οι συνωμότες μαζί με άντρες από την Αυτοκρατορική Φρουρά μπήκαν στο υπνοδωμάτιο του 46χρονου Τσάρου. Του παρουσίασαν κάποια χαρτιά παραίτησης για να υπογράψει αλλά σύντομα τα πράγματα βγήκαν εκτός ελέγχου. Ξεκίνησε μία συμπλοκή, κατά την οποία ο στρατηγός Νικολάι Ζούμποφ, αδελφός ενός από τους εραστές της Μεγάλης Αικατερίνης, πιθανότατα έδωσε το πρώτο χτύπημα. Στη συνέχεια οι φρουροί, οι άνδρες δηλαδή που υποτίθεται ότι θα τον κρατούσαν ασφαλή, έπεσαν πάνω του και τον στραγγάλισαν.
Αν και ο διάδοχος του θρόνου, έστω και άθελά του, επωφελήθηκε από την εμπλοκή της Αυτοκρατορικής Φρουράς, αποφάσισε άμεσα να την απαλλάξει των καθηκόντων της και να την αντικαταστήσει με Κοζάκους απ’ τα νότια της χώρας.