Νέες ταινίες: Δροσερό καλοκαιράκι στα σινεμά με “Τα Μυαλά Που Κουβαλάς 2” και “Το Καλοκαίρι της Κάρμεν”

Διαβάζεται σε 11'
Νέες ταινίες: Δροσερό καλοκαιράκι στα σινεμά με “Τα Μυαλά Που Κουβαλάς 2” και “Το Καλοκαίρι της Κάρμεν”

Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Εξαιρετικό κράτημα για τις “Ιστορίες Καλοσύνης” του Γιώργου Λάνθιμου στη δεύτερη εβδομάδα κυκλοφορίας της ταινίας, καθώς με 16.000 εισιτήρια φτάνει σχεδόν τις 50.000 μετά από ένα δεκαήμερο. Ίσως βοήθησε η διάρκεια που έκοψε πολλές προβολές από την πρώτη εβδομάδα, και άρα άφησε μεγάλο μέρος του κοινού στο περίμενε, ίσως το σχετικά μετριασμένο hype περιέργως να μη λειτούργησε αρνητικά καθώς υποψίασε περισσότερο το κοινό και φούσκωσε τις προσδοκίες. Όπως και νά’χει, καλή ένδειξη ζωής για την ταινία, που παρέμεινε στην 1η θέση του ελληνικού box office.

Χλιαρά άνοιξαν με 10.000 τα “Bad Boys” που στο εξωτερικό τα έχουν πάει απείρως καλύτερα, οι επανεκδόσεις του “Θεέ Μου τι σου Κάναμε” και του “Ghost Dog” άνοιξαν τιμιότατα, ενώ το πουλέν μας οι “Αντίπαλοι” συνέχισαν να κινούνται σταθερά φέρνοντας για μια ακόμα εβδομάδα κοντά στους 800 θεατές.

Περνάμε τώρα σε μια εβδομάδα που έχει αρκετές καλές επιλογές, με μπροστάρηδες το πολύ καλό σίκουελ της Pixar “Τα Μυαλά Που Κουβαλάς 2” για όλη την οικογένεια, το δροσερό “Καλοκαίρι της Κάρμεν” για το οποίο σας είχαμε γράψει πολύ θετικά λόγια ήδη πέρσι τον Σεπτέμβρη από το φεστιβάλ Βενετίας, αλλά και το ανεξάρτητο διαμαντάκι “Φρίμοντ” με τον Τζέρεμι Άλεν Γουάιτ του “The Bear”.

Οι ταινίες της εβδομάδας:

Τα Μυαλά Που Κουβαλάς 2

(“Inside Out 2”, Κέλσι Μαν, 1ω40λ)

***½

Η μικρή Ράιλι της πρώτης ταινίας είναι πλέον έφηβη και, πηγαίνοντας σε ένα καλοκαιρινό camp χόκεϊ επί πάγου, νιώθει πως όλο της το μέλλον θα κριθεί από αυτές τις λιγοστές μέρες εκεί. Καθώς μέσα της παίρνουν τον έλεγχο νέα, πρωτόγνωρα συναισθήματα (κυριολεκτικά!) όπως το Άγχος, η Ντροπή, η Ζήλεια κι η Ανία, η Ράιλι αρχίζει να απομακρύνει τις καλές της φίλες προκειμένου να εντυπωσιάσει την προπονήτρια και τις κουλ κοπέλες που γνωρίζει εκεί. Θα καταφέρει να βρει ξανά τον αληθινό, αγνό εαυτό της;

Εξαιρετικό σίκουελ σε μια από τις πιο πετυχημένες, διασημότερες ταινίες στην ιστορία του στούντιο της Pixar. Ο εσωτερικός κόσμος της Ράιλι οπτικοποιείται και πάλι από καλά δομημένες, τακτοποιημένες μεταφορές που γίνονται κυριολεξία, από τη ροή των σκέψεων του ασυνείδητου που παίρνει τη μορφή ενός ποταμού, μέχρι τη βροχή ιδεών (brainstorm) που παίρνει τη μορφή μιας καταιγίδας από γλόμπους. Η τάση της Pixar είναι πάντα να χαρτογραφεί και να οπτικοποιεί μέσα από σχεδόν γραφειοκρατικές διαδικασίες κάθε αόριστη έννοια (όπως το ασυνείδητο, η ψυχή, τα όνειρα) κάτι που ενίοτε καταλήγει αρκετά περιοριστικό αν όχι εξυπνακίστικο, όμως εδώ χρησιμοποιείται υποδειγματικά.

Ο Κέλσι Μαν (στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία) εξερευνά την ιδέα της πολύ δύσκολης, καθοριστικής στιγμής στην εφηβεία που καταλήγει να μας σημαδεύει με τρόπους σχεδόν αδύνατο να αναλύσουμε και να κατανοήσουμε εμείς οι ίδιοι για τον εαυτό μας. Όμως υπάρχουν στιγμές, όπως μια κρίση πανικού στην οποία κοντεύει να φτάσει η Ράιλι, όπου το πώς οδηγείται εκεί ένα έφηβο παιδί και το τι συμβαίνει στον ψυχισμό του εκείνη τη στιγμή, έχει αποκωδικοποιηθεί με θαυμάσιο τρόπο. Και με χιούμορ φυσικά, και μέσα από αυτές τις διαδικασίες (ή την ανατίναξή τους, για την ακρίβεια) που τόσο αγαπά η Pixar, και με την εισαγωγή ενός κουαρτέτου απολαυστικών νέων χαρακτήρων – με απόλυτα highlights το ξεκαρδιστικό δίδυμο της Ζήλειας (η ραγδαία ανερχόμενη Έγιο Αντεμπίρι του “The Bear”) και της Ανίας (Αντέλ Εξαρχόπουλος) σε δύο από τα τελειότερα φωνητικά casting που έχουν υπάρξει ποτέ στο Χόλιγουντ.

Αυτή η περιπέτεια ωρίμανσης της Ράιλι αποτυπώνεται ως μια πολύχρωμη φυσικά, αλλά και ευρηματική και πολύ αστεία περιπέτεια που δεν κάνει ποτέ κοιλιά και που αντιμετωπίζει με ειλικρίνεια και σοβαρότητα την ιδέα της πολυπλοκότητας της συνείδησής μας – και το πώς αντικρουόμενες πλευρές μας, σκοτεινές, φωτεινές, αυτοκαταστροφικές, θριαμβευτικές, μπορούν να σχηματίζουν το ποιοι είμαστε. Στις στιγμές όπου το φιλμ καταφέρνει να μας οδηγεί σε κάποια σημαντική διαπίστωση με έναν τρόπο σχεδόν μαθηματικά περιπετειώδη, το αποτέλεσμα είναι συγκινητικό. Κι όχι με τον κάπως πιο εύκολο, συναισθηματικό τρόπο, αλλά μέσα από μια διαπίστωση, μια κατανόηση, ακόμα και μια αναγνώριση.

Παρακολουθώντας το φιλμ έπιασα τον εαυτό μου αν σκέφτεται τις φορές εκείνες που σε ανύποπτο χρόνο, ταξίδεψα με το μυαλό μου σε κάποια φαινομενικά ασήμαντη, μικρή στιγμή από την εφηβεία. Και τη διαπίστωση του πώς μπορεί μια τέτοια στιγμή να υπήρξε καθοριστική για τον σχηματισμό της σημερινής μου συνείδησης, με τρόπο που δε θα ήταν δυνατόν να κατανοήσω καθώς τη ζούσα. Αυτό το σίκουελ εξερευνά αυτή την ιδέα μιας τέτοιας διαμορφωτικής στιγμής, καθώς ένας εαυτός, μια συνείδηση, σχηματίζεται. Νιώθεις πως γίνεσαι μάρτυρας σε κάτι το καθοριστικό.

Το Καλοκαίρι της Κάρμεν

(Ζαχαρίας Μαυροειδής, 1ω46λ)

***½

Δύο γκέι φίλοι, τρομερά διαφορετικοί μεταξύ τους, αλλά με τόση αγάπη μες στη φιλία τους. Ο ένας είναι ο Νικήτας (Ανδρέας Λαμπρόπουλος), πρώην ηθοποιός που τώρα είναι σκηνοθέτης και προσπαθεί να γυρίσει μια «φαν, σέξι, low budget» ταινία. Ο άλλος είναι ο Δημοσθένης (Γιώργος Τσιαντούλας), ηθοποιός κι αυτός κάποτε που τώρα έχει σοβαρή δουλειά όμως προτείνει στον Νικήτα να τον βοηθήσει να γράψουν μαζί το σενάριο που χρειάζεται για την ταινία του.

Και το σενάριο; Θα βασίζεται στην προ δύο ετών εμπειρία τους, ένα κομβικής σημασίας καλοκαίρι κατά τη διάρκεια του οποίου ο Δημοσθένης χώρισε με τον Πάνο, τη μεγάλη σχέση της ζωής του, έχοντας παράλληλα να διαχειριστεί μια οικογενειακή κρίση. Πώς εκείνο το καλοκαίρι –το Καλοκαίρι της Κάρμεν του τίτλου– τον καθορίζει συναισθηματικά μέχρι και σήμερα;

Το εύρημα του φιλμ είναι μια έξυπνη παραλλαγή της ταινίας-μέσα-στην-ταινία, όπου η «μέσα» ταινία δεν υπάρχει ακόμα, παρά είναι αντικείμενο συζήτησης και διαπραγμάτευσης. Οι δύο κεντρικοί πρωταγωνιστές συζητούν το προ διετίας καλοκαίρι μέσα από μια κινηματογραφική-δραματουργική σκοπιά (πόσοι από εμάς δεν έχουν αναλογιστεί πολλές φορές το παρελθόν και τις αποφάσεις τους σα να ήταν σημεία πλοκής σε κάποια ταινία;) κάτι που τους επιτρέπει να επισκεφθούν ξανά το παρελθόν με μια χιουμοριστική και ταυτόχρονα ψύχραιμη οπτική και απόσταση. Σε αυτή την πορεία υπάρχουν στιγμές που μπορεί η ταινία να πέσει σε μια μικρή λούπα επανάληψης (θα μπορούσε οπωσδήποτε να είναι πιο σφιχτή και μικρότερη σε διάρκεια) όμως διαθέτει μια φρεσκάδα που τελικά υπερκαλύπτει τα όποια αρνητικά.

Ο Ζαχαρίας Μαυροειδής (του επίσης καλού “Απόστρατου”) εναλλάσει τους χώρους όπου αναπτύσσεται το δράμα με τα απλωμένα, χορταστικά, ηλιόλουστα κάδρα στα βράχια που χτυπά η θάλασσα και είναι γεμάτα αντρικά κορμιά, σα να υπενθυμίζει διαρκώς στο θεατή, στον ίδιο και στους χαρακτήρες του πως, τελικά, είναι ΟΚ: Όλα αυτά εν τέλει γίνονται υλικό για προσωπικές αφηγήσεις, για προσωπική Ιστορία, το είδος των πραγμάτων που κάποτε θα σκεφτόμαστε και θα (χαμο)γελάμε, έστω κι αν συνεχίζουν να μας τσιγκλάνε ή –ακόμα και– να μας πονάνε.

Οι διάλογοι είναι γεμάτοι πνευματώδη διαμαντάκια με μπόλικες μάλιστα αναφορές στην εγχώρια –και όχι μόνο– κινηματογραφική σκηνή (με ένα φανταστικό Greek weird wave αστείο μεταξύ άλλων) και η αφήγηση στημένη με ένα τρόπο που κλείνει το μάτι στις δραματουργικές συμβάσεις και στα δομικά στοιχεία μιας οποιασδήποτε rom com, εμφανώς αγκαλιάζοντάς τα αλλά με μια διάθεση να κάνει και κάτι διαφορετικό με αυτά: Η ταινία ας πούμε νοιάζεται βαθιά για μια φιλική σχέση με τρόπο που δε βλέπουμε συχνά στο σινεμά.

Αναλυτική γνώμη για την ταινία από το φεστιβάλ Βενετίας.

Φρίμοντ

(“Fremont”, Μπαμπάκ Τζαλαλί, 1ω31λ)

***

Η Ντόνια είναι μια μοναχική πρόσφυγας από το Αφγανιστάν, πρώην μεταφράστρια, που περνά τον χρόνο της αιωρούμενη κοινωνικά στην πόλη Φρίμοντ της Καλιφόρνια, αναζητώντας όχι μόνο αγάπη, αλλά και την ίδια την αίσθηση του ανήκειν. Η δουλειά της, να γράφει τα μηνύματα σε κινέζικα fortune cookies, της κρατά το μυαλό πάντα εστιασμένο σε υπαρξιακές αγωνίες ενώ υποφέρει από αϋπνίες και από μια διαρκή αίσθηση ενοχής για τους ανθρώπους που έχει αφήσει πίσω στην Καμπούλ ενώ εκείνη έφυγε για την Αμερική.

Πολύ μετρημένο σε αισθητικό επίπεδο, με μια όμορφη ασπρόμαυρη φωτογραφία να παραπέμπει σε πρώιμο ανεξάρτητο αμερικάνικο σινεμά, αλλά και σε ένταση καθώς ποτέ δεν βασίζεται μια κατασκευασμένη αίσθηση κρεσέντου ή συγκινήσεων, το φιλμ του ιρανού σκηνοθέτη Μπαμπάκ Τζαλάλι αποτελεί ένα στιβαρό, ανθρώπινο πορτρέτο μιας νεαρής γυναίκας δίχως άγκυρα στον κόσμο.

Η πρωτοεμφανιζόμενη Ανάιτα Γουάλι Ζάντα είναι μαγνητιστική παρουσία μέσα από μια πολύ δύσκολη, χαμηλών τόνων αλλά τρομερά εκφραστική ερμηνεία οδηγώντας μας μέσα από την πιο ήρεμη οδύσσεια όλων των εποχών – καθώς η Ντόνια ψηλαφίζει έναν κόσμο άγνωστο, γεμάτο εκπλήξεις, ψάχνοντας ανθρώπους που βρίσκονται στα περιθώρια όπως κι αν μοιάζουν, όποιοι κι αν είναι, βρίσκοντας ένα ανοιχτό μυαλό μέσα από μια καταπιεσμένη ύπαρξη ενοχών και αβεβαιότητας.

Γυρισμένο με πολύ μικρό μπάτζετ, με τον Τζαλάλι να τιμάται με το βραβείο Τζον Κασαβέτης των Spirit Awards (για ανεξάρτητες ταινίες γυρισμένες με μπάτζετ κάτω του ενός εκατομμυρίου), το “Φρίμοντ” θα μιλήσει στους φανς του Τζάρμους αλλά κι ενός σινεμά πάνω στην ονειρική ποίηση της καλμαριστής καθημερινότητας. Σίγουρα όχι κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί, αλλά ξεχωριστό με τον τρόπο του.

Παριζιάνικες Ιστορίες

(“Paradis Paris / Dear Paris”, Μαρζάν Σατραπί, 1ω30λ)

Στην απέναντι άκρη των υπαρξιακών αναζητήσεων για τη θέση μας στον κόσμο, για τη ζωή και τον θάνατο, μια ελαφρώς σπονδυλωτή ταινία από την Μαρζάν Σατραπί, πολύ, πολύ μακριά πλέον από τις εποχές του “Περσέπολις”. Διαφορετικές, συνδεδεμένες ιστορίες χαρακτήρων που ο θάνατος χτυπά την πόρτα, από μια τραγουδίστρια της όπερας που ξυπνά στο νεκροτομείο και διαπιστώνει πως κανείς δεν πολυ-ασχολήθηκε με τον θάνατό της, μέχρι μια αυτονικών τάσεων κοπέλα που πέφτει θύμα απαγωγής. Κοινοτυπίες, επιφανειακές δκιαπιστώσεις και μια μέτρια αίσθηση ρυθμού καταδικάζουν το φιλμ παρά την παρουσία αρκετών αγαπητών σταρ, από την Μόνικα Μπελούτσι ως τη Ρόζι ΝτεΠάλμα.

Η Θηλιά

(“Rope”, Άλφρεντ Χίτσκοκ, 1ω20λ)

****

Δυο άντρες είναι τόσο πεπεισμένοι πως διέπραξαν το τέλειο έγκλημα που όχι μόνο δεν προσπαθούν να ξεφορτωθούν το πτώμα του πρώην συμμαθητή τους, αλλά καλούν φίλους και συγγενείς (του) σε ένα σπιτικό σουαρέ. Γνωστό με το gimmick του χιτσκοκικού μονοπλάνου (θαυμάζεις τη βιρτουοζιτέ αλλά καταντά και λίγο εξυπνάδα κιόλας) αλλά περισσότερο απολαυστικό για άλλους λόγους: Την υποβόσκουσα γκέι ένταση, το ψυχολογικό παιχνίδι, το θράσος του σκηνοθέτη να επιχειρείσαι να μας πλασάρει για ταύτιση δύο δολοφόνους… και να πετυχαίνει!

Ο Τελευταίος των Ανθρώπων

(“Die Letzte Mann / The Last Laugh”, Φρίντριχ Βίλχελμ Μουρνάου, 1ω28λ)

****½

Ένας ηλικιωμένος θυρωρός απολύτεται από τη δουλειά του σε πολυτελές ξενοδοχείο και τώρα έρχεται αντιμέτωπος με τα υποτιμητικά βλέμματα καθώς παραμερίζεται από τον κοινωνικό του κύκλο. 100 χρόνια φέτος από το αριστούργημα του Μούρναου, υπόδειγμα αισθητικής σημειολογίας όπου τα πιο μπανάλ αστικά σκηνικά μετατρέπονται σε αιχμηρά εφιαλτικά φόντα, με την τραγική κεντρική φιγούρα του θυρωρού να καδράρεται μέσα από σκιές ή από φλου αντανακλάσεις σε τζάμια σηματοδοτώντας τον κοινωνικό εξοστρακισμό και τη μετατρποή του σε Άλλο.

Ταξική συνείδηση μέσα από όνειρα και εφιάλτες αντί κοινωνικού ρεαλισμού σε μια αποστομωτική σκηνοθετική προσέγγιση από τον αξεπέραστο γερμανό σκηνοθέτη, με αποκορύφωμα έναν meta-αφηγηματικό επίλογο του οποίου το δηλωμένο high κρύβει πίσω από την έκσταση, την ίδια τη συντριβή που ξέρουμε πως θα συνέβαινε στην άγρια πραγματικότητα.

Κυκλοφορούν ακόμη

Ο Κακός Ηθοποιός: Η Σάντρα και ο Ντάνιελ, που συνδέονται με στενή φιλία πίσω από τις κάμερες, πρωταγωνιστούν ως παράνομοι εραστές σε ένα κινηματογραφικό θρίλερ. Κατά τη διάρκεια μιας ερωτικής σκηνής, όμως, η σχέση αυτή συντρίβεται, όταν ο Ντάνιελ προδίδει την εμπιστοσύνη της Σάντρα, αφήνοντάς τη σοκαρισμένη και μουδιασμένη. Εμπνευσμένο από την θλιβερή πραγματικότητα των γυρισμάτων του “Τελευταίου Τανγκό στο Παρίσι”.

Κυνήγι Γειτόνων: Ο Σιμόν κι η Αντελαϊντ με τα δυο τους παιδιά αφήνουν το ασφυκτικό διαμέρισμά τους στο Παρίσι για ένα ονειρεμένο σπίτι στην επαρχία. Όμως εκεί διαπιστώνουν πως η αυλή τους είναι ένας κυριολεκτικός κυνηγότοπος. Γαλλική κοινωνική σάτιρα με βραβείο κοινού στο φεστιβάλ γαλλόφωνου κινηματογράφου.

Haikyu!! The Dumpster Battle: Ο Χινάτα δημιουργεί μια σχολική ομάδα βόλεϊ που συντρίβεται από τον «βασιλιά του γηπέδου» Τόμπιο. Τότε ο Χινάτα ορκίζεται να τον ξεπεράσει, αλλά μπαίνοντας στο λύκειο, θα διαπιστώσει με τρόμο πως οι δυο τους βρίσκονται στην ίδια ομάδα βόλεϊ. Βασισμένο στη σειρά manga του Weekly Shonen Jump.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα