Κρήτη: Οι φοβερές γιαγιάδες των Καπετανιάνων που βοήθησαν τους μετανάστες
Διαβάζεται σε 3'Η Ειρήνη και η Χρυσοθέα σαν άλλη Μηλίτσα και Μαρίτσα έσπευσαν να βοηθήσουν όπως μπορούσαν, γιατί η ανθρωπιά δεν ξεθωριάζει με τα χρόνια, ούτε φοβάται μετανάστες.
- 26 Φεβρουαρίου 2024 17:58
Την ιστορία τεσσάρων γιαγιάδων από τον οικισμό του Άι Γιάννη, τα Καπετανιανά, αφηγείται – με πολύ παραραστατικό τρόπο – άρθρο της “Πατρίς”, της τοπικής εφημερίδας της Κρήτης.
Το πρωί της Κυριακής (25/2), έφτασε μια βάρκα με πάνω από 30 μετανάστες, τους οποίους οι γιαγιάδες φρόντισαν και τους πρόσφεραν φαγητό και ρούχα, δείχνοντας με αυτό τον τρόπο την ανθρωπιά τους.
“Τους είδαν να βγαίνουν σαν τα φαντάσματα από τη θάλασσα, το πρωί της Κυριακής και σάστισαν. Βρεγμένοι μέχρι το κόκαλο, παγωμένοι, ξυπόλυτοι, διψασμένοι. Και έτρεξαν να βοηθήσουν «τα κοπέλια» χωρίς δεύτερη σκέψη.
Ο τόπος τους είναι όμορφος και τα καλοκαίρια υπάρχει ζωή. Έχουν συνηθίσει τους επισκέπτες. Μέσα στο χειμώνα όμως λίγοι είναι εκείνοι που μένουν στον οικισμό του Άι Γιάννη, στα Καπετανιανά, και ακόμα πιο λίγοι οι επισκέπτες.
Οι γιαγιάδες Ειρήνη και Χρυσοθέα και οι κατά πολύ μικρότερες τους, Σούλα και Χριστίνα, ανήκουν στους λίγους που …φυλούν Θερμοπύλες.
Μεταξύ του καφέ και του τι θα μαγειρέψουν, είδαν ξαφνικά να ξεπροβάλλουν μέσα από τη θάλασσα μια 30αριά ταλαίπωροι, οι μισοί παιδαρέλια, και τους λυπήθηκε η ψυχή τους. Κατάλαβαν ότι ήταν μετανάστες. Δεν σκιάχτηκαν όμως να κλειδαμπαρωθούν στα σπίτια τους. Τουναντίον. Άνοιξαν τις καρδιές και τις αγκάλες τους να βοηθήσουν τα «κοπέλια» με το βρισκούμενο.
Τους έβρασαν φρέσκα αυγουλάκια από τις κοτούλες τους, τους έκοψαν και τυρί και τους πρόσφεραν να φάνε με ψωμί και νερό. «Φάτε μωρέ, φάτε» τους έλεγαν οι κρητικές και εκείνοι τις κοιτούσαν καλά-καλά.
Μάζεψαν και από τις ντουλάπες ό,τι ρούχα βρήκαν των δικών τους κοπελιών να τα δώσουν να τα φορέσουν που σπαρταρούσαν σαν τα ψάρια από το κρύο. Αλλά πού να βρουν 30 ζευγάρια παπούτσια. Εκεί υπήρχε έλλειμα. Και πάλι έκαναν ό,τι μπορούσαν. Και το κατάλαβαν οι νεαροί μετανάστες. Ένιωσαν ότι τούτος ο τόπος είναι φιλόξενος και οι άνθρωποι του προστρέχουν στην ανάγκη. Η Ειρήνη και η Χρυσοθέα σαν άλλη Μηλίτσα και Μαρίτσα έσπευσαν να βοηθήσουν όπως μπορούσαν, γιατί η ανθρωπιά δεν ξεθωριάζει με τα χρόνια, ούτε φοβάται μετανάστες. Η ανθρωπιά μιλάει κατευθείαν στην καρδιά.
Και οι γιαγιάδες του Άι Γιάννη έσκασαν στα γέλια σαν έβλεπαν τα φιλάκια που τους έστελναν οι νεαροί μετανάστες καθήμενοι στις καρότσες των αγροτικών όσο απομακρύνονταν από τον οικισμό.
Ήταν η δική τους ανταμοιβή. Όσο για τους μετανάστες, που να υποψιάζονταν όταν έμπαιναν σε εκείνη τη βάρκα για να διασχίσουν τη Μεσόγειο, ότι στην … απέναντι όχθη θα συναντούσαν τις φοβερές γιαγιάδες των Καπετανιανών”.