Η ΠΕΡΙΓΕΝΝΗΤΙΚΗ ΑΠΩΛΕΙΑ ΑΞΙΖΕΙ ΣΕΒΑΣΜΟ ΚΑΙ ΧΩΡΟ
Η εγκυμοσύνη, ο τοκετός, τα πρώτα στάδια της μητρότητας αναπαριστώνται στον δημόσιο λόγο με όρους εξιδανίκευσης ως «η πιο χαρούμενη περίοδος στη ζωή μιας γυναίκας». Ωστόσο η πραγματικότητα δεν είναι διαφημιστικό σλόγκαν. Εμπεριέχει παραμέτρους και όψεις πολύ πιο σύνθετες και όχι πάντα ανέφελες.
Αρκετές γυναίκες που επιλέγουν τη μητρότητα αντιμετωπίζουν διάφορες δυσκολίες, τις οποίες δεν ενθαρρύνονται να μοιραστούν για να μην διαταράξουν τις εδραιωμένες και συχνά μονοδιάστατες απεικονίσεις της συγκεκριμένης κατάστασης, με αποτέλεσμα να βιώνουν μοναχικά και σιωπηλά δυσάρεστα και επώδυνα συμβάντα. Από τις πιο οδυνηρές και λιγότερο συζητημένες εμπειρίες είναι η περιγεννητική απώλεια, δηλαδή η απώλεια του εμβρύου ή του βρέφους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, του τοκετού ή τις πρώτες ημέρες μετά τη γέννα. Σύμφωνα με τα στατιστικά δεδομένα υπάρχει 20-25% πιθανότητα για αποβολή στο α’ τρίμηνο της εγκυμοσύνης, η απώλεια μετά την 20η εβδομάδα της εγκυμοσύνης εκτιμάται στο 3-4% και παρά το γεγονός πως η περιγεννητική θνησιμότητα έχει μειωθεί τις τελευταίες δεκαετίες για την Ελλάδα υπολογίζεται σε 4 ανά 1000 γεννήσεις.
Πρόκειται για κάτι συνταρακτικό στη βιογραφία μιας γυναίκας, καθώς έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις προσδοκίες που αναπτύσσονται στην προοπτική της μητρότητας.
Η Κατερίνα Ζήζου είναι ψυχολόγος και ζει στην Καστοριά. Τον Μάιο του 2023 γέννησε τη δεύτερη κόρη της. Η πρώτη της κόρη πέθανε στην 34η εβδομάδα κύησης. Η Κατερίνα διηγείται πως βίωσε η ίδια την απώλεια και τον θρήνο:
«Κάποια στιγμή αποφασίσαμε με τον σύντροφο μου πως θέλουμε να αποκτήσουμε ένα παιδί. Ακολούθησαν δύο χρόνια αναμονής, με εξετάσεις και διερευνήσεις χωρίς κάποιο ιατρικό εύρημα. Αυτό σήμαινε ότι για 24 μήνες θα ερχόμουν αντιμέτωπη με έναν μικρό θρήνο. Έτσι, η περίπτωση μας κατατάχθηκε σ’ αυτό που καλείται «ανεξήγητη υπογονιμότητα».
Πολλά ζευγάρια αναμετριούνται με μια τέτοια δυσκολία η οποία πυροδοτεί διάφορες ενοχές. Μετά ήρθε το θετικό τεστ κι όλα εξελίχθηκαν ομαλά μέχρι την εξέταση Β’ επιπέδου. Τότε, το έμβρυο διαγνώστηκε με μια σπάνια καρδιοπάθεια άμεσα απειλητική για τη ζωή της. Ήταν πραγματικά σοκαριστική η διάγνωση, σα να σου τσακίζουν τα κόκκαλα.
Κύλησαν δυόμιση αγωνιώδεις μήνες με πολλές εξετάσεις και συζητήσεις χωρίς να γνωρίζω αν το παιδί που κυοφορώ θα τα καταφέρει, μέχρι που στον 8ο μήνα κατέληξε. Ακολούθησε πολύωρος τοκετός αλλά είχα μια φροντιστική και υποστηρικτική ομάδα στο πλευρό μου που αποτελούνταν κυρίως από γυναίκες κι αυτό ίσως έπαιξε το ρόλο του. Από την επικοινωνία που είχα μεταγενέστερα με άλλες μητέρες, κατάλαβα πως αρκετές είχαν βιώσει άσχημες εμπειρίες σχετιζόμενες με τη στάση των επαγγελματιών υγείας, τη διαχείριση του σώματος τους, του μωρού τους. Πολλές δεν υποστηρίχτηκαν να το δουν, δεν ενημερώθηκαν επαρκώς για τις επιλογές τους, άλλες κατηγορήθηκαν ευθέως για την απώλεια ή τη στάση τους απέναντι σε αυτή με όλα αυτά να λειτουργούν πολύ τραυματικά για εκείνες.
Η επόμενη μέρα με βρήκε μ’ ένα ισχυρό φιλικό και οικογενειακό δίκτυο στο πλευρό μου που τίμησε την απώλεια μας. Βέβαια, πρόκειται για μια πολλή μοναχική συνθήκη στην οποία ταυτίζεσαι μόνο με τον σύντροφο σου με τον οποίο μοιράζεσαι την κοινή εμπειρία: είχαμε χάσει και οι δύο το παιδί μας. Ένιωθα θλίψη. Επέστρεψα στην κατάσταση που είχα υπάρξει για μια διετία, της άγνοιας και του κενού, έχοντας όμως πλέον βιώσει την κύηση και τη μητρότητα με το αίσθημα της απουσίας να είναι έντονο.
Μου έλειπε το παιδί μου. Μου έλειπε από το σώμα μου – το κενό ήταν πολύ απότομο, «άκουγα» το έντερο μου και μπερδευόμουν. Μου έλειπε όμως κι από το σπίτι χωρίς ποτέ να το έχω δει μέσα σ’ αυτό, μου έλειπε από το αυτοκίνητο, χωρίς ποτέ να έχει επιβιβαστεί σ’ αυτό. Είχα γεννήσει, το σώμα μου είχε ενεργοποιήσει τη διαδικασία της μητρότητας και είχε αναχαιτιστεί τόσο βίαια γιατί το μωρό μου δεν υπήρχε για να συνδεθώ με αυτό και να ανακουφιστούν οι ορμόνες της μητρότητας. Είχε συγκλονιστεί το σώμα μου, η ψυχική και συναισθηματική μου κατάσταση.»
Η περιγεννητική απώλεια είναι μια αιφνίδια, αναπάντεχη και αρνητική εξέλιξη που συμβαίνει σ’ ένα σώμα, ένα ορμονολογικό βραχυκύκλωμα αλλά και με ένα έντονο αποτύπωμα στην ψυχοσυναισθηματική υπόσταση του ίδιου του υποκειμένου πρωτίστως και του ζευγαριού. Όπως ισχύει σχεδόν με όλα τα βαριά πράγματα που συμβαίνουν στις ζωές μας, η κοινωνική απόκριση παίζει καταλυτικό ρόλο στη διαχείριση τους, στο αν θα υπάρξουν διαδικασίες που λειτουργούν καταπραϋντικά ή αν θα επιδεινωθεί η δυσκολία με επανατραυματισμούς. Αυτό που μπορούμε να παρατηρήσουμε είναι ένα ταμπού, ένα θέμα για το οποίο δε μιλάμε παρά μόνο ψιθυριστά, μια στενότητα χώρου, μια αβίαστη προτροπή στους ανθρώπους που βιώνουν κάτι τέτοιο να το προσπεράσουν γρήγορα.
Το «δεν πειράζει, νέα είσαι, θα κάνεις άλλο» είναι μάλλον ο πιο συνηθισμένος αυτοματισμός που αναπαράγεται απέναντι σε μια γυναίκα που έχασε το μωρό της. Ενδεχομένως κιόλας η πρόθεση των ατόμων που το αρθρώνουν να είναι αγαθή αλλά δεν παύει να αποτελεί μια ψυχοπιεστική συνθήκη που δεν φτιάχνει έναν πραγματικό και συμβολικό τόπο για να αποδοθεί αξία στην απώλεια, να εκφραστούν οι συναισθηματικές εναλλαγές, να επεξεργαστεί το πένθος. Εξάλλου, το πένθος δεν είναι συνυφασμένο μόνο με το παρελθόν, με τις βιωμένες αναμνήσεις αλλά και με το μέλλον, με τις ελπίδες και τις προσμονές. Επίσης, δεν επιτελείται μόνο με έναν τρόπο.
Για κάποιες μπορεί η επιστροφή σε μια κανονικότητα ή μη αναμόχλευση του γεγονότος να είναι ανακουφιστικά, για κάποιες άλλες όμως μπορεί να υπάρχει ανάγκη χρόνου και μοιράσματος. Κρίσιμο είναι το συντροφικό, οικογενειακό και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον να μπορέσει να αναγνωρίσει το πένθος και να αφουγκραστεί τις ανάγκες της κάθε γυναίκας.
Η Καλλιόπη Κρεμαστιώτη, ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια με εξειδίκευση στην περιγεννητική ψυχική υγεία αναλύει την περιπλοκότητα της κατάστασης:
«Πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι είναι μια οξεία και τραυματική συνθήκη, είναι ένα μη ελεγχόμενο γεγονός, απροσδόκητο, συντελείται ο θάνατος τη στιγμή που περιμένουμε τη ζωή. Κλυδωνίζει τις γυναίκες από τα θεμέλια και πλήττει την αίσθηση του εαυτού και του κόσμου. Οι γυναίκες όταν έρχονται εδώ μας περιγράφουν τη σύγχυση που βίωναν, μια αίσθηση φοβερής ψυχικής διάλυσης, κατάρρευσης, ότι δεν καταλάβαιναν τι συνέβαινε γύρω τους. Είναι ένα παρά πολύ δυνατό τραύμα. Ως εκ τούτου αυτό που απαντάει ο ψυχισμός είναι αρχικά το σοκ, η οδύνη, η θλίψη αλλά κι ένα έντονο συναίσθημα ντροπής και ενοχής. Σ’ ένα πραγματικό και συμβολικό επίπεδο συντελέστηκε ένας θάνατος μέσα στο σώμα της κι εκεί μπαίνουμε σε δύσκολα ψυχικά μονοπάτια. Από εκεί και πέρα, οτιδήποτε ξύνει αυτές τις περιοχές θα λειτουργήσει πληγωτικά.
Σε κοινωνικό επίπεδο, ο περίγυρος δυσκολεύεται να αναγνωρίσει αυτή την απώλεια, το αντιμετωπίζει με αμηχανία, οπότε δε μπορεί να πενθήσει δημόσια η γυναίκα. Δεν υπάρχουν αναμνήσεις, δεν έχει υπάρξει αυτό το πλάσμα έξω από το σώμα της γυναίκας, κανένας άλλος εκτός από τη μαμά και τον/την σύντροφο δεν έχει συνδεθεί μαζί του. Εκεί δευτερογενώς μπορεί να συντελεστούν τραυματισμοί, από μια κοινωνική ανάγκη να αποσιωπηθεί αυτό το πένθος και να προχωρήσει η γυναίκα στη ζωή της, το οποίο συχνά σημαίνει να αποδείξει την αναπαραγωγική της ικανότητα. Διαπιστώνω πως οι γυναίκες νιώθουν ντροπή γιατί υπάρχει πίεση να αποδείξουν ότι είναι αναπαραγωγικές και στο ψυχικό κομμάτι να αντικαταστήσουν αυτή την απώλεια με ένα νέο μωρό.
Εδώ θέλει πολλή προσοχή. Γιατί δεν είναι αντικατάσταση. Η αντικατάσταση συνδέεται με άμυνες και αρνήσεις που έχουν οδυνηρές συνέπειες. Αυτό που βλέπουμε εμείς κλινικά είναι γονείς να υποφέρουν από περιπλεγμένο πένθος χρόνια μετά, μωρά να έρχονται στη σκιά αυτού του πένθους, γυναίκες να βιώνουν οξεία μετατραυματική διαταραχή όταν προχωρούν σε μια κύηση χωρίς να είναι έτοιμες γιατί γίνεται για λόγους ψυχικής πίεση, μη μπορώντας να επεξεργαστούν το πένθος τους. Οι γυναίκες νιώθουν το άγχος του χρόνου, κι αυτό είναι ένα κομμάτι κοινωνικής κουβέντας, το πώς οι γυναίκες αισθάνονται την κοινωνική πίεση για το βάρος της ηλικίας τους. Επιπλέον, συχνά το ιατρικό προσωπικό πιέζει τις γυναίκες να μπουν σε μια επόμενη κύηση χωρίς να είναι έτοιμες ψυχικά. Εκεί παρατηρούμε και μεγάλα ποσοστά επιλόχειας κατάθλιψης.
Σε μια περιγεννητική απώλεια ναι μεν φυσικά χάνεται μια κύηση, ένα μωρό, επειδή το βιώνει έτσι η μητέρα αλλά χάνονται και οι αναπαραστάσεις που έχει η μητέρα για την εγκυμοσύνη και τη μητρότητα. Ακόμα κι αν μια γυναίκα πλαισιωθεί, η επόμενη κύηση δε μπορεί να είναι μια κύηση στην οποία θα μπει εντελώς ανέμελη και χαρούμενη. Είναι πια γυναίκες με μια ιστορία που θα παίξει έναν ρόλο μετά, ελπίζουμε όχι επιβαρυντικό, απλά η αίσθηση ότι τα πράγματα θα πάνε καλά έχει διαταραχθεί. Από τη δική μου σκοπιά, το ζητούμενο είναι να βοηθήσω τις γυναίκες να προχωρήσουν σε μια επόμενη κύηση μόνο όταν είναι έτοιμες.»
Είναι πολύ σκληρή η απαίτηση από τους ανθρώπους να ανακτήσουν την ψυχική τους ανθεκτικότητα αμέσως, ό,τι κι αν τους έχει συμβεί. Σε μια τέτοια αντιμετώπιση ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος να απωθηθούν εσπευσμένα συναισθήματα και να εγκιβωτιστούν εσωτερικά, διατηρώντας σε βάθος χρόνου μια αφρόντιστη ευαλωτότητα. Μ’ αυτή την έννοια, η δημόσια συζήτηση με τη συμμετοχή τόσο των ίδιων των υποκειμένων που φέρουν το βίωμα όσο και εξειδικευμένων επιστημόνων, συνεισφέρει καθοριστικά στην ορατότητα, την ενημέρωση της κοινότητας, την επανεκπαίδευση της σε σημαντικά θέματα, ώστε να μπορέσει να σταθεί με τρόπο που θα είναι ουσιαστικά βοηθητικός, συμπονετικός και αλληλέγγυος.
Επίσης, η γνώση και η ευαισθητοποίηση διαλύουν το τρομακτικό στερεότυπο που ταυτίζει άρρηκτα τη γυναικεία έμφυλη ταυτότητα με τη μητρότητα, με την απόδειξη της αναπαραγωγικής ικανότητας και με την αδιατάρακτα ευχάριστη επιτέλεση της μητρότητας. Δεν είναι έτσι. Οι γυναίκες δεν οφείλουν να γίνουν μητέρες και η επιλογή της μη μητρότητας πρέπει να αναγνωρίζεται ως ισότιμη, δεν οφείλουν να αποδεικνύουν ότι είναι αναπαραγωγικές κι ούτε να θεωρούν δική τους αποτυχία μια αρνητική εξέλιξη στην εγκυμοσύνη ή τον τοκετό. Τέτοιες πεποιθήσεις εγκλώβισαν πολλές γυναίκες και πολλά ζευγάρια σε ενοχές και ματαιώσεις αβάσταχτες.
Η Κατερίνα Ζήζου περιγράφει τη δική της διεργασία θρήνου και μετάβασης:
«Μου πήρε κάποιο χρόνο για να κυκλοφορήσω και πάλι δημόσια με τον τρόπο που το έκανα πριν. Έκανα κάποιες προσπάθειες να πάω μέχρι το σούπερ μάρκετ και επέστρεφα. Χρειάστηκα πολλές ημέρες κι ένα μακρινό ταξίδι για να μην εκτεθώ αμέσως στην τοπική κοινότητα. Είχα ανάγκη αυτόν τον χώρο, υποστηρίχτηκα από το επαγγελματικό μου περιβάλλον για να τον πάρω, είχα ανάγκη για κάποιο διάστημα να φορέσω μαύρα ρούχα – δε συνηθίζεται αλλά εγώ τα έκανα όλα με έναν τρόπο που έβγαζε νόημα για εμένα και στη βάση της κουλτούρας που έχω διαμορφωθεί. Ήταν φοβερό το γεγονός ότι όταν άρχισα να βγαίνω μπορούσα να εντοπίσω τα καρότσια από χιλιόμετρα, με έλκυαν σαν μαγνήτες και συνειδητοποίησα πόσο ανακουφιστικό ήταν για μένα να έρχομαι σε επαφή με βρέφη παρότι ήξερα καλά ότι δεν ήταν το δικό μου μωρό.
«Μου πήρε κάποιο χρόνο για να κυκλοφορήσω και πάλι δημόσια με τον τρόπο που το έκανα πριν. Έκανα κάποιες προσπάθειες να πάω μέχρι το σούπερ μάρκετ και επέστρεφα. Χρειάστηκα πολλές ημέρες κι ένα μακρινό ταξίδι για να μην εκτεθώ αμέσως στην τοπική κοινότητα.»
Το να ζεις σε μια μικρή πόλη έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Από τη μια υπάρχει η αίσθηση του ανήκειν που δημιουργεί οικειότητα και συνδεσιμότητα, από την άλλη η ιδιωτικότητα μπορεί να μη διασφαλίζεται με τον ίδιο τρόπο. Δυσκολεύτηκα όταν άρχισα πια να βγαίνω και να συναντώ ανθρώπους τυχαία. Κάποιοι τα έχαναν όταν με έβλεπαν και άλλοι με τους οποίους μέχρι τότε λέγαμε καλημέρα καθημερινά άλλαζαν πεζοδρόμιο. Ήταν σοκαριστικό γιατί σκεφτόμουν πως αν είχα χάσει οποιοδήποτε άλλο μέλος της οικογένειας μου μάλλον θα με πλησίαζαν και θα μου έλεγαν κάτι. Εκ των υστέρων το αποδίδω στην αμηχανία ή και την έγνοια μήπως ανακινηθεί κάτι δικό μου. Υπάρχει όμως και κάτι που φαίνεται να είναι κοινό σε όλα τα πλαίσια και δεν συνιστά τοπικό ιδίωμα. Είναι οι προτροπές «είσαι νέα, θα κάνεις άλλο παιδάκι», «μην το καθυστερήσεις» και φράσεις όπως «δεν πειράζει, δεν το έζησες» κλπ.
Η δική μου απώλεια συνέβη τον Φεβρουάριο, η πρώτη μου δημόσια ανάρτηση έγινε τον Μάιο στη γιορτή της μητέρας, η οποία δημιουργούσε ένα συνδυασμό με την άνοιξη έντονα συγκρουσιακό με την εσωτερική μου συνθήκη. Αποφάσισα λοιπόν να μιλήσω δημόσια, να φτιάξω ένα μεγαλύτερο έδαφος εξωστρέφειας για εμένα, να επικοινωνήσω ότι είμαι εδώ, ότι είναι εντάξει να μιλάμε γι’ αυτό και θα ήθελα να αναγνωριστεί η μητρική μου ιδιότητα. Πατώντας εκείνο το κλικ με τη συγκατάθεση του συζύγου μου που ήταν πολύ βοηθητικός και απενεχοποιημένος, θυμάμαι ότι κατέβηκα από το σπίτι κι ένιωθα να προχώρησα στα επόμενα βήματα του πένθους μου. Ξεκινούσα να το νοηματοδοτώ. Η ετοιμότητα μου για να περάσω στην επόμενη κύηση πέρασε από πολλά στάδια.
Υπήρχε η αγωνία και η επιθυμία μου να κρατήσω ένα παιδάκι στα χέρια μου, συνδυαστικά με το γεγονός ότι μου ήταν σαφές πως το πρώτο μου παιδάκι είχε υπάρξει κι είχε χαθεί. Δεν επρόκειτο για προσπάθεια αντικατάστασης, να ξεχάσω κάτι που έχει προηγηθεί, προετοιμάστηκα ώστε να ξεκινήσω εκ νέου μια άλλη εμπειρία γονεϊκότητας.»
Το ζήτημα που αναφύεται κι εδώ είναι η απουσία θεσμικής μέριμνας που ξεκινάει από τα μαιευτήρια και φτάνει μέχρι την εργασία. Στα περισσότερα μαιευτήρια της χώρας δεν υπάρχουν οργανωμένες δομές και υπηρεσίες για την ορθή διαχείριση των περιστατικών περιγεννητικής απώλειας. Αν σκεφτούμε ότι αυτός είναι ο πρώτος χώρος που θα υπάρξει μια γυναίκα μετά την απώλεια μ’ έναν κατακλυσμό συναισθημάτων, θα καταλάβουμε πόσο πολύ μπορεί να επηρεάσει την εμπειρία της η μεταχείριση που θα έχει. Το πώς θα ταξινομηθεί το σώμα του βρέφους και ποιες επιλογές θα δοθούν στους γονείς μπορεί να προσκρούσει σε αδιανόητες γραφειοκρατίες. Δεν υπάρχει πρόνοια για δωρεάν ψυχολογική υποστήριξη. Η προστασία με άδεια στο εργασιακό επίπεδο δεν είναι δεδομένη. Επίσης, επειδή δεν αποκλείεται ένα γεγονός περιγεννητικής απώλειας να κρύβει από πίσω του έμφυλη κακοποίηση, απαιτείται αναγνώριση σημαδιών και παρέμβαση από το προσωπικό που έρχεται σε επαφή με τη γυναίκα. Όλα αυτά είναι απαραίτητο να μελετηθούν και να δρομολογηθούν.
«Χρειάζεται ένα ευπροσάρμοστο πρωτόκολλο φροντίδας γιατί κάθε γυναίκα δεν είναι υποχρεωτικό να βιώσει την περιγεννητική απώλεια ως μια συνθήκη εξαιρετικά τραυματική, γι’ αυτό απαιτείται προσαρμογή στις ανάγκες της καθεμιάς ξεχωριστά. Υπάρχουν ελλείψεις σε πρωτόκολλα οδηγιών και σε οργάνωση στα νοσοκομεία. Δεν υπάρχει σταθερή ψυχολογική υποστήριξη. Δεν αρκεί μόνο να έχουμε ενσυναίσθηση ως φροντιστές υγείας. Χρειάζεται να είναι κατάλληλα εκπαιδευμένο το προσωπικό και να επιδιώκει μια ειλικρινή επικοινωνία με σαφή γλώσσα και εξατομικευμένη φροντίδα. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι οι γονείς δεν έχουν συναισθηματικές αναμνήσεις από το μωρό.
Έχουμε δει από χώρες του εξωτερικού ότι ιατρικά πρωτόκολλα που προωθούν τη δημιουργία συναισθηματικών αναμνήσεων του μωρού με την αρωγή των φροντιστών υγείας, όπως το να έχουν οι γονείς, αν το επιθυμούν κάποια αναμνηστικά αποτυπώματα του βρέφους, σ’ ένα δεύτερο χρόνο λειτουργεί βοηθητικά. Δεν υπάρχει ένας μεταβατικός χώρος που να μπορούν οι γονείς, αν το θέλουν, να δουν το μωρό, να το αγκαλιάσουν και να το αποχαιρετίσουν με ασφάλεια και σεβασμό.
Μας έλεγε ένας συνάδελφος πως στη Βρετανία υπάρχουν ειδικά δωμάτια με ένα λίκνο που εκεί είναι το μωρακι και οι γονείς μπορούν να μείνουν έως και τρεις μέρες δίπλα του για να αποχαιρετίσουν. Δεν αποκλείεται αν εκείνη τη στιγμή ρωτήσει ο γιατρός αν θέλουν να δουν το μωρό, να απαντήσουν όχι, γιατί μπορεί να βρίσκονται σε σύγχυση και αργότερα θα έρθουν εδώ με μεγάλο θρήνο για το ότι αποφάσισαν κάτι άλλο από αυτό που θα ήθελαν. Δηλαδή οι αποφάσεις των γονιών πρέπει να πλαισιωθούν με επιστήμονες για να τους προετοιμάσουν για τις επιλογές και να είναι δίπλα τους στα στάδια. Μας λένε οι γονείς ότι καλούνται να αποφασίσουν γ’ αυτά τα ζητήματα πολύ γρήγορα, ενώ ακόμα δεν έχουν καταλάβει τι έχει συμβεί. Δε στέκει. Χρειάζεται χρόνος, ενημέρωση και να αποφασίσουν τι θα κάνουν.
Στην ιστορία του ανθρώπου η διεργασία του πένθους είναι συνυφασμένη με το σώμα. Χρειάζεται μια μεγάλη προσοχή στο τι χαρακτηρίζεται ως νοσοκομειακό απόβλητο. Όλες οι έρευνες δείχνουν πως οι γονείς που είχαν τη δυνατότητα και αποφάσισαν να προχωρήσουν σε κάποια ταφική τελετή, ότι εμφανίζουν χαμηλότερα ποσοστά ανάπτυξης ψυχικών διαταραχών και προχώρησαν στο πένθος πιο ανακουφιστικά. Το μνήμα του μωρού είναι γι’ αυτούς ένα καθησυχαστικό ψυχικό πεδίο μέσα τους. Το θέμα είναι η δύσκαμπτη γραφειοκρατία. Έχω γυναίκες που περίμεναν έως και τρεις μήνες για να τους επιστραφεί το σώμα του βρέφους για να μπορέσει να ταφεί κι είναι να απορεί κανείς για ποιο λόγο τηρήθηκαν όλες οι γραφειοκρατικές δυσκολίες.
Συχνά οι γυναίκες δε μπαίνουν σε αυτή τη διαδικασία γιατί το ίδιο το μαιευτήριο δεν προωθεί αυτή την εκδοχή κι έχουμε γυναίκες με οξύ θρήνο χρόνια μετά που έχουν να διαπραγματευτούν με το άταφο σώμα του μωρού τους. Πολύ σημαντικό είναι και το εργασιακό κομμάτι γιατί δεν καλύπτονται με άδειες, κάποιες πιέζονται να επιστρέψουν στην εργασία τους. Είναι οκ αν κάποια θέλει να επιστρέψει αλλά αν δε νιώθει έτοιμη, πρέπει να υπάρχει θεσπισμένη άδεια. Υπάρχουν περιπτώσεις γυναικών που αναγκάζονται να παίρνουν επαναλαμβανόμενες ιατρικές άδειες ακριβώς εξαιτίας αυτής της έλλειψης» επισημαίνει η Καλλιόπη Κρεμαστιώτη.
Η έννοια κλειδί είναι η φροντίδα, η ανάγκη να διαμορφωθεί ένα κοινωνικό και θεσμικό πλαίσιο που θα σέβεται το πένθος και θα κάνει τις ζωές των ανθρώπων πιο υποφερτές, ειδικά όταν διανύουν καμπές άλγους και απόγνωσης.
Οι κκ. Ζήζου και Κρεμαστιώτη συμμετείχαν στο πάνελ «Οι ωδίνες/οδύνες της μητρότητας» που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του φεστιβάλ WOW Athens 2024 στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΚΠΙΣΝ)