ΠΩΣ ΖΕΙ ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ ΣΤΟ ΠΑΝΑΚΡΙΒΟ ΠΑΡΙΣΙ
Πληρώνοντας 680 ευρώ ενοίκιο για ένα διαμέρισμα 20 τετραγωνικών, ένας Ελληνας εκπαιδευτικός στο Παρίσι επιχειρεί κατά τα λοιπά να επιβιώσει στην πανάκριβη “πόλη του φωτός”. Δεν είναι εύκολο…
“Δουλεύεις και ζεις στο Παρίσι; Μα δεν είναι υπέροχο; Σε ζηλεύω“. Θα μπορούσε να είναι μία απάντηση στο άκουσμα της πληροφορίας ότι ένας Ελληνας εκπαιδευτικός πράγματι ζει και εργάζεται στο Παρίσι υπηρετώντας σε ένα από Τμήματα Ελληνικής Γλώσσας που εδρεύουν στη γαλλική πρωτεύουσα.
Ομως, όπως συχνά γίνεται στη ζωή, τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται και κάτω από την “λάμψη” της πρώτης εντύπωσης υπάρχει αρκετή σκουριά. Οι Ελληνες εκπαιδευτικοί που υπηρετούν στο Παρίσι και γενικότερα στη βόρεια Ευρώπη έχουν να αντιμετωπίσουν μία ιδιαίτερα δύσκολη καθημερινή συνθήκη η οποία δυσκολεύει σε αφάνταστο βαθμό το έργο τους και καθιστά την παραμονή τους στο εξωτερικό ως μία ιδιαίτερη δοκιμασία παρά το γεγονός ότι μαζί με το μισθό τους πληρώνονται και επιμίσθιο.
Το κόστος ζωής σε πόλεις όπως το Μόναχο, το Λονδίνο, οι Βρυξέλλες (και φυσικά το Παρίσι) είναι πλέον τόσο μεγάλο και ο φόρτος της δουλειάς λόγω της έλλειψης προσωπικού τόσο βαρύς, που το όνειρο της ζωής στο εξωτερικό εξελίσσεται σ’ έναν δυστοπικό εφιάλτη.
Ο Τ. είναι δάσκαλος. Εργαζόταν τα πολλά τελευταία χρόνια στη γεννετειρά του, τη Θεσσαλονίκη αλλά το 2021 αποφάσισε να υπηρετήσει στο εξωτερικό. Η μοίρα (και οι καραμπόλες της γραφειοκρατίας) τον “έταξαν” στο Παρίσι όπου ζει και εργάζεται εδώ και τρία χρόνια διδάσκοντας ελληνικά τα ελληνόπουλα της γαλλικής πρωτεύουσας.
Πρέπε να τον ζηλεύουμε; Ο Τ. μάς αφηγήθηκε πτυχές της επαγγελματικής και προσωπικής ζωής του στο Παρίσι. Διαβάζοντας τις εμπειρίες του, ο καθένας μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του.
Road to Paris…
“Eίμαι από τη Θεσσαλονίκη και σκεφτόμουν πολλά χρόνια να υπηρετήσω εκτός Ελλάδας” μάς εκμηστηρεύεται, χαμογελαστός και κεφάτος πίσω από την οθόνη του υπολογιστή του ο Τ.
“Το Μάρτιο του 2021 έκανα το αίτημα αλλά, πρόσεξε, μάς δίνουν μόνο τρεις επιλογές, τρεις χώρες. Αν δεν έχεις τα απαραίτητα μόρια, δηλώνεις απλά ήπειρο. Εγώ ελεύθερος είμαι, οικογένεια δεν έχω, τα μόρια μου ήταν συγκεκριμένα, από τις γλώσσες που ξέρω, Αγγλικά και Ιταλικά.
Ηθελα να πάω στη βόρεια Ευρώπη.Δήλωσα λοιπόν τη Μεγάλη Βρετανία λόγω της γλώσσας και παρά το Brexit, Bέλγιο και Ολλανδία. Στις 4 Αυγούστου του 2021, μεσημέρι θυμάμαι, με πήραν από τη γραμματεία του Υπουργείου Παιδείας. Είχα μείνει εκτός πινάκων, εκτός των επιλογών μου δηλαδή, αλλά με πήραν για να μου πουν ότι είχαν μείνει θέσεις κενές σε άλλες χώρες από αυτές που είχα δηλώσει. Αν δεν δεχτείς χάνεις για δύο χρόνια τη σειρά σου. Μου είπαν ότι υπήρχαν ανοιχτές επιλογές στη Γαλλία, την Ελβετία, τη Γερμανία και την Αλβανία. Επέλεξα τελικά τη Γαλλία”.
Ο λόγος της φυγής του ήταν ότι” η Θεσσαλονίκη με είχε κουράσει. Ημουν 13 χρόνια στο ίδιο σχολείο, κάπως ρουτίνιασα και ήθελα αλλαγή, να δοκιμάσω κάτι διαφορετικό. Το φοβόμουν βέβαια αλλά ήθελα να τσεκάρω τα όριά μου και τις αντοχές μου. Ανανέωση, επίσης, χρειαζόμουν σε όλους τους τομείς. Στόχευσα στην Ευρώπη, και ιδιαίτερα Βόρεια Ευρώπη”.
Ενας ξένος στο Παρίσι…
“Εκείνη τη χρονιά ήμουν ο μόνος καινούργιος. Δεν ήξερα κανέναν” τονίζει. “Στην αρχή, για να προσαρμοστώ και να φέρω εις πέρας τα τυπικά, χρειάστηκα βοήθεια. Εκανα λάθη στα διαδικαστικά που χρειάστηκαν διόρθωση ενώ και η γλώσσα ήταν πρόβλημα, εγώ δεν μιλούσα Γαλλικά αλλά έπρεπε να δουλέψω στη Γαλλία. Αρχισα να κάνω διαδικτυακά μαθήματα Γαλλικών, με δασκάλα από τη Θεσσαλονίκη μάλιστα.
Ξόδεψα ένα μισθό και βάλε σε αεροπορικά εισιτήρια για να έρθω και να νοικιάσω ένα Airbnb μέχρι να βρω μόνιμη κατοικία. Το πρώτο επιμίσθιο το πήρα στα τέλη του Οκτώβρη αλλά μέχρι τότε τα έξοδα έτρεχαν φυσικά. Για να βγάλω επίσης κάρτα υγείας ήταν μία χρονοβόρα διαδικασία.
Είχα κάνει ήδη ενέργειες από την Ελλάδα με τον ΕΦΚΑ, τις συνέχισα εδώ με βοήθεια και μετά από ένα μήνα μου έστειλαν ένα προσωρινό χαρτί. Με αυτό όμως έπρεπε να πληρώνω τους γιατρούς και εν συνεχεία να αποζημιώνομαι. Το έκανα μία φορά, τα χρήματα δεν ήρθαν ποτέ. Τέλος πάντων η κάρτα υγείας ήρθε μετά από 12-13 μήνες! Είχα σπάσει, εν τω μεταξύ, από τα τηλέφωνα το τηλεφωνικό τους κέντρο με τη βοήθεια μίας γνωστής που μιλούσε Γαλλικά”.
Η αναζήτηση στέγης είναι σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες στη γαλλική πρωτεύουσα. Οπως λέει ο Ελληνας δάσκαλος “το σπίτι, το βρήκα τυχαία μέσω μίας συναδέλφου που είδε μία αγγελία στο facebook. Tα χρήματα του επιμισθίου (1410 ευρώ ανά μήνα) φτάνουν αν είσαι τυχερός και βρεις κάτι οικονομικό. Στο σπίτι που νοίκιασα έμενε ένας άλλος Ελληνας δάσκαλος για έξι χρόνια, ο οποίος αποφάσισε να μετακομίσει. Με προτίμησε ο άνθρωπος και τον ευχαριστώ.Χρειαζόταν και εγγυητής, μόνιμος κάτοικος Γαλλίας, του οποίου ελέγχουν τις αποδοχές. Δεν είναι μία εύκολη διαδικασία.
Ως προς το κόστος τα καλά σπίτια στο Παρίσι ξεφεύγουν από τα 1000 ευρώ και πάνω. Πιο πριν είχα εντοπίσει ένα μικρό, 15 τετραγωνικά, για το οποίο μου ζητούσαν μίνιμουμ 800 ευρώ. Αυτό που είμαι τώρα είναι περίπου 20 τετραγωνικά, βρίσκεται στον 6ο όροφο ενός κτιρίου που δεν έχει ασανσέρ. Πληρώνω 680 ευρώ το μήνα. Στην τιμή συμπεριλαμβάνονται τα κοινόχρηστα και η θέρμανση. Το ρεύμα είναι φθηνό, πληρώνω περίπου 55 με 60 ευρώ το μήνα. Επίσης έκανα ασφάλεια σπιτιού, άλλα 15 ευρώ το μήνα. Αλλά 86 ευρώ πληρώνω την κάρτα απεριορίστων διαδρομών με όλα τα μέσα γιατί οι μετακινήσεις μας είναι πολλές”.
Εσάς όλο αυτό σάς ακούγεται συναρπαστικό;
Τρόπος να ζεις…
Ο Ελληνας εργαζόμενος στο Παρίσι έχει να αντιμετωπίσει μία σειρά από καθημερινές προκλήσεις. Οπως λέει ο Τ. “οι τιμές στα σούπερ μάρκετ είναι σχετικά ακριβές. Εγώ πηγαίνω στο φθηνότερο, που είναι και κοντά στο σπίτι μου. Το κρέας είναι ακριβό, τα δε φρέσκα ψάρια απλησίαστα. Ως προς τις ανάγκες για ντύσιμο, λίγα πράγματα, δεν μπορούμε να “απλωθούμε” πολύ. Υπάρχουν πολλά μαγαζιά στο κέντρο του Παρισιού με μεταχειρισμένα ρούχα, 5 ευρώ φούτερ, 10-15 ευρώ παντελόνια, κτλ και οι γνωστές οικονομικές αλυσίδες. Τα αθλητικά παπούτσια επίσης είνα απλησίαστα και γενικά τα γνωστά brand.
Η μοναξιά είναι, επίσης, μεγάλη. Οι κοινωνικές επαφές είναι λίγες και η ζωή κάπως απρόσωπη. Δεν ξέρω αν έχουν εδώ το σύνδρομο της πρωτεύουσας πάντως οι συναναστροφές μου με Γάλλους είναι περιορισμένες μέχρι στιγμής.
Στα κλαμπ το εισιτήριο αρχίζει από 20 ευρώ και δεν περιλαμβάνει το ποτό. Το δε ποτό αρχίζει από τα 10 ευρώ. Γενικά, για να κρατήσεις τα χρήματά σου πρέπει να κάνεις μία πολύ περιορισμένη ζωή, από το σπίτι στη δουλειά και τη δουλειά στο σπίτι. Δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια. Τα εστιατόρια είναι επίσης ακριβά και οι μερίδες τόσο μικρές. Τα ζυμαρικά, οι πίτσες είναι όλα ακριβά, όπως και η ελληνική κουζίνα. Να σου πω την αλήθεια προτιμώ τα κούρδικα.
Η μοναξιά είναι, επίσης, μεγάλη. Οι κοινωνικές επαφές είναι λίγες και η ζωή κάπως απρόσωπη. Δεν ξέρω αν έχουν εδώ το σύνδρομο της πρωτεύουσας πάντως οι συναναστροφές μου με Γάλλους είναι περιορισμένες μέχρι στιγμής. Μου έχει κάνει και κάτι άλλο εντύπωση στο Παρίσι. Τα ναρκωτικά είναι παντού, κυρίως σε πολυσύχναστες τουριστικές περιοχές αλλά και σε υποβαθμισμένες, πυκνοτακοικημένες. Σε σταματούν στο δρόμο για να σου πουλήσουν, είναι μία ρουτίνα εδώ αυτό, ειδικά στο κέντρο της πόλης”.
Διδάσκοντας…
Ως προς το καθαρά επαγγελματικό-εκπαιδευτικό κομμάτι, οι προκλήσεις είναι επίσης καθημερινές. Οπως και οι δυσκολίες που κάποιες φορές φαντάζουν ανυπέρβλητες: “Εδώ χρειάστηκε να αλλάξω το σκεπτικό σχετικά με τη δουλειά μου. Γιατί; Διότι βρήκα τελείως διαφορετικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Τα βιβλία είναι παρωχημένα, πολύ παλιά, δε βοηθούν καθόλου. Κάνω, όπως και οι συνάδελφοι, πολλές αλχημείες έτσι ώστε να γίνεται η δουλειά σωστά. Την ίδια ώρα έχουμε βαριά γραμματειακή δουλειά, τρομερά πολλά e-mail, ερωτήσεις, απαντήσεις, ξαναερωτήσεις κτλ.
Το επίπεδο της γνώσης των ελληνικών είναι χαμηλό, προσπαθώ να δουλέψω πολύ στην ορθογραφία όπου παρατηρείται πρόβλημα αλλά και στον τονισμό. Τον πρώτο καιρό ήμουν πολύ αυστηρός, ήταν υπερβολικό. Κάποιοι γονείς πρέπει να πω ότι δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα. Γράφουν τα παιδιά τους στο ελληνικό σχολείο, αλλά αν διαπιστώσουν ότι το παιδί ζορίζεται, το σταματούν αμέσως.
Αν η μάνα της οικογένειας είναι Ελληνίδα, είναι παρατηρημένο ότι το παιδί μιλάει καλύτερα τα ελληνικά. Αν όμως είναι Γαλλίδα, υπάρχει πρόβλημα, όπως γίνεται αντιληπτό. Εχω ακούσει από μητέρες Ελληνίδες επίσης ότι πολλές φορές τα παιδιά τούς ζητούν να μην τους μιλάνε ελληνικά στο σπίτι γιατί δεν τα καταλαβαίνουν και κουράζονται. Και εγώ πολλές φορές στο μάθημα αναγκάζομαι να κάνω μετάφραση”.
Η διοίκηση, για να το διατυπώσουμε κομψά, δεν είναι ιδιαίτερα υποστηρικτή στο έργο των εκπαιδευτικών: “Οταν ήρθα, ήμασταν 12 εκπαιδευτικοί στην ελληνόγλωσση εκπαίδευση του Παρισιού. Μείναμε γρήγορα 11, αλλά ο αριθμός ήταν επαρκής. Πέρυσι όμως έγινε ένα μεγάλο μπαμ και μείναμε 7, εφέτος είμαστε πλέον 8. Στο σχολείο του Σαββάτου έχω πρώτη και δευτέρα δημοτικού μαζί, 37 παιδιά σε μία αίθουσα από τις 2 μέχρι τις 6 το απόγευμα.
Σε άλλο σχολείο είμαι μόνο εγώ και μία νηπιαγωγός. Να φανταστείς πέρυσι η νηπιαγωγός ήταν μόνη της, μιλάμε για σχολείο που έχει 25 παιδιά. Εφέτος εκεί έχω 14 μαθητές που τους έχω χωρίσει σε 4 διαφορετικές τάξεις και κάνω μάθημα ακόμα και σε επίπεδο γυμνασίου. Αλλοι συνάδελφοι, καθηγητές μέσης εκπαίδευσης, διδάσκουν παιδιά του δημοτικού σχολείου. Δεν μπορείς να είσαι ευχαριστημένος με τέτοιες συνθήκες.
Προσπαθούμε να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε αλλά η πίεση είναι μεγάλη όπως και το άγχος. Πιο μεγάλο από ότι στην Ελλάδα, είναι σαφές αυτό. Η ελληνική κοινότητα, ευτυχώς, μας βοηθάει πολύ και αυτή η βοήθεια είναι πολύτιμη. Δεν είναι τυχαίο πάντως ότι οι περισσότεροι από τους εκπαιδευτικούς εδώ είναι είτε ελεύθεροι είτε χωρισμένοι, είναι δηλαδή άνθρωποι χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις.
Το μέλλον
“Σκέφτεσαι να μείνεις” ρωτήσαμε το συνομιλητή μας: “Εάν έχεις μόνο το μισθό της Ελλάδας, ε, δεν μπορείς. Εχω ένα δάνειο που τρέχει και πρέπει να το αποπληρώνω. 500 ευρώ το μήνα, δεν είναι λίγο, το κρατάνε κάθε μήνα από τον ελληνικό μισθό. Τον Αύγουστο το 2025 το επιμίσθιό μου σταματά, δεν μπορεί να ανανεωθεί. Παρόλα αυτά όμως, μιλώντας για μένα, σκέφτομαι να μείνω. Εχω και κάποια άλλα εισοδήματα που με στηρίζουν. Χωρίς αυτά, ίσως και τώρα να μην μπορούσα να ανταπεξέλθω παρά το επιμίσθιο. Μία νέα συναδέλφός μας που ήρθε τον Αύγουστο, δεν έχει ακόμη κατέβει στην Ελλάδα, προσπαθεί να κάνει οικονομία”.
Και εν τέλει άξιζε τον κόπο; “Κάθε χρόνος που περνάει, προσαρμόζομαι. Εχω βρει τα πατήματά μου. Αν άξιζε, θα φανεί στο τέλος. Γνωρίζω νέους ανθρώπους, βρίσκομαι κοντά σε πολλές χώρες της Ευρώπης, βλέπω νέους τόπους. Λειτουργώ και σκέφτομαι πάντα σαν Ελληνας.
Αλλά εδώ άνοιξαν οι ορίζοντές μου. Η Θεσσαλονίκη είναι μία πόλη επαρχιακή. Εδώ ο κόσμος είναι πιο απελευθερωμένος και ανοιχτός. Και αν θα γυρίσω πίσω, θα πάω στην Αθήνα αν και την φοβάμαι γιατί δεν την ξέρω. Θέλω να το ζήσω εδώ όσο μπορώ, αυτό είναι το πλέον σίγουρο“.
Tελικό συμπέρασμα; Ο,τι λάμπει δεν είναι πάντα χρυσός…