Διαχωρισμός Εκκλησίας – Κράτους. Είναι εφικτό;

Διαβάζεται σε 6'
Ακολουθία των Αχράντων Παθών τη Μεγάλη Πέμπτη στο Πλατύ Ημαθίας
Ακολουθία των Αχράντων Παθών τη Μεγάλη Πέμπτη στο Πλατύ Ημαθίας Alexandros Michailidis / SOOC

Μια ενδιαφέρουσα συζήτηση σε εκδήλωση της Νέας Αριστεράς στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Το θέμα του διαχωρισμού Κράτους – Εκκλησίας τέθηκε «επί τάπητος» στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε χθες από την Νέα Αριστερά σε εκδήλωση στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με την συμμετοχή πολιτικών στελεχών, ακαδημαϊκών αλλά και εκπροσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδας.

Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία -αν και ενταγμένη στην πολιτική καμπάνια της Νέας Αριστεράς- άνοιξε ένα θέμα που απασχολεί ευρύτερα την κοινωνία και ήταν μία από τις, λίγες συγκριτικά, εκδηλώσεις όπου το θέμα συζητήθηκε όχι ως «προεκλογική ατάκα» αλλά με όρους πραγματικότητας. Με διαφορετικές προσεγγίσεις να κατατίθενται στο πλαίσιο της αναζήτησης συναινέσεων.

Ο Αλέξης Χαρίτσης

Σε πολιτικό επίπεδο στην παρέμβαση που έκανε ο Αλέξης Χαρίτσης ξεκαθάρισε την βούληση της Νέας Αριστεράς για να υπάρξει η συγκεκριμένη εξέλιξη αποτιμώντας της ως ώριμο κοινωνικό αίτημα. Όπως χαρακτηριστικά είπε «η προβληματική συνύπαρξη της συνταγματικής πρόβλεψης περί «επικρατούσας θρησκείας» και η αναγκαιότητα το Κράτος να είναι και να λειτουργεί ως ουδετερόθρησκο, ως Κράτος όντως κοσμικό και εκκοσμικευμένο, είναι δεδομένη. Η διάταξη διαχρονικά συμβάλει στην επεκτατική εμπλοκή της Εκκλησίας σε αρμοδιότητες του κράτους. Δεν μπορεί να επαφίεται η ουδετερότητα της κρατικής λειτουργίας στη δικαστική ερμηνεία της διάταξης αυτής. Δεν είμαστε ένα θρησκευτικό κράτος, αλλά αποφάσεις που μας κατατάσσουν στην επικράτεια του θρησκευτικού κράτους βρίσκονται στην διακριτική ευχέρεια όποιου θεσμικά είναι επιφορτισμένος με την ερμηνεία του Συντάγματος. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ότι το μάθημα των θρησκευτικών οφείλει να είναι ομολογιακό, να προωθεί δηλαδή μια επικρατούσα «θρησκευτική αλήθεια», είναι απολύτως ενδεικτική της προβληματικής αυτής πραγματικότητας».

Στη βάση αυτή επισήμανε πως «η Πολιτεία πρέπει να θέσει ανοιχτά και συστηματικά το θέμα της παύσης του εναγκαλισμού της με την Εκκλησία: ζητήματα όπως η ύπαρξη θρησκευτικού όρκου, η επίκληση στο Σύνταγμα της Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος, η προϋπόθεση ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να είναι χριστιανός ορθόδοξος. Και προφανώς, το θέμα της εκκλησιαστική περιουσίας που προϋποθέτει την αποτίμησή της αλλά και την ταυτόχρονη παύση της προνομιακής φορολόγησής της, και εμπεριέχει το κρίσιμο ζήτημα της μισθοδοσίας των κληρικών, όπως και την αναθεώρηση του νομικού καθεστώς Δημοσίου Δικαίου που προβλέπει ο καταστατικός χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος».

Προσεγγίσεις

Στη σημερινή κατάσταση αναφέρθηκε η Ιφιγένεια Καμτσίδου καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και υποψήφια για την Ευρωβουλή με την Νέα Αριστερά. Έκανε ειδική αναφορά στο προοίμιο του Συντάγματος αλλά και το Άρθρο 3 που αφορά την έννοια της «επικρατούσας θρησκείας».

Όπως σημείωσε «υπάρχει μια ομάδα δικαστών που δεν ανταποκρίνεται στο νόημα του Συντάγματος»  και «με βάση αυτή την ερμηνεία εξοπλίζουν την διοίκησή της Εκκλησίας της Ελλάδος με εξουσίες που της επιτρέπουν να αμφισβητεί τις αρμοδιότητες των εκπροσώπων του λαού ή των υπουργών». Μάλιστα, αναφέρθηκε και στην τελευταία συνταγματική αναθεώρηση που ξεκίνησε επί ΣΥΡΙΖΑ και ολοκληρώθηκε με κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας λέγοντας πως «ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε στην συνταγματική αναθεώρηση «εξαιρετικά διστακτική και αμφίσημη πρόταση επιδιώκοντας συναίνεση» η οποία και δεν λειτούργησε. Επισημαίνοντας πως «μόνο το ΚΚΕ πρότεινε με σαφήνεια την αναθεώρηση και συντάχθηκε μαζί του το Ποτάμι».

Αναφορικά με την έννοια της επικρατούσας θρησκείας σημείωσε πως «δεν έχουμε καμμιά μελέτη για το ποιοι από εμάς θρησκεύονται» και «ποιοι αποδέχονται τον εθναρχικό και πολιτικό ρόλο της Εκκλησίας».

Το αν η ελληνική κοινωνία είναι ώριμη ώστε να υπάρξει διαχωρισμός κράτους Εκκλησίας αμφισβήτησε στην δική της παρέμβαση η Πηνελόπη Φουντιδάκη αντιπρύτανης στο Πάντειο Πανεπιστημίου. Όπως επισήμανε «η τελευταία έρευνα που αφορά τις αξίες των Ελλήνων κατατάσσει την Ελλάδα και την Κύπρο στις πιο συντηρητικές κοινωνίες της Ευρώπης» επισημαίνοντας πως «το ζήτημα του χωρισμού είναι κοινωνικά ανώριμο αν και θεσμικά πάρα πολύ ώριμο».

Θύμισε μάλιστα πως «είμαστε η μοναδική χώρα που διαθέτει θρησκευτικό κόμμα». Νωρίτερα έκανε εκτενή αναφορά στα άλλα κράτη της Ευρώπης και των νομικών τους προβλέψεων σημειώνοντας πως «από το σύνολο της αναφοράς στα ευρωπαϊκά κράτη κανένα δεν έχει τόσο ισχυρό πλέγμα» σχέσεων κράτους – Εκκλησίας λέγοντας πως «σαφέστατα το ελληνικό Σύνταγμα έχει στοιχεία σύνδεσης κράτους Εκκλησίας περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο κράτος με εξαίρεση την Μάλτα».

Στην εκδήλωση τοποθετήθηκε και ο Θεόδωρος Παπαγεωργίου, Νομικός Εκπρόσωπος της Ιεράς Συνόδου και του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου. Επισημαίνοντας μεταξύ άλλων πως «ένα μεγάλο κομμάτι της κουβέντας για τον χωρισμό δεν είναι αντικείμενο πολιτικής πρωτοβουλίας». Σημειώνοντας πως «δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα ψηφιστούν διατάξεις που θα λένε ότι μία κατηγορία πολιτών που είναι ένστολοι και φοράνε ράσο και δεν θα έχουν πολιτικό λόγο» αφού «αυτό προκύπτει από την λαϊκή βάση. Δεν είναι ένα θέμα που θα επιβληθεί άνωθεν». Είπε, επίσης, αναφερόμενος στα οικονομικά ζητήματα των σχέσεων με το κράτος πως  «η Εκκλησία της Ελλάδος φορολογείται ακριβώς όπως ένας ιδιώτης» αφού «δεν υπάρχουν φοροαπαλλαγές ειδικά για την Εκκλησία».

Την εκτίμηση πως «από τα μέσα της 1Οετιας του ΄80 έχουν γίνει τεράστια βήματα» εκτίμησε ο γνωστός συνταγματολόγος Νίκος Αλιβιζάτος  σημειώνοντας όμως πως αυτό συνέβη «χάρη στην δράση της κοινωνίας των πολιτών και όχι της Αριστεράς» αλλά και «χάρη στις αποφάσεις Ευρωπαϊκών δικαστηρίων». Ο Νίκος Αλιβιζάτος σημείωσε πως «επιβεβαιώνεται η στρατηγική του βήμα-βήμα» και όχι της γενικευμένης συζήτησης για χωρισμό Κράτους – Εκκλησίας επισημαίνοντας πως «μένουν πολλές εκκρεμότητας όπως για παράδειγμα η διδασκαλία των Θρησκευτικών». Επισήμανε πως «το μείζον πρόβλημα πλέον δεν είναι θέμα δικαιωμάτων του ανθρώπου» αλλά η εμπλοκή της Εκκλησίας στην πολιτική ζωή.

Στην δική του παρέμβαση ο πρώην υπουργός Παιδείας και υποψήφιος ευρωβουλευτής Νίκος Φίλης επισήμανε πως «επιδιώξαμε να γίνει αυτός ο διάλογος ακόμη και μία εβδομάδα πριν τις εκλογές. Δεν τον φοβόμαστε». Αναφέρθηκε συνολικά στις παρεμβάσεις της Εκκλησίας σε πολιτικά ζητήματα (νομοθεσία εμβολιασμών, Συμφωνία Πρεσπών, ισότητα στο γάμο, μεταρρύθμιση θρησκευτικών στα σχολεία) σημειώνοντας πως πηγάζουν από την «αντίληψη ότι η ορθοδοξία αποτελεί τον θεματοφύλακα του έθνους», επισημαίνοντας όμως πως αυτή είναι «μια αρχή που έρχεται σε αντίθεση με την οικουμενικότητα της χριστιανικής θρησκείας».

Ο Νίκος Φίλης σημείωσε πως σήμερα «η εκκλησία παρεμβαίνει στην Παιδεία και είναι ένας ισχυρισμός μοχλός διαμόρφωσης των συνειδήσεων των νέων παιδιών». Επισήμανε, επίσης, πως «λαμβάνει πάνω από 200 εκατομμύρια ευρώ ετησίως από τον προϋπολογισμό ενώ αξιοποιεί τον πακτωλό των ΕΣΠΑ» και διαθέτει 10.000 έμμισθους ενώ οι ανάγκες των νοσοκομείων φθάνουν τις 12.000. Καταλήγοντας, επισήμανε ότι ενόψει της συνταγματικής αναθεώρησης «χρειάζεται μια πρωτοβουλία ευρείας συνεννόησης με σεβασμό στην θρησκευτική ελευθερία», μιλώντας για «άτολμη συνταγματική αναθεώρηση που επιχειρήσαμε ως ΣΥΡΙΖΑ»

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα