Επίδομα Πάσχα: Ο “κόφτης” και ο “πρόλογος” της “ελαφράς λιτότητας”
Διαβάζεται σε 12'Το Eurogroup τονίζει ότι η ευρωζώνη αντιμετωπίζει πολλαπλές δημοσιονομικές απαιτήσεις κι έχει την ανάγκη να συνεχίσει να ανοικοδομεί δημοσιονομικά αποθέματα ασφαλείας. Στο πλαίσιο αυτό προτείνεται μια λιτότητα με ευελιξία
- 13 Μαρτίου 2024 06:34
Ένας συνδυασμός παραγόντων και σταθμίσεων έφερε τον “κόφτη” στο πλάνο για έκτακτες παροχές το Πάσχα σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, όπως συνήθως συνέβαινε τα τελευταία χρόνια. Έτσι, το “φρένο” που έχει μπει στην πορεία του ΑΕΠ, που επηρεάζει καταλυτικά την προσπάθεια για επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, το “άγρυπνο” μάτι των αγορών, που απεχθάνονται κάθε ενέργεια που απειλεί τη “ρότα” δημοσιονομικής πειθαρχίας, η επιστροφή, με ‘βούλα” ΕΕ, στην “ελαφρώς περιοριστική” πολιτική και ο ‘εξοβελισμός” των έκτακτων μέτρων στήριξης από τη “φαρέτρα” των κρατών μελών, αλλά και η “πρόκριση” διαρθρωτικών και όχι επιδοματικών πολιτικών, (παρά τις “πρότερες” μεγάλες επιδόσεις στον τομέα αυτό της κυβέρνησης) για την ενίσχυση των ευάλωτων ομάδων έφερε τις αναφορές αυτές από επίσημα κυβερνητικά χείλη. Βέβαια, δεν μπορεί να παραληφθεί και το γεγονός ότι η κυβερνώσα παράταξη πάει προς τις Ευρωεκλογές, με αέρα πολιτικής υπεροχής, παρά τα όποια “πυρά” δέχεται κυρίως εκ δεξιών.
Ο Πρωθυπουργός
Έτσι, σε σχέση με το φημολογούμενο επίδομα Πάσχα ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε συνέντευξή του το πρωί της Τρίτης (12/3) στον ΣΚΑΪ, ξεκαθάρισε ότι δεν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος για να δοθεί φέτος το έκτακτο επίδομα Πάσχα στους δικαιούχους. “Έχουμε έναν δύσκολο προϋπολογισμό να υλοποιήσουμε. Αν μπορούμε να κάνουμε κάτι για τους ευάλωτους, θα το κάνουμε απολογιστικά στο τέλος του χρόνου. Θα ήταν πολύ εύκολο να πω ότι εκλογές έρχονται, να δώσουμε κάτι. Όμως δεν θα το κάνω», ανέφερε χαρακτηριστικά. “Θα ήταν πολύ εύκολο να πω ότι έρχονται εκλογές, θα δώσω χρήματα. Δεν νομίζω ότι αυτές οι παρεμβάσεις έχουν πολιτικό αποτέλεσμα. Πρέπει να σιγουρευτούμε ότι το τραπέζι της Σαρακοστής και του Πάσχα θα είναι ανεκτό”, τονισε και πρόσθεσε ότι “είναι πολύ πιο σημαντικό να αυξάνονται οργανικά οι μισθοί από το να δίνουμε επίδομα (Πάσχα)”.
Αναφερόμενος, δε, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στην ακρίβεια, επισήμανε ότι το βασικό διαρθρωτικό μέτρο αντιμετώπισης του προβλήματος είναι οι αυξήσεις στους μισθούς. “Η ακρίβεια είναι το πρώτο και σημαντικότερο πρόβλημα. Πώς απαντάμε; Με αυξήσεις μισθών. Θα επιμείνω σε αυτό, γιατί έχουμε θέσει ως στόχο το 2027 ο μέσος μισθός να είναι 1.500 ευρώ και ο κατώτατος 950 ευρώ. Οι επιχειρήσεις πρέπει να πληρώσουν περισσότερο για να προσελκύσουν εργαζόμενους”, τόνισε, λέγοντας ακόμη ότι έμφαση δίνεται και στους ελέγχους. Για τον κατώτατο μισθό ανέφερε ότι η νέα αύξηση θα ανακοινωθεί εντός του Μαρτίου και θα τεθεί σε ισχύ από την 1η Απριλίου. Όπως είπε, ο νέος κατώτατος μισθός θα είναι πάνω από 800 ευρώ.
Αναφερόμενος, δε, εκ νέου στην απόφαση να μη δοθεί φέτος επίδομα Πάσχα 2024 στους δικαιούχους, ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπενθύμισε ότι το ΑΕΠ του 2023 έκλεισε στο 2%, ενώ η πρόβλεψη ήταν για 2,4%.
“Έχουμε κάνει παρεμβάσεις σε τομείς, όπως τους γιατρούς, που θέλουμε να ενισχύσουμε. Αν μπορούμε να κάνουμε κάτι για τους πιο ευάλωτους, θα το κάνουμε με την αύξηση του κατώτατου μισθού και απολογιστικά στο τέλος του χρόνου”, τόνισε. Κατηγορηματικός για το έκτακτο επίδομα Πάσχα και την πιθανότητα καταβολής του ήταν και ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, σε συνέντευξή του την προηγούμενη εβδομάδα. “Δώσαμε τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο. Για τον ορατό ορίζοντα δεν υπάρχει κάποιο περιθώριο. Όλα θα εξαρτηθούν από το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα από πλευράς εκτέλεσης του προϋπολογισμού, εσόδων και δαπανών”, είχε πει. Υπενθυμίζεται ότι κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του σε σούπερ μάρκετ στη Λένορμαν, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης είχε επίσης βάλει φρένο στα σενάρια για έκτακτο επίδομα Πάσχα 2024.
Το ΑΕΠ
Στο μεταξύ, με βάση τις τελευταίες ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ ο “βατήρας” εκτέλεσης του τρεχοντος κρατικού προϋπολογισμού ξεκινά από λιγότερο ευνοϊκή βάση, σε σχέση με αυτήν που αρχικών είχε προβλεφθεί. Έτσι Στο 2% διαμορφώθηκε ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις της ΕΛΣΤΑΤ με την επίδοση του 4ου τριμήνου στο 1,2% σε ετήσια βάση. Οι ανακοινώσεις, διαμορφώνουν μια “μετενέργεια” για φέτος κι αποτελούν και “βαρόμετρο” για τις όποιες επιλογές, ένεκα των νέων αναγκών που φέρνει η συγκυρία (κλιματική κρίση, πράσινη μετάβαση κτλ).
Υπενθυμίζεται ότι η πρόβλεψη από το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών στον προϋπολογισμό ήταν για ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ στο 2,4%. Επίσης ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2023, (Πρόγραμμα Σταθερότητας) είναι για 1,1% του ΑΕΠ, ενώ για φέτος ο “πήχης” είναι στο 2,1% του ΑΕΠ, κάτι άκρως απαιτητικό, με δεδομένο ότι η ανάπτυξη δεν “καλπάζει” αλλά ουσιαστικά βασίζεται σε μια “πληθωριστική” αποτύπωση μεγεθών.
Η “ελαφρώς περιοστική” πολιτική
Στο μεταξύ, οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης κατέληξαν το περασμένο διήμερο σε συμφωνία για τον προσανατολισμό της δημοσιονομικής πολιτικής για το 2025, στέλνοντας το “μήνυμα” σε κάθε κράτος – μέλος. Σύμφωνα με τη δήλωση του Eurogroup, η δημοσιονομική στάση στη ζώνη του ευρώ το 2025 θα είναι “ελαφρώς περιοριστική”, αλλά οι πολιτικές θα πρέπει να παραμείνουν ευέλικτες, ενόψει της επικρατούσας αβεβαιότητας. Το Eurogroup χαιρετίζει την πολιτική συμφωνία, η οποία επιτεύχθηκε τον Φεβρουάριο του 2024 για μια συνολική μεταρρύθμιση του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ και προσβλέπει στην έγκαιρη έγκρισή του από τους συννομοθέτες. Οι εργασίες συνεχίζονται για την προετοιμασία για την εφαρμογή του αναθεωρημένου πλαισίου, μόλις τεθεί σε ισχύ.
Ενώ η οικονομία εισήλθε στο 2024 με αδύναμη βάση, τονίζει το Eurogroup, φαίνεται να υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ το 2025. Η αγορά εργασίας παραμένει ισχυρή. Ο πληθωρισμός βρίσκεται σε πτωτική πορεία και αναμένεται να είναι κοντά στον στόχο της ΕΚΤ το 2025, ενώ τα αποτελέσματα της αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής λειτουργούν στην οικονομία. Ωστόσο, οι κίνδυνοι για τις οικονομικές προοπτικές παραμένουν, καθώς η παγκόσμια αβεβαιότητα επιβαρύνει τις οικονομικές προσδοκίες.
Στο πλαίσιο αυτό προτείνεται μια λιτότητα με ευελιξία, που για την Ελλάδα και τις άλλες χώρες μεταφράζεται ως εξης:
– στους νέους δημοσιονομικούς κανόνες (Πλαίσιο) που θα ισχύσουν τη νέα χρονιά.
– στους στόχους και τις δεσμεύσεις που θα τεθούν στα εθνικά Μεσοπρόθεσμα Προγράμματα για τα έτη 2024-2028
“Το καλοκαίρι αναμένεται ενδιαφέρον” όπως προβλέπει ο αρμόδιος Επίτροπος για τις οικονομικές υποθέσεις Π. Τζεντιλόνι. Και αυτό διότι στους επόμενους έξι μήνες με αρχή τον Απρίλιο θα κατατεθούν στο Ευρωκοινοβούλιο για ψήφιση οι κανόνες για το νέο Δημοσιονομικό Πλαίσιο. Οι συμφωνίες έχουν γίνει γνωστές, αλλά αναμένεται να υπάρξουν εξειδικεύσεις για ελλείμματα, πλεονάσματα, χρέος κλπ, αλλά και επιμέρους παραδοχές για το αν πχ οι υψηλές αμυντικές ή άλλες δαπάνες θα μετράνε ή όχι (και πότε ή με ποιους όρους) στην δημοσιονομική προσπάθεια που απαιτείται για επίτευξη των πρωτογενών πλεονασμάτων.φού ψηφιστούν και περάσει το καλοκαίρι όμως, έως 20 Σεπτεμβρίου θα πρέπει κάθε χώρα να καταθέσει το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα με τα μέτρα πολιτικής και τους στόχους που θα πρέπει να τηρήσει και να επιτύχει.
Όπως ανακοίνωσε, ειδικότερα, ο Επίτροπος Π. Τζεντιλόνι, τα κράτη μέλη θα έχουν περιθώριο μέχρι τις 20 Σεπτεμβρίου για να παρουσιάσουν τα μεσοπρόθεσμα σχέδιά τους εφόσον τεθούν σε ισχύ οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες. Σημειώνεται ότι το νέο δημοσιονομικό σύμφωνο προβλέπει ανώτατο όριο ελλείμματος 3% και χρέους 60% του ΑΕΠ. Όσες χώρες αποκλίνουν θα πρέπει να συμμορφώνονται με τους κανονισμούς, που είναι αυστηρότεροι για κράτη με χρέος πάνω από 90% του ΑΕΠ, όπως Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία. Με βάση τα νέα δεδομένα κάθε κράτος συμφωνεί με την Κομισιόν ένα δημοσιονομικό σχέδιο τετραετίας στη βάση της βιωσιμότητας του χρέους και με κριτήριο για την καλή επίδοση την αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών. Το 2024 η Κομισιόν θα διαπραγματευτεί με τις χώρες μέλη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, τους τετραετείς στόχους. Πρακτικά το νέο σύμφωνο για την χώρας μας σημαίνει ότι δεν θα μπορεί να υπερβαίνει κατά 2,6% τις δαπάνες της γενικής κυβέρνησης ανεξάρτητα από τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Για το 2024 προβλέπει ανάπτυξη 2,9% με πρωτογενές πλεόνασμα 2,1%.
Πάντως, το Eurogroup τονίζει ότι η ευρωζώνη αντιμετωπίζει πολλαπλές δημοσιονομικές απαιτήσεις παράλληλα με την ανάγκη να συνεχίσει να ανοικοδομεί δημοσιονομικά αποθέματα ασφαλείας. “Το μεταρρυθμισμένο πλαίσιο έχει σχεδιαστεί για να ενισχύσει τη βιωσιμότητα του χρέους και να προωθήσει τη βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων, ενώ παράλληλα ενθαρρύνει την εθνική ιδιοκτησία και ενισχύει την επιβολή της νομοθεσίας. Δεσμευόμαστε να διασφαλίσουμε τη συνεπή και ταχεία εφαρμογή του κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους”, επισημαίνουν οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης.
“Με βάση τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία, οι απαιτήσεις του αναθεωρημένου πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης θα μεταφραστούν σε μια συνολική ελαφρώς περιοριστική δημοσιονομική στάση στη ζώνη του ευρώ το 2025“, τονίζει το Eurogroup και προσθέτει: “Αυτό θα ήταν σκόπιμο, υπό το φως των τρεχουσών μακροοικονομικών προοπτικών, της ανάγκης να συνεχιστεί η ενίσχυση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας και για την υποστήριξη της συνεχιζόμενης αποπληθωριστικής διαδικασίας, ενώ οι πολιτικές πρέπει να παραμείνουν ευέλικτες ενόψει της επικρατούσας αβεβαιότητας”.
Τα μηνύματα
Τούτων δοθέντων αυξάνεται η πίεση στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης που πρέπει να προωθήσει μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις αξιοποιώντας ευρωπαϊκούς και εθνικούς πόρους, ώστε να κλειδώσει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και βέβαια πλεονάσματα.
Σημειώνεται ότι τρέχει ο τακτικός έλεγχος της Κομισιόν για την πορεία του ελληνικού προγράμματος στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης και επίκεινται συναντήσεις τεχνικών κλιμακίων με στελέχη του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών. Επίσης είναι σε εξέλιξη μια εργώδης προσπάθεια για να τηρηθούν τα χρονοδιαγράμματα. Για το 2024 το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων είναι το μεγαλύτερο των τελευταίων 14 ετών. Επίσης εκτός των 12,2 δισ. ευρώ που αναμένονται από τα ευρωπαϊκά προγράμματα και από το ελληνικό σκέλος η οικονομία θα επωφεληθεί από την ωρίμανση των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης και της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (HDB). Σημειώνεται ότι για το 4ο διπλό αίτημα που θα κατατεθεί τον Απρίλιο προς την ΕΕ, ήτοι 2,5 δισ. ευρώ, η Ελλάδα έχει ικανοποιήσει το στόχο. Υπενθυμίζεται ότι ανά έτος προβλέπονται δύο αιτήματα που αφορούν αφενός επιχορηγήσεις/ενισχύσεις κεφαλαίου (Grants) 1 δισ. ευρώ και 2,5 δισ. ευρώ δανείων. Το 5ο αίτημα θα ακολουθήσει τον Σεπτέμβριο.
Εντωμεταξύ, στις Βρυξέλλες, την Τρίτη, 12 Μαρτίου, σε κοινή συνεδρίαση οι υπουργοί Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων της ΕΕ έθεσαν “επί τάπητος” τις κοινωνικές επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις, την μακροοικονομική σταθερότητα και την κοινωνική σύγκλιση. Στο Ecofin, δε, συζητήθηκε η πορεία εφαρμογής του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και ο οικονομικός και δημοσιονομικός αντίκτυπος του πολέμου στην Ουκρανία, πάντα με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές του προϋπολογισμού της ΕΕ για το έτος 2025.
Ο Κ. Χατζηδάκης και η κοινωνική συνοχή
“Η οικονομική ανάπτυξη και η κοινωνική συνοχή είναι στόχοι συμπληρωματικοί. Όσο πιο δυνατή και ανταγωνιστική είναι μία οικονομία τόσο περισσότερους πόρους διαθέτει για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής. Από την άλλη πλευρά οι κοινωνικές πολιτικές που επικεντρώνονται στην ανάπτυξη του ανθρώπινου κεφαλαίου μπορεί να ενισχύσουν την παραγωγικότητα και την πρόοδο”. Αυτό τόνισε ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, ο οποίος συμμετείχε, το τελευταίο διήμερο, στις συνεδριάσεις του Eurogroup και ECOFIN στις Βρυξέλλες.
Στην κοινή συνεδρίαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων της Ε.Ε. με θέμα τις κοινωνικές επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις, εκτός από τον κ. Χατζηδάκη, την Ελλάδα εκπροσώπησε επίσης η Υπουργός Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, Σοφία Ζαχαράκη. Ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών για να αποδείξει τη συμπληρωματικότητα της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής αναφέρθηκε σε δράσεις του Υπουργείου Οικονομικών στην Ελλάδα, που ενισχύουν τελικά τις κοινωνικές πολιτικές και σε δράσεις του Υπουργείου Εργασίας, που ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα. Ειδικότερα, όσον αφορά στο Υπουργείο Εργασίας, ο κ. Χατζηδάκης αναφέρθηκε:
-
Στα προγράμματα για την κατάρτιση και αναβάθμιση των δεξιοτήτων 700.000 εργαζομένων και ανέργων, που πραγματοποιούνται με την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων και που αποτελούν το μεγαλύτερο πακέτο κατάρτισης που έχει υπάρξει ποτέ στη χώρα.
-
Στη μεταρρύθμιση του συστήματος της διά βίου μάθησης, με την εισαγωγή του κανόνα της πληρωμής βάσει επιδόσεων.
-
Στον εκσυγχρονισμό της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης και την ενίσχυση των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης.
-
Στους αυστηρότερους κανόνες που έχουν εισαχθεί, έτσι ώστε ωφελούμενοι της ΔΥΠΑ, να είναι μόνο αυτοί που το έχουν πράγματι ανάγκη (π.χ. εισαγωγή εισοδηματικών κριτηρίων για ορισμένα κοινωνικά επιδόματα).
Ο κ. Χατζηδάκης τόνισε επίσης τα μέτρα που εφαρμόζει το Υπουργείο Οικονομικών για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής, επισημαίνοντας ότι πέρα από τη διασφάλιση της φορολογικής δικαιοσύνης συμβάλλουν ήδη στην εξεύρεση των απαιτούμενων πόρων για την ενίσχυση του προϋπολογισμού στην παιδεία και την υγεία.
Στη συζήτηση που διεξήχθη στο πλαίσιο του Eurogroup αναφορικά με το μέλλον των ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών, ο κ. Χατζηδάκης αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα προώθησης της Ενιαίας Αγοράς Κεφαλαίων (Capital Markets Union). “Τους τελευταίους μήνες ακούσαμε διεθνείς οργανισμούς και παράγοντες της αγοράς να μας επισημαίνουν ότι ο κατακερματισμός της ευρωπαϊκής κεφαλαιαγοράς έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα και στην εξεύρεση κεφαλαίων για ανάπτυξη. Μπορεί να έχουμε διαφορετικές απόψεις ως προς τον επιθυμητό βαθμό ενοποίησης. Και υπάρχουν και αντικειμενικά εμπόδια που θα πρέπει να ξεπεράσουμε. Αλλά θα ήταν λάθος να αγνοήσουμε το μήνυμά τους. Θα πρέπει να επιδείξουμε υψηλό επίπεδο φιλοδοξίας”, τόνισε ο Έλληνας Υπουργός. Σημείωσε δε ότι η Ελλάδα, όπως και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, θα επιθυμούσε μια πιο φιλόδοξη αντιμετώπιση τόσο για την Ενιαία Αγορά Κεφαλαίων στην Ευρώπη όσο και για την Τραπεζική Ένωση στην Ευρώπη, καθώς είναι βασικές προϋποθέσεις για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας.