Φρίμοντ: Ένα στιβαρό, ανθρώπινο πορτρέτο μιας γυναίκας δίχως άγκυρα στον κόσμο

Διαβάζεται σε 16'
Φρίμοντ: Ένα στιβαρό, ανθρώπινο πορτρέτο μιας γυναίκας δίχως άγκυρα στον κόσμο

Ο βραβευμένος σκηνοθέτης Μπαμπάκ Τζαλάλι ήρθε στην Αθήνα για τις Νύχτες Πρεμιέρας και μίλησε στο NEWS 24/7 για τις κοινότητες μεταναστών, τη χειραγώγηση από τις συντηρητικές κυβερνήσεις και το Αμερικάνικο Όνειρο.

«Θέλαμε να αναμείξουμε μελαγχολία και χιούμορ και αυτή την αίσθηση του να είσαι ξένος σε μια ξένη χώρα – όπου όλα είναι, με κάποιον τρόπο, περίεργα».

Με αυτούς τους όρους θέτει το πλαίσιο της ιστορίας του “Φρίμοντ” ο Μπαμπάκ Τζαλάλι, ο Ιρανός σκηνοθέτης τον οποίο συναντήσαμε τον περασμένο Σεπτέμβριο στην Αθήνα, κατά την πρώτη προβολή της ταινίας στην Ελλάδα στις Νύχτες Πρεμιέρας.

Η ταινία ακολουθεί την ιστορία αναζήτησης αγάπης και ταυτότητας από μια νεαρή πρόσφυγα από το Αφγανιστάν σε μια πόλη της Αμερικής, αλλά μέσα στο πορτρέτο που σχηματίζει υπάρχει μια ολόκληρη κοινωνική, πολιτική και συναισθηματική κοσμοθεωρία.

Στην ταινία, η Ντόνια είναι μια μοναχική πρόσφυγας από το Αφγανιστάν, πρώην μεταφράστρια, που περνά τον χρόνο της αιωρούμενη κοινωνικά στην πόλη Φρίμοντ της Καλιφόρνια, αναζητώντας όχι μόνο αγάπη, αλλά και την ίδια την αίσθηση του ανήκειν. Η δουλειά της, να γράφει τα μηνύματα σε κινέζικα fortune cookies, της κρατά το μυαλό πάντα εστιασμένο σε υπαρξιακές αγωνίες, ενώ υποφέρει από αϋπνίες και από μια διαρκή αίσθηση ενοχής για τους ανθρώπους που έχει αφήσει πίσω στην Καμπούλ, ενώ εκείνη έφυγε για την Αμερική.

Με ασπρόμαυρη φωτογραφία να παραπέμπει σε πρώιμο ανεξάρτητο αμερικάνικο σινεμά, μετρημένο σε ένταση, ονειρικό, με μεγάλη καρδιά και δίχως ποτέ να μοιάζει φτιαχτό και ψεύτικο, το φιλμ αποτελεί ένα στιβαρό, ανθρώπινο πορτρέτο μιας νεαρής γυναίκας δίχως άγκυρα στον κόσμο.

Η πρωτοεμφανιζόμενη Ανάιτα Γουάλι Ζάντα δίνει κάτι από την προσωπική της συγκλονιστική ιστορία (ήταν η ίδια μεταφράστρια και έφυγε από το Αφγανιστάν με την επιστροφή των Ταλιμπάν) στην ταινία, καθώς ο Τζαλάλι εξερευνά τον κοινωνικό χώρο, και τις κοινότητες που, όπως μας εξηγεί, ποτέ δεν είναι πολιτικά ομοιόμορφες.

Στην κουβέντα μας στις Νύχτες Πρεμιέρας ξεκινήσαμε από την ταινία και φτάσαμε πολύ μακριά. Στις κοινότητες που καταστράφηκαν από τις πολιτικές του Ρήγκαν και της Θάτσερ στρέφοντας όμως μετά το μίσος τους προς εξωτερικούς εχθρούς, στο Αμερικάνικο Όνειρο («it’s bullshit!»), στο αίσθημα ενοχής που έχει μια γυναίκα που κατάφερε να φύγει από το Αφγανιστάν όταν άλλοι έμειναν πίσω, στις κοινότητες μεταναστών που ποτέ δεν είναι όσο ομοιόμορφες όσο μας οδηγούν κάποιοι να πιστεύουμε, και στο πώς η ιστορία της ηθοποιού έδωσε ένα νέο επίπεδο στην ταινία που προσπαθούσε για χρόνια να γυρίσει.

Πρώτα απ’ όλα, συγχαρητήρια για την ταινία, ήταν μια έκπληξη. Από πού προήλθε η ιδέα; Γιατί νομίζω ότι είναι ένας πολύ ενδιαφέρων τρόπος να προσεγγίσεις την γνώριμη αναζήτηση ενός ανθρώπου για το πού ανήκει. Γιατί το προσέγγισες μέσα από το φακό αυτού του χαρακτήρα;

Είναι η τέταρτη ταινία μου, και έχουν γενικά να κάνουν με ανθρώπους στο εξωτερικό της κοινωνίας. Και, εν μέρει, το σενάριο βασίζεται σε αναμνήσεις. Δεν είμαι Αφγανή γυναίκα, σαφώς, αλλά απλά αγγίζει το τι έκανα ως παιδί που μετανάστευσα στην Αγγλία και πράγματα που είδα στους γονείς μου μεγαλώνοντας. Αλλά η ιστορία είναι πραγματικά για την Ντάνια. Και ο λόγος γι’ αυτό ήταν επειδή, πριν από εννέα χρόνια περίπου, έκανα μια ταινία στην περιοχή του Σαν Φρανσίσκο, η οποία είναι η δεύτερη ταινία μου, το “Radio Dreams”, και αφορά την πρώτη ροκ μπάντα του Αφγανιστάν που έρχεται σε ραδιοφωνικό σταθμό για να συναντήσει τους Metallica.

Ήταν μυθοπλασία αλλά ήταν μια πραγματική αφγανική μπάντα που έπαιξε το ρόλο. Έτσι μου είπαν για μια πόλη που ονομάζεται Φρίμοντ, για την οποία δεν είχα ακούσει ποτέ μέχρι τότε, και η οποία είναι στο Σαν Φρανσίσκο. Εκεί ζει ο μεγαλύτερος αφγανικός πληθυσμός στην Αμερική. Έτσι πήγα απλά για να φάω αφγανικό φαγητό, να πάω σε εστιατόρια, και γνώρισα κάποια μέλη της κοινότητας.

Στο Φρίμοντ συνάντησα πολλούς ανθρώπους που ήταν πρώην μεταφραστές και όσο περισσότερους συναντούσα, τόσο περισσότερο μιλούσα μαζί τους. Διαπίστωσα ότι η κατάσταση ήταν αρκετά ζοφερή γι’ αυτούς στο Φρίμοντ. Επειδή πήραν μια ειδική βίζα μετανάστευσης, αλλά στη συνέχεια εγκαταλείφθηκαν κατά κάποιο τρόπο. Αλλά σχεδόν όλοι με τους οποίους μίλησα ήταν άντρες. Ήξερα ότι υπήρχαν και γυναίκες μεταφραστές που το είχαν κάνει αυτό, και κάτι που με ενοχλούσε ήταν η αναπαράσταση των αφγανών γυναικών στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Επειδή επικεντρώνονται αποκλειστικά στην καταπίεση και τη δυστυχία τους.

Δεν βλέπουμε ποτέ μια Αφγανή γυναίκα να βγαίνει από το σπίτι, ή δεν βλέπουμε μια αφγανή γυναίκα να μορφώνεται, να βρίσκει δουλειά. Την καθημερινή της εργασία. Τα όνειρά της, τις φιλοδοξίες της και τα λοιπά. Αλλά έχω βρεθεί κοντά σε Αφγανές γυναίκες σε όλη μου τη ζωή, από όταν ζούσα στο Ιράν μέχρι στην Αγγλία, και όσες γνώρισα που ήταν ανεξάρτητες, ήταν ισχυρές, δυνατές. Είχαν όνειρα, είχαν φιλοδοξίες, είχαν δουλειές. Κάποιες από αυτές δεν είχαν δουλειά, αλλά εξακολουθούσαν να έχουν μια αίσθηση της ύπαρξης. Έτσι, αποφασίσαμε να κάνουμε κύριο χαρακτήρα και να αφηγηθούμε την ιστορία μιας γυναίκας που ήταν πρώην μεταφράστρια. Αλλά δεν υπερτονίζουμε τόσο πολύ το παρελθόν της. Είναι περισσότερο για το δίκιο της. Ήθελα να μιλήσω για το παρόν της.

Και ένα άλλο πράγμα είναι ότι πολλές από αυτές τις ταινίες –που μου αρέσουν πολύ– οι οποίες εστιάζουν στην ιδέα του εκτοπισμού ή της μετανάστευσης, αφηγούνται μέσα από το πεδίο του κοινωνικού ρεαλισμού, ο οποίος βάζει πάντα την ευθύνη στο κοινό να λυπηθεί τον χαρακτήρα, να λυπηθεί τον χαρακτήρα του. Έτσι, για 90 λεπτά, 100 λεπτά, οτιδήποτε, παρακολουθείς μια ταινία και λυπάσαι αυτό το άτομο και μετά πας σπίτι σου.

Το ίδιο ισχύει και για μένα. Όταν βλέπω αυτές τις ταινίες, αισθάνομαι τόση θλίψη, τόσο οίκτο. Αλλά νιώθω ότι αυτό έχει μια απάνθρωπη επίδραση. Σκέφτεσαι πως αυτό σχετίζεται με αυτό το άτομο κι έτσι δεν συνδέεσαι με αυτό το άτομο με κανέναν τρόπο. Εμείς θέλαμε κάποιος που το βλέπει, να βρίσκει τον χαρακτήρα σχετικό με τον εαυτό του. Και γι’ αυτό το λόγο ο τόνος είναι αυτή η μελαγχολία αναμεμειγμένη με χιούμορ με πολλούς τρόπους.

Όποιος διαβάζει εφημερίδες ή παρακολουθεί ειδήσεις ξέρει βασικά τι συνέβη στο Αφγανιστάν. Το να το υπερτονίσουμε εδώ, δεν νομίζω ότι θα ήταν ωφέλιμο για την ιστορία. Εμείς μιλάμε για μια νεαρή γυναίκα που, σε βασικό επίπεδο, δεν διαφέρει από μια νεαρή γυναίκα από την Ελλάδα ή τη Γερμανία ή την Μπουρκίνα Φάσο ή την Ινδονησία. Θέλουμε να πάμε για ύπνο το βράδυ νιώθοντας ήρεμοι. Θέλουμε να έχουμε κάτι να κάνουμε την επόμενη μέρα. Θέλουμε να βρούμε συντροφιά, αγάπη για όλους. Όλα τα άλλα είναι ένα μπόνους.

Υπάρχει κάποια σύνδεση με την πραγματικότητα στο στόρι;

Πέντε μήνες πριν ξεκινήσουμε τα γυρίσματα, η Ανάιτα [σσ. Ανάιτα Γουάλι Ζάντα, η ηθοποιός που παίζει τη Ντόνια] βρισκόταν στο Αφγανιστάν και την εκκένωσαν όταν επέστρεψαν οι Ταλιμπάν. Και αυτές τις πτήσεις εκκένωσης τις είδαμε στις ειδήσεις.

Αλλά δεν είναι αυτή η ιστορία εδώ, σωστά;

Όχι, είχαμε γράψει το σενάριο πριν από χρόνια και υποτίθεται ότι θα το γυρίζαμε τον Ιούνιο του 2020, αλλά μετά συνέβη η πανδημία. Οπότε κατά κάποιο τρόπο πέθανε το πρότζεκτ, δεν πιστεύαμε ότι θα συμβεί. Και ένα χρόνο αργότερα, οι Ταλιμπάν επέστρεψαν. Λίγους μήνες αργότερα, η παραγωγός μου, που ήταν στενή φίλη, αρρώστησε. Κι έτσι, μαζί με τους άλλους παραγωγούς, αποφασίσαμε να επαναφέρουμε το πρότζεκτ για να της δείξουμε ότι η ταινία γίνεται. Δυστυχώς, πέθανε δέκα ημέρες πριν ξεκινήσουμε τα γυρίσματα, αλλά τουλάχιστον ήξερε ότι θα την κάναμε, επειδή ήταν όνειρό της να γυριστεί η ταινία.

Στο μεταξύ η κατάσταση στο Αφγανιστάν άλλαξε.Έτσι αλλάξαμε λίγο το σενάριο και μετά αρχίσαμε το κάστινγκ. Κάναμε ανοιχτό κάστινγκ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και σε κέντρα της αφγανικής κοινότητας. Πήραμε απαντήσεις από νεαρές Αφγανές γυναίκες στην Αμερική. Οι περισσότερες από αυτές ήταν σχεδόν όλες δεύτερης γενιάς.Οπότε έκανα βιντεοκλήσεις μαζί τους. Ήταν στην Αριζόνα, την Οκλαχόμα και τη Νέα Υόρκη, παντού. Αλλά λόγω της δεύτερης γενιάς, η γλώσσα δεν ήταν καλή. Όλη η εμπειρία ζωής ήταν πολύ διαφορετική.

Πανικοβλήθηκα αλλά τότε έλαβα ένα email από την Ανάιτα που τελικά πήρε τον ρόλο της Ντόνια, λέγοντας, γεια σας, είμαι 22 ετών, ζω στο Μέριλαντ κοντά στην Ουάσιγκτον και μετακόμισα εδώ πριν από πέντε, έξι μήνες όταν εκκενώθηκα από το Αφγανιστάν τον Αύγουστο του 2021, όταν επέστρεψαν οι Ταλιμπάν.

Έκανα μια βιντεοκλήση μαζί της και από τη στιγμή που την είδα, μόνο η παρουσία της, ο τρόπος που συμπεριφερόταν, ένα μείγμα μελαγχολίας και σκανταλιάς. Σκέφτηκα ότι θα ήταν ιδανικό. Η ίδια η Ανάιτα δεν ήταν μεταφράστρια, αλλά η δική της ιστορία ζωής δεν ήταν πολύ διαφορετική από τον χαρακτήρα της Ντόνια. Έξι μήνες πριν ξεκινήσουμε, βρισκόταν σε μια από αυτές τις τρελές εξόδους από το Αφγανιστάν, ξεκινώντας τη ζωή της από το μηδέν. Όλη η οικογένειά της είναι στο Αφγανιστάν. Είναι 22 ετών, μόνη της στη χώρα. Έξι μήνες αργότερα, βρίσκεται σε ένα κινηματογραφικό πλατό.

Τι είδους πράγματα έφερε η ίδια στον χαρακτήρα και στην ιστορία; Συζητήσατε τις δικές της εμπειρίες κατά την ανάπτυξη αυτού του έργου; Ακόμα κι αν ήταν κάτι που δεν κατέληξε στην οθόνη, μπορεί να βοήθησε στον σχηματισμό με τρόπους που δεν βλέπουμε ευθέως.

Μείναμε πολύ πιστοί στο σενάριο αλλά η δική της προσωπική ιστορία έφερε πραγματικά πολλά σε αυτό, επειδή κάποιες σκηνές ήταν πολύ δύσκολες για εκείνη. Ήταν πολύπλοκο γι’ αυτήν, επειδή ήταν όλο αυτό πολύ παρόμοιο με αυτό που είχε βιώσει. Είτε πρόκειται για την απώλεια μιας οικογένειας ή για την ιδέα της ενοχής, του να είναι εκεί όταν οι άλλοι παρέμειναν πίσω στο Αφγανιστάν. Όλα αυτά τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά για κάποιον που τα έχει βιώσει. Και νομίζω ότι αυτό πρόσθεσε πολλά στην ερμηνεία της και στο ρόλο της. Ήμασταν πολύ τυχεροί που ήρθε και τη βρήκαμε ή μας βρήκε.

Ένα άλλο πράγμα που μου φάνηκε ενδιαφέρον είναι ότι η ίδια δεν ταιριάζει ακριβώς σε αυτή τη συγκεκριμένη κοινότητα που, ξέρεις, στα μάτια της Δύσης είναι λίγο ότι «σας έχω φτιάξει αυτό το χώρο, να είστε ευγνώμονες και αφήστε μας τώρα ήσυχους».

Ναι, είναι πολύ σκληρό.

Και το αντιμετωπίζει η ίδια αυτό με μια αίσθηση ενοχής, μια αίσθηση του «δεν ξέρω γιατί είμαι εδώ, γιατί μιλάω σε αυτό το άτομο, δεν είμαι σίγουρη για τίποτα». Κι αρχίζει και βρίσκει το δρόμο της μέσα από τη σύνδεση με άλλους παράξενους χαρακτήρες, έξω από τα κοινωνικά κέντρα…

Ναι. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι, προφανώς, καμία κοινότητα στην πραγματικότητα δεν είναι ομοιόμορφη. Ακόμα και μεταξύ των κοινοτήτων των προσφύγων, υπάρχουν διαφορετικοί άνθρωποι, ενώ και πολιτικά υπάρχουν διαφορές. Είμαι σίγουρος ότι αν πας κι εσύ στην Αστόρια της Νέας Υόρκης, θα βρεις ανθρώπους που υποστηρίζουν τη στρατιωτική δικτατορία.

Το ίδιο συμβαίνει και με εμάς. Είμαι Ιρανός και πάω ας πούμε στο Λος Άντζελες, ωραία; Ε, διαφωνώ με την πολιτική του 90% των Ιρανών που ζουν στην Καλιφόρνια. Μεγάλωσα μισώντας τη βασιλική οικογένεια. Προέρχομαι από αριστερή οικογένεια, δεν είμαι θρησκευόμενος, δεν είμαι βασιλικός. Όλα αυτά δημιουργούν απόσταση από πολλούς Ιρανούς έξω από το Ιράν. Δεν υπάρχει λοιπόν ομοιομορφία.

Το ίδιο συμβαίνει και με τους Αφγανούς. Πολλοί άνθρωποι που βρίσκονται στην Αμερική, ΟΚ, δε νομίζω ότι κανείς από αυτούς υποστηρίζει τους Ταλιμπάν, αλλά για παράδειγμα κάποιοι από αυτούς θεωρούν τους μεταφραστές προδότες. Οπότε λοιπόν μια ηρωίδα σαν την Ντόνια ζει κοντά τους, συνδέεται με κάποιους από αυτούς, αλλά με πολλούς όχι. Κι υπάρχει και γενικότερη η αίσθηση ότι, δεν θέλω να υπάρχω σε μια κλειστή κοινότητα, γκέτο. Θέλω να ξέρω τι υπάρχει εκεί έξω, εκεί έξω μπορεί να υπάρχει το οτιδήποτε, Κινέζοι, άλλοι Αφγανοί, ένας παράξενος λευκός τύπος, μια λευκή κοπέλα, ένας αφροαμερικάνος. Οτιδήποτε.

Υπάρχει αυτή η ιδέα του να μην θέλεις να περιορίσεις τον εαυτό σου. Εγώ, μεγαλώνοντας στο Λονδίνο, δεν είχα ούτε έναν Ιρανό φίλο. Μιλάω άπταιστα τη γλώσσα και δεν αισθάνομαι Άγγλος, εξακολουθώ μετά από 35 χρόνια στην Αγγλία να αποκαλώ τον εαυτό μου Ιρανό. Έχω ένα βαθύ ενδιαφέρον για το Ιράν, αλλά δεν είχα κανέναν Ιρανό φίλο, και ξέρω ότι πολλοί άλλοι Ιρανοί είναι κολλημένοι σε αυτή την κοινότητα. Και να τονίσω ότι δεν είμαι υπέρ ή κατά αυτής της ιδέας. Απλώς πάντα έτσι ήμουν, και δεν ξέρω αν αυτό με βοήθησε ή με εμπόδισε με οποιονδήποτε τρόπο. Αλλά πάντα με ενδιέφερε να είμαι και με διαφορετικούς ανθρώπους, σε διαφορετικές καταστάσεις, αντί να είμαι μόνο με ανθρώπους σαν κι εμένα.

Η Ντόνια σε αυτό το περιβάλλον νιώθει καλά, και υπάρχει αυτή η άγρια ενοχή μέσα της. «Εγώ είμαι εδώ, οι άλλοι δεν είναι». Και ότι της έχει δοθεί αυτή η ευκαιρία. Θέλω να πω… πραγματικά ήθελα να μην είναι αυτή μια ταινία για το Αμερικάνικο Όνειρο, γιατί νομίζω ότι το Αμερικάνικο Όνειρο είναι μαλακία. Δεν πιστεύω στο Αμερικάνικο Όνειρο. Αλλά το γεγονός παραμένει ότι η Ντόνια έχει κάποιες δυνατότητες εκεί, που δεν θα είχε πριν. Κι αυτό είναι απλά… μια πραγματικότητα που δυστυχώς δεν μπορούμε να απορρίψουμε.

Οπότε ναι, ήταν σημαντικό για μένα, για εκείνη, να συναντηθεί με άλλους ανθρώπους που είναι επίσης χαμένοι με τον δικό τους τρόπο. Μπορεί να μην είναι Αφγανοί όλοι τους, αλλά κάποιοι από αυτούς, μπορεί να είναι Κινέζοι. Μπορεί να είναι λευκοί. Όλοι τους ψάχνουν να βρουν τη δική τους θέση σε αυτή την τρελή ύπαρξη που έχουμε.

Πώς διαμόρφωσες αυτό το μονοπάτι που ακολουθεί, όπως η συνάντηση με τους διάφορους διαφορετικούς χαρακτήρες; Από πού προήλθαν αυτοί; Όπως ο Δόκτωρ που παίζει ο Γκρεγκ Τέρκινγκτον, ο μηχανικός του Τζέρεμι Άλεν Γουάιτ. Είχες συγκεκριμένους τύπους στο μυαλό σου;

Γράφαμε την ταινία ήταν σε μια πολύ περίεργη εποχή. Στην Αγγλία είχαμε τότε όλη τη συζήτηση για το Brexit και στην Αμερική ήταν οι εκλογές του Τραμπ. Παράξενη στιγμή στο χρόνο. Εγώ τότε είχα δει ξανά πρόσφατα μια αμερικανική ταινία, το Harlan County, USA, το οποίο λατρεύω. Γυρίστηκε τη δεκαετία του ’70 σε αυτό το μέρος στο Κεντάκι και είναι για αυτούς τους ανθρώπους, ανθρακωρύχους, που έμειναν ενωμένοι με έναν τόσο βαθύ τρόπο, υποστήριζαν την κοινότητα, υποστήριζαν ο ένας τον άλλον ενάντια στα μεγαλύτερα αφεντικά. Η κομητεία Χάρλαν στο Κεντάκι ήταν τότε Δημοκρατικοί. Και στις εκλογές αυτές, ψήφισε πανηγυρικά Τραμπ.

Κι αυτοί οι ψηφοφόροι, πολλά μέλη αυτής της κοινότητας, είναι παιδιά αυτών των ανθρώπων που είδαμε στο ντοκιμαντέρ ή εγγόνια τους. Αντίστοιχα έχουμε τις κοινότητες των μεταλλωρύχων στη βόρεια Αγγλία ή στην Ουαλία, όπου ήρθε η Μάγκι Θάτσερ και κατέστρεψε τις κοινότητες, έκλεισε τις πόλεις των μεταλλωρύχων και τα πάντα. Οι θέσεις εργασίας χάθηκαν. Οι άνθρωποι αποθαρρύνθηκαν. Κι ήταν η Μάγκι Θάτσερ που τους κόστισε αυτές τις δουλειές, σωστά; Ήταν αυτή η κυβέρνηση συντηρητικών που τις κόστισε. Όχι ένας Πακιστανός, ούτε ένας Λιθουανός, ούτε ένας Πολωνός.

Με τον ίδιο τρόπο στην Αμερική, στο Κεντάκι, το Οχάιο, την Πενσυλβάνια και σε όλο το «rust belt». Αυτές οι κοινότητες αφανίστηκαν οικονομικά κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Ρήγκαν. Κι αυτή τη στιγμή, άνθρωποι όπως ο Τραμπ ή το Συντηρητικό Κόμμα στην Αγγλία κατά τη διάρκεια του Brexit, ήρθαν σε αυτές τις κοινότητες και τους εμφύσησαν τον φόβο του Θεού. Ήρθαν σε αυτές τις κοινότητες λέγοντας, να φοβάστε τον Πολωνό. Να φοβάστε τον Λιθουανό. Να φοβάστε τον Εσθονό, τον Πακιστανό. Εξαιτίας τους οι κοινότητές σας είναι νεκρές. Έτσι οι άνθρωποι άρχισαν να τους φοβούνται. Ο φόβος ήταν μέσα τους.

Όταν γράφαμε το σενάριο λοιπόν ήταν σε αυτό το πλαίσιο. Και γι’ αυτό αισθάνθηκα ότι σε αυτή την ταινία δεν ήθελα κάποιος να είναι σαν ήρωας και κάποιος να είναι κακός. Δεν υπάρχει κάποιος που έρχεται και είναι φανερά ρατσιστής απέναντι σε κάποιον άλλο. Ούτε ήθελα κάτι εξιδανικευμένο. Είναι μια κατάσταση που αισθάνθηκα ότι υπάρχει ανάμεσα σε απλούς ανθρώπους, ανάμεσα σε φυσιολογικούς ανθρώπους.

Είναι άνθρωποι που έχουν πολύ περισσότερα κοινά μεταξύ τους από ό,τι ένας πλούσιος άνθρωπος από τη χώρα τους. Καταλαβαίνεις τι εννοώ; Οπότε, οπότε από εκεί προήλθαν αυτοί οι χαρακτήρες. Είναι όλοι κάπως… χαμένοι με το δικό τους τρόπο. Ή βρίσκουν το δικό τους δρόμο.

Προέρχομαι από μια συνοριακή πόλη στο βόρειο Ιράν, όσο πιο βόρεια μπορείς να πας. Έτσι, όταν γεννήθηκα, ήταν η ΕΣΣΔ.Τώρα είναι το Τουρκμενιστάν, οπότε είναι ακριβώς στα σύνορα, και είναι αρκετά απομονωμένη και έρημη και μακριά από την πρωτεύουσα. Και πάντα ήμασταν κάπως μόνοι μας, επειδή είναι δύσκολο να φτάσει κανείς από την πρωτεύουσα. Αλλά τότε μας είπαν ότι είμαστε ακριβώς δίπλα στα σύνορα, είμαστε ακριβώς δίπλα στην Κασπία Θάλασσα. Μπορούμε να πάμε οπουδήποτε από εδώ. Όλος ο κόσμος είναι στα πόδια σας. Ποτέ δεν ήταν φυσικά γιατί δεν μπορούσες να φύγεις από τα σύνορα. Αλλά αυτό που εννοώ είναι η ιδέα ότι βρισκόμασταν στην περιφέρεια. Όπου μπορείς απλά να σκέφτεσαι τις δυνατότητες. Αυτή η πιθανότητα του αγνώστου ήταν πάντα με συνάρπαζε.

Info:

Το “Φρίμοντ” κυκλοφορεί στις αίθουσες από την One from the Heart. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του ‘23 στις Νύχτες Πρεμιέρας.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα