ΜΕΓΑΛΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ: 40 ΧΡΟΝΙΑ “ΛΟΥΦΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ”
Σαράντα χρόνια από τη μέρα που βγήκε η απόλυτη ελληνική κωμωδία. Οι ηθοποιοί, οι μυθικές σκηνές, οι αληθινές και άγνωστες ιστορίες πίσω απ’ αυτές, όλα τα μυστικά και οι δυσκολίες, όπως μας τις περιέγραψε και ο ίδιος ο σκηνοθέτης της ταινίας, Νίκος Περάκης.
Αυτή η ταινία είναι οι κοινές μας αναμνήσεις απ’ τον στρατό πριν καν πάμε -κι αν πάμε. Ονόματα και ιστορίες φυτεμένες στο μυαλό μας, δεμένες με ατάκες που ξεπετάγονται απ’ το πουθενά μέσα στη μέρα, και που δεν είναι καν οι πιο χαρακτηριστικές της ταινίας.
Έχω πει “γεια σου, Σούλα” σε φίλο, έχω πει το “δεν κολλάει η τρέλα, μανάρι μου” στον πατέρα μου.
Ήταν πάντα εκεί. Γυρίστηκε πριν τη χούντα για τη χούντα, γυρίστηκε το πρωί που σε σήκωνε ο καθηγητής σου, το μεσημέρι που το φαγητό σου ήταν ρεβύθια και το βράδυ που σου ‘κλείναν το φως γιατί “κοιμήσου είπα, είναι αργά”. Και θα γυρίζεται μέχρι να απολυθείς από παντού.
Και δεν έχει σημασία ποιος νομίζεις ότι είσαι απ’ την ταινία. Έχουν αποφασίσει οι άλλοι για σένα όπως και εσύ έχεις αποφασίσει γι’ αυτούς. Όσο Παπαδόπουλος και να νιώθεις, πάντα θα είσαι ο Μπαλούρδος στην ιστορία κάποιου άλλου.
Σκεφτόμουν ότι δεν γίνεται να κλείνουν φέτος 40 χρόνια από κάτι που ήταν πάντα εκεί, αλλά οι ημερομηνίες λένε αλλιώς. Φανταζόμουν, έτσι απροσδιόριστα, ότι είχε γυριστεί κάπου αρχές του ‘80 -αφού επιμένουμε ότι όντως είναι πλάσμα επινόησης με ημερομηνία γέννησης- και το καταλάβαινα κυρίως απ’ τις τότε ηλικίες των ηθοποιών και το χρώμα του φιλμ. Αλλά 1984; Όχι, δεν είχα ιδέα. Αλλά ευχαριστούμε για την αφορμή.
Και ευχαριστούμε και τον Νίκο Περάκη που δέχτηκε να μας μιλήσει και να μας λύσει κάποιες απορίες.
1. Η ΙΔΕΑ
Είναι γνωστό ότι ο Νίκος Περάκης έγραψε το σενάριο βασιζόμενος στις δικές του αναμνήσεις. Η στρατιωτική του θητεία στην ΤΕΔ (Τηλεόραση Ενόπλων Δυνάμεων), το πειραματικό τότε κανάλι που το 1970 μετονομάστηκε σε ΥΕΝΕΔ, του χάρισε άφθονο πρωτότυπο υλικό, στα όρια του μεταφυσικού.
Ο ίδιος βρέθηκε μάλλον κατά τύχη εκεί. Ως σκηνογράφος στάλθηκε να υπηρετήσει στη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού (τρομερή σύνδεση), η οποία “χαρτογραφούσε την χώρα και τύπωνε χάρτες”, όπως θυμάται και ο ίδιος στον επίσημο ιστότοπό του.
“Δίπλα στα τυπογραφία όπου φόρτωνα χαρτί, ήταν η Κινηματογραφία και πειραματική ΤΕΔ, έτσι η μεταγραφή έγινε εύκολα”.
Σε εκπομπή στην ΕΡΤ το 2009 για τα τότε 25 χρόνια της ταινίας, θα αποκαλύψει ότι εκείνος έφτιαξε το πρώτο στούντιο του καναλιού και ο Γιώργος Πανουσόπουλος, με τον οποίο υπηρέτησαν μαζί, τους φωτισμούς.
Όπως λέει ο ίδιος, η ιδέα να γυρίσει σε ταινία τη θητεία του, του ήρθε αμέσως μετά την απόλυσή του αλλά το πήρε απόφαση λίγο μετά το “Arpa Colla”, όταν και οι “σοβαρές πιέσεις” του Γιώργου Πανουσόπουλου εντάθηκαν. Από εκείνον είναι εμπνευσμένος και ο “Παπαδόπουλος” που υποδύεται ο Νίκος Καλογερόπουλος. Μάλλον όχι απλά εμπνευσμένος:
“Μόνο ο Πανουσόπουλος είναι σχεδόν ατόφιος ως Παπαδόπουλος”. Αυτό απαντάει όταν τον ρωτούν για τους χαρακτήρες του, ποιος είναι ποιος.
“Το πιο δύσκολο ήταν η σύμπτυξη περισσότερων πραγματικών προσώπων στους λίγους βασικούς χαρακτήρες των φαντάρων και αξιωματικών της ταινίας. Στον γραφίστα Μαρλαφέκα (παιδί μου) έχουν εισρεύσει τρεις, μεταξύ άλλων και η αφεντιά μου”.
Ο Νίκος Περάκης το σενάριο το έγραψε στο Βερολίνο “σε μια ηλεκτρική OLYMPIA”, έχοντας πρώτα σημειώσει πάνω σε καρτέλες τα περιστατικά που είχε ξεχωρίσει, συμβουλευόμενος ταυτόχρονα και ένα ημερολόγιο, όπου είχε βάλει σε τάξη και σωστή χρονική σειρά τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα της περιόδου που υπηρέτησε (Κήρυξη δικτατορίας, Αντικίνημα Βασιλιά Κωνσταντίνου κλπ).
Αλλά εμπνεύστηκε και απ’ το πρωτότυπο υλικό που, βέβαια, δυσκολεύτηκε πολύ για να το βρει. Σε συνέντευξή του το 2017, στον ραδιοφωνικό σταθμό “Στο Κόκκινο”, θυμόταν:
“Χρησιμοποίησα το υλικό, τις ομιλίες, τις εκπομπές, τη γλώσσα, κείμενα που διαβάσαμε, υλικό στα αρχεία… Το υλικό αυτό ήταν ωστόσο λεηλατημένο. Όλοι είχαν αρχίσει να φροντίζουν να εξαλείψουν την παρουσία τους και την εικόνα τους στα ‘Επίκαιρα’”.
Το ίδιο πρόβλημα αντιμετώπισε και είκοσι χρόνια αργότερα, όταν είχε αρχίσει τα γυρίσματα της ομώνυμης σειράς.
“Είχαμε ένα πλάνο που όλοι οι πρυτάνεις χειροκροτούσαν τον δικτάτορα Παπαδόπουλο στην ομιλία του. Αυτά τα υλικά, μερικά χρόνια μετά όταν θελήσαμε να κάνουμε το σίριαλ της ΕΡΤ δεν υπήρχαν στα κρατικά αρχεία του υπουργείου. Είχαν εξαφανιστεί”.
2. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ
Δεν είναι αστικός μύθος ότι γύρισαν σχεδόν τα πάντα χωρίς καμία άδεια. Έστησαν τα σκηνικά και γύριζαν για σχεδόν έναν μήνα μέσα στην -για λίγο- εγκαταλελειμμένη Σχολή Ευελπίδων. Και λέμε “εγκαταλελειμμένη” γιατί αυτά τα κτίρια που άνηκαν τότε στο υπουργείο Εθνικής Αμύνη και προορίζονταν να δοθούν στο υπουργείο Δικαιοσύνης, για εκείνο το διάστημα που από τους διαδρόμους τους περνούσαν ο Πουλικάκος και ο Σπυριδάκης, ήταν στα χέρια ενός εργολάβου που θα έπρεπε να τα διαρρυθμίσει κατάλληλα.
Αυτό το διοικητικό κενό εκμεταλλεύτηκαν οι παραγωγοί της ταινίας, και όσο το ένα υπουργείο περίμενε το άλλο, στο εσωτερικό του κτιρίου εκάνανεν επανάστασιν. Το “και σε μας δεν λέτε τίποτα” πιο πραγματικό από ποτέ.
“Κανένας από τους τρεις (σ.σ. τα δύο υπουργεία και ο εργολάβος) δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι δεν είχαμε άδεια”, θυμάται ο Περάκης. “Μόνο την τελευταία μέρα που γυρίζαμε την έφοδο του λοχαγού στην πύλη κι ακούστηκαν οι ριπές από το Lanchester του Καραμάνου, εμφανίστηκε η αστυνομία κι έσπευσε μια περίπολος από το ΓΕΣ στον χώρο”.
Προφανώς και αρχικά είχαν ζητήσει άδεια για να κάνουν τα γυρίσματα “αλλά το Γενικό Επιτελείο Στρατού, από το οποίο είχαμε ζητήσει άδειες λήψεως σκηνών, οπλισμό, στολές, εξαρτήσεις, οχήματα κλπ, δεν μας απαντούσε.
Παρασκηνιακά μάθαμε ότι ο υπουργός δεν θέλησε να προκαλέσει τους μετανοημένους και τα χουντικά ‘σταγονίδια’, οπότε τήρησε σιγή ιχθύος”.
Και εδώ έρχεται το αυτονόητο ερώτημα: αφού δεν πήρατε άδεια από το ΓΕΣ, πού τα βρήκατε όλα αυτά τα εξαρτήματα, τα όπλα κλπ;
“Όπως μάλλον διαβάσατε, μου λέει, γυρίσαμε την ταινία στη φάση της μετακόμισης της Σχολής Ευελπίδων, όταν τα υπουργεία Άμυνας και Δικαιοσύνης δήλωναν διοικητικά αναρμόδια. Τον οπλισμό του λόχου, τα υποπολυβόλα Lanchester Mkl, τα είχε απορρίψει πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο o βρετανικός στρατός ξηράς, ο οποίος και τα έκανε πάσα στο Royal Navy κι αυτό με την σειρά του στην Ελληνική Αντίσταση κατά των Γερμανών. Δεν κατάφερα να μάθω σε ποια. Υποθέτω στον ΕΔΕΣ, αλλά μπορεί να βρέθηκαν ως προβληματικά και στην Βάρκιζα. Εμείς τα βρήκαμε αχρηστευμένα στην αποθήκη του Γιάννη Σαμιώτη, του κατεξοχήν πυροτεχνουργού του ΠΕΚ -του παλιού και καλού Ελληνικού Κινηματογράφου.
Στρατιωτικές στολές, από κράνος έως σκελέα, υπήρχαν το ‘84 και στο βεστιάριο στης κυρίας Συρογιάννη, αλλά για τις 36 χλαίνες του λόχου χρειάστηκε να οργώσουμε το Γιουσουρούμ”.
3. ΟΙ ΗΘΟΠΟΙΟΙ
Ένας και ένας. Από τον Καλογερόπουλο και τον Κιμούλη μέχρι τον λαγό που έκανε τον νεκρό στην πρώτη σκηνή. Πόσο τυχαίο μπορεί να είναι ότι ακόμα και σε μικρούς ρόλους, έβλεπες άσημους τότε ηθοποιούς που σήμερα θεωρούνται “μεγάλοι”; Σκέψου το. Κάποιος έψηνε καφέ και ήταν ο Μάινας, κάποιος άνοιγε μια πόρτα και ήταν ο Σκιαδαρέσης.
Την περίοδο που η ταινία παιζόταν στους κινηματογράφους ο Γιώργος Κιμούλης υπηρετούσε στο ναυτικό. Πολλά χρόνια αργότερα, το 2007 σε συνέντευξη του στο WomenOnly θα πει:
“Το σίγουρο είναι πως ό,τι ζητήσει ο Νίκος από εμένα, και μπορώ, θα το έχει. Οφείλω ένα μεγάλο μέρος της φήμης μου στις ταινίες του Νίκου και ιδίως στη ‘Λούφα και Παραλλαγή’. Πιστεύω πως έσπασε ένα μεγάλο ταμπού στον ελληνικό κινηματογράφο: μετά από αυτόν μια κωμωδία μπορούσε πλέον να θεωρείται και έργο τέχνης”.
Ο Τάκης Σπυριδάκης σε όλη τη δεκαετία του ‘80 έπαιξε μόνο σε τρεις ταινίες, και η μία ήταν η “Λούφα”.
“Εκεί έκανα έναν ρόλο και έναν τύπο, ο οποίος όταν ήμουν στρατιώτης, πραγματικά με ταλαιπώρησε πάρα πολύ στη ζωή μου”, δήλωσε το 2017 στο Vice. “Ο ψιλοάπλυτος φαντάρος που κάνει διάφορα πράγματα. Δεν είμαι εγώ αυτό αλλά με βοήθησε ομως πολύ να παίξω αυτόν τον τύπο. Αυτή η ταλαιπωρία μου βγήκε σε καλό”.
Σε προηγούμενη συνέντευξη του στη Lifo το 2012, είχε πει για τη δική του θητεία στο Νεοχώρι Ορεστιάδας:
(…) Δεν τα πέρασα καλά. Ήμουν συνεχώς αξύριστος, έτρωγα φυλακές συνέχεια και λέω κάποια στιγμή, θα κάτσω πέντε χρόνια εδώ μέσα, κι εκεί απάνω με απάλλαξε ο πατέρας μου δυστυχώς, χωρίς βέβαια να το θέλω. Πέθανε, βγήκα προστάτης και απολύθηκα”.
Και στην Athens Voice τo 2016 συμπλήρωνε:
“(…) Στην αρχή πήγα να το παίξω κατάθλιψη προκειμένου να τη γλιτώσω, αλλά το σταμάτησα.
Για να τη βγάλω καθαρή διάβαζα συνέχεια στο φυλάκιο που φυλούσαμε, μήπως μπουν οι κομμουνιστές και οι Τούρκοι. Παλιότερα έστελναν μακριά τους πολιτικά αντίθετους. Την εποχή που πήγα εγώ έστελναν τους ‘παραβατικούς’. Μια χαρά συνεννοήθηκα μαζί τους”.
Αυτός ήταν και ο πρώτος κινηματογραφικός ρόλος της Τάνιας Καψάλη αλλά αυτό που πραγματικά όμως κάνει εντύπωση είναι ότι σε εκείνη την ταινία ήταν μόλις 15 ετών! Έναν χρόνο νωρίτερα την είχε ανακαλύψει ο Ανδρέας Βουτσινάς.
Τον Σεπτέμβριο του 1984, σε ένα μικρό πρόμο της ταινίας που είχε κάνει η ΕΡΤ, ο Νίκος Καλογερόπουλος είχε εμφανιστεί ξυπόλυτος δίπλα στον Περάκη και είχε πει μισοαστεία μισοσοβάρα:
“Εγώ δεν φταίω τίποτα. Εσύ τα έκανες όλα. Εγώ υπηρετούσα σε ένα φυλάκιο ψηλά γιατί είχα προβλήματα με το αναπνευστικό μου σύστημα και ήρθε ο Περάκης και με πήρε, μου λέει θα κάνουμε μία ταινία στην Αθήνα. Τι ταινία θα κάνουμε; Το και το μου λέει. Το και το λέω, εντάξει, συμφωνώ. Από εκεί και πέρα βλέπετε ξυπόλητος έχω έρθει στο στούντιο…”.
Χρόνια αργότερα θα πει σε συνέντευξή του στην Popaganda ότι για εκείνη την ταινία είχε πάρει 300.000 δραχμές “ακάθαρτα”. “Λεφτά έβγαζες από δίπλα, αν έκανες βιντεοταινίες”.
Φον Κανάρης, Χρήστος Βαλαβανίδης σε μικρό αλλά πολύ χαρακτηριστικό ρόλο, να ρωτάει ποιος είναι ο Ρασκόλνικοφ και αν μπορείς να βγεις στη μέση της Κόκκινης Πλατείας και να κολλήσεις δίπλα στο όνομα του Μπρέζνιεφ την πιο περήφανη εθνική μας φιλοφρόνηση.
Σε μια συνέντευξη που είχαμε κάνει το 2021 για το Oneman, μου είχε πει ότι αυτή η σκηνή δεν προέκυψε από κάποιον αυτοσχεδιασμό αλλά ότι “υπήρχε, στο σενάριο. Απλά ήταν λιγάκι τσιμπημένο από μένα. Δικιά μου πρωτοβουλία ήταν ας πούμε που έβαζα χρυσόχαρτο στο δόντι για να φαίνεται χρυσό”.
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον όμως έχει από πού άντλησε υλικό για αυτόν τον χαρακτήρα.
“Τη σκηνή που είδες παιγμένη την έχω ζήσει στον στρατό όντας φαντάρος. Σπούδαζα ακόμα στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου και ήμουν ας το πούμε ‘ύποπτος’. Δεν είχα βέβαια χαρακτηριστεί πολιτικά, δεν υπήρχε τίποτα εναντίον μου.
Θυμάμαι μου είχε πει μια φορά ένας: ‘Ε, ηθοποιέ, τώρα είσαι εδώ, θα περάσουν από τα χέρια σου απόρρητα έγγραφα. Έτσι και κάνεις τίποτα θα σε καθαρίσω, θα σε εκτελέσω’.
Ήμουν στη Θήβα. Εγώ πέρασα καλά στον στρατό. Γιατί ‘πετάει ο γάιδαρος; Πετάει’. Και πολύ καψόνι στη Θήβα. Να σπρώχνεις το κτίριο και να φωνάζεις ‘ΕΙΜΑΙ ΜΑΛΑΚΑΑΑΑΑΣ’. Εγώ όντας ηθοποιός, το εμπλούτιζα και με δραματικό υπόβαθρο. Και το ευχαριστιόμουν. Να κάνεις ερωτική εξομολόγηση στον γλόμπο. Βέβαια, φοβερά πράγματα Χούντα ήτανε”.
Απ’ την άλλη ο Δημήτρης Πουλικάκος μάλλον δεν έχει και πολλά να θυμάται απ’ αυτήν την ταινία. Προτιμούσε την επόμενη που έκανε με τον Περάκη, το “Βίος και Πολιτεία”. “Αλλά και η Λούφα με αυτήν τη σκηνή το ‘this is a pipe’…”, τον θυμάμαι να μας λέει σε μια περσινή μας συνέντευξη παρέα με τον Θανάση Κρεκούκια, κουνώντας χαρακτηριστικά το χέρι του, σαν να λέει “χαμός”.
Αυτή η ταινία είναι το δώρο που δεν σταματάει ποτέ να δίνει και έτσι σαράντα χρόνια μετά, τα φώτα έχουν πέσει και σε έναν άλλον ήρωα που ελάχιστοι είχαν προσέξει τότε, τον Γιώργο Μαυροψαρίδη -ο τύπος που μοντάρει την πορνογραφική ταινία. Φέτος είναι για δεύτερη φορά υποψήφιος για Όσκαρ μοντάζ για το “Poor Things”, τότε όμως ήταν ακόμη ένας φαντάρος που βάραγε προσοχές στον αντισυνταγματάρχη Μηνά Κατσάμπελα.
Έχοντας περάσει και αυτός τη θητεία του στην ΥΕΝΕΔ, χρονικά λίγο μετά τον Περάκη, δούλευε στη “Στέφι Φιλµ”, εταιρεία παραγωγής διαφηµιστικών ταινιών -αλλά και της “Λούφας και Παραλλαγής”. Εκεί γνώρισε τον Νίκο Νικολαΐδη, τον Νίκο Παναγιωτόπουλο, τον Γιώργο Πανουσόπουλο, οι οποίοι έκαναν διαφημιστικά για να µμπορούν να συγχρηματοδοτούν τις ταινίες τους. Και εκεί γνώρισε και τον Περάκη.
“Μια µέρα που µοντάραµε µπαίνει ο Πανουσόπουλος και λέει στον Νίκο: ‘Nα ρε συ, τον Γιωργάκη πάρε να σου παίξει τον µοντέρ, πού να βρίσκεις τώρα ηθοποιό να του µάθεις τη µουβιόλα; Και έτσι έγινε”, είπε το 2019 στο Έθνος. “Επαιξα τον µοντέρ της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, Γ. Τριανταφύλλου”.
4. ΟΙ ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΜΥΘΙΚΕΣ ΣΚΗΝΕΣ
Όλη η ταινία είναι έτσι κι αλλιώς ένα μωσαϊκό από βινιέτες, σκηνές ελαφρά δεμένες μεταξύ τους πιο πολύ μέσω του υπονομευτικού χιούμορ που εκπέμπεται σε μια κοινή συχνότητα παρά μέσω της χρονολογικής συνέπειας της ιστορίας. Η μία εμβληματική σκηνή υποδέχεται την άλλη και σαράντα χρόνια μετά, στην εποχή που αποθεώνονται όσο ποτέ τα τρίλεπτα και πεντάλεπτα βίντεο, το έδαφος για ένα τέτοιο εγχείρημα μοιάζει πιο κατάλληλο ακόμα και από τότε.
Από τον λαγό-εχθρό που πέφτει μάχιμος στην πρώτη σκηνή μέχρι το βασανιστικό δίλημμα που φέρνει αντιμέτωπους τον βασιλιά και το πουλί για μια θέση στο τέλος του προγράμματος, οι γνήσια αστείες σκηνές μοιάζουν ατελείωτες. Και ενδιαφέρον έχουν και οι αληθινές ιστορίες πίσω από κάποιες απ’ αυτές.
Για παράδειγμα, για τη σκηνή που σε εισάγει στον παλαβό κόσμο του στρατού (και της ταινίας), εκείνη δηλαδή του λαγού στα χιόνια, είχαμε μιλήσει πριν τέσσερα χρόνια με τον Νίκο Καλογερόπουλο για χάρη του Oneman:
“Τις σκηνές στα βουνά με το χιόνι ήταν κανονισμένο να τις γυρίσουμε τελευταίες, να πάμε πάνω στα σύνορα με Βουλγαρία. Δεκαπέντε είκοσι μέρες όμως πριν αρχίσουμε, ρίχνει χιόνι στην Αθήνα και μού λέει τότε ο Περάκης “ρε φιλαράκι, δεν πάμε να το κάνουμε, να γλιτώσουμε το ταξίδι μετά”; Πάμε, λοιπόν, και σε μια μέρα τα κάναμε όλα. Μάς έφυγε ο τάκος”.
Αυτή η ιστορία εξηγεί και γιατί ο Καλογερόπουλος φορούσε κολάρο στον λαιμό εκείνη την περίοδο, όπως βλέπουμε και σε μια φωτογραφία στο σάιτ του Νίκου Περάκη. Κολάρο που όμως το έβγαζε όταν γύριζαν κάποια σκηνή.
“Κολλήσαμε όμως τότε με το φορτηγό και κατεβήκαμε να σπρώξουμε. Και όλη μέρα εγώ λιώμα στην κούραση, κρύωσα. Γυρίζω σπίτι, κοιμάμαι, πάω το πρωί να σηκωθώ, πού να σηκωθώ; Ήμουνα έτσι (σ.σ. δείχνει τον λαιμό του ακούνητο). ‘Πώπω λέω, ψύξη’.
Κάνουμε την πρώτη σκηνή στην ΥΕΝΕΔ, είναι η σκηνή που έρχεται και μου λέει ο άλλος ‘ρε εσύ δεν είσαι αυτός που ήμασταν μαζί στην πορεία, ο αριστερός;’. Εγώ πονάω φριχτά όμως. Και λέω ”μάγκες, δεν μπορώ να κουνηθώ. Μέχρι να ετοιμάσετε το άλλο πλάνο, ελάτε να πάμε στο νοσοκομείο δίπλα να μού κάνουνε μία ένεση”. Πάμε, με το που με βλέπουνε έτσι οι γιατροί, φωνάζουνε “ΜΗΝ ΚΟΥΝΙΕΣΑΙ!”. Φέρανε ένα ειδικό φορείο με κάτι σακουλάκια με άμμο εδώ, να μη φύγει ο σβέρκος. Είχα πάθει μετατόπιση δύο σπονδύλων”.
Θυμάμαι πώς μου σχολίασε την “thank you, captain obvious” σημείωση που του έκανα ότι δηλαδή αυτό ήταν πιο σοβαρό από μία απλή ψύξη.
“Πιο σοβαρό; Ρε θα κοβόταν ο νωτιαίος μυελός, θα γινόμουνα φυτό. Και με κρατήσανε μέσα μια βδομάδα, πού να πάω; Και τα γυρίσματα σταματήσανε. Καλά ο Περάκης καταλαβαίνεις, πώς δεν έπαθε εγκεφαλικό. Δεν υπήρχε πλάνο που να μην είμαι στην ταινία”.
Σε όλη την ταινία ο Νίκος Καλογερόπουλος ήταν σε αυτήν την κατάσταση. “Και μου ‘λεγε, θυμάμαι, και ο Ξενίδης στα γυρίσματα ‘παιδί μου, μην παίζεις με την υγεία σου είναι πολύ σοβαρό αυτό, το καταλαβαίνεις τι σου λέω;’”.
Μια άλλη σκηνή, κλασική το λιγότερο, αυτή με “τον βασιλιά ή το πουλί”, συνέβη και στην πραγματικότητα, αλλά κάπως διαφορετικά. Ο Νίκος Περάκης θυμάται:
“Συνέβη πραγματικά. Το μόνο λάθος στο πλάνο είναι ότι το νόμισμα με τον Φοίνικα βγήκε το καλοκαίρι της επόμενης χρονιάς. Δηλαδή ήταν πράγματι “κορώνα-γράμματα” και όχι “φοίνικας-γράμματα” η διαδικασία με το κέρμα που έκρινε την επιλογή”.
Έγκλημα αν μπορείς να μιλήσεις με τον Νίκο Περάκη και δεν τον ρωτήσεις για την πιο γνωστή ίσως ατάκα της ταινίας, το “ο πατέρας μου έχει ζώα” του Μπαλούρδου. Άραγε έγινε στην πραγματικότητα ή ήταν ένα δικο του αστείο αποκλειστικά για το σενάριο;
“Υπάρχουν στιγμές που η μνήμη μου δεν λειτουργεί μόνο επιλεκτικά αλλά και οριακά… λίγο σαν του προέδρου Μπάιντεν…”, μου λέει. “Υπήρχε τότε ένας φαντάρος οδηγός του οποίου ο πατέρας είχε ζώα στη Μάνη, όπου τα πρόβατα ως γνωστόν γενούν και τρείς φορές το χρόνο.
Τον βάφτισα “Μπαλούρδο” γιατί τ’ όνομα ταίριαζε στον Σπυριδάκη. Για τα ζώα της ατάκας του είμαι σίγουρος, γιατί την άκουσα πάνω από δύο φορές στην ’σέντρα’. Για τo προσβλητικό “το βλέπω” του Λοχαγού δεν είμαι σίγουρος ότι το είπε, ίσως να το σκέφτηκα σε καμιά διαδρομή μέσα στο Landrover του Μπαλούρδου ανοίγοντας το τζάμι για να ξεμυρίσει…
Σημειωτέο ότι αναβαθμίστηκα σε υποδεκανέα και ‘ελεύθερο υπηρεσίας’, δηλαδή σκοπιές, λάντζα, ξεφορτώματα κι αφοδευτήρια…”.
Αληθινή είναι και η σκηνή με τη μεταφορά αυτών των γιγαντιαίων κάδρων με την προτομή του Λένιν και το σφυροδρέπανο από το στρατόπεδο προς τη Βουλή. Το 1968 είχε δοθεί απ’ τη χούντα το κλειστό κτίριο της Βουλής για τα γυρίσματα της ταινίας “Στα Σύνορα της προδοσίας” με τον Κώστα Πρέκα στον πιο κόντρα ρόλο της ζωής του να υποδύεται τον Σοβιετικό κατάσκοπο, σε μια ακόμη εθνοσωτήρια παραγωγή του Τζέιμς Πάρις.
Η ταινία τότε σάρωσε τα βραβεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης αλλά για κάποιον περίεργο λόγο σήμερα δεν τη θυμάται ούτε ο περιπτεράς της γειτονιάς μας που σημείωνε ποιος αγόραζε Αυγή και Ριζοσπάστη.
Ο Νίκος Περάκης, όπως είπε στη σειρά “Κλείνον Άστυ” της ΕΡΤ, είχε όντως βάλει επίτηδες τον Λένιν πανω στο land rover του στρατού να φαίνεται και “βγήκε ο συνταγματάρχης και μου φώναξε ‘μπιπ’ Περάκη, ανάποδα”.
Και το ίδιο μου επαναλαμβάνει με πιο “ελεύθερη γλώσσα” και στο παρακάτω κομμάτι που είχα τη χαρά να λάβω, εντελώς συμπτωματικά, όταν τον ρώτησα για δύο άλλες σκηνές: εκείνη την κάπως λυτρωτική με τον Καραμαζώφ που πυροβολεί προς τον λοχαγό -και εκείνος να τα κάνει πάνω του- και τη σκηνή στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας, όπου έχασαν το γκολ και το “ξαναγύρισαν”:
“Κι αυτά είναι λίγο ράδιο αρβύλα και δημιουργήματα του υποσυνείδητου ενός υποδεκανέα”, θα μου πει. “Στην 3η Διεύθυνση, δηλαδή την κινηματογραφία και ΤΕΔ, εργαζόταν ένας ‘πολίτης’, ηλεκτρολόγος μηχανικός, του οποίου προέτρεχε η φήμη ότι ως φαντάρος είχε αποπειραθεί να τρομοκρατήσει έναν σαδιστή αξιωματικό με μια ριπή πολυβόλου, αλλά τελικά πήρε φύλλο πορείας για να κουκουλωθεί το συμβάν χωρίς να περάσει στρατοδικείο.
Ιδανικό βιογραφικό για τον ομοεθνή κι ελληνόφωνο φαντάρο Καραμαζώφ από το Ουζμπεκιστάν, που πυροβόλησε τον λοχαγό του, με το που άρχισαν τα πυροτεχνήματα της γειτονικής εκκλησίας.
Και η ιστορία διαπλοκής του ποδοσφαίρου με τα media και την διαφήμιση οφείλεται στον συνάδελφο, ο οποίος υποτίτλιζε κατά προτίμηση αυστραλιανά ντοκιμαντέρ, παράλληλα προωθούσε μαγιό -deux pieces- σε καταστήματα νεωτερισμών και συνόδευε ως φωτιστής τα συνεργεία που κάλυπταν τους ποδοσφαιρικούς αγώνες. Από την άλλη, ένας καλός εικονολήπτης γυρίζει πάντα ‘σφήνες’ για να συνδέει καλύτερα τις φάσεις του ματς. Εγώ συνόδεψα ως ‘φωτιστής’ μόνο μια φορά την κάμερα στο γήπεδο, κι εκεί πρέπει να ξέφυγε η φαντασία μου, με τις χορωδίες που έβριζαν διαιτητές, προπονητές κι αθλητές…
Φάγαμε σχεδόν μια μέρα με τον Γιωργάκη, τον Τριανταφύλλου, όχι τον Μαυροψαρίδη που υποκρίνονταν τον μοντέρ στην ταινία, για να ‘καθαρίσουμε’ την μπάντα του ήχου και να καλύψουμε τις χριστοπαναγίες με ιαχές.
Και θυμάμαι έναν από τους ηθοποιούς της σκηνής, που μου εκμυστηρεύτηκε σε μια προβολή της ταινιοθήκης ότι δεν ξαναπήγε σε γήπεδο…
Κι εγώ απέφευγα τις βρισιές στο σενάριο για να μην εκθέσω τον εν ζωή διοικητή μας που όταν φόρτωνα την φωτογραφία του Λένιν και τα σφυροδρέπανα στη σχάρα του Landrover, βγήκε στο παράθυρο του γραφείου του και μου φώναξε: ‘Πουτάνα Περάκη, γυρίστε τον μπρούμυτα…”. Τον Λένιν εννοούσε, ο οποίος θα ανέβαινε την Πανεπιστημίου, θα περνούσε μπροστά από τον Άγνωστο Στρατιώτη και θα τον ξεφορτώναμε στο Ζάππειο”.
Για την ιστορία να πούμε ότι κάποιοι από τους κομπάρσους που έκαναν τους Σοβιετικούς αξιωματικούς “ντύθηκαν” από τον ηθοποιό Κώστα Παπαχρήστο, ο οποίος είχε μια μεγάλη συλλογή στολών και παρασήμων. “Και ο ίδιος ήρθε ντυμένος στρατηγός στην προβολή της ‘τσόντας'”, μας ενημερώνει ο κ. Περάκης.
Ενώ ένα ακόμη μίνι trivia είναι ότι τον “Καραμαζώφ” τον υποδυόταν ο ηθοποιός και σκηνοθέτης, Φώτης Πολυχρονόπουλος, σκηνοθέτης μεταξύ άλλων και της σειράς “Εμείς και Εμείς” του MEGA. Έφυγε από τη ζωή το 2013 μετά από ανακοπή καρδιάς.
Όσον αφορά τη σκηνή με την είσοδο των τανκς στην Αθήνα, αυτή που δείχνει τον Παπαδόπουλο να περπατάει/τρέχει στους δρόμους της πόλης το πρωί της 21ης Απριλίου και από δίπλα του να περνούν ερπυστριοφόρα, χρειάστηκε να γίνουν ορισμένες αλχημείες για να επιτευχθεί. Όπως είπαμε και στην αρχή το ΓΕΣ δεν βοήθησε καθόλου την παραγωγή της ταινίας οπότε και τα τανκς που βλέπουμε να περνούν, δεν προέκυψαν μετά από κάποια συνεννόηση με μαυροσκούφηδες, αλλά ήταν το αποτέλεσμα ενός τρομερά ακριβούς υπολογισμού.
Κάθε 25η Μαρτίου τα τανκς έφευγαν απ’ το Χαϊδάρι για να πάνε στον χώρο της παρέλασης. Ο Περάκης σημείωσε τρία σημεία από όπου θα περνούσαν, και τρέχοντας μαζί με το συνεργείο και τον Καλογερόπουλο, την έστηναν σε αυτά τα σημεία για να μπορέσουν να πάρουν τα πλάνα.
Στην πραγματικότητα, ο αληθινός Καλογερόπουλος, δηλαδή ο Πανουσόπουλος, το πρωί της 21ης Απριλίου ήταν μέσα στο στρατόπεδο, δεν το έζησε αυτό. Αντίστοιχα, ο Περάκης δεν ήταν καν στην Αθήνα. Συνόδευε ως μεταφραστής ένα κλιμάκιο Ελλήνων αξιωματικών στη Γερμανία για να παραλάβουν έναν “ασπρόμαυρο” πομπό για το τηλεοπτικό δίκτυο.
“Βγήκε τότε ένας Γιαπωνέζος μαθητευόμενος και φώναζε ‘Coup d’ etat, Greece, Coup d’ etat, Greece!’. Μείναμε όλοι κάγκελο”, είχε πει στο Κόκκινο. “Ακολούθησαν σπασμωδικές ενέργειες, πήγαμε στην πρεσβεία στη Βόννη, και επιστρέψαμε. Σε ολη τη διαδρομή σκεφτόμουν μήπως πάρω το αυτοκινητάκι μου και φύγω, μετά σκεφτόμουν φίλους, γονείς, ό, τι μπορεί να σκέφτεται κανείς για να βρει λόγο πειστικό να επιστρέψει. Δεν το μετάνιωσα που επέστρεψα”.
Αυτό που ήταν αληθινό αλλά δεν πέτυχε και τόσο πολύ στην εφαρμογή του, ήταν αυτό το ιδιότυπο σύστημα ειδοποίησης όταν κάποιος έμπαινε στο γραφείο. Βέβαια, ούτε στην ταινία πέτυχε 100%, γι’ αυτό και έπιασαν τον Κιμούλη να κοιμάται χωμένος κάτω από κάτι συρτάρια.
Ο Νίκος Περάκης μας είπε για αυτό ότι “το σκέφτηκα και το πρότεινα στους συναδέλφους που δέχονταν συχνά αιφνιδιαστικές επισκέψεις από αργόσχολους φαντάρους ή αξιωματικούς με αναθέσεις και αιτήματα, αλλά απέτυχα. Θα κερδίζαμε έξι δευτερόλεπτα για να καταχωνιάσουμε τρέχουσες δουλειές στα συρτάρια και τους φωριαμούς”.
Μεταξύ αλήθειας και φαντασίας χάνεται και η ιστορία του γυρίσματος της πορνοταινίας. Μας λέει ο ίδιος:
“Η ιδέα να γυρίσουμε μία παρωδία ‘πορνοταινίας’ μας ήρθε μετά από ένα πλούσιο γεύμα το 1968 στο διαμέρισμα του Πανουσόπουλου στου Στρέφη, απέναντι από το σπίτι του Στρατηγού Σπαντιδάκη. Μοιράσαμε τους ρόλους στα κορίτσια των ‘πολιτών’ και των φαντάρων, ο Νικολαΐδης σκηνοθετούσε, ο Μάγκος ήταν ο εραστής, ο Πανουσόπουλος ο οπερατέρ που γύρισε και το ασπρόμαυρο 16άρι, κι εγώ με σακάκι και βαλιτσάκι ήμουν ο κερατωμένος που επιστρέφει από το ταξίδι.
Κάποτε βρέθηκε το 16άρι κι έφτασε στα χέρια μου, αλλά δεν το βρίσκω πουθενά… Ελπίζω να το βρει η κυρία Σταματογιαννάκη στο ΕΛΙΑ, στο οποίο έχω δώσει όλο το αρχείο μου για να το ανεβάσετε στο News247 αναδρομικά”.
5. ΑΠΟΔΟΧΗ, ΒΡΑΒΕΙΑ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
Η ταινία έφυγε με τέσσερα βραβεία απ’ το 25ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: καλύτερης ταινίας, σεναρίου, α΄ ανδρικού ρόλου στον Νίκο Καλογερόπουλο και μοντάζ.
Και ήταν η πιο εμπορική ταινία της σεζόν 1984-1985, κόβοντας 395.374 εισιτήρια, πρώτη ανάμεσα σε 38 ταινίες.
Προφανώς όμως -και αλίμονο αν δεν συνέβαινε κιόλας-, κάποιοι να μην έβλεπαν και με πολύ καλό μάτι όλο αυτό το ανελέητο υπονομευτικό ξεμπρόστιασμα της λογικής του στρατού και της πολιτικής κατάστασης της Ελλάδας ανάμεσα στα χρόνια της μετάβασης απ’ την “καχεκτική δημοκρατία” στη χούντα. Γράφει χαρακτηριστικά στο σάιτ του ο Νίκος Περάκης:
“Επιστρέφοντας το ‘87 από την Ταϊλάνδη, βρέθηκα πάλι αντιμέτωπος με κατηγορίες, αυτή την φορά για ‘προσπάθεια διασυρμού των Ενόπλων Δυνάμεων’. Ευτυχώς δεν τα κατάφερα, αλλά με κολάκεψε το γεγονός ότι το ΙΣΜΕ -Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών της Ελλάδος- μελετούσε ‘μετά προσοχής’ από το 1984 την ταινία ‘για να καταλήξει σ’ αυτό το συμπέρασμα’. Για κάτι τέτοια μας φοβούνται κι οι Τούρκοι”.
Του υπενθυμίζω αυτό το κομμάτι και του ζητάω περισσότερες λεπτομέρειες για τις “κατηγορίες” που δέχτηκε εκείνα τα χρόνια:
“Εννοείτε φαντάζομαι δημοσιεύματα του Τύπου και σχόλια υπέρ και κατά της ταινίας και των περίφημων σταγονιδίων της χούντας ή ενός τουρκικού περιοδικού με εξώφυλλο την αφίσα της ταινίας, που χρησίμευσε και για εννοιολογικές αναλύσεις της γλώσσας του σώματος. Μας άρεσε και τότε να τρωγόμαστε με τα ρούχα μας.
Παρόμοια εμπειρία έκανα και το 2004 όταν πρότεινα στο ΕΚΚ την συμπαραγωγή της ταινίας ‘Σειρήνες στο Αιγαίο’ και το Δ.Σ. μου απάντησε ότι το σενάριο είναι δυσκατάληπτο για τον μέσο θεατή. Από ένα ‘φιλικά προσκείμενο’ μέλος του ΔΣ έμαθα ότι η ταινία θεωρήθηκε ανθελληνική και οικονομικά ασύμφορη. Ίσως θυμάστε την συνέχεια…”.
Τα δικά μας συναισθήματα, τις δικές μας σκέψεις, όλα αυτά που μας ξυπνάει η ταινία σαράντα χρόνια μετά, λίγο πολύ τα αναφέραμε, καθώς περνούσαμε απ’ τη μια πληροφορία στην άλλη. Ο σκηνοθέτης όμως της “Λούφας” αφήνει την παγίδα της νοσταλγίας για τους άλλους. Όταν επιχειρούμε τον κλισέ επίλογο “και πώς βλέπετε σήμερα, τόσα χρόνια μετά αυτήν την ταινία, τι συναισθήματα σας γεννάει”, η απάντησή του είναι αφοπλιστικά ειλικρινής:
“Νομίζω ότι το εξαντλήσαμε… Σε τρία χρόνια να σχολιάσουμε το ‘ΒIOS+πολιτεία’ που μάλλον είναι η καλύτερή μου ταινία”.