Η έκφραση των κοινωνικών συναισθημάτων ενόψει Ευρωεκλογών
Διαβάζεται σε 3'Τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της χαλαρής ψήφου και της μεγάλης εκλογικής μεταβλητότητας των πολιτών σε συνδυασμό με την ενδεχόμενη έκφραση του θυμού και της απογοήτευσης, εγκυμονούν κινδύνους.
- 13 Απριλίου 2024 07:11
Κάτι λιγότερο από δύο μήνες έχουν απομείνει για τις ευρωεκλογές και το πολιτικό μέλλον της χώρας βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Η κρισιμότητα δεν έγκειται τόσο για να μετρηθεί η τυχόν εκλογική ρωγμή στην κυβερνητική κυριαρχία, όσο για να διαφανεί η κατεύθυνση στην οποία θα διοχετευθούν και θα εκφραστούν τα συσσωρευμένα αρνητικά κοινωνικά συναισθήματα.
Ο λαϊκός θυμός, αλλά κυρίως η απογοήτευση του κόσμου δεν έχουν επ’ ουδενί καταλαγιάσει. Αντιθέτως, το τελευταίο διάστημα με το υπέρογκο κόστος ζωής και την προσπάθεια συγκάλυψης της τραγωδίας στα Τέμπη έχουν ενταθεί. Η ένταση αυτών των αρνητικών συναισθημάτων της κοινωνίας αποτυπώνεται γλαφυρά και στη νέα ετήσια κοινωνική έρευνα του Ινστιτούτου ΕΝΑ σε συνεργασία με την Prorata, καθώς συγκριτικά με τα αντίστοιχα περσινά στατιστικά στοιχεία, τα συναισθήματα της απογοήτευσης και του θυμού, αθροιστικά από το 80% πέρσι ανέβηκαν στο 89% φέτος. Ενώ, τα θετικά συναισθήματα της αισιοδοξίας και της ελπίδας παρουσίασαν και άλλη πτώση, φτάνοντας στο 15% και 13% αντίστοιχα.
ereunaΤα στοιχεία των αρνητικών συναισθημάτων στην περσινή μέτρηση του Ινστιτούτου ΕΝΑ, όπως φάνηκε, δεν μεταφράστηκαν σε τιμωρητική ψήφο για την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, παρόλο που είχε μεσολαβήσει η τραγωδία των Τεμπών. Όμως, αφενός, οι εθνικές εκλογές έχουν τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά από τις ευρωεκλογές και, αφετέρου, από τότε η ελληνική κοινωνία φαίνεται να βρίσκεται σε μεγαλύτερο βαθμό εγκλωβισμένη σε μια μεγάλη συναισθηματική φόρτιση, αναζητώντας ένα ξέσπασμα.
Τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της χαλαρής ψήφου και της μεγάλης εκλογικής μεταβλητότητας των πολιτών στις εκλογές σε συνδυασμό με την ενδεχόμενη έκφραση του θυμού και της απογοήτευσης εγκυμονούν κινδύνους, όχι τόσο για την κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας που μπορεί να κλονιστεί, όσο για τους ίδιους του δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας μας. Η ψήφος δυσαρέσκειας, δηλαδή, για την κυβερνητική πολιτική, από κοινού με την ανικανότητα των κομμάτων του προοδευτικού τόξου, αφενός να ταυτιστούν και να εκφράσουν τα προαναφερθέντα αρνητικά συναισθήματα και αφετέρου να τα μετατρέψουν σε κάτι θετικό και ελπιδοφόρο, το πιο πιθανό είναι να οδηγήσουν σε μεγάλη άνοδο την ακροδεξιά στην Ελλάδα.
Όσο είναι νωρίς τα προοδευτικά κόμματα πρέπει να αναλογιστούν την κρίσιμη συγκυρία των ευρωεκλογών, για την υπαρξιακή τους ταυτότητα, αλλά και για την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της χώρας τα επόμενα χρόνια. Παρόλο που ο ορίζοντας των δύο μηνών μέχρι τις ευρωεκλογές είναι πολύ μικρός, πρέπει να φανεί στην κοινωνία ότι επιτέλους τα μικροπολιτικά παιχνίδια διατήρησης ανούσιας κομματικής και εσωκομματικής ισχύος έχουν σταματήσει και ξεκινάει να δημιουργείται μία εναλλακτική απέναντι σε αυτά τα αρνητικά συναισθήματα που βιώνει η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας.
Η αναγκαία ενσυναίσθηση των (κεντρο)αριστερών κομμάτων με την ψυχική κατάσταση της κοινωνίας, που δείχνει και η έρευνα του Ινστιτούτου ΕΝΑ, και η μετουσίωση αυτών των αρνητικών συναισθημάτων σε ένα πολιτικό σχέδιο απομάκρυνσης από τη μαυρίλα που έρχεται, αποτελεί σε αυτό το κρίσιμο διακύβευμα τόσο των ευρωεκλογών, όσο, κυρίως, της επόμενης δεκαετίας, τον ένα δρόμο. Ο άλλος είναι η προβλεπόμενη πορεία της ελληνικής κοινωνίας. Να βαθαίνει, δηλαδή, σε ολοένα και περισσότερα αρνητικά συναισθήματα, ακολουθώντας, σιγά – σιγά, τον σκοτεινό δρόμο του δίπολου, δεξιάς – ακροδεξιάς.
*Ο Ορέστης Χατζηγιαννάκης είναι Υποψήφιος Διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης ΕΚΠΑ