Σαράντης- Παπαληγούρα “υπερασπίζονται” τη χαμένη τιμή του Συρανό
Διαβάζεται σε 5'Θέατρο είναι αυτό και η μαγεία του μοναδική. Έτσι, όταν στη σκηνή βρίσκονται ο Μιχάλης Σαράντης και η Λένα Παπαληγούρα, όλα καταλύονται. Ακόμα και οι εγγενείς αδυναμίες μίας παράστασης, όπως ο Συρανό.
- 07 Φεβρουαρίου 2024 16:17
Τον “Συρανό ντε Μπερζεράκ“, το έμμετρο ρομαντικό δράμα του Εντμόντ Ροστάν που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1897, επέλεξε να σκηνοθετήσει ο Γιώργος Νανούρης με πρωταγωνιστές τον Μιχάλη Σαράντη στον ομώνυμο ρόλο και τη Λένα Παπαληγούρα στον ρόλο της Ρωξάνης.
Οι δύο υπερταλαντούχοι, έμπειροι και δημοφιλείς ηθοποιοί είναι και αυτοί που αποδεικνύουν πως στο θέατρο όλα μπορούν να συμβούν. Και το αναφέρω αυτό γιατί ο Γιώργος Νανούρης αποφάσισε να αναμετρηθεί με ένα έργο- ορόσημο που έχει αφήσει εμπνεύσει αμέτρητες διασκευές στον κινηματογράφο, το θέατρο και τη λογοτεχνία. Δεν ήταν εύκολο το στοίχημα αυτό, καθώς πρόκειται για ένα έργο πολυπληθές, που διαδραματίζεται σε διάφορα μέρη και στις σελίδες του περιγράφονται γλαφυρά ακόμη και σκηνές μάχης και πολέμου. Κρατώντας πέρα από τον ρόλο του σκηνοθέτη και αυτόν του σκηνογράφου και φωτιστή προσπάθησε να δημιουργήσει μία παράσταση με απλά σκηνικά μέσα.
Ίσως αυτό ήταν εφικτό υπό μία άλλη σκηνοθετική ματιά, ίσως στη λογική που ο ίδιος συμπύκνωσε τον “Αίαντα”. Εδώ, όμως, μιλάμε για μία πολυπρόσωπη παράσταση δυόμισι περίπου ωρών που τηρεί τη γνωστή γραμμική λογική στην οποία αρέσκεται ο Νανούρης, διανθισμένη μάλιστα με κλισέ αστεϊσμούς και ευρήματα (δεν είναι λίγες οι φορές που οι ηθοποιοί διακόπτουν τη ροή της παράστασης και απευθύνονται ο ένας στον άλλο με τα αληθινά τους ονόματα και ακούμε εκφράσεις όπως “Μιχάλη, ξέχασες τον βράχο” ή “Άντώνη ρίξε φώτα”), ενώ πέραν του πρωταγωνιστικού διδύμου, όλοι οι άλλοι ηθοποιοί μοιάζουν ακαθοδήγητοι και αποδίδουν σχεδόν διεκπεραιωτικά τους ρόλους τους μέσα σε έναν ακατανόητο φορμαλισμό. Η δε σκηνογραφία δεν αναδύει σε καμία περίπτωση την αίσθηση μιας “χειροποίητης παράστασης” και αρκείται σε ένα πανί στο βάθος που απλώς φωτίζεται με διαφορετικά χρώματα, και έναν πύργο του Άιφελ που γέρνει ολίγον στην κορυφή του και είναι “στολισμένος” με φθηνές φωτισμένες γιρλάντες. Αυτή δε η “παρισινή” πινελιά μένει σταθερή και δεσπόζει και στο πεδίο της μάχης αργότερα, αλλά και στο μοναστήρι, όπου έχει καταφύγει η Ρωξάνη.
Η μουσική του Βάιου Πράπα ακολουθεί κανόνες “Αναρχικού”. Είναι ζωντανή – επί σκηνής βρίσκεται ο εξαιρετικός μουσικός Αθηνόδωρος Καρκαφίρης– και πανταχού παρούσα μεν, με τρόπο ασύμβατο δε, καθώς ακόμη και οι γκριμάτσες ή οι κινήσεις των ηθοποιών έχουν πολλές φορές ήχο και σε κάνουν να αναρωτιέσαι τι είναι αυτό που παρακολουθείς.
Η μοναδική μαγεία του θεάτρου
Θέατρο είναι όμως αυτό, και η μαγεία του μοναδική. Έτσι, όταν στη σκηνή βρίσκονται ο Μιχάλης Σαράντης και η Λένα Παπαληγούρα, όλα καταλύονται. Το βλέμμα μας μαγνητίζει η υπέροχη φιγούρα του Συρανό που τυραννιέται από τον ανεκπλήρωτο έρωτα για την ξαδέλφη του Ρωξάνη και βρίσκεται διχασμένος ανάμεσα στην επιθυμία του να εκφράσει τα συναισθήματά του και την παραλυτική ανασφάλεια για την εμφάνισή του. Όταν η Ρωξάνη εξομολογείται την αγάπη της για τον όμορφο αλλά πνευματικά ανεπαρκή Κριστιάν, ο Συρανό δανείζει ανιδιοτελώς την ευγλωττία του για να βοηθήσει τον αντίζηλό του να την προσεταιριστεί, ρίχνοντας την καρδιά και την ψυχή του σε επιστολές-φαντάσματα και παθιασμένες δηλώσεις αγάπης. Η χημεία των δύο ηθοποιών είναι έξοχη, η σκηνή που οι δυο τους “εκτοξεύουν” ερωτικές ρίμες μοναδική.
Ο Μιχάλης Σαράντης σαν Συρανό υπακούει στις αρετές του θάρρους, της τιμής και της ακλόνητης πίστης. Η ατρόμητη περιφρόνησή του απέναντι στα κοινωνικά πρότυπα, η ακλόνητη αφοσίωσή του στη Ρωξάνη και η ανυποχώρητη προσήλωσή του στις αρχές του αποτελούν απόδειξη της ανθεκτικότητας του ανθρώπινου πνεύματος. Η ερμηνεία του έχει τις ιδανικές εντάσεις και είναι αυτή που μας υπενθυμίζει τη διαρκή δύναμη της αγάπης που υπερβαίνει τους περιορισμούς του χρόνου και των περιστάσεων, εμπνέοντας πράξεις θάρρους και ανιδιοτέλειας μπροστά στις αντιξοότητες.
Η δε Λένα Παπαληγούρα αναδεικνύει το εύθραυστο της ψυχοσύνθεσης της Ρωξάνης και είναι και αυτή που μας κάνει να αναλογιστούμε τη φύση της αληθινής ομορφιάς και τη μεταμορφωτική δύναμη της αποδοχής.
Και αυτό αν μη τι άλλο συγκινεί σε μια εποχή όπου το κυνήγι της ομορφιάς συχνά επισκιάζει την αναζήτηση του νοήματος και χρησιμεύει ως υπενθύμιση της διαρκούς δύναμης της αγάπης, της ευφυΐας και του ανθρώπινου πνεύματος.
Δεν μπορώ να μην αναφερθώ και στη μετάφραση- διασκευή του Στρατή Πασχάλη. Οι διάλογοι του Συρανό και της Ρωξάνης αναδεικνύονται σε μια γιορτή της γλώσσας, του πνεύματος και του αδάμαστου μεγαλείου της ανθρώπινης ψυχής. Από τις επιδείξεις λεκτικής επιδεξιότητας του Συρανό μέχρι τους απλούς διαλόγους των χαρακτήρων, το έργο ξεχειλίζει από μια γλωσσική ζωντάνια.
Εξαιρετικά άνιση, λοιπόν, η παράσταση αυτή του Γιώργου Νανούρη και είναι κρίμα, γιατί φαίνεται πως έχει στηθεί με αγάπη, σκίζει σε εισιτήρια και απευθύνεται σε μία ευρεία ηλικιακή γκάμα (ενδείκνυται ακόμη και για παιδιά δημοτικού) και θα μπορούσε με έναν πιο κατάλληλο χειρισμό να αφήσει το δικό του αποτύπωμα.