Μ. Καραμεσίνη: Η κοινωνική Ευρώπη, της ισότητας και της αλληλεγγυής, εξαρτάται από την ψήφο μας

Διαβάζεται σε 8'
Μ. Καραμεσίνη: Η κοινωνική Ευρώπη, της ισότητας και της αλληλεγγυής, εξαρτάται από την ψήφο μας
H Μαρία Καραμεσίνη

Η υποψήφια ευρωβουλεύτρια της Νέας Αριστεράς Μαρία Καραμεσίνη προσεγγίζει τις δυνατότητες που ανοίγονται μέσα από τη διαδικασία των ευρωεκλογών για μία διαφορετική Ευρώπη.

Ένα από τα βασικά πολιτικά επίδικα των επικείμενων κρίσιμων ευρωεκλογών, για τις οποίες η δημόσια συζήτηση στη χώρα μας είναι από υποτυπώδης έως ανύπαρκτη, είναι το μέλλον της κοινωνικής διάστασης της ευρωπαϊκής ενοποίησης, που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «Κοινωνική Ευρώπη» ή «Ευρώπη των εργαζομένων» ή «Ευρώπη της Ισότητας και της Αλληλεγγύης».

Με αυτό εννοούμε εάν την επόμενη πενταετία η Ε.Ε. θα αναλάβει νομοθετικές πρωτοβουλίες (Οδηγίες) και θα ασκήσει και θα χρηματοδοτήσει πολιτικές για την ενίσχυση των κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζόμενων και των πολιτών, τη μείωση των κοινωνικών διακρίσεων και ανισοτήτων, την οικονομική και κοινωνική σύγκλιση μεταξύ κρατών-μελών και περιφερειών, για την υποδοχή και την κοινωνική ένταξη προσφύγων και μεταναστών και για να εξασφαλίσει ότι το κόστος της απανθρακοποίησης της οικονομίας δεν θα το επωμισθούν τα πιο ευάλωτα κοινωνικά στρώματα και ομάδες.

Αυτό εξαρτάται από τους πολιτικούς συσχετισμούς που θα διαμορφωθούν στο ευρωκοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως αποτέλεσμα της ψήφου μας.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η Συνθήκη της Ρώμης του 1957, στηρίχτηκε σε έναν κεντρικό πολιτικό συμβιβασμό μεταξύ των ιδρυτικών μελών της ΕΟΚ. Οι κοινοτικές αρμοδιότητες θα περιορίζονταν στην οικονομική σφαίρα, ενώ η κοινωνική σφαίρα θα αποτελούσε αρμοδιότητα των κρατών μελών.

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, οι κοινωνικές παρεμβάσεις της τότε ΕΟΚ εξαντλούνταν σε λιγοστές Οδηγίες, κυρίως στο πεδίο της ισότητας των φύλων στην αγορά εργασίας, και σε χρηματοδοτήσεις του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου για τη διόρθωση κοινωνικών ανισορροπιών που δημιουργούσε η κατάργηση των δασμών εντός της κοινής αγοράς.

Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1986 και η Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992 εγκαινίασαν τη διαδικασία νεοφιλελεύθερης ενοποίησης της Ε.Ε. Παράλληλα όμως αύξησαν κατά πολύ τους πόρους των ευρωπαϊκών ταμείων για την οικονομική και κοινωνική σύγκλιση των φτωχότερων κρατών-μελών, ως αντιστάθμισμα των αρνητικών επιπτώσεων της Ενιαίας Αγοράς και της υιοθέτησης του κοινού νομίσματος.

Με μεταγενέστερες μεταβολές των Συνθηκών, τις δεκαετίες του 1990 και 2000, η Ε.Ε. επέβαλε στα κράτη-μέλη να συντονίσουν τις εθνικές πολιτικές απασχόλησης, εκπαίδευσης και κατάρτισης και άλλες κοινωνικές πολιτικές γύρω από κοινές ευρωπαϊκές κατευθύνσεις.

Στο αναπτυξιακό πρότυπο που προώθησε η νεοφιλελεύθερης ενοποίηση της Ε.Ε., το εργατικό κόστος αποτελούσε βασικό στοιχείο της διατήρησης της ανταγωνιστικότητας των ανοιχτών στον διεθνή ανταγωνισμό οικονομιών των κρατών-μελών της.

Μεταξύ 1993 και 2007 οι πραγματικοί μισθοί αυξήθηκαν λιγότερο από την παραγωγικότητα της εργασίας και το μερίδιο των κερδών στο ΑΕΠ γνώρισε τεράστια άνοδο, οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης γνώρισαν πολύ μεγάλη εξάπλωση, η προστασία από τις απολύσεις των μισθωτών αορίστου χρόνου αποδυναμώθηκε, το ποσοστό συνδικαλισμού μειώθηκε δραματικά, αλλά, ευτυχώς, πολύ λιγότερο ο βαθμός κάλυψης των μισθωτών από συλλογικές συμβάσεις εργασίας.

Ταυτόχρονα, η προσαρμογή της δημοσιονομικής πολιτικής σε χαμηλά δημόσια ελλείμματα και χρέος, επέφερε αλλαγές στα αναδιανεμητικά συστήματα συντάξεων, με μείωση παροχών και εισαγωγή κεφαλαιοποιητικών αρχών, ενώ τα επιδόματα ανεργίας έγιναν λιγότερο γενναιόδωρα και τα δημόσια συστήματα υγείας αποδυναμώθηκαν προς όφελος του ιδιωτικού τομέα.

Οι κοινωνικές ανισότητες αυξήθηκαν, με διαφορετικές διαβαθμίσεις, σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. Στις παραπάνω κατευθύνσεις πολιτικής συνηγόρησαν και οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις του Τρίτου Δρόμου, προωθώντας παράλληλα ως αντισταθμιστικά μέτρα την ενίσχυση των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης και των πολιτικών κοινωνικής φροντίδας με εθνικούς και ευρωπαϊκούς πόρους.

Σήμερα γνωρίζουμε πλέον, ότι η διαχείριση της παγκόσμιας κρίσης του 2008 και της κρίσης δημόσιου χρέους του 2010 από τα όργανα της Ε.Ε., υπό γερμανική πολιτική κυριαρχία, αμαύρωσε την εικόνα της Ε.Ε. ως δύναμη κοινωνικής προόδου στα μάτια των ευρωπαϊκών λαών και είχε διαλυτικές συνέπειες στην ενότητά της.

Πολιτικές λιτότητας εφαρμόστηκαν παντού, ήταν όμως σκληρότερες στον ευρωπαϊκό Νότο, που γνώρισε επιπλέον νεοφιλελεύθερες ανατροπές στα συστήματα εργασιακών σχέσεων, καταστροφικές στην περίπτωση της Ελλάδας. Για πρώτη φορά στην ιστορία της Ε.Ε. σημειώθηκε πραγματική οικονομική και κοινωνική απόκλιση των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου από αυτές του ευρωπαϊκού Βορρά.

Η προπαγάνδα για τους «τεμπέληδες του Νότου» κατά τη διάρκεια της κρίσης της ευρωζώνης και η προσφυγική κρίση του 2015 έθρεψαν την άκρα δεξιά στις χώρες της Βόρειας και Ανατολικής Ευρώπης. Οι κυβερνήσεις της δεξιάς υπαναχώρησαν, αν όχι προσχώρησαν, στην αντιμεταναστευτική υστερία, σκληραίνοντας τις εθνικές πολιτικές μετανάστευσης και ασύλου και δυναμιτίζοντας την αλληλεγγύη σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Συμπερασματικά, τα κοινωνικά δικαιώματα γνώρισαν τεράστια οπισθοδρόμηση.

Εντέλει, έπρεπε πρώτα να έρθει το Brexit και ο φόβος διάλυσης της Ε.Ε., η εκλογική άνοδος της άκρας δεξιάς σε πολλά κράτη-μέλη με σημαία τον ευρωσκεπτικισμό ή και την έξοδο των χωρών από την Ε.Ε., για να επανέλθει με δύναμη στο προσκήνιο η ιδέα μιας σημαντικής ώθησης της Κοινωνικής Ευρώπης ως σωσίβιο του σχεδίου της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Η συναίνεση που διαμορφώθηκε στα όργανα της Ε.Ε. μπροστά στον κίνδυνο αποσύνθεσης της Ε.Ε. οδήγησε την υιοθέτηση του Ευρωπαϊκού Πυλώνα των Κοινωνικών Δικαιωμάτων το 2017 και σειράς εφαρμοστικών Οδηγιών τα επόμενα χρόνια.

Η στροφή προς την Κοινωνική Ευρώπη γνώρισε νέα ώθηση με την πρωτοφανή κρίση της πανδημίας, που απείλησε τις οικονομίες με κατάρρευση και οδήγησε τις εθνικές κυβερνήσεις σε μαζικά μέτρα προστασίας της απασχόλησης και του εισοδήματος των εργαζομένων και την Ε.Ε. στην θέσπιση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, για τη χρηματοδότηση των κρατών μελών με πρόσθετους πόρους, των οποίων μέρος μπορούσε και αναμενόταν να ενισχύσει τα δημόσια συστήματα υγείας και άλλα κοινωνικά προγράμματα.

Από τις Οδηγίες, οι πιο εμβληματικές είναι αυτή του 2019 για την «εξισορρόπηση εργασίας και προσωπικής ζωής», που βελτίωσε σημαντικά τα δικαιώματα των εργαζομένων με υποχρεώσεις φροντίδας σε αμειβόμενες άδειες και ευέλικτα ωράρια, αυτή του 2022 για τους «επαρκείς κατώτατους μισθούς», που επιβάλλει στα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο κατώτατου μισθού και να αυξήσουν το βαθμό κάλυψης των μισθωτών από συλλογικές συμβάσεις εργασίας τουλάχιστον στο 80%, εκείνη του 2023 για τη «διαφάνεια των αμοιβών» που επιδιώκει να συμβάλει στη μείωση του έμφυλου μισθολογικού χάσματος και, οι δύο πολύ πρόσφατες του 2024, η μία για την «προστασία των εργαζομένων στις πλατφόρμες» και η άλλη για την «καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας», που θα μπουν άμεσα σε ισχύ.

Η διαμόρφωση μιας νέας πλειοψηφίας δεξιάς-ακροδεξιάς στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο ως αποτέλεσμα της ανόδου της άκρας δεξιάς στις επικείμενες ευρωεκλογές, όπως και η πρόσκληση της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για συνεργασία του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος με την ευρωομάδα της Μελόνι, αποτελούν βόμβα στα θεμέλια της Κοινωνικής Ευρώπης για πολλούς λόγους.

Πρώτον, ακυρώνουν κάθε προοπτική αναθεώρησης του κατάπτυστου νέου Συμφώνου Μετανάστευσης και Ασύλου που αποφασίστηκε πριν λίγους μήνες και για το οποίο πρωτοστάτησε η κυβέρνηση της ΝΔ. Αντίθετα, θα ενισχύσουν την αντιμεταναστευτική και αντιπροσφυγική πολιτική εις βάρος των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Δεύτερον, η αντιφεμινιστική και ομοφοβική ατζέντα των ακροδεξιών κομμάτων θα αποτελέσει τροχοπέδη για την επέκταση των πολιτικών έμφυλης ισότητας σε επίπεδο Ε.Ε., και πολιορκητικό κριό απέναντι σε κεκτημένα σε εθνικό επίπεδο.

Τρίτον, ο ευρωσκεπτικισμός όλων των κομμάτων της ακροδεξιάς, που υπερασπίζονται την ανάκτηση της κυριαρχίας του εθνικού κράτους, υπονομεύει την προοπτική περαιτέρω πολιτικής ενοποίησης της Ε.Ε. στη βάση της αλληλεγγύης, μέσω της αύξησης του κοινοτικού προϋπολογισμού με πρόσθετους ίδιους πόρους ή κοινό δανεισμό και τις αναδιανεμητικές πολιτικές για την οικονομική σύγκλιση και την κοινωνική συνοχή της Ε.Ε.

Οι κοινωνικές πολιτικές, συμπεριλαμβανόμενων αυτών για την απασχόληση, απαιτούν πόρους. Πολλώ δε μάλλον όταν στο πεδίο αυτών των πολιτικών εμπίπτει πλέον και η εξασφάλιση της δίκαιης πράσινης μετάβασης και τα υπάρχοντα χρηματοδοτικά εργαλεία της Ε.Ε. (Μηχανισμός Δίκαιης Μετάβασης, Κοινωνικό Ταμείο για το Κλίμα, Ταμείο Ανάκαμψης) είναι ανεπαρκή.

Είδαμε τι συνέβη με το Νόμο για την Αποκατάσταση της Φύσης, του οποίου η εφαρμογή απαιτεί δαπάνες μεγάλου ύψους, με το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα και τους Έλληνες ευρωβουλευτές της ΝΔ να το καταψηφίζουν μαζί με αυτούς των ομάδων της άκρας δεξιάς.

Τέλος, μια νέα πλειοψηφία και συμμαχία δεξιάς και ακροδεξιάς στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο θα σημάνει μια περαιτέρω αυταρχική στροφή της Ευρώπης, που προοιωνίζεται οπισθοδρόμηση και όχι επέκταση κοινωνικών δικαιωμάτων, για τα οποία παλεύει επί δεκαετίες η ευρωπαϊκή Αριστερά μαζί με άλλες προοδευτικές δυνάμεις.

Η Νέα Αριστερά αντιτίθεται κατηγορηματικά στη νεοφιλελεύθερη ενοποίηση της Ε.Ε και είναι υπέρ μιας Ευρώπης των δικαιωμάτων, της ισότητας και της αλληλεγγύης. Απέναντι στην κατεύθυνση της εθνικής αναδίπλωσης που προωθεί η ακροδεξιά, υπερασπίζεται την πολιτική ενοποίηση της Ε.Ε. με εκδημοκρατισμό των θεσμών της και την ενεργή συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτήν ως προϋποθέσεις για την επιτυχή αντιμετώπιση εθνικών και διεθνών προκλήσεων.

Σε αυτές τις κρίσιμες ευρωεκλογές, ας σκεφτεί κάθε πολίτης-ισσα ότι το μέλλον της Ε.Ε. και της Κοινωνικής Ευρώπης εξαρτώνται από την ψήφο του.

Η Μαρία Καραμεσίνη είναι Καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας και της Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιου, τ. πρόεδρος και διοικήτρια ΟΑΕΔ, υποψήφια ευρωβουλεύτρια της Νέας Αριστεράς

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα