ΕΙΔΑΜΕ ΤΗΝ “ΠΡΟΞΕΝΗΤΡΑ” – ΠΑΝΤΡΟΛΟΓΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ
Είδαμε την “Προξενήτρα” που σκηνοθετεί ο Θωμάς Μοσχόπουλος στο Εθνικό Θέατρο και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας.
Η “Προξενήτρα” που αναστατώνει τη Σκηνή Μαρίκα Κοτοπούλη – Θέατρο REX του Εθνικού Θεάτρου είναι μια κωμική φάρσα του Θόρντον Ουάιλντερ που εμβαθύνει σε θέματα αγάπης, ρομαντισμού και αναζήτησης συντροφικότητας.
Το ελληνικό κοινό γνωρίζει το έργο αυτό από τη βραβευμένη με 10 Τόνι ταινία ‘Hello Dolly’ με την Μπάρμπαρα Στρέιζαντ και τον Γουόλτερ Ματάου στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Η κεντρική ηρωίδα, η τετραπέρατη Ντόλυ σαν άλλη Γεωργία Βασιλειάδου προσπαθεί να παντρέψει τους ανθρώπους γύρω της και όπως γίνεται σε κάθε κωμωδία, οι παρεξηγήσεις και οι κωμικές καταστάσεις δεν έχουν τέλος.
Με τρόπο παιχνιδιάρικο ο πολυβραβευμένος αμερικανός συγγραφέας – σημειωτέον είναι ο μόνος συγγραφέας που τιμήθηκε με τρία βραβεία Πούλιτζερ – ένα για το μυθιστόρημά του «Το μυστικό της γέφυρας» (1926) και άλλα δύο για τα θεατρικά του «Η μικρή μας πόλη» (1938) και «Με τα δόντια» (1942)- εξερευνά την ανθρώπινη επιθυμία για αγάπη και σύνδεση, αλλά και όλο τον παραλογισμό που τη διέπει. Mια ιστορία με έρωτες, παντρολογήματα και κωμικές καταστάσεις, που όπως υπογραμμίζει ο ίδιος ο Ουάιλντερ, θέμα της είναι μια ατέλειωτη σειρά από μπλεξίματα, που στο τέλος ξεμπερδεύονται με ευτυχισμένες λύσεις.
Το έργο αρχικά ανέβηκε στο Μπροντγουέι με τον τίτλο “Ο έμπορος του Γιάνκερς” το 1938 και οι κριτικές που εξέλαβε ήταν απογοητευτικές. 20 περίπου χρόνια μετά, γράφει μία δεύτερη εκδοχή, την “Προξενήτρα” και ξαφνικά το έργο σημειώνει ανέλπιστη επιτυχία και γίνεται μεγάλη εμπορική επιτυχία. Ο λόγος; Η αμερικανική κοινωνία του 1955 έχει μόλις βγει από την οικονομική κρίση και έχει πολύ πιο ανάλαφρη διάθεση. Το κλίμα της ευημερίας είναι πια διακριτό και η ροπή στον καταναλωτισμό γίνεται όλο και πιο έντονη.
Η υπόθεση του έργου
Η δαιμόνια προξενήτρα Ντόλυ Λεβί αναλαμβάνει με ενθουσιασμό να βρει την ιδανική σύζυγο στον ζάμπλουτο, αλλά δύστροπο και αντιπαθητικό μεσήλικα και χήρο Οράτιο Βαντεργκέλντερ. Έτσι, τον συνοδεύει στο ταξίδι του στη Νέα Υόρκη, όπου σκοπεύει να συναντήσει την Αϊρήν Μολλόυ, την οποία και έχει αποφασίσει πως θα κάνει γυναίκα του. Ταυτόχρονα, η Ντόλυ θα βοηθήσει την ανιψιά του Οράτιου, Ερμενεγάρδη, να παντρευτεί τον εκλεκτό της καρδιάς της, τον καλλιτέχνη Αμβρόσιο Κέμπερ παρά την αντίθετη άποψη του θείου της και και θα μηχανορραφήσει προκειμένου όλοι και όλες βρουν το ιδανικό τους ταίρι ή τουλάχιστον κάποιον που μπορεί να διαλύσει τη μοναξιά τους.
Μία αμερικανική φάρσα και όχι μόνο…
Ο Θωμάς Μοσχόπουλος επιλέγει αυτή την εκ πρώτης όψεως χαρακτηριστική αμερικάνικη φάρσα που είναι γραμμένη με στυλ πατροπαράδοτο και κάνει χρήση πολλών δημοφιλών τρικ, τα οποία χρησιμοποίησαν συγγραφείς από την εποχή του Αριστοφάνη: λανθασμένη αναγνώριση προσώπων, άντρες μεταμφιεσμένοι σε γυναίκες, χαμένα πορτοφόλια κ.α.
Και λέμε εκ πρώτης όψεως, γιατί ο Ουάιλντερ δεν ήθελε να γράψει απλώς μία κωμωδία, ήθελε με τον δικό του τρόπο να δείξει πως ακόμη και μέσω αυτού του λαοφιλούς είδους, μπορεί κάποιος να απομακρυνθεί από τις παγιωμένες σκηνοθετικές συμβάσεις μέσα από μία αριστοτεχνική και ταυτόχρονα δηκτική διακωμώδησή τους.
Η παράσταση του Θωμά Μοσχόπουλου ξεκινά με μία πολύ ενδιαφέρουσα σκηνοθετική παρέμβαση. Ο Άλκης Μπακογιάννης, που στο έργο υποδύεται τον Αμβρόσιο Κέμπερ, πριν καν κλείσουν τα φώτα για να αρχίσει η παράσταση, πηγαίνει στο κέντρο της σκηνής και αρχίζει να μιλά για το έργο. Ουσιαστικά μας προετοιμάζει για το τι θα δούμε, αποδομώντας την ίδια στιγμή την παράσταση και την ίδια τη σύγχρονη θεατρική σύμβαση. Μάς εξηγεί πως θα δούμε παρενδυσίες, ανθρώπους να αλωνίζουν τη σκηνή χωρίς προφανή λόγο, μας εξήγησε ακόμη και για ποιο λόγο υπήρχαν καρέκλες επί σκηνής (γιατί ο Ουάιλντερ ήθελε να συνδέσει το έργο αυτό με την Μικρή μας Πόλη και δανείστηκε ένα μέρος του σκηνικού της) και πολλά άλλα.
Στην καλοκουρδισμένη σκηνοθετικά απολαυστική αυτή φάρσα για το χρήμα και τον έρωτα, όλοι και όλες αναζητούν διακαώς την περιπέτεια, τη συντροφικότητα και την ευτυχία. Εντυπωσιακό το σκηνικό της Ευαγγελίας Θεριανού – μια κατακόκκινη τετράγωνη κατασκευή από την οποία ξεπηδούν οι πρωταγωνιστές και στο βάθος της οποίας δεσπόζει το δολάριο, το χρήμα δηλαδή που τα κινεί όλα- και υπέροχα τα πολύχρωμα σε τόνους πράσινου κυρίως κοστούμια της Κλαιρ Μπρέισγουελ (και οι δύο είναι σταθερές συνεργάτιδες του Θωμά Μοσχόπουλου) που αποπνέουν την ατμόσφαιρα της εποχής. Νευραλγική και η ζωντανή μουσική από τον Γιάννη Μαραμαθά.
Οι ερμηνείες
Πολύτιμος σύμμαχος του Θ. Μοσχόπουλου το υποκριτικό ανσάμπλ των ηθοποιών που υπηρετώντας στο ακέραιο τους ρόλους περνούν από μια σειρά κωμικοτραγικών εμποδίων -κρύβονται, μεταμφιέζονται, συνωμοτούν, μεταμφιέζονται, συνομωτούν- προκειμένου να κατακτήσουν την πολυπόθητη ευτυχία.
Η Προξενήτρα Ντόλυ βρίσκει την ιδανική της υποκριτική ενσάρκωση στη Γαλήνη Χατζηπασχάλη, μία ηθοποιό με έντονη κωμική φύση που μπορεί με τη χροιά της φωνής της και μόνο να προκαλέσει τον γέλωτα. Στη Χατζηπασχάλη ο ρόλος αυτός ταιριάζει γάντι και μάλιστα της επιτρέπει να αφεθεί σε μία προσωπική μανιέρα που δεν την εκθέτει ιδιαίτερα στα μάτια του κοινού.
Η Ευδοκία Ρουμελιώτη από την άλλη πλευρά εκπλήσσει στον ρόλο της Άιλιν Μολόι και κερδίζει τις εντυπώσεις με την ελαφρότητα και την ευφρόσυνη διάθεσή της, ενώ ταυτόχρονα αφήνει να διαφανεί και ο νέος τύπος γυναίκας που θα επικρατήσει τα επόμενα χρόνια, αυτός της εργαζόμενης και οικονομικά ανεξάρτητης.
Απολαυστικός ο Σίμος Κακάλας σε κωμικό ρόλο, μας χαρίζει έναν πολύ ενδιαφέροντα αντιπαθητικό γεροτσιγκούνη και δύστροπο Οράτιο, ενώ το δίδυμο του Πάνου Παπαδόπουλου και Φώτη Στρατηγου στους ρόλους του Κορνήλιου Χακλ και του Βαρνάβα Τάκερ δένει υπέροχα στη σκηνή και μαγνητίζει το βλέμμα μας.
Εξαιρετικοί επίσης ο Θανάσης Δήμος και η Ράνια Οικονομίδου, βάζουν το δικό τους λιθαράκι στην επιτυχία της παράστασης αυτής.
Και ένα “ναι μεν αλλά…”
Πολλά τα θετικά στοιχεία της παράστασης αυτής, ωστόσο, “απογείωση” δε επιτυγχάνεται και είναι κρίμα. Ναι, περνάς καλά, γελάς, χαμογελάς, αλλά ούτε κωμική ούτε συναισθηματική έκρηξη σημειώνεται. Οι μονολογικές σκηνές είναι πάρα πολλές και βαραίνουν την ατμόσφαιρα σε σημεία, ενώ κάποιες φλύαρες σκηνές θα μπορούσαν επίσης να περικοπούν δίνοντας έτσι ώθηση στον προβληματικό κατά τόπους ρυθμό.
Συμπέρασμα
Μία ευφρόσυνη κωμωδία που ψυχαγωγεί και διασκεδάζει στη θέασή της σατιρίζοντας την αμερικανική κοινωνία που πια έχει καταστήσει σκοπό της την απόκτηση χρημάτων και το κοινωνικό κύρος. Μέσα από τη χιουμοριστική πλοκή και τους πολύχρωμους χαρακτήρες του, το έργο προσφέρει μια διασκεδαστική και διορατική εξερεύνηση της πολυπλοκότητας της καρδιάς. Η αγάπη όλα τα νικά και πολλές φορές φέρνει τους ανθρώπους στα άκρα προκειμένου να την κατακτήσουν. Στο τέλος, ο ίδιος ο Ουάιλντερ διά στόματος Βαρνάβα διακηρύττει το “ηθικό” δίδαγμα του έργου: “να ζούμε τη ζωή σαν περιπέτεια βγαίνοντας από το καβούκι των προκαταλήψεών μας”.