ΜΙΛΗΣΑΜΕ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΤΩΝΗ ΒΑΒΑΓΙΑΝΝΗ ΓΙΑ ΤΑ ΚΟΥΡΑΦΕΛΚΥΘΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΙΝΤΕΡΝΕΤ
Η πετυχημένη σειρά κόμικς Κουραφέλκυθρα έγινε για πρώτη φορά animation μικρού μήκους από το Cinobo, φτάνοντας μέχρι και στη μεγάλη οθόνη. Μια ιδανική αφορμή για να μιλήσουμε για όλα με τον Αντώνη Βαβαγιάννη, τον άνθρωπο πίσω από το αστειότερο κόμικ του ελληνικού ιντερνετ.
Είναι κάπως εκπληκτικό: Τα πράγματα που υπάρχουν για τόσο πολύ καιρό όσο τα Κουραφέλκυθρα δύσκολα συντηρούν τέτοιο επίπεδο ενθουσιασμού όσο το σύγχρονο κλασικό πια κόμικ του Αντώνη Βαβαγιάννη.
Όμως αυτό το σουρεαλιστικό κόμικ είναι ακόμα εκεί, κάπου 17 χρόνια από όταν ξεκίνησε δειλά-δειλά, σε μια άλλη εποχή, σε ένα άλλο ίντερνετ. Στο ίντερνετ των blogs, χωρίς social media, όταν έψαχνες να βρεις κάτι επειδή το ήθελες κι όχι επειδή βρέθηκε τυχαία μπροστά σου. Μέχρι σήμερα, όπου το χιούμορ είναι διαφορετικό, και το ίντερνετ επίσης – όμως πολύ συχνά θα γίνει viral κάποιο από τα παράλογα σκετσάκια του Βαβαγιάννη, και δεν είναι λίγες οι φορές που διάφοροι φίλοι θα αναπαράγουμε μεταξύ μας.
Δείχνω στον Αντώνη ένα καρέ από ένα «Καλή Ιδέα Αφεντικό» (ένα από μοτίβα που επανέρχονται στη σειρά) όπου το αφεντικό φωνάζει σπαρακτικά «Γιατί Μισείς Τόσο Πολύ Την Ελλάδα Μας;;;» σε μια σύμβουλο που πιστεύει πως το να μαθαίνουμε Ιστορία είναι πιο ουσιαστικό από τις συμβολικές παρελάσεις. Του λέω πως το έχουμε σαν μόνιμο injoke με κάποιους φίλους, και βάζουμε κι οι δυο μας τα γέλια.
«Είναι φτιαγμένο για αυτό», μου λέει γελώντας.
Το χιούμορ των Κουραφέλκυθρων μοιάζει όντως κομμένο και ραμμένο για μια διάδοση-αστραπή μέσω των social, καθώς πρόκειται για καταστάσεις του παραλόγου που δεν χρειάζονται ιδιαίτερο context για να τις πιάσεις. Μια ατάκα, μια παρατήρηση, μια σουρεαλιστική συνεπαγωγή. Αν και σίγουρα, στο πέρασμα των χρόνων το κοινό (είτε το παλιότερο, είτε το καινούριο που έρχεται αλλά μένει στην παρέα) οπωσδήποτε αναπτύσσει μια σχέση γνωριμίας και φυσικά αγάπης με κάποια στοιχεία που επανέρχονται – αλλά φυσικά και χαρακτήρες.
Όπως ο θείος Αιμίλιος που διαρκώς αναπολεί τις Παλιές Καλές Εποχές μέσα σε κρεσέντα παραλογισμού, η μικρή Ζοζεφίνα που έχει πολλές απορίες, ο κύριος Κλιάφας, ο Λούθερ. Έχει υπάρξει μάλιστα μια επική στιγμή στα χρονικά, όπου αναγνώστης-φαν έχει γράψει κάποιο από τα παραληρήματα του Αιμίλιου και το έχει στείλει στην εκπομπή του Βασίλη Λεβέντη ως γράμμα τηλεθεατή, με εκείνον να το σχολιάζει σοβαρά.
«ΤΩΡΑ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ Ο ΤΥΠΟΣ; ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΠΕ;»
Ακόμα όμως και πριν ο Βαβαγιάννης δημιουργήσει τα Κουραφέλκυθρα, η αγάπη του βρισκόταν σε αυτού του είδους το χιούμορ, που συχνά μπορεί να μοιάζει με σχετικά ειδικού γούστου – ή τελοσπάντων, με κάτι που ομολογουμένως μπορεί να ενθουσιάσει πέντε ανθρώπους στους δέκα, και τους άλλους πέντε να τους αφήσει εμβρόντητους. Γελώντας παραδέχεται πως έχει υπάρξει αυτό σα συνθήκη και στη ζωή του: «Έχω βρεθεί σε παρέες που θα πω κάποιο αστείο και ξαφνικά με κοιτάνε σα να λένε… “τώρα τι είναι αυτός ο τύπος, τι είναι αυτό που είπε;”».
«Πάντα μου άρεσαν τα αστεία που όταν τα λέει κάποιος θα πεις “μα πώς του ήρθε, πώς το σκέφτηκε;”. Πολλές φορές θα γελάσω με κάτι που μπορώ να ακολουθήσω το συλλογισμό, αλλά τα αγαπημένα μου είναι αυτά που αναρωτιέσαι από πού ήρθε, πώς προέκυψε», εξηγεί.
«Από μικρό με γοήτευε το χιούμορ το πιο εναλλακτικό, το πιο περίεργο. Αδελφοί Μαρξ, Monty Python, Black Books, Blackadder… ήθελα να βρω κάτι έξω από το συνηθισμένο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι σνομπάρω το mainstream», διευκρινίζει. Οι επιρροές που διακρίνει πάνω του ειναι από πράγματα σαν τους Monty Python και τους Simpsons. «Και νομίζω φαίνεται», λέει χαμογελώντας.
«Σίγουρα σε ελάχιστα παιδιά της ηλικίας μου όταν ήμουν μικρός θα τους είχε δοθεί πρώτα απ’όλα η ίδια η ευκαιρία να δουν ταινίες των Μαρξ. Ένα χιούμορ τόσο προχωρημένο που, παρότι το βρίσκουμε σε κάτι παλιό, στην ουσία είναι τόσο προχωρημένο που δεν προλαβαίνεις να το πιάσεις».
«Είναι διαχρονικό. Πώς είναι η μουσική του Beatles, που πολλοί προσπάθησαν αλλά κανείς δε μπόρεσε να τους αντιγράψει, κανείς δε μπόρεσε να βρει αυτό που είχαν βρει. Έτσι και με τους Μαρξ. Κανείς δεν το έκανε αυτό ξανά. Επηρέασαν ένα σωρό κόσμο που πήρε πράγματα από αυτούς – αλλά κάποιος που να κάνει αυτό που κάνουν εκείνοι; Δε μπορεί, κανένας».
Μια άλλη τεράστια επιρροή; Η ίδια η καθημερινότητα. «Θεωρώ #1 εργαλείο μου σαν συγγραφέας πως είναι αυτό, ότι αν μου έρθει κάτι καλό ή το ακούσω, θα το σημειώσω. Στο κινητό, στο σημειωματάριο – ό,τι γίνεται το κρατάς εκείνη τη στιγμή και μετά το δουλεύεις», εξηγεί. «Με ιντριγκάρει πολύ να σκέφτομαι τις συμπεριφορές που έχουμε αναπτύξει και κάποια στιγμή να βγαίνει απ’έξω και να αναρωτιέμαι “τώρα αυτό γιατί το κάνουμε έτσι;” Τα πράγματα που θεωρούμε δεδομένα… και σε κάποια φάση λες, κάτσε ρε συ, αφού το λεωφορείο μοιάζει με ακορντεόν, τότε γιατί το λέμε φυσαρμόνικα;», λέει και σκάμε στα γέλια. «Δεν μοιάζει ΚΑΘΟΛΟΥ με φυσαρμόνικα».
Δεν είναι Seinfeld τύπου παρατήρηση φυσικά το χιούμορ των Κουραφέλκυθρων. Αλλά έχει μέσα του σύμφωνα με τον Βαβαγιάννη «πολλή παρατήρηση του παραλογισμού της καθημερινότητας». Τον ρωτάω αν έχει ένα από αυτά τα περίφημα τα συρτάρια γεμάτα ιδέες. «Μακάρι…», λέει ξεφυσώντας και μετά γελάει. Εξηγεί ότι κάνοντας πλέον το κόμικ του, μιας ραδιοφωνική εκπομπή, έναν σχολιασμό της επικαιρότητας, και διάφορα άλλα που του αρέσει να δοκιμάζει κατά καιρούς, η αναζήτηση ιδεών είναι εκ των πραγμάτων μια συνεχής, ζωντανή διαδικασία.
Αλλά είπαμε. Σημειωματάριο και καθημερινότητα. «Οι πιο ωραίες ιδέες είναι που έρχονται πάνω σε μια συζήτηση, ή ακολουθώντας μια σκέψη», λέει. Ναι – η σουρεαλιστική διάσταση της καθημερινότητας δεν εξαντλείται ποτέ.
«ΔΕΝ ΜΕ ΝΟΙΑΖΕΙ ΤΟ VIRAL, ΜΕ ΝΟΙΑΖΕΙ Η ΣΥΝΟΧΗ»
Το 2007 ο Αντώνης ανέβασε τα Κουραφέλκυθρα αρχικά σε ένα δικό του σάιτ, το vamvax, παρέα με διάφορα σουρεαλιστικά κείμενα. Με τι στόχο άραγε; Ήταν κάπως σαν Άγρια Δύση τότε το ίντερνετ, χωρίς συγκεντρωμένη πληροφορία των social, με τα blogs να ξεφυτρώνουν εδώ κι εκεί και τον κόσμο να ανακαλύπτει (πώς;;;) εκείνα που τον ενδιέφεραν, που τον εξέφραζαν.
Γελάμε καθώς θυμόμαστε εκείνη την περίοδο που σήμερα μοιάζει κάπως αδιανόητη. «Το παρακολουθούσε το κόμικ κόσμος που για να δει έπρεπε να ξέρει τη διεύθυνση, να τη βάλει, να πει “θα μπω σήμερα να δω μπας κι έχει βάλει κάτι αυτός”. Ήταν πολύ πιο δύσκολο να το μάθει κάτι πολύς κόσμος, αλλά από την άλλη αυτοί που το ήξεραν είχαν μια αφοσίωση. Αλλά σήμερα φαίνεται τρελό».
Εκεί έρχεται και μια φοβερή οικειότητα. «Όταν μου λέει κανείς ότι με διάβαζε από το vamvax μου φαίνεται σα να έχουμε πάει μαζί στον πόλεμο», λέει γελώντας. «Δεν του πέταξε το κόμικ ένας αλγόριθμος. Το έψαξε, το βρήκε, το ακολούθησε». Είναι μια εντελώς διαφορετική λογική σήμερα. Σημειώνει ο Βαβαγιάννης πόσο τεράστια διαφορά μπορεί να κάνει αν κάποιο κόμικ το πάρει ο αλγόριθμος – μπορεί κάτι μέσα από το TikTok να το δουν περισσότεροι άνθρωποι από ό,τι στο instagram όπου έχει πάνω από 70.000 followers.
«Το ξεκίνησα σε μια εποχή που στην Ελλάδα υπήρχαν πολύ λίγα ονλάιν κόμικς, οπότε όταν μπήκαν στο παιχνίδι τα social, ήταν από τα λίγα που ο κόσμος το γνώριζε ήδη», εξηγεί. «Δεν ξέρω αν ξεκινούσε σήμερα αν θα είχε την ίδια πορεία. Ευτυχώς είχε ήδη χτίσει κοινό. Μεγάλο μέρος του κοινού των Κουραφέλκυθρων ξέρει ατάκες, ξέρει χαρακτήρες, αγοράζουν μια έκδοση, έχουν δεθεί κάπως με αυτό το πράγμα». Αναρωτιέται εύλογα κανείς αν θα είχαν χτίσει εξίσου στιβαρά θεμέλια σήμερα τα Κουραφέλκυθρα, όπως το έκαναν το ‘07. «Ήταν παράγωγο εκείνου του καιρού. Σήμερα θα δεις ένα viral βιντεάκι με το οποίο γίνεται χαμός και δεν θα ξέρει ποτέ κανείς ποιος το έκανε, αύριο θα το έχουμε ξεχάσει. Δεν υπάρχει τόσο έντονη η σύνδεση του ότι παρακολουθώ αυτόν που μου αρέσει αυτό που κάνει».
«Βέβαια… δε θα μάθουμε ποτέ, κιόλας», συμπληρώνει. Είναι μια εντελώς υποθετική συλλογιστική άσκηση, όμως έχει ενδιαφέρον να αναλογίζεται κανείς την διαχρονικότητα ενός κόμικ φτιαγμένου από τόσο εφήμερα υλικά και φόρμα.
Ακόμα κι η δημιουργική διαδικασία είναι συχνά διαφορετική. Είναι ας πούμε λογικό να επηρεάζεται πολύ περισσότερο ένας δημιουργός από την τόσο άμεση και τόσο εμφατική αντίδραση σε κάθε τι που βγάζει – αν κάτι γίνει viral και κάτι το καταπιεί ο αλγόριθμος, ας πούμε. Αν κάτι μαζέψει ένα σωρό από ενθουσιώδη σχόλια και κάτι άλλο, όχι. «Εννοείται πως επηρεάζει, είναι δύσκολο να μην σε επηρεάζει όταν κάτι μου λένε όπου πάω ότι το είδαν, ή όταν μπαίνω στα social και το βλέπω παντού ποσταρισμένο, και μετά κάνω κάτι άλλο και πάει άπατο. Προσπαθώ να το καταπολεμήσω. Δε με νοιάζει τόσο το viral, με νοιάζει η συνοχή, να είναι σταθερά καλό αυτό το πράγμα. Στοχεύω σε αυτούς που θα αγαπήσουν το σύνολο», λέει.
«Το ότι αντιδράει ο κόσμος σε κάτι δε σημαίνει απαραίτητα ότι πραγματικά του μιλάει. Μπορεί να αντιδρούμε σε κάτι επειδή συμφωνούμε, επειδή διαφωνούμε, επειδή δημιουργείται ένα controversy. Εγώ προσπαθώ να έχω έναν εσωτερικό κριτή. Που αν πάω να κάνω κάτι για το viral θα μου πει: Αυτό εσένα σου αρέσει;». Δεν υπάρχει συνταγή σε αυτό ή σιγουριά, πέρα από την προσωπική πεποίθηση που έχει καθένας μέσα του. «Το ξέρω πως είναι κάτι που δεν θα αρέσει σε όλο τον κόσμο», μου λέει. «Είμαι πολύ εντάξει με αυτό».
Η ΠΡΩΤΗ ΤΑΙΝΙΑ ΚΟΥΡΑΦΕΛΚΥΘΡΑ ΞΕΚΙΝΗΣΕ ΑΠΟ ΜΙΑ ΦΑΡΣΑ
«Μου αρέσουν πολύ οι αλλαγές. Μου αρέσει να δοκιμάζω διαφορετικά πράγματα», λέει, εξηγώντας αυτή την πολύ κεντρική αντίφαση – του ότι δημιουργεί αυτό το κόμικ εδώ και τόσα χρόνια, όμως γύρω από αυτό διαρκώς κινείται. Μουσική, ραδιόφωνο, διδασκαλία, κόμικ πολιτικής επικαιρότητας. (Κάθε φορά που ένα σκίτσο του στο News24/7 έχει αναφορές σε θρησκεία ή εθνικά θέματα γίνεται χαμός. «Γιατί μισείς την ορθοδοξία μας, κλπ. Εντάξει, μέρος του παιχνιδιού κι αυτό», λέει.) Όλα διαφορετικές ανάγκες, όλα εξασκούν διαφορετικούς μύες.
«Γι’αυτό το συγκεκριμένο κόμικ μπόρεσε να διατηρηθεί, γιατί ακριβώς εμπεριέχει μέσα του πολύ διαφορετικά στοιχεία. Γι’αυτό δεν το βαριέμαι. Αν όλα είχαν κοινούς χαρακτήρες ή έλεγαν μια κοινή ιστορία, δε θα μπορούσα να το έχω κρατήσει. Κάθε στριπ έχει μια δική του ζωή, είναι κάτι καινούριο. Ταυτόχρονα δοκιμάζω διαφορετικά πράγματα κι έχω κρατήσει αυτό σαν σταθερά – με βοηθάει».
Εδώ έρχεται και η σαν φάρσα (επειδή ήταν φάρσα) εξέλιξη με το Cinobo. Ο Αντώνης είχε προτείνει στους ανθρώπους της κινηματογραφικής πλατφόρμας να κάνουν κάτι μαζί γιατί του άρεσε το Cinobo. «Τους λέω, να πούμε για πρωταπριλιάτικη φάρσα ότι θα κάνουμε τα Κουραφέλκυθρα σειρά, όπου θα παίζει ο Τάσος Κωστής τον Λούθερ, η Ηρώ Μπέζου τη Ζοζεφίνα και η Χρύσα Ρώπα τον εαυτό της». Αρχίζουμε να γελάμε. Γέλασαν και στo Cinobo με την ιδέα προφανώς, γιατί έγινε όντως η φάρσα.
Ήταν τόσο πετυχημένη μάλιστα, που επανήλθε – ως πραγματικότητα. Η πλατφόρμα επέστρεψε φέτος και πρότεινε στον Βαβαγιάννη να κάνουν μια κόντρα φάρσα. «Θα πούμε ότι είναι φάρσα, αλλά θα είναι αλήθεια. Κι έτσι βγήκε το ταινιάκι αυτό που είναι η πρώτη τους παραγωγή… και η πρώτη ταινία Κουραφέλκυθρα. Κι είναι κάτι που βασίστηκε απλώς σε μια φάρσα!», λέει. «Ότι θα κάναμε μια μικρή ταινία όπου η Γιάμαλη διαβάζει στις ειδήσεις για του Μανώλη την ταβέρνα που έπεσε μια τουφεκιά… δε μπορώ να το πιστέψω ακόμα!»
Το μικρού μήκους animation που προέκυψε ήταν μια ένωση αγαπητών αστείων και επεισοδίων από την ιστορία του κόμικ, δες το και σαν best of. «Ήθελα πάρα πολύ κάποια από αυτά που έχω κάνει να τα δω animated και ξέρω ότι το κοινό που παρακολουθεί το κόμικ για χρόνια θα χαρεί», λέει. «Οπότε φτιάξαμε μια μικρή ιστορία που περιλαμβάνει διάφορα γνωστά κι αγαπημένα στριπ των Κουραφέλκυθρων».
Η ταινία παίχτηκε για κάποιες προβολές στο Cinobo Όπερα πριν από κάποιες προβολές μιας ταινίας μεγάλου μήκους. Και φυσικά έξω από την πρεμιέρα, στήθηκε κόκκινο χαλί.
Ή μάλλον, όχι ακριβώς κόκκινο χαλί. «Επειδή είναι μικρή η ταινία δεν πατήσαμε κόκκινο χαλί, αλλά κόκκινο πατάκι», λέει ο Βαβαγιάννης και γελάμε δυνατά κοιτάζοντας το βίντεο. Συνεπές: Σαν σκετσάκι από το κόμικ του.
Ίσως τελικά όλα να εξηγούνται με την παραδοχή πως, κάποιες φορές, είναι η ζωή που αντιγράφει τα Κουραφέλκυθρα.
Τα βιβλία των Κουραφέλκυθρων κυκλοφορούν από τη Jemma Press. Τον Αντώνη τον ακούτε καθημερινά 11 με 12 στο Nostos 100.6. Τα Κουραφέλκυθρα: The Movie στριμάρουν στο Cinobo. /// Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson. Ευχαριστούμε το ΤΙΓΡΕ (Μαυρομιχάλη 98, Αθήνα) για τη φιλοξενία.