Νέες ταινίες: Η επιστροφή του Γουίλ Σμιθ και μια ανίερη, σουρεαλιστική βιογραφία του “Νταααααλί!”
Διαβάζεται σε 10'Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 06 Ιουνίου 2024 07:31
Αν αυτή ήταν η εβδομάδα που η αγορά περίμενε πως θα ανάσταινε κάπως το κύκλωμα αιθουσών, τότε τα πράγματα το καλοκαίρι θα είναι δύσκολα, τουλάχιστον μέχρι να αρχίσει να ρολάρει το σύστημα θερινό-αγιόκλημα-επανέκδοση.
Οι προσδοκίες για τις “Ιστορίες Καλοσύνης” μετά το “Poor Things” ήταν στο θεό, αλλά ανοίγοντας σε ευρύ κύκλωμα αιθουσών η ταινία δεν συγκίνησε το κοινό. Λίγο η πολύ πρόσφατη επιτυχία του “Poor Things” που δεν άφησε να γεννηθεί νέο κύμα προσμονής για την ταινία, λίγο η φήμη από τις Κάννες που επιβεβαίωσε τις υποψίες για επιστροφή στο weird σινεμά του Λάνθιμου, το αποτέλεσμα ήταν η ταινία να ανοίξει με λίγο πάνω από 21.000 εισιτήρια που είναι πιο κοντά σε εκείνες τις επιδόσεις. Φυσικά δεν υπάρχει τίποτα μεμπτό σε όλα αυτά, αλλά σίγουρα δεν είναι αυτή η ταινία που θα κρατήσει τις αίθουσες.
Δυστυχώς το ίδιο ισχύει και για την πολύ καλή “Furiosa” του Τζορτζ Μίλερ, που παγκοσμίως άνοιξε πιο κάτω από το “Fury Road” αλλά στην Ελλάδα με ακόμα μεγαλύτερη πτώση, στα 10.000 ανοίγματος έναντι 4πλάσιας επίδοσης του προηγούμενου φιλμ. Κατά τα άλλα ο “Γκάρφιλντ” ξεπέρασε τις 60.000, η “Τελευταία Συνεδρία του Φρόιντ” παίζει τίμια στο κοινό του Άντονι Χόπκινς και φτάνει τα 12.000 εισιτήρια παρά την τρανταχτή αδιαφορία που επέδειξε στην ταινία η κριτική, ενώ οι “Αντίπαλοι” (που θα συνεχίσουμε να ακολουθούμε για όσο αντέχουν στις αίθουσες) πέρασαν τις 28.000 εισιτήρια, μια πολύ καλή επίδοση έναντι του ανοίγματος με μόλις 6.000.
Και τώρα βρισκόμαστε αντίπαλοι με το άγνωστο. Τι θα κάνει επιτυχία το καλοκαίρι; Θα τσουλήσουν οι επανεκδόσεις; Θα ξεπεταχτεί καμία ταινία που δεν περιμέναμε να τα σαρώσει όλα α λα “Top Gun: Maverick” ή “Barbie”; Προς το παρόν, ας δούμε τις νέες κυκλοφορίες της εβδομάδας, με ένα συμπαθές μπλοκμπάστερ σίκουελ και μια αριστουργηματική ‘90s επανέκδοση.
Οι ταινίες της εβδομάδας:
Bad Boys: Ride or Die
**½
(Αντίλ Ελ Αρμπί, Μπιλάλ Φαλάχ, 1ω50λ)
Τα “Κακά Παιδιά” του Μάικλ Μπέι επιστρέφουν, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του διδύμου Αντίλ & Μπιλάλ πλέον (αν και ο Μπέι εμφανίζεται σε ένα αστείο cameo), οι οποίοι είχαν γυρίσει και το προ 4ετίας σίκουελ. Κι όσο κι αν εκείνη η ταινία ήταν πηγμένη σε φλύαρες σαπουνοπερατικές ανατροπές, που σε σημαντικό βαθμό καθορίζουν την πλοκή και τους χαρακτήρες κι αυτής της συνέχεια, με έναν περίεργο τρόπο το σύνολο λειτουργεί. Ως ένα τίμιο καλοκαιρινό μπλοκμπάστερ που αποτελεί throwback σε μια συνταγή επιτυχίας περασμένων δεκαετιών και το οποίο τουλάχιστον προσπαθεί να διασκεδάσει αληθινά τον θεατή (κι όχι απλά να γεμίσει 2 ώρες και 20 λεπτά χρόνου με επαναλαμβανόμενες στοκ σκηνές μάχης), αυτό το σίκουελ δεν είναι άσχημος τρόπος να περάσεις ωραία στο σινεμά με παρέα.
Αυτή τη φορά οι αστυνομικοί του Γουίλ Σμιθ (στην μετα-χαστούκι εποχή του, και με μια σκηνή που φάνηκε σα να θέλει να αντλήσει γέλιο από το συγκεκριμένο συμβάν) και του Μάρτιν Λόρενς (ο οποίος το ζει φιλοσοφικά και ζεν) προσπαθούν να καθαρίσουν το καλό όνομα του πρώην προϊστάμενού τους, που έπαιζε στην προηγούμενη ταινία ο Τζο Παντολιάνο κι ο οποίος κατηγορείται μετά το θάνατό του για τις βρωμοδουλειές που προσπαθεί να καλύψει ένα σκιώδες κύκλωμα διαφθοράς. Το οποίο κύκλωμα διαφθοράς τρέχει ο McSteamy από το “Grey’s Anatomy”, το οποίο είναι ξεκαρδιστικό σε πολλά επίπεδα.
Αυτό που ακολουθεί είναι μια πολύχρωμα περιπέτεια που σέβεται τις αισθητικές κατευθύνσεις των πρώτων φιλμ δια χειρός Μάικλ Μπέι, με επικά παναρίσματα και μια σχεδόν Μπαγκς Μπάνι βαρύτητας και λογικής βία. Ταυτόχρονα, σαν γενικότερο τόνο αυτό το σίκουελ παραπέμπει αν μη τι άλλο περισσότερο στα “Φονικά Όπλα” (και μάλιστα τα προχωρημένα σίκουελ) με ένα δίδυμο πρωταγωνιστών να αγκαλιάζει το boomer χιούμορ, τις «τι κάνουμε εδώ σε τέτοια ηλικία» χιουμοριστικοστοχαστικές έγνοιες, και την αγνή μεταξύ τους αδερφική φιλία. Δεν θα προσποιηθώ ότι δεν με κέρδισε σε σημεία, ακόμα κι όταν ξεπερνούσε τα όρια της κρυάδας.
Η ευρύτερη τάση που υπηρετεί η ταινία βέβαια πατά ξεκάθαρα στη διαδρομή του “Fast & Furious” franchise, το οποίο επίσης μετά από κάποια σίκουελ άρχισε να αναπτύσσει μια αβυσσαλέα μυθολογία στα όρια του “Καλημέρα Ζωή”, με χαρακτήρες που πεθαίνουν αλλά συνεχίζουν να εμφανίζονται, με villains να γίνονται ήρωες και ήρωες να γίνονται villains, με παράνομα ζευγάρια, με απρόσμενα ζευγάρια, και με τραγικά ζευγάρια. Για ένα μικρό θαυματουργό διάστημα αυτό το κόλπο δούλευε τέλεια και για το “Fast & Furious”, αλλά η αλήθεια είναι πως εδώ το “Ride Or Die” λειτουργεί κυρίως παρά τις τάσεις αυτές κι όχι εξαιτίας τους.
Είναι η χημεία του καστ, είναι η κάμερα και η γεωγραφία της δράσης που έχει ξεκάθαρα σχεδιαστεί από επιγόνους του Μάικλ Μπέι, κι είναι οι περιέργως όχι λίγες ευρηματικές σκηνές δράσης που δεν πέφτουν σε λάθη επανάληψης ή βαριεστημάρας. Εξακολουθείς να μπορείς να δεις τον κυνισμό πίσω από τη δημιουργία αυτού του φιλμ, και φυσικά αστοχεί στα μισά που δοκιμάζει, αλλά θα είμαστε ξεκάθαροι: Δεν περάσαμε καθόλου άσχημα.
Νταααααλί!
(“Daaaaaalí!”, Κουέντιν Ντιπιέ, 1ω,17λ)
***
Η πιο παράλογη «βιογραφία» που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια στο σινεμά. Μια νεαρή δημοσιογράφος συναντά τον Σαλβαδόρ Νταλί ξανά και ξανά, για τις ανάγκες ενός ντοκιμαντέρ για το οποίο θέλει να του πάρει συνέντευξη. Αλλά πάντα κάτι πάει στραβά και τα γυρίσματα δεν ξεκινούν ποτέ. Κανείς δεν είναι ποτέ έτοιμος. Ο Νταλί αργεί. Η συνέντευξη διαρκώς χαλάει. Ο Νταλί πάντα βρίσκει δικαιολογίες, σαν ένα πνεύμα αδύνατον να το κρατήσεις μέσα στην αυστηρή οριοθέτηση μιας Σοβαρής Συνέντευξης. Κι η απόσταση μεταξύ τους δεν μικραίνει ποτέ – υπάρχει μια ξεκαρδιστική σεκάνς με τη δημοσιογράφο να περιμένει τον Νταλί στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, αλλά ο Νταλί ποτέ να μην φτάνει κοντά της όσο και να περπατάει.
Ο σουρεαλιστής πλακατζής του γαλλικού σινεμά, Κουέντιν Ντιπιέ, ξαναχτυπά. Το σινεμά του αποτελείται από μικρά, παράλογα κινηματογραφικά ανέκδοτα, με σουρεαλιστικές ιδέες που απλώνονται σε 75-80 λεπτά τη φορά και, χωρίς ο Ντιπιέ να νιώθει ποτέ την ανάγκη να τα παραφουσκώσει με επιπλέον ιδέες και πλοκές. Είναι ένα ακομπλεξάριστο σινεμά του παραλόγου, που όμως σε αντίθεση με την επιφανειακή περιγραφή του, στην εκτέλεση δεν είναι ποτέ απλό, καθώς ο γάλλος δε σταματά να πειραματίζεται με αφηγηματικές φόρμες που θέλουν διαρκώς να εκπλήσσουν τον θεατή, ανατρέποντας ή αναδιπλώνοντας συχνά πάνω στον εαυτό τους.
Στο “Ντααααλί!” μπαίνουν μέσα όνειρα, παράλογες λούπες, σουρεαλιστική εικονογραφία, ανεξήγητη αφήγηση, κι όλα μέσα σε ένα πλαίσιο θαυμασμού για έναν Νταλί ως καλλιτέχνη, ως ιδιοφυία, και ως άνθρωπο που χτίζει την περσόνα του για το κοινό μέσα από ιδιοσυγκρασίες, μέσα από το χιούμορ, μέσα από μια μυθολογία του εκκεντρικού. Ο Ντιπιέ τα αποτυπώνει όλα αυτά μέσα σε μια βιογραφία που μοιάζει περισσότερο με ανέκδοτο που δεν βγάζει νόημα, πιστή στο πνεύμα του Νταλί, και αδιάφορη τελείως απέναντι στις συμβατικές λεπτομέρειες της ζωής του ζωγράφου – τον οποίον υποδύονται πέντε διαφορετικοί ηθοποιοί, επειδή φυσικά ποτέ δεν είμαστε ίδιοι, έτσι δεν είναι;
Το πείραμα δεν είναι απόλυτα πετυχημένο – ούτε όλα τα αστεία πετυχαίνουν (αν και εκτιμούμε τις καλλιτεχνικές και σουρεαλιστικές προθέσεις και αναφορές πίσω από αυτά), ενώ παρά τη σύντομη χρονική της διάρκεια η ταινία προλαβαίνει με έναν σχεδόν θαυμαστό τρόπο να κουράσει σε σημεία και ο ρυθμός της να φρακάρει. Αλλά υποθέτουμε πως αυτό είναι μια αναπόφευκτη συνέπεια του να επιλέγεις να πεις ένα στόρι που πατάει πάνω σε όνειρα, λούπες και αστεία που βασίζονται στην επανάληψη, την εξάντληση και τον παραλογισμό.
Το πρόσημο ωστόσο είναι θετικό – αν μη τι άλλο γιατί η προσέγγιση του Ντιπιέ καταφέρνει να πιάσει κάτι από την διασκεδαστική αναρχία δημιουργών σαν τους Monty Python και τον Μπουνιουέλ, και φυσικά τον ίδιο τον Νταλί, πολύ περισσότερο από όσο θα το κατάφερνε μια συμβατική βιογραφία που αναπαράγει πρόσωπα, καταστάσεις και ημερομηνίες σαν στείρο μάθημα Ιστορίας.
Ghost Dog: Ο Τρόπος των Σαμουράι
(“Ghost Dog: The Way of the Samurai”, Τζιμ Τζάρμους, 1ω56λ)
****½
Ένας εκτελεστής που ακολουθεί τη φιλοσοφία των σαμουράι βρίσκεται στο στόχαστρο της Μαφίας και τώρα θα πρέπει να επιβιώσει ακολουθώντας τον αυστηρό του ηθικό κώδικα. Η καλύτερη ταινία του Τζιμ Τζάρμους βρίσκει ελεγεία και φιλοσοφία μέσα στο αποπνικτικό αστικό σκηνικό, με τον υπνωτιστικό Φόρεστ Γουίτακερ να μεταφράζει την κινησεολογία και το vibe των σαμουράι σε μια μοντέρνα φιγούρα, μοντέρνου οπλοστασίου, σε μοντέρνο σκηνικό – αν μη τι άλλο, η ταινία του Τζάρμους λειτουργεί κατά συνέπεια σαν μια γέφυρα ανάμεσα σε είδη και εποχές, λειτουργώντας μέσα από ελάχιστα λόγια και στοιχειώδη πλοκή, ως συνδετικός ιστός της ίδιας της ανθρώπινης κατάστασης.
Απόγονος μεν του εμβληματικού μελβιλικού (Le) Σαμουράι αλλά και κάτι πολύ περισσότερο και πολύ πιο ιδιοσυγκρασιακό από απλώς αυτό, το “Ghost Dog” θέτει έναν άνθρωπο απέναντι στην ίδια του τη μοίρα, έχοντας στη φαρέτρα του φιλοσοφικές διδαχές και μια στάση ηθικού κώδικα ως κάτι πολύ πιο άξιο από σφαίρες. Και με την μουσική του RZA να ενώνει εντελώς οργανικά τις διαφορές αισθητικές και εποχές και είδη προς τα οποία λοξοκοιτάζει διαρκώς και ταυτοχρόνως ο Τζάρμους.
Σε συνδυασμό με μια φανταστική συλλογή (αντι)ηρωικών πορτρέτων, από τον συνειδητοποιημένο μαφιόζο μέχρι τον γαλλόφωνο παγωτατζή, τη μουσική, την ερμηνεία του Γουίτακερ και την ίδια την υφή του φιλμ – τον τρόπο που η κίνηση αποτυπώνεται ως μια σειρά από στιγμές, από εμπειρίες, παρά ως κάτι δεδομένα αέναο και ασταμάτητο – το φιλμ αποτελεί την πιο κουλ, αλλά και την πιο στοχαστική, και τελικά πιο απολαυστική στιγμή της φιλμογραφίας του Τζάρμους. Ένα φιλμ που δεν κινείται, δεν ακούγεται και δεν αποτυπώνεται όπως κανένα άλλο, που σε καλεί να χαθείς μέσα του.
Θεέ μου, τι σου Κάναμε;
(“Qu’Est-ce qu’on a Fait au Bon Dieu? / Serial (Bad) Weddings”, Φιλίπ ντε Σοβερόν, 1ω37λ)
½
Κι επειδή το κλειδί στα πάντα είναι η ισορροπία, οι θεοί της θερινής επανέκδοσης μας δίνουν “Ghost Dog” αλλά για τιμωρία μας δίνουν και “Θεέ μου, τι σου Κάναμε;”. Η προ δεκαετίας τεράστια εμπορική επιτυχία ακολουθεί την περιπέτεια μιας οικογένειας της οποίας αφού οι τρεις κόρες έχουν ήδη παντρευτεί έναν άραβα, έναν εβραίο και έναν κινέζο, τώρα θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τον επικείμενο γάμο της τέταρτης κόρης με έναν ιβοριανό. Είναι ξεκαρδιστικό επειδή κανείς τους δεν είναι λευκός, καταλάβατε. Χαχα! Ταινία που καθόρισε το αντιδραστικό κύμα του λαϊκού γαλλικού σινεμά των ‘10s, σπάζοντας πλακίτσα επιπέδου «εντάξει εγώ ρατσιστής δεν είμαι αλλά πρώτον όλοι είμαστε λίγο ρατσιστές και δεύτερον εντάξει χαχ φαντάσου να σου τύχαινε κι εσένα». Ας το αφήσουμε επιτέλους στο παρελθόν.
Προβάλλονται ακόμη
The Watchers: Μια κοπέλα παγιδεύεται σε ιρλανδικό δάσος μαζί με άλλους τρεις ανθρώπους, όπου κάθε βράδυ παρακολουθούνται από κάτι άγνωστες οντότητες, τους Παρατηρητές. Τι είναι οι Παρατηρητές, τι θέλουν από τους ήρωές μας, και πώς θα δραπετεύσουν από το μυστηριώδες τους καταφύγιο; Μεταφυσικό θρίλερ από την Ισάνα Σιάμαλαν (κόρη του Μ. Νάιτ) με την Ντακότα Φάνινγκ, το οποίο έχει εμπάργκο δημοσίευσης κριτικών μέχρι ΑΦΟΥ βγει στις αίθουσες, οπότε μπορείτε απο αυτό και μόνο να βγάλετε τα συμπεράσματά σας.
Detective Conan: Το Άστρο του Ενός Εκατομμυρίου: Νέα περιπέτεια για τον ήρωα της διάσημης σειράς anime.