ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ: “ΥΠΟΣΧΕΘΗΚΑ ΣΤΟΝ ΜΙΚΗ ΝΑ ΤΟΝ “ΠΑΩ” ΣΤΗΝ ΚΙΝΑ”
Λίγο πριν επιστρέψει στο “δεύτερο” σπίτι της, τον Σταυρό του Νότου, για την ετήσια μυσταγωγία με το κοινό της, η Μαρία Παπαγεωργίου μας μιλά για την “συνάντηση” Θεοδωράκη – Μικρούτσικου εντός της.
Την Μαρία Παπαγεωργίου “την πήρα είδηση” πριν από κάποια χρόνια, όταν φίλοι-συντοπίτες Νεοκοσμίτες μιλούσαν με πάθος για ένα κορίτσι με απίστευτη φωνή, που γεμίζει τις Δευτέρες τον Σταυρό (του Νότου).
Κατόπιν, απολαμβάνοντάς την live, σαν σύγχρονη νεράιδα να ανοίγει “κόσμους” με την κιθάρα της, κατάλαβα γιατί απέκτησε ένα σταθερά φανατικό κοινό. Ανθρώπους που δεν πάνε έτσι τυχαία στα live της επειδή άκουσαν μία επιτυχία της στην τηλεόραση, αλλά γιατί την παρακολουθούν -σχεδόν σαν ερασιτέχνες stalkers- για να “παίξουν” το ιερό παιχνίδι της ψυχικής διαμοιβής με τον καλλιτέχνη. Να πάρουν και να δώσουν ειλικρινή συναισθήματα.
Φέτος, η Μαρία Παπαγεωργίου συμπληρώνει μία φουλ δεκαετία στον Σταυρό του Νότου και αυτό σημαίνει πολλά για εκείνη. Μεγάλωσε μέσα του – όπως λέει – μπουσούλησε, περπάτησε και μπαίνει πλέον στην αιώνια εφηβεία που ορίζει η μουσική.
Επιστρέφει και αυτή την Άνοιξη, λοιπόν, στο δεύτερο σπίτι της τον ΣτΝ για να διηγηθεί όλα όσα είδε, ένιωσε και γνώρισε στα καθημερινά της μουσικά ταξίδια. Με αστείρευτη ανάγκη να μας υποσχεθεί πως “η αγάπη θα ‘ρθει και φέτος”, έστησε τέσσερις διαδοχικές παραστάσεις, κάθε Παρασκευή από τις 22 Μαρτίου και μας περιμένει σαν “παραμυθάς” να πει τις ιστορίες της.
Η συνάντησή μας για καφέ και κουβέντα έγινε στο αγαπημένο της Παγκράτι όπου μένει και “αλωνίζει” τα τελευταία χρόνια. Της αρέσει πολύ το κέντρο της Αθήνας, ίσως γιατί της θυμίζει “γειτονιά” και οι άνθρωποι ασχολούνται κάπως περισσότερο με τον διπλανό τους. Η μέρα τέρμα ηλιόλουστη και αυτό είναι στα… bonus, γιατί το δυνατό φως κάνει τα μάτια της να μοιάζουν γαλάζιες θάλασσες, ειδικά όταν φορτίζεται και περιγράφει εμπειρίες και πρόσωπα που την έχουν συνεπάρει.
Κανονικά στα πόδια μας θα είχαμε τη σκυλίτσα της τη Ρακίλ. “Την έχασα πριν από δύο μήνες. Αυτό το σκυλί τα έκανε όλα σωστά. Και ήταν και ροκστάρ” λέει βουρκωμένη, ενώ η γάτα του “Petite Fleur” δεν καταλαβαίνει τι λέμε και της ζητά χάδια νιαουρίζοντας επίμονα. Μια ομάδα παιδιών από κάποιο σχολείο κατακλύζουν την οδό Αμύντα με γέλια και πειράγματα και κάπως έτσι η στιγμή είναι κατάλληλη να την πάω πίσω στις παιδικές μνήμες από τα ορεινά Γρεβενά.
Τη ρωτώ για τη ζωή εκεί, στη δεκαετία του ‘80, και το πρόσωπό της συσπάται χαριτωμένα. Είναι προφανές ότι δεν υπάρχει συνέντευξη -και άνθρωπος που να μιλάει ελληνικά- που να μην την έχει ρωτήσει για τον τόπο καταγωγής της. Δεν ήταν κι εύκολο ένα κορίτσι από τα Γρεβενά να κατέβει μόνο του στην Αθήνα και να κυνηγήσει λάιβ, δισκογραφικές και συνεργασίες!
“Κοίτα τώρα που μεγαλώνουμε και αλλάζουμε δεκαετίες τώρα συνειδητοποιούμε τα καλά και τα κακά που μπορεί να είχε η επαρχία του ‘80. Η εποχή που δεν είχε επικρατήσει το πλαστικό, η εποχή της μεταπολίτευσης, το βαθύ ΠΑΣΟΚ κλπ. Θα σου πω τι προσπάθησα να αποβάλλω όταν ήρθα στην Αθήνα. Αλλιώς πίστευα ότι θα είναι εδώ τα πράγματα. Νόμιζα ότι θα είναι πολύ πιο εύκολα και πιο κοντά στην αισθητική και την ηθική που είχε η επαρχία τότε.
Έκανα αγώνα να αποβάλλω από μέσα μου όσα σήμαινε η “επαρχία”. Κάθε γενιά εκείνη την εποχή είτε ζούσε στην Αθήνα είτε στην επαρχία είχε λιγότερες προσλαμβάνουσες από ότι σήμερα, αλλά στην επαρχία δεν μπορούσες “να το διορθώσεις”. Ειδικά στη συγκεκριμένη επαρχία, στα Γρεβενά, που ήταν μακριά από τον πολιτισμό. Έφταναν συγκεκριμένες παραστάσεις, η ενημέρωση γινόταν κυρίως από την τηλεόραση και το ραδιόφωνο – υπήρχε μόνο ένα δεύτερο πρόγραμμα, το οποίο να σου πω την αλήθεια δεν το γνωρίζαμε κιόλας. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια εδώ στην Αθήνα για να μπορέσω να αλλάξω αισθητική και δεν ήταν εύκολο.
Παρ’ όλα αυτά, υπήρχε και υπάρχει ακόμα στην επαρχία η ποιότητα του χρόνου και της συγχώρεσης. Γιατί είσαι σε μια μικρή κοινωνία, οπότε έναν άνθρωπο που θα τον ξανασυναντήσεις μπροστά σου, θα του δώσεις μια δεύτερη ευκαιρία σε κάτι και μπορεί να το “ξαναδιαβάσεις” αλλιώς. Υπάρχουν οι ρόλοι ακόμα, υπάρχει η οικογένεια-στήριγμα όταν φτάνεις σε μεγάλη ηλικία. Και δεν υπάρχει αυτή η μοναξιά που βλέπω εδώ στην Αθήνα και που με πονάει πάρα πολύ.”
Οι γονείς είχαν σχέση με τη μουσική; Σε ενθάρρυναν;
“Οι γονείς μου είχαν αγάπη στο οτιδήποτε έκαναν τα παιδιά τους που είχε μέσα του νόημα. Ο μεγαλύτερος αδερφός μου με μύησε στη μουσική. Ακολούθησα τα χνάρια του. Όταν ήμουν στο Δημοτικό παίζαμε μαζί, ο αδερφός μου πιάνο και εγώ τουμπερλέκι, σε δίσκους του Παπάζογλου.
Mε είχε δει η δασκάλα του αδερφού μου όταν ήμουν πολύ μικρή, ήμουν 5-6 χρόνων. Σηκωνόταν ο αδερφός μου από το πιάνο και μετά πήγαινα και καθόμουν εγώ και έπαιζα τα κομμάτια χωρίς να μου τα δείξει κάποιος. Το είδε η δασκάλα και είπε το παιδί είναι “θαύμα” και πρέπει να το στείλετε στο Ωδείο. Χάρηκαν οι γονείς μου – αγχώθηκαν μάλλον (γελάει)- και με έστειλαν σε ένα ωδείο όπου έφυγα στο δεύτερο μάθημα κλαίγοντας. Γιατί δεν μπορούσα να αντιληφθώ την έννοια της μουσικότητας, όπως τη δίδασκαν μέσα στα ωδεία, και αυτό “με κλείδωσε”.
Μετά από αρκετά χρόνια έπιασα την κιθάρα που είχε κάνει δώρο η μητέρα μου στον πατέρα μου όταν ερωτεύτηκαν. Ο πατέρας μου αυτοδίδακτος, έπαιζε τρία ακόρντα, ως εκεί. Δεν ήμασταν όμως μια οικογένεια που βάζαμε να ακούμε δίσκους στο πικ-απ. Η μουσική για μας ήταν να πηγαίνουμε διακοπές, να οδηγεί ο μπαμπάς, και να ακούμε στις κασέτες στο αυτοκίνητο ό, τι ήταν εμπορικό εκείνη την εποχή.
Στο Γυμνάσιο έκανα τις δικές μου μπάντες. Ήταν πολύ σημαντικό που οι γονείς μου με άφησαν να πάω στην πρώτη μου δουλειά σε ταβέρνα, να παίζω κάποια τραγούδια με την κιθάρα μου και να τραγουδάω. Στην επαρχία μπορούσες να το κάνεις αυτό. Οπότε μπορεί να μην είχαμε την ικανότητα να αναπτύξουμε το αισθητικό μας κριτήριο, αλλά δίναμε πολύ χρόνο σε αυτό με το οποίο αποφασίσαμε να ασχοληθούμε και είχαμε την ομάδα να το αλληλοσυμπληρώσουμε.
Όταν ήρθα στην Αθήνα υπήρχε πολλή μοναξιά για πολλά χρόνια. Πίστευα ότι θα έρθω και θα είναι τα πράγματα ρόδινα, αλλά τελικά δεν είναι εύκολο να επικοινωνήσεις αυτό που κάνεις, να φτιάξεις ομάδες, να έχεις κοινούς στόχους. Και δεν θεωρώ τυχαίο ότι αυτό που περιγράφω τώρα ως ‘επαρχιώτικο χαρακτηριστικό’ αρχίζει να διαφαίνεται μέσα από την εξέλιξη αποφοίτων από μουσικά σχολεία. Τώρα που η γενιά τους τριανταρίζει και συνεχίζουν να είναι μαζί και να κάνουν μουσικά πρότζεκτ. Εμείς από την επαρχία, ερχόμενοι εδώ, αναγκαστικά διασπαστήκαμε.”
Στην Αθήνα σπούδασες χρηματοοικονομικά, πέρα από το “τρέξιμο” για τη μουσική. Ήθελαν οι γονείς να έχεις και “ένα πτυχίο αχρείαστο να ‘ναι”;
“Ναι, όπως το λες, βέβαια τα πράγματα άλλαξαν στην πορεία. Σήμερα οτιδήποτε και να θέλει να κάνει κάποιος -από το γίνεις φιλόλογος, ή γιατρός, μουσικός ή αστροναύτης- θα πρέπει πλέον να περάσεις από χίλια μύρια κύματα, οπότε δεν υπάρχει αυτό το ‘μπαίνω σε μια σχολή πρώτο πτυχίο και προσαρμόζομαι στην οικονομία του κράτους’. Πλέον θα ζοριστούμε να κάνουμε οποιαδήποτε εργασία και μάλλον καλούμαστε να αλλάξουμε, όπως αλλάζει ο homo sapiens, και θα κληθούμε να κάνουμε πολλές εργασίες στη διάρκεια μιας ζωής. Η μητέρα μου γεννήθηκε φιλόλογος και (θα) φύγει φιλόλογος αλλά εγώ δεν σημαίνει ότι γεννήθηκα τραγουδίστρια και θα πεθάνω τραγουδίστρια.
Οπότε πρέπει να μάθουμε στην προσαρμοστικότητα τού να αγαπάμε κάτι, να το γνωρίζουμε καλά και να μπορούμε να το εξελίξουμε. Και εκεί βέβαια να επενδύσει και η παιδεία, που δεν βλέπω να επενδύει. Και παράλληλα, αν σκεφτείς πόσες χιλιάδες είναι εγγεγραμμένοι μουσικοί και πόσοι πραγματικά βιοπορίζονται από τη μουσική θα δεις τεράστια απόκλιση. Εμείς απλά τυγχάνει να βλέπουμε τα 10-20 επιτυχημένα παραδείγματα και νομίζουμε ότι ναι, άμα προσπαθήσεις πολύ γίνεται. Μπορεί να γίνει, αλλά στατιστικά το νούμερο είναι πολύ μικρό.”
Βλέπεις ότι σχεδόν όλη η Ελλάδα θέλει να γίνει σταρ, τραγουδιστής ή μουσικός;
“Δυστυχώς η κοινωνία έχει διαμορφωθεί έτσι ώστε οι περισσότεροι άνθρωποι να κάνουν μια δουλειά με την οποία δεν είναι ευχαριστημένοι. Και έχουν τάση φυγής. Και επειδή μπορεί να έχουν λίγο ταλέντο στη μουσική ή τραγουδούν, σου λέει θέλω να γίνω μουσικός ή ηθοποιός. Υπάρχει όμως ένα γκαπ εκεί. Το μου αρέσει η μουσική μέχρι το τρώω τα σώψυχά μου ασταμάτητα, επίμονα, για να δημιουργήσω μια προσωπικότητα και μια γνώση μέσα μου, έτσι ώστε να μπορέσω να φτιάξω τη μουσική μου και να την μεταλαμπαδεύσω, είναι μια απίστευτα δύσκολη διεργασία. Που έχει πάρα πολύ κόστος και θυσίες στην προσωπική σου ζωή, στο χρόνο σου, στην ηρεμία σου, στην ψυχή σου. Όσοι ασχολούμαστε με τη μουσική είμαστε τυχεροί που στην εργασία μας περνάμε καλά, αλλά είναι σοβαρότατη εργασία.”
“Κατέβηκες” στην Αθήνα, λοιπόν, ως φοιτήτρια στο ΠΑΠΙ στα χρηματοοικονομικά. Έχεις πει πολλές φορές ότι δεν ήταν κάτι που σου άρεσε, σου άφησε ίσως κάτι θετικό;
“Σίγουρα όλα καταγράφονται μέσα μας ως μνήμες. Προφανώς μια σχολή που δεν σου αρέσει είναι μια εμπειρία και μια άλλου είδους “αποστολή”. Ίσως η άρνησή μου να ενσωματωθώ σε ένα σύστημα το οποίο δεν με ενδιέφερε μπορεί να με ενδυνάμωσε ώστε να κάνω καλύτερη μουσική. Αυτό που θυμάμαι και έχω κρατήσει από τη σχολή είναι ο καθηγητής κ. Γιώργος Αληφαντής, ορκωτός ελεγκτής λογιστής. Φαινόταν έτσι άγριος, έμπαινε μέσα στο αμφιθέατρο και μας ήξερε όλους με τα μικρά μας ονόματα. Κι ενώ όλοι οι άλλοι καθηγητές έλεγαν “Κύριοι συνάδελφοι, το χρήμα”, αυτός έμπαινε μέσα και μας έλεγε “το μόνο περιουσιακό στοιχείο που έχετε και θα έχετε είναι το όνομά σας. Τώρα ανοίξτε τα βιβλία σας”. Το θυμάμαι πολύ εντονα.
Πάθαινα κρίσεις πανικού μέσα στο μάθημα, είχα κιτρινίσει μια φορά, και το είχε καταλάβει. Πού με είχε δει μέσα σε 200 φοιτητές! Του είχα εξηγήσει ότι εγώ είμαι μουσικός και δεν μπορώ να συνεχίσω στα χρηματο-οικονομικά. Έπαιζα σε μια ταβέρνα τότε και θυμάμαι είχε μαζέψει κάποιους συμφοιτητές και και ήρθαν να με δουν να τραγουδάω. Μέχρι και σήμερα με παίρνει τηλέφωνο για Χρόνια Πολλά ή όταν θα με δει στην τηλεόραση για να μου πει πόσο με αγαπάει.”
Αναφέρεις συνεχώς “όταν έπαιζα μουσική σε ταβέρνες” φαντάζομαι εκεί άρχισες να “εκπαιδεύεσαι” στην επαφή με το κοινό και να αποκτάς άνεση.
“Οι ταβέρνες, που λέω εγώ, τώρα έχουν γίνει ρακάδικα. Τότε ήταν “ταβέρνες” που υπήρχε κάποιος σεβασμός, όχι όπως στα σημερινά μαγαζιά που τρώνε πίνουν, όλοι μιλάνε, και κάπου στη γωνία υπάρχουν αυτοί που παίζουν. Τότε ήταν οι κλασικές ταβέρνες που είχαν αξιοπρεπή ηχητικά συστήματα, ήμασταν 4-5 άτομα μπάντα, έτρωγε ο κόσμος, έπαιζες κάποια πρώτα κομμάτια και μετά χαμήλωναν λίγο τα φώτα και έπαιζες τσιφτετέλια, ζεϊμπέκικα και νησιώτικα. Ο κόσμος τότε σε άκουγε. Και χόρευε. Τώρα πια δεν χορεύει ο κόσμος σε τέτοια μαγαζιά. Αυτά τα πρόλαβα λοιπόν στο ξεκίνημά μου και μετά γνώρισα τον Αλέξανδρο Εμμανουηλίδη και μπήκα στο δρόμο που λέγεται ελληνική δισκογραφία.”
Μια διαδρομή που έχεις μόνη σου “τραβήξει κουπί”… έχεις στήσει μόνη σου λάιβ, έχεις κουβαλήσει, έχεις πληρώσει από την τσέπη σου μουσικούς…
“Ακόμα κουβαλάω (γελάει)…Όταν έχεις μεγαλώσει και γαλουχηθεί σε μία πολύ τρυφερή κοινωνία – γιατί με όλα τα κακά της η επαρχία που μεγάλωσα εγώ ήταν μία τρυφερή προστατευμένη κοινωνία – είναι μεγάλη η μοναξιά και σου φαίνεται τεράστιος ο χρόνος που χρειάζεται για να μπορέσεις να φτάσεις σε ένα στόχο. Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά, όταν ξεκίνησα να παίζω στο Σταυρό του Νότου, είχαν πάει καλά οι πρώτες παραστάσεις και μου έδωσαν παράταση. Υπήρχε κόσμος που ερχόταν ξανά και ξανά και το επικοινωνούσαμε κυρίως από στόμα σε στόμα.
Ερχόταν η Δευτέρα να παίξω και έλεγα γαμώτο δεν έχω δεδομένο ούτε το τεσσάρι τραπέζι στο όνομα Παπαγεωργίου, ούτε δηλαδή την οικογένειά μου, που ήταν μακριά. Δεν ξεκινούσα ούτε με το… σίγουρο, που λένε. Μπορεί να μην ερχόταν κανένας. Αυτό σε αγχώνει αλλά σε κάνει και πιο ρεαλιστή, και σε στρέφει στην αγάπη και την προσφορά. Γιατί εκτιμάς πολύ περισσότερο αυτούς που δεν είναι οικογένεια, αλλά έρχονται να σε ακούσουν σαν οικογένεια. Και θέλεις να τους επιστρέψεις την αγάπη που σου δείχνουν.
Βέβαια τότε τα μαγαζιά ήταν πιο… λειτουργικά. Το ‘13 ας πούμε κάποιος μπορεί να πλήρωνε 10 ευρώ για να έρθει να μας δει, κι εγώ από αυτό μπορούσα να κρατήσω 7. Στα υπόλοιπα 15 χρόνια πρέπει να πληρώσει τα διπλάσια κι εγώ να κρατήσω πάλι τα 7. Έχουν γίνει τέτοιες αλλαγές και επειδή δεν υπάρχει πρόνοια και στήριξη για να αναπτυχθεί ο πολιτισμός, όλο το κόστος μεταφέρεται στον καταναλωτή. Αυτό δεν σημαίνει ότι εμείς οι καλλιτέχνες πλουτίζουμε, σημαίνει ότι μέσα στα χρόνια δυσκολευόμαστε να κρατήσουμε μια ισορροπία έτσι ώστε και τα μαγαζιά να είναι λειτουργικά και ο κόσμος να αντέχει οικονομικά να έρθει να δει το λάιβ της Μαρίας. Εκείνη την εποχή στο ΣτΝ, ο Μάλαμας γέμιζε την Κεντρική Σκηνή και μπορούσε να ζήσει και η Μαρία παίζοντας στο κλαμπ. Και όταν η Μαρία πήγαινε στην Κεντρική να τη γεμίσει, θα μπορούσε να έρθει κάποιος να παίξει στο κλαμπ.”
Στα Γρεβενά στους συμπατριώτες σου έχεις (ξανα) παίξει;
“Έπαιξα πριν από δύο χρόνια και ήταν πολύ συγκινητικά. Έχουμε ένα υπαίθριο θέατρο που λέγεται Καστράκι, στο οποίο έχω δει όλες μου τις συναυλίες ως παιδί – Αλεξίου, Παπακωνσταντίνου και πολλούς καλλιτέχνες. Θυμάμαι να είμαι πιτσιρίκι, και επειδή ήξερα από μικρή ότι θέλω να γίνω τραγουδίστρια, να λέω ότι κάποια μέρα θέλω να παίξω κι εγώ σε αυτό το θέατρο. Επειδή όμως “ουδείς προφήτης στον τόπο του” στην επαρχία, περνάει καιρός για να σε αποδέχτουν οι συμπατριώτες, ο τόπος σου, και να σε πιστέψει. Για μένα αυτή η στιγμή ήταν πρόπερσι. Ήρθαν όλοι σε αυτό το θέατρο και όταν βγήκα να τραγουδήσω ήθελα να βάλω τα κλάματα. Ένιωσα ότι η μικρή Μαρία συνάντησε τη μεγάλη και ήταν ΟΚ, ήταν σωστά!“.
Από την παραδοσιακή μουσική έχεις επηρεαστεί; [Της λέω ότι ένα από τα αγαπημένα μου είναι η Νεράιδα και μπαίνουμε σε συζήτηση για το παραδοσιακό τραγούδι, το λαϊκό τραγούδι και τα πανηγύρια στα Γρεβενά]
“Κοίταξε η Νεράιδα δεν είναι παραδοσιακό τραγούδι. Παραδοσιακό είναι το τραγούδι που δεν έχει πνευματικό δικαίωμα. Στα Γρεβενά δεν είχαμε την κιμπάρικη παραδοσιακή μουσική, όπως αυτή που έχουν στα Γιάννενα, ήμασταν πιο πολύ του κλαρίνου, αλλά όχι τόσο ποιοτικού. Οπότε δεν μπορώ να πω ότι η γρεβενιώτικη μουσική με έχει επηρεάσει.
Παρόλα αυτά στα Γρεβενά ήταν οι Manitarock και ο Γιώργος Κωνσταντινίδης που έγραψε την “Νεράϊδα”, σε μία εντελώς ηπειρώτικη εκτέλεση. Σίγουρα έχουμε και λαϊκά και παραδοσιακά ακούσματα και ερεθίσματα. Τα σνόμπαρα όταν ενηλικιώθηκα, αλλά όσο σου λείπει η πατρίδα και όσο μεγαλώνεις, η απώλεια ενσωματώνεται και έρχεται η μνήμη και η νοσταλγία. Βλέπεις πόσο βιωματικά και πόσο αληθινά είναι αυτά τα τραγούδια.
Γιατί αν παρατηρήσεις στα παραδοσιακά τραγούδια, ο τραγουδιστής ερχόταν σε δεύτερη μοίρα, δηλαδή δεν έπεφτε στα πατώματα να λέει κοιτάξτε με, λιώνω και διάφορα τέτοια. Περιγράφουν ιστορίες μιας ολόκληρης κοινωνίας, που μπαίνει σε διαδικασία ίασης ή ψυχαγωγίας μέσα από αυτό το παραδοσιακό -κοινωνικό τραγούδι. Γι αυτό έχουν ακόμα αυτή την τεράστια δύναμη. Άρα υπάρχει σίγουρα μέσα μας βιωματικά. Δεν μπορώ να τραγουδήσω σαν παραδοσιακή τραγουδίστρια. Αλλά κατά περίπτωση θα βρω πού πατάει η φωνή μου, θα κρατήσω την αλήθεια μου χωρίς να βιάζω τις μελωδικές γραμμές και τη βιωματική αλήθεια του παραδοσιακού τραγουδιού. Εγώ θα τα διασκευάσω και αν είναι να πάει θα πάει.”
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ και ΘΑΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ – ΔΥΟ ΣΤΙΓΜΕΣ-ΟΡΟΣΗΜΑ
“Έχω μιλήσει πάρα πολύ για τον Θεοδωράκη, αλλά η στιγμή που κάνουμε τη συνέντευξη έχει ένα ενδιαφέρον για να μιλήσω συνδυαστικά και για τον Θάνο Μικρούτσικο. Πρόκειται για δύο πρόσωπα και στιγμές-ορόσημα στην πορεία μου.
Ο Θεοδωράκης ήταν η πρώτη πολύ σπουδαία προσωπικότητα που με πήρε από το χέρι και μου είπε ‘προχώρα και εγώ είμαι εδώ’. Άκουσε τη φωνή μου στο “Ξημερώνει” ένα τραγούδι που εγώ ντρεπόμουν να το επικοινωνήσω και μάθαινα από δημοσιογράφους και συναδέλφους μου ότι όταν πήγαιναν να τον συναντήσουν μιλούσε για μένα. Κάποια στιγμή είπα Μαρία πρέπει να ξεντραπείς και έκανα το βήμα να επικοινωνήσω μαζί του… ευτυχώς.
Κάναμε τον δίσκο «Αλληλογραφία» ύστερα από πρόταση του ίδιου για μία άλλη ανάγνωση σε δέκα τραγούδια του. Με άφησε αισθητικά και ενορχηστρωτικά να κάνω αυτό που θέλω, γιατί σε αυτό πίστεψε. Τον θυμάμαι να είναι πολύ ευτυχισμένος με το αποτέλεσμα, να το λέει, να το δηλώνει. Πέρα από τον δίσκο, όμως, κρατήσαμε μια ανθρώπινη επαφή. Πήγαινα στο σπίτι του, καθόμασταν μαζί, ακούγαμε τραγούδια και λέγαμε ιστορίες.
Ήταν πολύ ωραίο γιατί είχα την ελευθερία, αλλά είχα και την καθοδήγηση. Αν για κάτι δεν ήμουν σίγουρη, το συζητούσα μαζί του και δοκιμάζαμε. Θυμάμαι έκανα κάτι εξτρίμ πράγματα, μετακινούσα κάποια μέρη, έκοβα κάποιους στίχους, έβαζα δικά μου θέματα. Ήταν τρομερό και γενναιόδωρο το πώς αντιδρούσε. Με ρωτούσε “γιατί το κάνεις αυτό, γιατί το έκοψες έτσι”; Είχα όμως τη δική μου λογική και εξηγούσα ότι πχ μετά από αυτόν τον στίχο δεν θέλω να ξαναπώ τίποτα. Και πάντα μου έλεγε “δεν το ‘χα σκεφτεί έτσι”.
Δεν είχε τη διάθεση του μέντορα με την τυπική έννοια. Ήταν μία επικοινωνία – αν μπορώ να το πω χωρίς να ακουστεί κάπως – επί ίσοις όροις. Εγώ δεν τον προσέγγισα με κάποιο σκοπό. Με κάλεσε και μου πρότεινε μόνος του να κάνουμε έναν δίσκο. Και μάλιστα φεύγοντας η γραμματέας του θεώρησε αυτονόητο ότι πρέπει να βγάλουμε φωτογραφία μαζί. Εγώ δεν ήθελα, αλλά θεώρησα ότι ήταν πιο ωραίο να βάλουμε τα χέρια μας. Του κράτησα το χέρι και αυτή η φωτογραφία μπήκε και στον δίσκο.
Δεν περίμενα ότι θα αλλάξει κάτι στο ρου της προσωπικής μου ιστορίας μέσα από αυτή τη γνωριμία, ήθελα την ανθρώπινη επαφή πρώτα και τη γνώση μέσα από την αγάπη κι όχι από την επιτυχία. Γι αυτό κι όταν πέθανε έκλαψα πάρα πολύ. Τον έκλαψα σαν άνθρωπο, σαν κάποιον πολύ κοντινό συγγενή μου.
Ο Μικρούτσικος είναι σαν την εξέλιξη… Δηλαδή ξανασυναντιέμαι με ένα πολύ μεγάλο συνθέτη της Ελλάδας, χωρίς να είναι όμως εν ζωή, μέσω της οικογένειάς του, η οποία μου επικοινωνεί ότι ο Θάνος ήθελε να συνεργαστούμε, και δεν προλάβαμε. Και καλούμαι να κάνω ουσιαστικά την πρώτη παράσταση αφιερωμένη σ’ αυτόν, στην οποία όμως δεν έχω καμία καθοδήγηση (γιατί πάντα ο Μικρούτσικος διηύθυνε). Οπότε, εδώ, δεν μπορώ να λύσω τις απορίες μου. Αν στέκουν οι ιδέες μου, αν είναι ωραίες.
Και δέχομαι να το κάνω στο Ολύμπια τον Νοέμβρη και μετά από δύο τρεις μήνες έχω δυσκολευτεί τόσο πολύ που έχω μετανιώσει και λέω τι βλακεία πήγα κι έκανα. Και θυμάμαι ήμουν σε μια θάλασσα και μελετούσα και ένιωσα (το είχα πει και στην σύζυγό του αυτό) στιγμιαία … ένιωσα ότι με κοιτάει από τον ουρανό και γελάει. Και με τρολάρει σαν να μου λέει “Έτσι νομίζεις ότι είναι εύκολα τα πράγματα; Κι άλλη προσπάθεια, δεν ξέρεις τίποτα, πάμε πάλι”. Και έγινε μια παράσταση, θα τολμήσω να πω, ίσως η πιο σημαντική της ζωής μου. Είχε μια ενέργεια που δεν έχω ξαναζήσει, μάλλον γιατί το πνεύμα του δημιουργού ήταν κάπου εκεί, δεν εξηγείται αλλιώς.”
Ο Θάνος Μικρούτσικος, πέρα από όλα τα άλλα, ήταν και είναι συνώνυμος του πολιτικού τραγουδιού. Υπάρχει σήμερα πολιτικό τραγούδι; Και πώς το εισπράττει ο κόσμος;
“Νιώθω συχνά ότι είμαστε νοσταλγοί ενός πολιτικού τραγουδιού, που λέμε τότε υπήρχε και σήμερα δεν υπάρχει. Είναι αποπροσανατολιστικό να προσπαθήσουμε να βρούμε το πολιτικό τραγούδι σήμερα με τον τρόπο που γινόταν τη δεκαετία του ’70 και του ’90 και του 2000.
Πολιτικό τραγούδι είναι η “Ελένη Τοπαλούδη” του Φοίβου Δεληβοριά και η “Πατρίδα” του Αλκίνοου Ιωαννίδη και πολιτικό τραγούδι γράφει ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ο ποιητής της γενιάς μας. Πολιτικά είναι και κάποια τραγούδια που γράφει ο Λεξ. Όχι γιατί μπορεί να θεωρώ αριστουργηματικούς τους στίχους του Λεξ, αλλά επειδή μπορεί να “μετακινήσει” μια γενιά. Αν με ρωτάς, θεωρώ πολύ πιο ποιητικό και εμπνευσμένο τον τρόπο που έγραφαν οι Active Member, από τον Λεξ, αλλά δεν παύει να είναι ο εκφραστής της δικής του εποχής. Δημιουργείται ένα πολιτικό τραγούδι μέσα από τον Λεξ και από τη στιγμή που έχει ένα αισθητικό επίπεδο, οφείλουμε να το σεβαστούμε.
Βέβαια βλέποντας τη γενική αισθητική της Ελλάδας, είναι φανερό ότι το επίπεδο έχει πέσει πάρα πολύ. Και το λέω εγώ που μεγάλωσα στην επαρχία και δεν άκουγα απαραίτητα Χατζιδάκι και Θεοδωράκη. Είναι ανησυχητικό. Έχουμε φτάσει να μιλάμε για ποιότητα και καλλιτέχνες που αφορούν ένα ακροατήριο της τάξεως του 10% , και ίσως να λέω και πολύ. Σε κάνει να σκέφτεσαι ότι αυτή τη στιγμή βαυκαλιζόμαστε που κάνουμε αυτή τη συνέντευξη, αν δούμε την “εμπορική” μεγάλη εικόνα. Δεν το λέω απαισιόδοξα, αλλά είναι απαισιόδοξο.”
Περί διασκευών ο λόγος. Μου δίνεις έντονη την αίσθηση ότι είναι μία βαθύτερη ανάγκη να “ξαναδιαβάσεις” τραγούδια και μουσικές μέσα από το δικό του φίλτρο και να τα ερμηνεύσεις αλλιώς, παρά ίσως να γράψεις τα δικά σου.
“Ισχύει εκ του αποτελέσματος. Δικά μου κομμάτια γράφω ελάχιστα, αλλά συνεργάζομαι σταθερά με τραγουδοποιούς εδώ και 10 χρόνια, και γράφουμε τραγούδια που τα ζηλεύω τόσο πολύ ώστε τα παίρνω και τους ζητάω το ελεύθερο να τα ερμηνεύσω σαν να ήταν δικά μου. Και την ώρα που τα ηχογραφώ πραγματικά νιώθω ότι είναι οι σκέψεις μου, τα συναισθήματά μου και οι μουσικές που θα ήθελα να είχα γράψει. Γι αυτό δε θα καταλάβεις εύκολα ότι τα τραγούδια που ερμηνεύω είναι άλλων, γιατί τα έχω κάνει απόλυτα δικά μου.
Έχω την ευλογία να είμαι και μουσικός, οπότε τα φέρνω στα μέτρα μου δοκιμάζοντάς τα, ενορχηστρώνοντάς τα. Αυτό μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τραγούδι αγαπώ, που θα ήθελα να είναι δικό μου. Θα το πιάσω στην κιθάρα, θα αρχίσω να παίζω, θα το ενσωματώσω στο πρόγραμμα και θα το κάνω “σαν” δικό μου. Πολλές φορές με έχει προβληματίσει αυτό, ότι ρε παιδί μου πολλές διασκευές έχουν πάει καλά, αλλά πού είναι τα δικά μου τραγούδια. Η δισκογραφία μου είναι εκεί. Ξέρω γιατί την έκανα. Αν κάποιος αγαπήσει ένα τραγούδι άλλου, με τη δική μου φωνή, μου δίνει μεγάλη χαρά, από τη στιγμή που και οι συνθέτες είναι σύμφωνοι.”
Είσαι και δασκάλα μουσικής. Τι βλέπεις πίσω από τα ενδιαφέροντα των νέων παιδιών, από τα προβλήματα που μοιράζονται. Αυτή η γενιά είναι απολιτίκ;
“Δεν μπορώ να σου απαντήσω στην ερώτηση γιατί εγώ τα μαθήματά μου τα επιλέγω και με επιλέγουν και είμαστε σε έναν δικό μας κοινό κόσμο. Δεν διδάσκω σε ένα γυμνάσιο στο Κερατσίνι. Η αίσθησή μου είναι ότι είμαστε σίγουρα οι τελευταίοι αναλογικοί άνθρωποι – η δική μου γενιά. Υπάρχει βία και βιασύνη. Υπάρχει έντονος ρατσισμός, και έντονη βία σε ηλικίες τρυφερές που δεν μπορεί να φταίνε τα παιδιά. Κάτι πολύ λάθος έκανε η προηγούμενη γενιά.
Αλλά σε ό,τι αφορά κυρίως στο διδακτικό κομμάτι, βλέπω μια έλλειψη ικανότητας στην προσπάθεια. Επειδή όλα γίνονται κάπως “μηχανικά” μέσα από τα social media, έχουμε αίσθηση ότι όλα θα γίνουν χωρίς προσπάθεια, ακόμα και το πόσο καλός άνθρωπος θα γίνεις και το πόσο μη ρατσιστής θα γίνεις και το πόσο θα κοπιάσεις για να φτιάξεις έναν δίσκο. Χρειάζεται μια στόχευση, μια προσπάθεια και μια αγάπη. Και μια ολόκληρη διαδρομή, την οποία για κάποιο λόγο δεν τη βλέπουμε.”
Να γίνονται τα πράγματα όσο πιο εύκολα γίνεται, χωρίς κόπο, χωρίς κούραση;
“Ακριβώς. Διάβασα πρόσφατα ότι παιδιά που έχουν τελειώσει μουσικά σχολεία και αθλητικά έχουν σχεδόν μηδενικά ποσοστά μπούλινγκ. Γιατί τα παιδιά αυτά ασχολούνται με τη δημιουργία και την άμιλλα. Είναι συγκεντρωμένα στην τέχνη τους. Είναι καθαρά θέμα παιδείας, η οποία δεν στηρίζεται όσο θα έπρεπε. Είπαμε πριν για μουσικά σχολεία, που θέλουν να τα κλείσουν ή να τα περιορίσουν.
Δεν είναι κάτι που συμβαίνει μόνο σήμερα. Εδώ και 200 χρόνια (αν εξαιρέσεις τον Καποδίστρια) δεν έχουμε κυβερνήσεις που θέλουν μορφωμένους πολίτες, με άποψη και εκπαίδευση. Έχουμε κυβερνήσεις που θέλουν να “φάνε” και γίνονται ολιγαρχία. Σε βάζουν να δουλεύεις από το πρωί μέχρι το βράδυ και λένε ότι φταίει το ΔΝΤ και είναι άνωθεν εντολή. Εντολές υπάρχουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο αφορά κυρίως τα οικονομικά.
Ωστόσο όταν δουλεύεις από το πρωί μέχρι το βράδυ και δεν “δουλεύεις” τον εαυτό σου και την αισθητική σου και το βράδυ βλέπεις πολύ χαμηλής αισθητικής πράγματα, τι γίνεται; Δεν διαβάζεις, δεν θα προβληματιστείς άλλο, γιατί είσαι ήδη προβληματισμένος με άλλα πρακτικά θέματα. Κι έτσι δημιουργούνται ένα μάτσο ψηφοφόροι, αδαείς και επικίνδυνοι. Οπότε γιατί να στηρίξουμε τον πολιτισμό. Δες τον Αλκίνοο και τον Μπέο στον Βόλο. Μπέους “θέλουμε”. Προσπαθεί το πολιτικό σύστημα να δημιουργήσει Μπέους και να λέμε και ευχαριστώ.”
Η τέχνη πιστεύεις, έχει τη δύναμη να αλλάξει πράγματα, σε μια κοινωνία που βλέπουμε τι γίνεται και με το περιστατικό επίθεσης σε τρανς άτομα στη Θεσσαλονίκη.
Η τέχνη και η παιδεία είναι μονόδρομος. Πίσω από όλα υπάρχει μια ολόκληρη κοινωνικοπολιτική συζήτηση. Εμείς βλέπουμε τα απομονωμένα γεγονότα που είναι τέρμα εξοργιστικά και θλιβερά. Είναι όμως μια διαδικασία που δουλεύεται χρόνια και δεν είναι μόνο στην Ελλάδα. Η μισαλλοδοξία, οι θρησκείες που ανακατεύονται σε όλα, ο ρατσισμός. Όλα αυτά είναι μια γεωπολιτική μετακίνηση σε μια σκακιέρα, που εμείς βλέπουμε μικρά γεγονότα και προσπαθούμε να κρατήσουμε μικρές νίκες και μικρές επαναστάσεις για να μπορέσουμε να πούμε ότι κόσμος δεν έχει αποδομηθεί. Είναι σημαντικό να μείνουμε και πολιτικά και κοινωνικά ενεργοί. Εγώ να το κάνω μέσα από το τραγούδι, εσύ να κατέβεις στις πορείες. Βέβαια για να φτάσουμε σε αυτό πρέπει να σεβαστείς πρώτα τον Πακιστανό στο φανάρι που σου καθαρίζει τα τζάμια. Να σεβαστείς τη γιαγιά που μένει σε διπλανό διαμέρισμα και έχει ψυχολογικά προβλήματα.
Και κάπως έτσι φτάνουμε στις κρίσεις πανικού…
“Μάλλον γιατί οι ευαίσθητοι άνθρωποι που τα βλέπουν όλα αυτά, δεν αντέχουν! Και είναι τόσα πολλά. Παλιά η ηθική σου έφτανε μέχρι τη γειτονιά σου. Έβλεπες πώς είναι να φέρεσαι στον διπλανό σου, στο σπίτι σου, στο ζώο σου.
Τώρα που φοράω ένα ρούχο που δεν ξέρω αν έγινε από παιδική εργασία και θα φάω ένα μπέργκερ από ένα γουρούνι που βασανίστηκε, δεν μπορώ να έχω άμεμπτη ηθική. Τώρα πια οι κρίσεις πανικού ξεκινούν από μικρές ηλικίες και φτάνουν σε πολύ μεγάλες και τις έχουν άνθρωποι που έχουν ενσωματωθεί μια δυτική κοινωνία, στην οποία αντιλαμβάνονται με το ένστικτό τους και την ευαισθησία τους, ότι δεν υπάρχει αρμονία. Αυτό είναι εν τάχει μια αγχώδης διαταραχή. Τώρα αν θα σου βγει σε συναυλία, στον δρόμο, στη δουλειά είναι υποκειμενικό.
Άρχισα να αναγνωρίζω τα βλέμματα των ανθρώπων που δεν ήταν ψυχικά υγιείς. Τους έπαιρνα αμέσως αγκαλιά και καταλάβαινα ότι όλοι αυτοί που φοβόμουν ότι θα με κατασπαράξουν όταν πάθαινα κρίσεις πανικού ήταν τελικά “πρόβατα” όπως και εγώ. Είδα λοιπόν ότι το πρόβλημα φεύγει από έμενα, δεν είναι τόσο προσωπικό όσο νόμιζα. Στενάχωρο μεν αλλά ανακουφιστικό. Είδα ότι είναι μια ασθένεια και πρέπει να μιλάμε για αυτή. Είναι μια μικρή αυτοβιογραφία σε σχέση με το πώς έχω βιώσει εγώ επί 10 χρόνια τις κρίσεις πανικού.
Βέβαια από τότε που γράφτηκε έχουν προχωρήσει τα πράγματα. Μιλάμε για την κατάψυξη ωαρίων, μιλάμε για το κρεβάτι μας χωρίς να μας ενδιαφέρει αν κάποιος είναι στρέιτ ή γκέι. Αλλά και πάλι βλέπεις τι έγινε στη Θεσσαλονίκη και μου φαίνεται αδιανόητο. Οι ψυχικές ασθένειες πάντως είναι μέρος πολύ σοβαρό στην κοινωνία και είναι και πολύ μοναχικές.”
Πες μου για τον Σταυρό του Νότου που έκτος από αστερισμός, ποίημα (Καββαδίας), δίσκος (Μικρούτσικος) είναι και δικό σου σημείο αναφοράς τόσα χρόνια.
“Κάθε χρόνο σκέφτομαι τι αλλαγή θα κάνω. Γιατί με βαριέμαι και γιατί πάνω από τους μισούς ακροατές που θα έρθουν φέτος, έρχονται να με ακούσουν από την πρώτη χρονιά στο Σταυρό. Είμαι σαν παραμυθάς για τους περισσότερους από τους ακροατές μου. Μαζεύω παραμύθια και πάω και τα λέω. Οπότε θέλω να φροντίσω το παραμύθι μου. Βέβαια έχω δει πως ο Σταυρός του Νότου τα τελευταία χρόνια δεν θέλει “τέτοια” προσπάθεια. Τα παραμύθια υπάρχουν ήδη εκεί. Βρισκόμαστε με τους ανθρώπους μου να κάνουμε αυτή την ετήσια μυσταγωγία μας. Γιατί όλα τελικά τείνουν προς την αγάπη και το μοίρασμα. Νιώθω τυχερή και άξια που έχω ένα εξαιρετικό ακροατήριο, από όλες τις ηλικίες. Και έρχονται όλοι πολύ συνειδητά.
Θυμάσαι κάποιο ιδιαίτερο περιστατικό με θαυμαστή ή θαυμάστρια. (πήρε τον χρόνο της)
“Θυμάμαι μια κυρία γύρω στα 50, σε μία συναυλία, νομίζω εκτός Αθηνών. Είχε έρθει όλο χαρά να με δει και να με ευχαριστήσει. Ζούσε στο εξωτερικό και μου είπε ότι είχε φτάσει σε σημείο να θέλει να αυτοκτονήσει, αλλά ακούγοντας κάποια τραγούδια μου ηρέμησε η ψυχή της και δεν το έκανε. Εκεί συνειδητοποίησα πόσο ευθύνη έχουμε και πόσο σημαντικό, και ασήμαντο ταυτόχρονα είναι το να κάνεις μουσική.”
Κάποια όνειρα για το πώς μπορούν να εξελιχθούν ιδανικά τα πράγματα στη ζωή σου; Ίσως κάτι μακρινό που έχεις στο μυαλό σου και δουλεύεις βήμα-βήμα να το πραγματοποιήσεις;
“Θέλω να συνεχίσω τις προσωπικές μου συναυλίες με το full band επί σκηνής, επτά άτομα, και να υπάρχουν οι υποδομές και τα χρήματα έτσι ώστε να μπορώ να παίζω μουσική όπως θέλω. Θέλω να συνεχίσω τις συναυλίες για τον Θάνο Μικρούτσικο και επειδή τώρα αρχίζει να μου φεύγει η φοβία με τα αεροπλάνα, θέλω να κάνω συναυλίες στο εξωτερικό.
Ένα μεγάλο μου όνειρο είναι να κάνω μια συναυλία στην Κίνα για τον Μίκη Θεοδωράκη, γιατί του το είχα υποσχεθεί πριν πεθάνει. Αφού είχε βγει ο δίσκος μας, συζητούσαμε και μου έλεγε τα μέρη που έχει ταξιδέψει στον κόσμο. Τότε τον ρώτησα “μαέστρο μου πού δεν έχετε πάει και θα θέλατε να τραγουδήσετε”, και μου λέει “Στην Κίνα”. Του λέω έχουμε 2017, δώστε μου 10 χρόνια και σας υπόσχομαι ότι θα κάνω εγώ δική σας συναυλία στην Κίνα. Έχω αρχίσει κάποιες συζητήσεις. Έχω άλλα τρία χρόνια μπροστά μου για να κρατήσω τον λόγο μου.”
Το απόσταγμα της συζήτησης; “Μακάρι να μείνουν και τα τραγούδια μου, προφανώς αυτό θέλουμε, αλλά το απόσταγμα είναι η ελπίδα. Ότι μπορεί ένα παιδί από τα Γρεβενά με μηδέν γνωριμίες να γνωρίσει γιγαντιαίες προσωπικότητες, να παίξει μαζί τους αυτό “το παιχνίδι” χωρίς φόβο και η μουσική να μεταλαμπαδευτεί. Γιατί είμαστε -ή θέλουμε να είμαστε- σωλήνες της καλής μουσικής, ώστε να περάσει στις επόμενες γενιές. Και χωρίς ηθικές εκπτώσεις στην αισθητική, όπως την έχω εγώ μέσα μου.”