Προσπαθούμε να καταλάβουμε πώς δημιουργήθηκε η πιο παλαβή ταινία της χρονιάς

Διαβάζεται σε 9'
Προσπαθούμε να καταλάβουμε πώς δημιουργήθηκε η πιο παλαβή ταινία της χρονιάς

Ο Εσθονός σκηνοθέτης Ράινερ Σάρνετ απαντά τις αγωνιώδεις ερωτήσεις που του θέσαμε προκειμένου να καταλάβουμε πώς δημιουργήθηκε η πιο παλαβή (και ελληνική συμπαραγωγή!) ταινία της χρονιάς.

Μια από τις πιο παράξενες και μοναδικές ταινίες των τελευταίων χρόνων μόλις κυκλοφόρησε στα σινεμά και είναι ελληνική συμπαραγωγή. Την είδαμε πρώτη φορά φέτος στο φεστιβάλ του Λοκάρνο, το οποίο είναι σε μεγάλο βαθμό συνδεδεμένο με πιο πειραματικές, αβάν γκαρντ προτάσεις. Οπότε όταν σε ένα φεστιβάλ σαν εκείνο, κυκλοφορεί έντονο word of mouth για μια ταινία, καταλαβαίνεις πόσο πολύ ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες.

Για μέρες, το στάνταρ ξεκίνημα συζητήσεων από ένα σημείο και μετά ήταν: «είδες αυτό το εσθονικό;;». Το εν λόγω εσθονικό είναι η ταινία “Η Αόρατη Μάχη (The Invisible Fight / Nähtamatu võitlus)” του Ράινερ Σάρνετ, μια ξέφρενη μίξη σλάπστικ, σινεμά πολεμικών τεχνών και θρησκευτικής σάτιρας(!) για ένα μάτσο ορθόδοξους μοναχούς στη Σοβιετική Ένωση του ‘70 που πολεμάνε για την πίστη τους.

Με κουνγκ φου.

Η ταινία αποτελεί ελληνική συμπαραγωγή (η Αμάντα Λιβανού –πρόσφατα του υπέροχου “Broadway”– είναι παραγωγός) ενώ συναντάμε μπόλικα ελληνικά ονόματα στα credits, όπως του εξαιρετικού Αντώνη Κοτζιά στα οπτικά εφέ.

Η ταινία ξεκινά στα σύνορα Σοβιετικής Ένωσης και Κίνας όπου μετά από μια φονική επίθεση κινέζων πολεμιστών, ένας φρουρός που επιβιώνει αποφασίζει να γίνει μοναχός – και μαζί να γίνει τρανός πολεμιστής κουνγκ-φου, και μάλιστα «πεφωτισμένου» κουνγκ-φου, όχι ό,τι κι ό,τι. Στο μοναστήρι όπου εκπαιδεύεται όμως θα πρέπει διαρκώς να αποδεικνύει την αξία του και την αφοσίωσή του στα ηθικά ιδεώδη της πίστης.

Είναι ένα σχιζοφρενικό, παραληρηματικό κινηματογραφικό πείραμα, με μια εσάνς ταραντινικής δομής (και προσέγγισης πάνω στα είδη) που αντλεί επιρροές από το σινεμά δράσης του Χονγκ Κονγκ με ευρηματικές χορογραφίες δράσης που εκμεταλλεύονται κάθε χώρο και κάθε κομμάτι σκηνογραφίας. Έχοντας όμως μέσα και μπόλικη σλάπστικ πλευρά (το “Shaolin Soccer” του Στίβεν Τσόου δε μπορεί παρά να έρθει στο νου) όπου το χιούμορ αντλείται με διαφορετικούς τρόπους, τόσο από της διαφορετική στάση των πρωταγωνιστών (ο κεντρικός ήρωας είναι μια καρτουνίστικη φιγούρα εγωπάθειας, ο ανταγωνιστής του στη μονή είναι εντελώς «στεγνός», σχεδόν απορημένος με τον παραλογισμό της όλης κατάστασης), όσο κι από τη χορογραφία και τα διαρκή κλεισίματα του ματιού.

Επειδή δεν γινόταν αλλιώς, θέσαμε κάποια ερωτήματα στον σκηνοθέτη Ράινερ Σάρνετ για να μάθουμε περισσότερα για το πώς του ήρθε αυτή η ταινία – και μας πήγε σε μια διαδρομή που περιλαμβάνει από σοβιετικά animation μέχρι τη μουσική των Black Sabbath και, εν μέσω όλων αυτών, γυρίσματα στην Ελλάδα και μια αληθινή σύνδεση με την ορθοδοξία. Αυτή η συζήτηση, όπως κι η ίδια η ταινία, ήταν ένα κάποιο ταξίδι.

Από πού προήλθε η ιδέα για την ταινία; Και για να γίνω πιο ακριβής: Τι ήρθε πρώτο, οι μοναχοί ή οι πολεμικές τέχνες;

Πρώτα ήταν οι μοναχοί. Αληθινές ιστορίες από πραγματικούς μοναχούς. Βιογραφίες νεαρών μοναχών, συμπεριλαμβανομένης της ιστορίας του μοναχού Ραφαέλ, ο οποίος λάτρευε να τρέχει με το αυτοκίνητό του. Επισκέφθηκα το ίδιο μοναστήρι από το οποίο προερχόταν ο Ραφαέλ. Όλοι αυτοί οι μοναχοί με τα μαύρα ρούχα και τα μακριά μαλλιά, τα κρανία στις κατακόμβες… μου φάνηκε αρκετά rock’n’roll κόσμος.

Εντυπωσιάστηκα επίσης από την αίσθηση του χιούμορ και την εσωτερική δύναμη των μοναχών. Σκέφτηκα πώς να μεταφέρω αυτή την εμπειρία στην ταινία, ποιο είδος να χρησιμοποιήσω, και στη συνέχεια κατέληξα στην ιδέα ότι η καλύτερη μορφή για να αποδώσω αυτόν τον εξωτικό κόσμο θα ήταν μια κωμωδία κουνγκ φου.

Πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν να ισορροπήσεις ανάμεσα στην ασέβεια, τη δράση και τη θεολογία σε μια ταινία; Ποια ήταν η προσέγγισή σας;

Τα πάντα καθορίζονται από την πρόθεση. Η πρόθεσή μου δεν ήταν να γελοιοποιήσω την εκκλησία ή την πίστη, το αντίθετο μάλιστα. Έχω μεγάλο σεβασμό για την ομορφιά και τον μυστικισμό της Ορθόδοξης Εκκλησίας, την παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας που πηγαίνει πίσω χιλιάδες χρόνια. Οι άγιοι της Εκκλησίας δεν είναι άψογοι άνθρωποι, είχαν πολλά λάθη και εσωτερικό αόρατο αγώνα στη ζωή τους. Αυτό είναι το νόημα της ταινίας, ότι όλοι είμαστε άνθρωποι και μπορούμε να γίνουμε άγιοι. Όλοι.

Είχα έναν διάλογο με τον κληρικό πατέρα μου, ρωτώντας αν είναι εντάξει να χρησιμοποιήσουμε, για παράδειγμα, τη μουσική των Black Sabbath, όπου τραγουδούν για την κόλαση και τους δαίμονες. Είπε ότι αυτά είναι θρησκευτικά θέματα και ότι ο Ozzy ήταν ένας θρησκευόμενος άνθρωπος, αν και έκανε πολλά ηλίθια πράγματα. Όπως και πολλοί άγιοι.

Τι είδους αναφορές ή κατευθυντήριες γραμμές είχατε κατά την ανάπτυξη της ταινίας; Όχι απαραίτητα κινηματογραφικές, αλλά ίσως και τέτοιες. Υπήρχε κάτι στο μυαλό σου κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ή ένιωθες ότι ζωγράφιζες σε έναν εντελώς άδειο καμβά;

Στην αρχή είναι μια κενή σελίδα, όταν σου έρχεται μια ιδέα, έχεις αυτή την αμυδρή και παράξενη αίσθηση ότι πρόκειται για ιδέα. Αν αναπτυχθεί περαιτέρω, θα προκύψουν συνδέσεις με άλλα φαινόμενα, ταινίες, μουσική, τέχνη. Έτσι, επηρεάστηκα από το σοβιετικό κινούμενο σχέδιο της δεκαετίας του ’70 “Nu pogodi”, την κωμωδία kung-fu “Dance of drunken mantis”, τους Black Sabbath.

Όλα αυτά τα στοιχεία δημιουργούν έναν κόσμο που υποστηρίζει την ιδέα και η ιδέα ζωντανεύει. Δεν είναι πια σαν δική μου ιδέα, αλλά σαν ένα φυσικό φαινόμενο. Ο Ζαν Κοκτώ είπε ότι μια καλή ταινία είναι σαν να μην την έχει κάνει κανείς, σαν να υπήρχε από την αρχή.

Πόσο δύσκολη ή δύσκολη ήταν η περίοδος των γυρισμάτων; Υπήρχε κάποια ιδιαίτερη δυσκολία ή κάτι που άλλαξε δραστικά μέσα από αυτή τη διαδικασία;

Χρειάστηκε χρόνος για να ξεκινήσει η ταινία και να χρηματοδοτηθεί. Νόμιζα ότι δεν θα γινόταν καθόλου ταινία και γλίτωσα από αυτό το εγχείρημα. Ξαφνικά, όμως, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, η ταινία έλαβε υποστήριξη και έπρεπε να αρχίσω να την κάνω. Η περίοδος των γυρισμάτων ήταν πολύ εύκολη και διασκεδαστική, φαινόταν ότι κάτι την κουβαλούσε, ότι η δύναμη ήταν μέσα μου.

Πώς κατέληξες στην τοποθεσία και στο συγκεκριμένο περιβάλλον; Τι ήταν δύσκολο και ποιο ήταν το καλύτερο πράγμα σε αυτό;

Ήταν δύσκολο να βρούμε το μοναστήρι. Δεν επιτρέπεται καθόλου να κινηματογραφούμε σε μοναστήρια. Έτσι, γυρίσαμε το εσωτερικό του μοναστηριού στη Λετονία, σε ένα κάστρο όπου υπήρχε νοσοκομείο, και γυρίσαμε το εξωτερικό του μοναστηριού στην Ελλάδα, στο Μουσείο Βορρέ, το οποίο είχε επίσης έναν κήπο.

Ο κήπος είναι σημαντικός για ένα μοναστήρι, και στο Βορρέ υπήρχαν κατάλληλα παρτέρια και φυτά, ένας πέτρινος τοίχος, κλειστές πύλες και οι λευκοί τοίχοι των σπιτιών, που όλα μαζί είχαν ένα μοναστηριακό αποτέλεσμα. Ήταν επίσης εξωτικό για εμάς τους Εσθονούς. Ήθελα ο χαρακτήρας να εισέλθει στο μοναστήρι από τον γκρίζο κόσμο της Σοβιετικής Ένωσης σε έναν πολύχρωμο παραμυθένιο κόσμο. Το φως στον ουρανό ήταν επίσης διαφορετικό.

Πώς αποφασίσατε να συνεργαστείτε με τον Ούρσελ Τιλκ και πώς ήταν οι συζητήσεις σας μαζί του, όσον αφορά τον χαρακτήρα του και τη σωματικότητα του όλου θέματος;

Ο κύριος χαρακτήρας, ο Ραφαέλ, καθοδηγείται από την ιδέα ότι ο Θεός έχει σχέδια γι’ αυτόν. Αυτό του δίνει κουράγιο και δύναμη. Ακόμη και αν πέσει, σηκώνεται αμέσως. Είναι σαν παιδί, γεμάτος εμπιστοσύνη και χαρά. Η Ούρσελ είχε αυτά τα χαρακτηριστικά, την παιδικότητα, τη φωτιά. Ο Ραφαέλ θέλει επίσης να γίνει ένας άσος του black metal kung fu, θέλει να είναι cool και να ξέρει kung fu. Οπότε ο ηθοποιός έπρεπε να έχει και αυτά τα χαρακτηριστικά. Ευτυχώς, ο Ούρσελ τα είχε όλα μαζί.

Εμπνευστήκαμε επίσης από τον λύκο από το καρτούν “Nu pogodi”. Ο Ούρσελ προσπάθησε να υποδυθεί έναν δισδιάστατο λύκο καρτούν. Φυσικά, κάναμε μεγάλες συζητήσεις για την πίστη και διαβάσαμε ορθόδοξα βιβλία για να απορροφήσουμε αυτό το πνεύμα.

Ποια είναι η σχέση σας με την πνευματικότητα; Άλλαξε μέσα από τη διαδικασία δημιουργίας αυτής της ταινίας;

Ενώ γράφαμε το σενάριο, επισκέφθηκα μοναστήρια στη Ρωσία, την Αγγλία, τη Σερβία, αλλά και το Άγιο Όρος. Κατά τη διάρκεια αυτών των σπουδών, ασπάστηκα επίσης την Ορθοδοξία, καθώς αυτός ήταν ίσως ο κύριος λόγος για τον οποίο ενδιαφέρθηκα εξ αρχής να γυρίσω μια τέτοια ταινία. Ήθελα να γνωρίσω τον ορθόδοξο κόσμο, και η ταινία ήταν ένας πολύ καλός τρόπος για να τον βιώσω. Νομίζω ότι και όλος ο θίασος την απόλαυσε και το κοινό θα τη βρει επίσης ενδιαφέρουσα.

Τι αισθάνεσαι ότι έμαθες μέσα από όλα αυτά;

Άνοιξα για τον εαυτό μου το ατελείωτο σεντούκι του θησαυρού που είναι η ορθόδοξη παράδοση. Όλος αυτός ο κόσμος της ομορφιάς και του μυστικισμού, που μεταφέρεται από το πνεύμα της αγάπης. Έμαθα ότι η εκκλησία δεν είναι μόνο για τους αγίους, αλλά ο καθένας μπορεί να πάει στην εκκλησία, όσο αμαρτωλός κι αν είναι, ειδικά οι αμαρτωλοί.

Ο Χριστός προτίμησε τον τελώνη, τον αμαρτωλό τελώνη, του οποίου η καρδιά ήταν μαλακή, από τους θρησκευτικούς ηγέτες, των οποίων η εξωτερική ζωή ήταν χωρίς αμαρτία, αλλά η καρδιά τους ήταν ανάλγητη. Το Ευαγγέλιο μάς δείχνει ότι χειρότερη από τις ξεκάθαρες, στιβαρές αμαρτίες είναι αυτή η ανθρώπινη κατάσταση – το να είσαι άκαρδος και κυριευμένος από φθόνο. Τι είναι ανθρώπινη τελειότητα; Η συμπονετική καρδιά και το έλεος.

Info:

Η Αόρατη Μάχη προβάλλεται στο σινεμά Στέλλα.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα