«ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΣΗ ΩΡΑ ΜΙΚΡΟΤΕΡΟ…»
Πότε έγινε η διάρκεια το βασικότερο κριτήριο για να κρίνουμε ένα καλλιτεχνικό έργο; Μήπως δεν φταίνε ταινίες και παραστάσεις που είναι μεγάλες, αλλά εμείς που είμαστε όλο και πιο κουρασμένοι;
«Εντάξει, όχι κι επτά Όσκαρ το Οπενχάιμερ. Τρεις ώρες ταινία, άμα θέλαμε τόση πληροφορία, θα βλέπαμε ντοκιμαντέρ…»
«Το ‘χει χάσει ο Σκορσέζε. Μετά τον Ιρλανδό που γεράσαμε μέχρι να τελειώσει, άλλες τρεισήμισι ώρες με τους Δολοφόνους του Ανθισμένου Φεγγαριού. Χωρίς να συμβαίνει και τίποτα…»
«Βγήκε το δεύτερο Dune, πάμε; Θα ‘ναι σαν το πρώτο; Δυόμιση ώρες τρέιλερ;»
«Λυσσάξατε με το Rohtko. Δηλαδή, άξιζε όλο αυτό το hype για να μην μπορείς να κουνηθείς τέσσερις ώρες παρά πέντε λεπτά από το κάθισμά σου;»
Κάπου, κάπως, με κάποιον ή με κάποιους έχετε κάνει αυτήν την κουβέντα πρόσφατα. Είτε ως debate, εκπροσωπώντας την πλευρά του κραξίματος ή της υπεράσπισης, είτε ως συνένοχοι σε ένα «τι έχουνε πάθει όλοι και τα κάνουν τόσο μεγάλα;», μιλώντας κυρίως για ταινίες και θεατρικές παραστάσεις (σίγουρα όχι για τις μερίδες στα εστιατόρια).
Καταρχάς, είναι αλήθεια. Ισχύει. Οι διάρκειες έχουν μεγαλώσει. Αυτή η σχετικά αυθαίρετη, αλλά κι αρκετά ενδεικτική, έρευνα δείχνει ότι οι top-50 ταινίες των 2020s είναι οι μεγαλύτερες σε διάρκεια ανα δεκαετία από τα 70s κι έπειτα (μέση διάρκεια τα 130 λεπτά, 17 παραπάνω από τα 80s). Αλλά αυτό το ξέρουμε κι εμπειρικά, χωρίς να ανοίξουμε xcel. Ο ανερμάτιστος Ναπολέων του Ρίντλεϊ Σκοτ κράτησε 157 λεπτά, τα τρυφερά Παιδιά του Χειμώνα έφτασαν τα 133, η Barbie άγγιξε τις δύο ώρες. Ακόμα και στην τριάδα της ευαισθησίας (All of Us Strangers, Past Lives, Aftersun) της τελευταίας διετίας, δε θα βρεις φιλμ που να μην ξεπερνά τα 100 λεπτά.
Ίσως είναι βασικός λόγος η μονοκρατορία των υπερηρωικών ταινιών (με ελάχιστες εξαιρέσεις όλες πάνω από δύο ώρες) που έτσι κι αλλιώς έχουν καταπιεί τις μικρότερες παραγωγές – αυτό που καταχρηστικά μάθαμε να λέμε «ανεξάρτητο σινεμά» – κι αποτελούν κανονική πρόταση εξόδου στην κουλτούρα της Gen Z. Ίσως, αυτό οδήγησε με τη σειρά του, τους μεγάλους δημιουργούς να στραφούν στις πλατφόρμες – οι streamers π.χ. το Netflix αγόρασαν αξιοπιστία, μπήκαν στα βραβεία και πέταξαν λίγη από τη ρετσινιά του «ψηφιακού βίντεο κλαμπ», οι Σκορσέζε και οι Κουαρόν αυτού του κόσμου απέκτησαν πλήρη καλλιτεχνική ελευθερία, χάνοντας καμιά φορά και το μέτρο αφού δεν χρειαζόταν να υπηρετήσουν τους κανόνες της κινηματογραφικής τροφικής αλυσίδας π.χ. τα εισιτήρια που χάνουν οι αίθουσες όταν πρέπει να υποστηρίξουν τρίωρα φιλμ.
Επιστρέφοντας από το Χόλιγουντ στην Αθήνα, μεταφερόμαστε από τη μεγάλη οθόνη στην σκηνή. Φετινή σεζόν: Το Doctor της Κατερίνας Ευαγγελάτου στα 140 λεπτά, ο Γλάρος του Δημήτρη Καραντζά στα 135, η Προξενήτρα στο Εθνικό 150’, οι Απάχηδες των Αθηνών που παίζονταν μέχρι τον Ιανουάριο ήταν τρεις ώρες με το διάλειμμα, το Berlin Alexanderplatz του Λιβαθινού που επαναλήφθηκε φέτος, επίσης στα 150’, το Rohtko σόλνταρε ξανά μετά τον περασμένο Μάιο (εν αναμονή του εξάωρου Respublika στη Μαλακάσα τον Ιούνιο), στον Βασίλη Μπισμπίκη έχουμε αφιερώσει οκτώ ώρες από τη ζωή μας την τελευταία πενταετία (Άνθρωποι και Ποντίκια, Τα Κόκκινα Φανάρια, Έγκλημα και Τιμωρία).
Δεν είναι όμως αυτό το θέμα. Σίγουρα, οι διάρκειες δεν είναι πάντα δικαιολογημένες – συχνά είναι φλυαρία, προχειρότητα, μεγαλομανία. Το ζήτημα ξεπερνά, αν θέλετε, τα όρια της τέχνης κι ανάγεται στο μοντέρνο τρόπο ζωής. Φτάνουμε σιγά σιγά σε ένα σημείο που το βασικό κριτήριο για να αξιολογήσουμε ένα έργο τέχνης, υψηλής, χαμηλής, ποπ ή αβαν γκαρντ δεν έχει σημασία, γίνεται η διάρκειά του; Κι αν ναι, μεταξύ μας, αυτό δεν είναι λίγο sad;
Παραδωμένοι στην iCulture του σαλονιού μας, με την έξυπνη τηλεόρασή μας και το κινητό σε απόσταση αφής, εθιστήκαμε να ψυχαγωγούμαστε on demand. Με την ελάσσονα προσπάθεια και με μνήμη χρυσόψαρου, ό,τι βλέπουμε, διαβάζουμε ή ακούμε σβήνεται σε χρόνο ρεκόρ. Αλλά, δεν ήταν πάντα έτσι. Οι ταινίες, οι παραστάσεις, τα βιβλία και η μουσική που μας διαμόρφωσαν, σε τελική ανάλυση μας έκαναν αυτό που είμαστε, είναι αγαπημένα μας γιατί τους δώσαμε κάποιες ώρες από τη ζωή μας. Ίσως σε μια άλλη πίστα της με λιγότερες υποχρεώσεις, χειρότερη τεχνολογία και περισσότερο snooze στο ξυπνητήρι. Τώρα πάμε από FOMO, Παρασκευή βράδυ κομμάτια από μια ακόμα κολασμένη εβδομάδα, να δούμε την τετράωρη παράσταση ή την τρίωρη ταινία για την οποία συζητάνε όλοι και φυσικά «δε μας μιλάει». Μα πώς να μας μιλήσει; Παρασκευή βράδυ στους ανθρώπους του ύστερου καπιταλισμού που είναι πάνω από 35 δε θα μιλούσε ούτε το Αποκάλυψη Τώρα! (147 λεπτά η βερσιόν που βγήκε στις αίθουσες το 1979, αν ρωτάτε). Δεν είναι το έργο που είναι μέτριο, εμείς είμαστε κουρασμένοι (και σχεδόν ποτέ συγκεντρωμένοι). Η σπουδαία τέχνη δεν προσαρμόζεται σε εμάς, εμείς προσαρμοζόμαστε σε αυτήν.
Η «οικονομία της προσοχής» αλλάζει την καλλιτεχνική δημιουργία. Τα τραγούδια δεν έχουν πια μεγάλες εισαγωγές για να είναι TikTok friendly και να μην σκιπάρονται στο Spotify (το play μετράει στα 30”). Αν δεν είσαι ο Σκορσέζε το Netflix θα σου δώσει (περίπου) όσα λεφτά θες αρκεί να μπεις γρήγορα στο θέμα, κάπως έτσι ο Ρομέν Γαβράς γύρισε την εντυπωσιακή εναρκτήρια σκηνή στο αμφιλεγόμενο Athena). Ακόμα και τα διαφημιστικά γίνονται μικρότερα για να στριμώχνονται στην οθόνη μας όσο βυθιζόμαστε για άλλο ένα βράδυ στην τρύπα του youTube.
Θέατρο ξανά. Μια Νύχτα στην Επίδαυρο, πέρυσι στο Εθνικό (115’ αν ρωτάτε), σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου. Το εσωτερικό αστείο στο κείμενο της Λένας Κιτσοπούλου, ήταν εκείνος ο τύπος που έλεγε «ωραία η παράσταση αλλά ήθελε μισή ώρα λιγότερη…».
Θέλουμε στ’ αλήθεια να είμαστε αυτός ο τύπος στην πραγματική ζωή;