ΡΟΚΙ ΜΑΡΤΣΙΑΝΟ: ΑΥΤΟΣ Ο ΡΟΚΙ ΔΕΝ ΕΧΑΣΕ ΠΟΤΕ! Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΗΤΤΗΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΗ
Ο Ρόκι Μαρτσιάνο ήταν ο μοναδικός παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών που δεν έχασε ποτέ στην καριέρα του. Ένας κοντόσωμος και σχεδόν αδύνατος πυγμάχος που σάρωσε τα νοκ-άουτ. Η ιστορία του ξεκίνησε σαν σήμερα πριν από 77 χρόνια…
Ήταν μια μέρα σαν σήμερα (17/3) πριν από 77 χρόνια όταν στη σκοτεινή Valley Arena του Χολιόκε της Μασαχουσέτης, ένας άσημος πυγμάχος ονόματι Ρόκι Μακιάνο (για άλλους Ρόκι Μακ) έριχνε νοκ-άουτ τον αντίπαλό του στον τρίτο γύρο, κερδίζοντας 35 δολάρια. Αυτή η ημερομηνία θεωρείται ως η επίσημη έναρξη της καριέρας ενός από τους μεγαλύτερους πυγμάχους που είδε ποτέ ο πλανήτης, του μοναδικού αήττητου παγκόσμιου πρωταθλητή βαρέων-βαρών, Ρόκι Μαρτσιάνο.
Σε αντίθεση με τις ταινίες του Σταλόνε (τις οποίες, ωστόσο, ενέπνευσε εν μέρει η φιγούρα του και κυρίως το πολύ δυναμικό στυλ με το οποίο πυγμαχούσε) αυτός ο Ρόκι δεν έχασε ποτέ στις μάχες, που έδωσε για να κερδίσει τον τίτλο. Σαν πρωταθλητής βαρέων βαρών (στην τετραετία 1952-56) έκανε ένα εντυπωσιακό 49-0. Νίκησε όλους τους πυγμάχους που αντιμετώπισε και μαζί με τον ανεπανάληπτο Τζόε Λούις είχαν το υψηλότερο ρεκόρ σε νοκ-άουτ, σε αγώνες για τον τίτλο: 85.71%! Το συνολικό 87.1% σε νοκ-άουτ, που γράφτηκε στην οκταετή καριέρα του είναι από τα υψηλότερα όλων των εποχών στην επαγγελματική πυγχμαχία. Μόλις δυο φορές έπεσε νοκ-ντάουν, στον πρώτο του αγώνα εναντίον του Τζέρσεϊ Τζόε Γουόλκοτ και στον επαναληπτικό με τον Άρτσι Μουρ.
Κι όλα αυτά, ενώ ήταν μόλις 1.55 και ζύγιζε 83-85 κιλά. Πολύ “μικροσκοπικός” για να αντέξει στα ρινγκ, απέναντι στους γίγαντες των ρινγκ, όπως είναι οι πυγμάχοι των βαρέων βαρών. Όμως, ο Brockton Blockbuster όπως ήταν το παρατσούκλι του, ήταν ένας τρομερός μποξέρ, που σφυροκοπούσε ανελέητα τους αντιπάλους του.
Οι αντοχές του αστείρευτες, η δύναμη του απίστευτη και το σαγώνι του σχεδόν … πέτρινο! Σύμφωνα με τον κορυφαίο αθλητικό σχολιαστή Γουόλτερ Γουέλεσλι Ρεντ Σμιθ (βραβευμένος με πούλιτζερ) “ο Μαρτσιάνο δεν είχε τα χτυπήματα του Τζιν Τιούνεϊ και του Τζόε Λούις, αλλά κανείς δεν μπορούσε να τον νικήσει. Ήταν ο πιο σκληρός, ο πιο δυνατός και ο πιο αφοσιωμένος πυγμάχος που φόρφεσε ποτέ τα γάντια. Η φόβος δεν υπήρξε ποτέ στο λεξιλόγιο του, ο πόνος, γι αυτόν, δεν είχε καμιά σημασία”
Δεν σου γέμιζε το μάτι σε καμιά περίπτωση και όπως είπε ο πρώτος προπονητής του, Τσάρλι Γκούντμαν, στον συνεργάτη του Άντζελο Ντάντι “βρήκα ένα τύπο κοντό, καμπούρη και αδέξιο, αλλά μα το Θεό ξέρει να ρίχνει γροθιές, όσο λίγοι”. Η φυσική του κατάσταση έμεινε στην ιστορία και οφείλεται στα παιδικά του χρόνια, όταν έτρεχε ασταμάτητα στους δρόμους, σήκωνε αυτοσχέδια βάρη (παραγεμισμένες τσάντες) στην αυλή του σπιτιού, παίζοντας μπέιζμπολ και φουτμπολ.
Τρέχοντας και παλεύοντας στους δρόμους
Από μικρός έμαθε να παλεύει, να μη φοβάται και να … δέρνει, ακόμα και πολύ πιο σωματώδεις συνομήλικους ή μεγαλύτερους του, που ήθελαν του δώσουν ένα μάθημα. To έπαιρναν αυτοί και με το παραπάνω.
Οι γονείς του ήταν μετανάστες από την Ιταλία. Ο πατέρας του από την Ριπα Τεατίνα του Αμπρούτζο, η μητέρα του από το Σαν Μπαρτολομέο του Κάλντο της Καμπανίας. Το κανονικό του όνομα ήταν Ρόκο Φράνσις Μαρκετζιάνο. Γεννήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου του 1923. Όταν έγινε 18 μηνών παραλίγο να πεθάνει, από μια βαριά πνευμονία, την οποία όμως ξεπέρασε χάρη στη γερή του κράση, που τον χαρακτήρισε εν τέλει από μωρό.
Ο μικρός Ρόκι ήταν ένα ατίθασο αγόρι, που πήγε στο Μπρόκτον Χάι Σκουλ, παίζοντας μπέιζμπολ και φουτμπολ, αλλά για διάφορους λόγους δεν ολοκλήρωσε το σχολείο, αποφασίζοντας να βοηθήσει την πολυμελή οικογένεια του (5 αδέρφια, δυο αγόρια, τρία κορίτσια) καθώς η οικονομική κρίση επηρέαζε σιγά-σιγά τη ζωή όλων των Αμερικανών.
Έκανε διάφορες δουλειές, από φορτηγατζής, μέχρι εργάτης στην οδοποιϊα και το σιδηρόδρομο, τσαγκάρης και υπάλληλος στην εταιρεία παπουτσιών του Μπρόγκτον, που είχε παράδοση στην κατασκευή και την πώληση υποδημάτων.
Πουθενά δεν στέριωσε. Το 1943 με την έγκριση του πατέρα του κατατάχθηκε στον στρατό, έφτασε μέχρι την Αγγλία όπου υπηρέτησε στη μονάδα προετοιμασίας των πλοίων για την απόφαση στη Νορμανδία. Έμεινε οκτώ μήνες στη Βρετανία, πριν επιστρέψει στο Φορτ Γουέιν, όπου τον βρήκε το τέλος του πολέμου.
Εκεί, είχε την πρώτη πυγμαχική εμπειρία, όταν για 30 δολάρια, αντιμετώπισε κάποιον Χένρι Λέστερ. Έφαγε της χρονιάς του, μέχρι που αποφάσισε να απαντήσει με τον τρόπο που ήξερε. Το … ξύλο του δρόμου, που ανάγκασε τον διαιτητή να τον τιμωρήσει με διακοπή του αγώνα σε βάρος του. Η μοναδική φορά που το συνέβη κάτι τέτοιο…
Η πυγμαχία του φάνηκε ελκυστική και μια διέξοδος στη ζωή του. Κι έτσι σε ηλικία 24 ετών αποφάσισε να βγάζει το ψωμί του παίζοντας μποξ. Μετά τον πρώτο του νικηφόρο αγώνα, επέστρεψε στον ερασιτεχνισμό, δοκίμασε να μπει στην ολυμπιακή ομάδα εν όψει των Αγώνων του 1948 στο Λονδίνο, ο τραυματισμός του, όμως, σταμάτησε άδοξα τις όποιες ελπίδες του να πάει στους Ολυμπιακούς. Προς το τέλος του 1947 είχε αποφασίσει να γίνει ξανά επαγγελματίας, έχοντας πλέον προπονητή τον Τσάρλι Γκόντμαν και μάνατζερ τους Αλι Γουέιλ και Τσακ Βεργκέλες.
Η βάφτιση του Ρόκι Μαρτσιάνο και η νίκη επί του Λούις
Από τον Ιούλιο του 1948 μπήκε στα ρινγκ σαν φουλ επαγγελματίας. Κάποια στιγμή τέθηκε θέμα με το επίθετο του, το οποίο δεν μπορούσαν να προφέρουν οι εκφωνητές στις αναγγελίες των αγώνων. Η μίνι σύσκεψη με το τιμ προπονητή και μάνατζερ, επέλεξε αρχικά το Ρόκι Μακ, για να καταλήξουν όλοι μαζί σε ένα πιο ιταλοπρεπές, που θα έγραφε μοναδικά την ιστορία του αθλήματος: Ρόκι Μαρτσιάνο.
Ο κοντόσωμος μποξέρ άρχισε να δείχνει τη δύναμη του. Κι άρχισε να νικάει. Στις 19/12/1949 ρίχνει νοκ-άουτ στον 5ο γύρο τον Φιλ Μουσκάτο, που μέχρι τότε ήταν αήττητος σε 24 αγώνες, ενώ μια τρομερή γροθιά εναντίον του Κάρμινε Βίνγκο, έστειλε τον αντίπαλο του στο νοσοκομείο. Λίγο έλειψε να πεθάνει, αλλά κατάφερε να συνέλθει και αργότερα έγινε πολύ καλός φίλος του Ρόκι.
Τρια χρόνια μετά το ξεκίνημα του, ο Μαρτσιάνο βρέθηκε στο ρινγκ με το ειδωλό του, τον διάσημο Τζόε Λούις. Ο Brown Bomber ήταν τότε 37 ετών και είδε τον δυναμικό Ρόκι να τον ρίχνει στο καναβάτσο. Ήταν ο τελευταίος του αγώνας. Αμέσως μετά ανακοίνωσε ότι κρεμάει τα γάντια του, οριστικά.
Οι μάχες για τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή
Το 1952, ο βράχος από το Μπρόγκτον, ήταν έτοιμος να διεκδικήσει τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή. Στις 23 Σεπτεμβρίου αντιμετώπισε τον 38χρονο Τζόε Γουόλκοτ. Στον πρώτο γύρο κιόλας, έπεσε κάτω από μια δυνατή ροθιά του απερχόμενου πρωταθλητή. Ο Μαρτσιάνο μάτωσε, αλλά κατάφερε να σταθεί στα πόδια του, πήρε ανάσες και άντεξε μέχρι τον 13ο γύρο, με τον Γουόλκοτ να υποχωρεί σταδιακά.
Ο Ρόκι ήταν μπροστά στα σημεία, σύμφωνα με τις βαθμολογίες και των τριών κριτών, όταν έριξε την πρώτη του πανίσχυρη Suzie Q, την γροθιά σήματα κατατεθέν που από κει και πέρα θα έσπαγε τα σαγώνια όλων των αντιπάλων του. Ο Γουόλκοτ έπεφτε κάτω με νοκ-άουτ. Ο πρώτος τίτλος για τον Ιταλοαμερικανό ήταν γεγονός. Ένα χρόνο μετά στον επαναληπτικό αγώνα καθάριζε τον Γουόλκοτ με νοκ-άουτ στον πρώτο γύρο!
Η πορεία του ήταν φρενήρης.
- Ο Ρίτσαρντ Λα Στάρτζα με τον οποίο είχε πυγχμαχήσει το 1950 (νίκησε ο Ρόκι στα σημεία) ήταν ο επόμενος διεκδικητής του παγκόσμιου τίτλου. O αντίπαλος του άντεξε 11 γύρους. Έχασε με τεχνικό νοκ-άουτ
- Ακολούθησαν δυο μάχες με τον 33χρονο Έτζαρντ Τσαρλς από την Τζόρτζια. Στην πρώτη, ο Τσαρλς έμεινε στο ρινγκ μέχρι τον 15ο γύρο, ο μοναδικός αντίπαλος του Ρόκι, που κατάφερε κάτι τέτοιο. Έχασε, όμως, στα σημεία. Στον δεύτερο αγώνα, ο Μαρτσιάνο νίκησε με νοκ-άουτ στον 8ο γύρο.
- Στις 16/5/1955 ήταν η σειρά του Άγγλου Ντον Κόκελ να βρεθεί απέναντι στον Ρόκι. Στο Κέζαρ Στάντιουμ του Σαν Φρανσίσκο, ο Κόκελ έπεσε δυο φορές νοκ-ντάουν στον 7ο και τον 8ο γύρο. Στον 9ο ήταν αδύνατο να συνεχίσει και ο Μαρτσιάνο νίκησε με τεχνικό νοκ-άουτ.”Είχε πολλά κότσια…” παραδέχθηκε για τον αντίπαλο του, που αργότερα κατηγόρησε τον Ρόκι για ανορθόδοξες μεθόδους ενώ πυγμαχούσε…
Ο τελευταίος τίτλος και η αμφισβήτηση
Στις 21 Σεπτεμβρίου 1955, στο Γιάνκις Στάντιουμ, τον μυθικό πια Ρόκι Μαρτσιάνο, θα προσπαθούσε να νικήσει ο Άρτσι Μουρ. Ο Nongose ήταν 38 ετών, πολύ δυνατός και ορμητικός. Στον δεύτερο γύρο έριξε στο καναβάτσο τον Ρόκι με νοκ-ντάουν, αλλά όπως και στον πρώτο του αγώνα για τον παγκόσμιο τίτλο, κατάφερε να σηκωθεί.
Ο Μουρ έλεγε αρκετές φορές ότι ο ρέφερι Χάρι Κέσλερ, δεν μέτρησε σωστά, έδωσε πολλές ανάσες στον Μαρτσιάνο που έτσι κατάφερε να συνέλθει από τη γροθιά που είχε δεχθεί. Στον 9ο γύρο ήταν έτοιμος να ρίξει αυτός μια μπουνιά που θα έβγαzε τον αντίπαλο του νοκ-άουτ. Ήταν η τελευταία του γροθιά στην καριέρα του ανίκητου πρωταθλητή. Λίγους μήνες αργότερα ανακοίνωνε ότι εγκαταλείπει τα ρινγκ.
Ο Άρτσι Μουρ μπορεί να αμφισβήτησε τη νίκη του Μαρτσιάνο, παραδεχόταν ωστόσο πόσο δύσκολος ήταν ο αντίπαλος του: “Μετά από ένα αγώνα με τον Ρόκι είναι σα να σε έχουν χτυπήσει σε όλο σου το σώμα με ένα ρόπαλο, ή σου έχουν πετάξει ένα σωρό πέτρες”. Αυτή η τελευταία μπουνιά του Μαρτσιάνο, του απέφερε 460.000 δολάρια. Στον πρώτο του αγώνα είχε εισπράξει, μόλις 35…
Θάνατος πριν από τα γενέθλια του
Αφού σκέφτηκε να ξαναφορέσει τα γάντια του το 1959, για να αντιμετωπίσει τον Σουηδό Ίνγκεμαρ Γιόχανσον, αλλά μόλις είδε τον εαυτό του να μην ανταποκρίνεται στις προπονήσεις παραιτήθηκε της ιδέας και ασχολήθηκε με διάφορα. Το 1961 έγινε οικοδεσπότης τηλεοπτικής εκπομπής γα το μποξ, ενώ ταυτόχρονα σχολίαζε τακτικά αγώνες.
Είχε διάφορες επιχειρηματικές δραστηριότητες αλλά και αρκετά προβλήματα με την περιουσία του. Το 1969 γύρισε μια ταινία με τον Μοχάμεντ Άλι, με θέμα μια υποθετική μονομαχία των δυο πρωτοπυγμάχων. Γυρίστηκε με δυο βερσιόν. Στη μία νικούσε ο Αλι, στην άλλη ο Ρόκι. Ο αγώνας θα γινόταν μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή.
Λίγους μήνες αργότερα στις 31/8, μια μέρα πριν κλείσει τα 46 του χρόνια, ο Ρόκι Μαρτσιάνο, έμπαινε σε ένα μικρό τσέσνα για να πάει από το Σικάγο στην Αϊόβα. Το αεροσκάφος αντιμετώπισε προβλήματα και συνετρίβη 2 μίλια πριν φτάσει στον κοντινότερο αεροδιάδρομο. Ο θανάτος του ήταν ακαριαίος, ενώ μαζί σκοτώθηκε και Φράνκι Φαρέλ, γιος του αρχιμαφιόζου Λου Φαρέλ, αν και ποτέ δεν αποδείχθηκε, η υπήρχαν ενδείξεις ότι ο Ρόκι είχε σχέσεις με το οργανωμένο έγκλημα.
Ο θάνατος του βύθισε σε πένθος τους λάτρεις της επαγγελματικής πυγμαχίας. Ο Ρόκι ήταν διαχρονικά ένας κορυφαίος κι ας αμφισβήτησαν πολλοί το επίπεδο των αντιπάλων του, κόντρα στους οποίους κέρδισε τους παγκόσμιους τίτλους. Παρόλα αυτά, σε κάθε ανασκόπηση όλων των εποχών, ο Μαρτσιάνο συμπεριλαμβάνεται μέσα στους κορυφαίους. Το ESPN τον κατέταξε στο νο 5 της παγκόσμιας λίστας, μετά από Μοχάμετ Αλί, Τζόε Λούις, Τζαλ Τζόουνς και Τζάκ Ντέμπσι.
“Σήμερα χάσαμε ένα κομμάτι από τη ζωή μου, αλλά όχι μόνο από τη δική μου. Απ’ όλους μας, κάτι λείπει” είπε στην κηδεία του ο Τζόε Λούις. Αμέσως μετα, έσκυψε και φίλησε το φέρετρο.
Κανείς δεν μπορούσε να ξεχάσει τον κοντόσωμο Ιταλοαμερικανό, το μπρούτζινο άγαλμα του οποίου βρίσκεται στο Μπρόγκτον από το 2013. Κυρίως, όμως, κανείς δεν ήταν σε θέση να τον νικήσει…