Μυρτώ Τζίμα

Η ΒΙΚΥ ΚΑΓΙΑ ΚΑΙ Η ΣΟΦΙΑ ΚΟΚΚΑΛΗ ΜΙΛΟΥΝ ΣΤΟ NEWS 24/7 ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥΣ ΠΟΛΥΔΡΟΣΟ

Η Βίκυ Καγιά κι η Σοφία Κόκκαλη σε μια κοινή συνέντευξη για αληθινά συναισθήματα, για τη σχέση μητέρας-κόρης, και για το δικό τους Πολύδροσο.

Στην ταινία Rushmore του Γουές Άντερσον, αυτό που αναζητούν οι κεντρικοί ήρωες, είτε το συνειδητοποιούν είτε όχι, είναι το δικό τους Rushmore. Τυπικά, είναι απλώς ένα σχολείο, όμως μέσα στον κόσμο του έργου, αποκτά διαστάσεις μιας προσωπικής αναζήτησης, γίνεται ένας στόχος, κάτι το υποκειμενικό που ξεφεύγει από τις κυριολεκτικές του διαστάσεις. Κάτι που δεν είναι το ίδιο φυσικά για όλους, όμως για το κάθε άτομο παίρνει μια διαφορετική μορφή προσωπικής ελευθερίας – είναι εκεί όπου αισθάνονται ελεύθεροι, ζωντανοί.

Το σινεμά έχει αυτή τη χάρη, να παίρνει ένα τόπο και να τον μετατρέπει σε ένα κομμάτι μυθολογίας. Οι κινηματογραφικές πόλεις μπορεί να είναι οι αληθινές πόλεις, αλλά μπορούν να είναι και κάτι παραπάνω. Με τον ίδιο τρόπο που για το κάθε ένα άτομο από εμάς, το μέρος που μεγάλωσε, ή το σχολείο που ενηλικιώθηκε, μέσα στο σύμπαν της μνήμης μας αποκτούν νέες διαστάσεις και πτυχές – και χρώματα, και οσμές, και χροιά, και μέγεθος.

Τα μέρη της μνήμης είναι πιο μεγάλα και πιο μικρά από τα πραγματικά. Είναι πιο απλά και πιο περίπλοκα. Είναι ίδια με τα πραγματικά, αλλά και δεν είναι. Τι είναι λοιπόν το Πολύδροσο;

Στην ταινία του Αλέξανδρου Βούλγαρη (The Boy) που κυκλοφορεί τώρα στις αίθουσες, είναι η πόλη της παιδικής μνήμης, εκεί που μια κόρη επανενώνεται με την μητέρα της η οποία είναι άρρωστη. Μαζί, οι δυο τους, μακριά από τον κόσμο, ζουν ταυτόχρονα το παρόν και το παρελθόν, βιώνουν τις αναμνήσεις και το σήμερα, περικυκλώνονται από συναισθήματα, συνομιλούν με κάτι που βρίσκεται εκεί πολύ ψηλά ή ίσως κάπου πολύ βαθιά μέσα τους.

Το συναρπαστικό ερμηνευτικό δίδυμο που καλείται να φέρει στην οθόνη αυτή την ονειρική συναισθηματική διάσταση, είναι η Βίκυ Καγιά κι η Σοφία Κόκκαλη. Μάνα, και κόρη. Και ταυτόχρονα, ένα δίδυμο που δε θα μπορούσαν να διαφέρουν περισσότερο μεταξύ τους.

Από τη μία η Σοφία Κόκκαλη, ίσως η κορυφαία ερμηνεύτρια της γενιάς της με συνταρακτικούς ρόλους σε ταινίες όπως το σπουδαίο Σελήνη, 66 Ερωτήσεις της Ζακλίν Λέντζου και το Νήμα του ίδιου του Αλένανδρου Βούλγαρη, με τον οποίον συνεργάστηκε και στην Winona. Από την άλλη η Βίκυ Καγιά, που ξεκαθαρίζει πως «εγώ δεν είμαι ηθοποιός», πασίγνωστη μέσα από την τηλεοπτική της περσόνα, κι η οποία –όπως μας λέει– τώρα με αυτή την ταινία ένιωσε για πρώτη φορά απόλυτα ελεύθερη να είναι 100% ο εαυτός της.

«Όλος αυτός ο έντονος χαρακτήρας που μπορεί να δημιουργείται για τις εκπομπές κι όλα τα γύρω-γύρω… δεν είμαι αυτή πραγματικά. Ήταν η πρώτη φορά μετά από πάρα πολλά χρόνια, που μπορούσα να είμαι ο εαυτός μου.»

Και να πούμε και κάτι; Που το έχουμε ήδη πει από τον Νοέμβριο φυσικά, όταν είδαμε την ταινία στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αλλά: Η Καγιά είναι φανταστική στην ταινία. Και η Κόκκαλη φυσικά, αλλά καμία έκπληξη εκεί. (Είνια κι οι δυο τους υποψήφιες για το Ίρις Α’ Γυναικείου Ρόλου στα φετινά εγχώρια κινηματογραφικά βραβεία.) Πώς ταίριαξε μια τόσο έμπειρη ηθοποιός και μια μη-ηθοποιός σε ένα φιλμικό πρότζεκτ τόσο αντισυμβατικό, που κινείται όχι πάνω σε μηχανισμούς πλοκής, αλλά σε μια αίσθηση, σε μια ανάμνηση – στο αόριστο αυτό vibe που σε αγκαλιάζει, στο τι είναι τελικά «το δικό σου Πολύδροσο».

Με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας στις αίθουσες, μιλήσαμε με την Σοφία Κόκκαλη και τη Βίκη Καγιά, για να μάθουμε πώς προέκυψε εξαρχής η συμμετοχή της Καγιά στην ταινία, πώς αυτό άλλαξε τις ισορροπίες και έφερε κάτι νέο μέσα σε ένα δοκιμασμένο crew, αλλά και στο τι ξύπνησε αυτή η ιστορία μέσα στις δύο πρωταγωνίστριες. Πώς η Καγιά ένιωσε επιτέλους ο εαυτός της και πώς αντιμετώπισε ξανά προσωπικά ζητήματα που πίστευε πως είχε αφήσει πίσω, και πώς η Κόκκαλη βρήκε συναισθηματική σύνδεση μέσα από την ιστορία και τα συναισθήματα του σκηνοθέτη της και της συμπρωταγωνίστριάς της.

Και πώς, τελικά, τα πάντα –ακόμα και οι αναμνήσεις της παιδικής μας ηλικίας– περνάνε πάντα μέσα από το φαγητό.

Μυρτώ Τζίμα

Τις ταινίες του Αλέξανδρου τις ήξερες;

Βίκυ Καγιά: Φυσικά τις ήξερα! Όταν πήρε ο Αλέξανδρος για να παίξω στην ταινία νόμιζα πως μου κάνανε πλάκα. Λέω αποκλείεται, δεν γίνονται αυτά, μόλις είχα δει την Winona. Είμαι μεγάλη θαυμάστρια… [δείχνει στα αριστερά της την Κόκκαλη] του ειδώλου αυτού. Είναι ταλαντούχα, σπουδαία, κούκλα που είναι γλύκα… όλα τα έχει αυτό το παιδί.

Γνωριζόσασταν οι δυο σας από πριν;

Καγιά: Όχι! Αλλά είμαστε από το Πολύδροσο.

Σοφία Κόκκαλη: Έχουμε μεγαλώσει στο Πολύδροσο, ο Αλέξανδρος, η Βίκυ κι εγώ.

Καγιά: Έτσι του ήρθε στο κεφάλι! Πώς αλλιώς να με σκεφτεί;

Ήμασταν στο 3ο Γυμνάσιο Αμαρουσίου κι εγώ θυμάμαι ήθελα να βγω πρόεδρος στο 15μελές. Είχα βάλει υποψηφιότητα και πήγα πίσω, στην τουαλέτα, ένας τεκές κανονικός ήταν, και λέω στα παιδιά εκεί, «μάγκες αφήστε τα τσιγάρα κι ελάτε να ψηφίσετε γιατί θέλω να βγω πρόεδρος». Είχαν μείνει και με κοίταζαν έτσι. Κι ένα από αυτά τα αγόρια ήταν ο Αλέξανδρος.

Βγήκα εννοείται! Πήγαμε εκδρομές, κάναμε πάρτυ, όλα αυτά. Και το είχα βγάλει εγώ όλο αυτό από τη μνήμη μου. Οπότε μετά από 3-4 φορές που με πήραν από την Filmiki [η εταιρεία παραγωγής της ταινίας], κι ενώ είχα πει μια φορά όχι γιατί λέω δεν ΓΙΝΕΤΑΙ να κάτσω δίπλα στη Σοφία Κόκκαλη και να κάνω ταινία του The Boy, κάναμε το ραντεβού και αγαπηθήκαμε. Και μου θύμισε ο Αλέξανδρος όλα τα παραπάνω.

Και πώς ήταν στην πράξη να παίζεις δίπλα στη Σοφία;

Καγιά: Πώς να ήταν. Σαν το κουταβάκι πήγαινα και κούρνιαζα στο Σοφάκι και ό,τι έκανε, έκανα. Την αισθανόμουν, την άκουγα, ευλαβικά. Άκουγα συμβουλές και κατευθύνσεις του Αλέξανδρου. Όλο ήταν ένα πολύ ήσυχο πράγμα, μια εμπειρία σαν διαλογισμός. Άκουγα, κι έκανα. Κι αν κάτι δεν το έκανα, μου έλεγε «mommy πιο σιγά, πιο ήρεμα» και ξαναπροσπαθούσα.

Αφέθηκα στα χέρια τους γιατί όταν συναντηθήκαμε κι αγαπηθήκαμε μου είπαν «σε θέλουμε». Οπότε λέω άντε, πάμε να δούμε. Δεν είχα λοιπόν άγχος να τα κάνω καλά, γιατί ήμουν δίπλα στους καλύτερους. Το μόνο μου άγχος ήταν να μην τους απογοητεύσω.

Μυρτώ Τζίμα

Σοφία, είναι μια ακόμα συνεργασία σου με τον Αλέξανδρο, τι ήταν καινούριο αυτή τη φορά για σένα;

Κόκκαλη: Η Βίκυ!

Καγιά: [γελώντας] «Τι μου έλαχε, ένα ωραίο πρωί ήρθε ο τρελός και μου είπε ότι θα παίξει η Βίκυ!»

Κόκκαλη: Πέρα από την πλάκα, αυτό είναι πολύ καινούργιο πράγμα για μένα και πάρα πολύ ενδιαφέρον, το ότι ήρθε η Βίκυ έτσι όπως είναι ακριβώς. Ήταν φανταστική άσκηση, όχι με την έννοια της δυσκολίας αλλά ως προς το πώς βρίσκουμε αυτή την ισορροπία, να μην φαίνεται ποτέ σαν κάτι παρεμβατικό.

«Μου είπε ο Αλέξανδρος πως: τώρα που γεννήθηκε η κόρη μου, εγώ θα ήθελα να δω μια τρυφερή σχέση ανάμεσα σε μια μητέρα και μια κόρη. Τελείωσε. Εμένα αυτό μου ήταν αρκετό για να παίξω σε όλη την ταινία.»

 

Γιατί, εμένα δε με επηρέασε η παρουσία της Βίκυς; Επειδή λέει ότι εκείνη ερχόταν κοντά μου; Έχει γράψει πάνω μου κάτι που δεν το έχω δει σε άλλες ταινίες μου, γιατί το έχω πάρει με κάποιο τρόπο σαν σφουγγάρι από αυτό που έχει η Βίκυ. Και από την πραγματική της υπόσταση, εκτός κάμερας. Η συσχέτιση και μόνο – είναι ένα χημικό πράγμα, δε μπορείς να το εξηγήσεις. Η συμβίωσή μας ήταν αυτή που με άλλαξε, με δυσκόλεψε, με ελάφρυνε, με έκανε κάτι άλλο, σα να ήμουν αγωγός. Κι επειδή η κόρη που παίζω εν προκειμένω, είναι εκεί για τη μαμά της, εγώ πήρα τα πάντα της Βίκυς μέσα μου και πάνω μου. Εκεί υπάρχει η εμπιστοσύνη. Έχεις έναν βατήρα για να κάνεις τούμπες, μπορείς μετά με μεγάλη χαρά να κάνεις δοκιμές.

Καγιά: Κι από κάποιο σημείο και μετά ήταν εύκολο. Εγώ εκεί ήμουν ο εαυτός μου 100%. Γιατί όλος αυτός ο έντονος χαρακτήρας που μπορεί να δημιουργείται για τις εκπομπές κι όλα τα γύρω-γύρω… δεν είμαι αυτή πραγματικά. Είναι η δουλειά μου αυτό, στην τηλεόραση.

Είναι κι αυτό ένα περφόρμανς;

Καγιά: Δεν είναι ακριβώς περφόρμανς. Είναι οι ανάγκες. Δηλαδή σαν επαγγελματίας έχει άλλες ανάγκες η τηλεόραση κι άλλες το σινεμά – όχι πως το σινεμά το ξέρω, αλλά εκεί μου ζήτησαν να είμαι ο εαυτός μου. Να είμαι αυτή η ήσυχη μαμά που μαγειρεύω, που προσέχω τα παιδιά μου, που ανησυχώ… βέβαια με κατέβασε λίγο, όχι αυτή η φωνή που έχω. [γελάει] Μου έλεγε, «shhhh».

Πέρα από αυτό όμως, ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου μετά από πάρα πολλά χρόνια, που μπορούσα να είμαι ο εαυτός μου. Σε μια ασφάλεια που έχει δημιουργήσει ο Αλέξανδρος κι η Σοφία για μένα. Αισθάνθηκα αληθινή λύτρωση. Αυτή η ησυχία, αυτή η εσωτερικότητα… ως ιδιωτικός άνθρωπος, το ένιωσα πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, και τους ευχαριστώ πολύ.

Ως θεατής ένιωσα την αρχική έκπληξη του ότι «παίζει η Καγιά στην ταινία του The Boy» αλλά από εκεί και ύστερα, όταν ξεκινάει…

Κόκκαλη: Το ξεχνάς.

Στο δίλεπτο πάνω! Είναι ένα πολύ αρμονικό πράγμα.

Καγιά: Χαίρομαι! Γιατί καλέστηκα να γίνω μέρος μιας δημιουργικής ομάδας που υπήρχε και θα συνεχίσει να υπάρχει, κι ήταν αληθινά για μένα μια μεγάλη πρόκληση να καταφέρω να κουμπώσω σε αυτό το πράγμα. Το έπασα από τη δική μου εμπειρία – πώς αισθάνομαι εγώ σαν κόρη της μαμάς μου, ή με τα παιδιά μου, ή η Σοφία που θα ήθελα να είναι κόρη μου, που τη θαυμάζω τόσο πολύ και την καμαρώνω.

Έχουμε μόνο 10 χρόνια διαφορά όμως αυτά τα 10 χρόνια όταν έχεις και παιδιά, είναι πολύ μεγάλη διαφορά τελικά. Είναι αλλιώς η ζωή σου. Αν σκεφτώ πώς ήμουν στα 35; Ούτε καν πήγαινε το μυαλό μου μέχρι εκεί, πώς θα αισθανθώ σαν μαμά. Δεν είναι κάτι που βρίσκεις σε manual. ΟΚ, για τους ηθοποιούς μπορεί, αλλά εγώ δεν είμαι ηθοποιός. Οπότε η ταυτότητά μου κι η ιδιότητά μου σαν μητέρα 8χρονου και 6χρονου παιδιού, ήταν από εκεί που ξεκίνησα. [κοιτάει την Κόκκαλη χαμογελώντας λαμπερά] Αλλά την καμαρώνω πάρα πολύ.

Σε ποια ταινία σου άρεσε πολύ;

Καγιά: Winona. Έπαθα κακό.

Μυρτώ Τζίμα

Οι ταινίες του Αλέξανδρου έχουν πολύ να κάνουν με το βίωμα, δεν έχουμε μέσα άπειρα πράγματα ως πλοκή αλλά είναι ας πούμε μια σχέση, ένας χώρος, μια απώλεια, μια ανάμνηση… κι ο τρόπος που κάτι τέτοιο μπορεί να ξεδιπλωθεί μέσα σου, όπως δηλαδή το κάνει και στην οθόνη.

Κόκκαλη: Ξέρει ακριβώς πώς θα σε οδηγήσει να βιώσεις αυτή την αίσθηση. Είναι τρομερό το μοντάζ που έχει κάνει με όλα αυτά τα υλικά, sound design, μουσική, απίστευτο πώς δένουν όλα. Είναι σα να έχει αποδομήσει εντελώς τη λογική της παραπάνω πληροφορίας –που υπήρχαν αυτές, γυρίστηκαν– αλλά είχε το θάρρος να αφήσει όλο αυτό το πράγμα κάπως να αιωρείται. Είναι συγκινησιακό, με την έννοια της κίνησης. Σε πάει από την αρχή μέχρι το τέλος.

Καγιά: Είναι σαν χορογραφία το Πολύδροσο. Artform. Έκφραση τέχνης. Γιατί καθένας μπορεί να κουμπώσει πάνω τα δικά του συναισθήματα. Δε σου λέει η ταινία ότι αυτή είναι η πλοκή. Φαντάζεσαι πράγματα, σε αγγίζει αλλού, άλλες χορδές για κάθε έναν. Είναι σα να ακούς μια οπερέτα, να βλέπεις μια χορογραφία σύγχρονου χορού. Δεν υπάρχει «τελωνείο» στο γιατί κατάλαβες αυτό έτσι ή αλλιώς ή γιατί αισθάνθηκες αυτό ή το άλλο. Είναι το τι παίρνει ο καθένας. Αυτό κάνει ο Αλέξανδρος. Πόσο ωραίο πράγμα είναι αυτό;;

Κόκκαλη: Και πόση ομορφιά; Σαν θεατής το λέω. Γιατί εγώ ήμουν στα γυρίσματα, είχα διαβάσει το σενάριο, αλλά όταν το είδα σαν θεατής, έλεγα μέσα μου ευχαριστώ – γιατί αυτή είναι η μεγαλύτερη ένειξη τρυφερότητας, δεν το πίστευα πόση ομορφιά έβγαζε σε κάθε κάδρο.

Κι είναι κάτι ανοιχτό που σε προσκαλεί να κουμπώσεις τα δικά σου βιώματα πάνω με αυτό τον τρόπο. Και τι ξυπνά στον κάθε θεατή η αίσθηση μιας τέτοιας ανάμνησης.

Καγιά: Είναι και πολύ αληθινό. Γιατί ο φόβος για τον θάνατο υπάρχει από την κόρη στη μαμά και από τη μαμά στην κόρη. Είναι υπαρκτά συναισθήματα, υπαρκτές αναμνήσεις, το θέμα είναι πώς επικεντρώνεσαι σε αυτές, τι αισθάνεσαι για αυτές. Κι αυτό είναι προσωπικό για τον καθένα. Κι ο Αλέξανδρος αφήνει τον θεατή ελεύθερο να νιώσει όπως θέλει για την ταινία του κι αυτό το εκτιμώ.

Ως ηθοποιοί πώς προσεγγίζετε κάτι τέτοιο; Διαβάζετε το σενάριο και μετά παίζεται βάσει δικών σαν συναισθημάτων, εμπειριών;

Κόκκαλη: Η έμπνευση που κρατούσα σε όλη την ταινία είναι ότι μου είπε ο Αλέξανδρος πως τώρα που γεννήθηκε η κόρη μου, εγώ θα ήθελα να δω μια τρυφερή σχέση ανάμεσα σε μια μητέρα και μια κόρη. Τελείωσε. Είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας; Είναι κάτι άλλο; Εμένα αυτό μου ήταν αρκετό για να παίξω σε όλη την ταινία, δε με ένοιαζε τίποτα άλλο, ούτε ποιος είναι ο χαρακτήρας. Μπήκα μέσα στη συγκίνηση που είχε η φράση που είπε ο Αλέξανδρος. Αυτό. Είναι τόσο γενικό, αλλά και τόσο συγκεκριμένο. Από εκεί βγήκε το πώς βιίωσα εγώ τη συγκίνηση και την τρυφερότητα.

Καγιά: Εγώ μπήκα βιωματικά. Και σαν μαμά και σαν κόρη. Κι είδα όλα αυτά τα μελανά σημεία που με πόναγαν με τη δική μου μαμά. Και είμαστε και στο Πολύδροσο, εκεί που τα πέρασα κιόλας! Μέσα στις μάντρες του Πολυδρόσου! [γελάει]

Υπήρχαν λοιπόν πράγματα που σκεφτόμουν πως αποκλείεται να τα ξαναζώ και να αισθάνομαι πάλι με τον ίδιο τρόπο – αλλά δεν τα είχα ξεπεράσει. Οπότε το έπιασα βιωματικά, αυτό που πραγματικά αισθάνομαι για αυτό το ρόλο και για αυτή τη σχέση. Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω, για να είμαι ειλικρινής. Εγώ δε μπορούσα να καταλάβω, καμιά φορά μιλούσαν μεταξύ τους κι έλεγα αποκλείεται, τι γίνεται τώρα; «Δείξτε μου τα ρούχα!» Και μου δείχνανε τα ρούχα και κάπως καταλάβαινα, να είναι καλά ο θεός της μόδας! [γελάει]

Το έπιασα λοιπόν από τη δική μου πλευρά, από τον δικό μου πόνο, από τον δικό μου φόβο. Από τη δική μου ψυχανάλυση 12 χρόνων που έχω κάνει, για να ξεπεράσω τα λάθη που έχουν κάνει οι γονείς μου και να μην ξανακάνω τα ίδια σαν μητέρα. Κι αυτό είναι πολύ εσωτερικό και βαθύ, γιατί ήταν σα να έλεγα για πρώτη φορά την αλήθεια για το τι έχω ξεπεράσει και τι όχι. Και δεν μπορείς να πεις ψέματα στην κάμερα του Αλέξανδρου. Γιατί ήταν τέτοιος ο ρόλος, η συνθήκη, η ησυχία… φάνηκαν όλα.

Ακόμα και τις στιγμές που δάκρυζα, όντως δάκρυζα. Γιατί σκεφτόμουν ότι η μαμά μου δεν με βλέπει σαν μάνα, αλλά μόνο σαν κόρη της, και δεν με αναγνωρίζει σαν μάνα. Αυτά είναι αληθινά για μένα, τα νιώθω. Απλά νόμιζα ότι τα είχα ξεπεράσει, αλλά τελικά μάντεψε! [γελάει]

Σκέφτομαι με αυτό που λες κάποια σκηνή που η κάμερα είναι πάνω σε ένα πρόσωπο για πολλή ώρα και βλέπεις τρία συναισθήματα να αλλάζουν μπροστά στα μάτια σου.

Καγιά: Γιατί το σκέφτεσαι αληθινά! Και σου έδινε τον χώρο ο Αλέξανδρος, κάτι που δεν το έχω ζήσει. Γιατί πρέπει πάντα πολύ γρήγορα να ποζάρω, πολύ γρήγορα να αλλάζω κάμερες, πολύ γρήγορα το ένα, πολύ γρήγορα το άλλο. Εδώ είχα τον χρόνο να σκεφτώ και να αισθανθώ τι νθώθω για αυτό το πράγμα. Κι όσο το σκεφτόμουν, τράβαγε ο Αλέξανδρος. Πώς αισθάνομαι για αυτό που λέω, τι σημαίνει για εμένα. Κι έκανα ησυχία. Άκουγα τα πάντα.

Μια άλλη σκηνή που μου έμεινε ήταν αυτή που μιλάτε για αρκετή ώρα και τρώτε πατάτες, την απόλαυσα γιατί πολύ συχνά αυτές οι σκηνές στο σινεμά φαίνονται–

Κόκκαλη: …ψεύτικες;

Καγιά: Αγάπη, έχουμε φάει ΟΛΟ ΤΟ ΠΟΛΥΔΡΟΣΟ.

[γελάνε]

Κόκκαλη: Την ίδια μέρα τρώγαμε κεφτεδάκια, πίτσες, παγωτά… γινόταν το μπρέικ και λέγαμε, τι μπρέικ να κάνω, να φάμε και στο μπρέικ; [γέλια] Αλλά είναι καλό. Μιλάμε τρώγοντας.

Καγιά: Και να σου πω ένα μπόνους; Τρώγαμε τα πράγματα που τρώγαμε μικρές. Τα κεφτεδάκια με τις πατάτες από την ταβέρνα τον Μανώλη, που μεγάλωσα εκεί. Πίτσα Ελαφίνο της κολλητής μου της Ευθυμίας από το σχολείο, που την είχε ο πατέρας της. Τα παγωτίνια του Dolcezza που υπάρχει ακόμα, και τα τρώγαμε μικρά. Δηλαδή τρώγοντας στην ταινία, πηγαίναμε στην παιδική μας ηλικία! Ήταν τρίκ του Αλέξανδρου; Ήταν τυχαίο; Δε νομίζω να ήταν!

Κόκκαλη: Εγώ ακόμα τρώω Dolcezza!

Καγιά: Θέλω να σου πω ότι θυμήθηκα πού ήμουν κι έτρωγα τα γόνατά μου στην αυλή του Μανώλη, κι έτρωγα τα κεφτεδάκια με τις πατάτες. Ήταν σουρεάλ αυτό που ζήσαμε! Η γεύση και τα γλυκά σου φέρνουν αναμνήσεις. Και στο culinary experience, όταν πας και δοκιμάζεις, αυτά που σου αρέσουν ΠΟΛΥ είναι αυτά που σου θυμίζουν την παιδική σου ηλικία κι έχεις μνήμες από αυτά.

Με το Πολύδροσο τώρα τι σχέση έχετε;

Καγιά: Εγώ καμία. [προς την Κόκκαλη] Εσένα η μαμά σου μένει εκεί.

Κόκκαλη: Ναι, εγώ έχω. Επισκέπτομαι το Πολύδροσο για να δω τη μαμά μου. Για μένα είναι τελείως αυτό που λέει η ταινία: Το Πολύδροσο για μένα, είναι η μαμά μου.

Info:

Το Πολύδροσο κυκλοφορεί στις αίθουσες από το Cinobo.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα