“Ο κόσμος είναι ένα απαίσιο μέρος”: Ο πολυβραβευμένος Μεξικάνος σκηνοθέτης Μισέλ Φράνκο μιλά στο NEWS 24/7
Διαβάζεται σε 18'Ο πολυβραβευμένος σκηνοθέτης του “Μετά τη Λουσία” μιλάει στο NEWS 24/7 για τη μνήμη, την Τζέσικα Τσαστέιν και το πώς εμπλέκεται το Me Too στη νέα του ταινία.
- 20 Ιουνίου 2024 06:16
Στην καινούρια της ταινία, η Τζέσικα Τσαστέιν παίζει έναν από τους πιο απαιτητικούς ρόλους της καριέρας της. Δίχως εξάρσεις, δίχως ερμηνευτικές ευκολίες, παίζει τη Σίλβια, μια single μητέρα και κοινωνική λειτουργό, η οποία ζει μια μοναχική ζωή σαν κάτι πάντα να την κρατά μακριά από τον κόσμο. Υπάρχει κάτι βαθιά στη μνήμη, στην εμπειρία της, που την κρατά πληγωμένη.
Σε ένα σχολικό reunion η Σίλβια γνωρίζει τον Σολ, έναν άντρα που πάσχει από άνοια κι ο οποίος την ακολουθεί σπίτι. Φαίνεται να υπάρχει κάτι εκεί μεταξύ τους, αλλά τι είναι αυτό; Ποια είναι η αλήθεια πίσω από τη μνήμη; Τι τους συνδέει, και τι σημαίνει αυτό για τις ζωές τους τώρα;
Ακούγεται βαρύ – και είναι, αν και ο κυνισμός που χαρακτηρίζει τα φιλμ του Μεξικάνου σκηνοθέτη Μισέλ Φράνκο εδώ με έναν πολύ περίεργο τρόπο δίνει τη θέση του σε κάτι πολύ πιο ουσιαστικά ανθρώπινο. Ο σκηνοθέτης του “Μετά τη Λουσία”, του “Sundown”, του “New Order” δεν διακρινόταν ποτέ ούτε για τον ουμανισμό στις ιστορίες του, οι οποίες συχνά έμοιαζαν να προκρίνουν το σοκ και τις ωμές ιδέες έναντι της ανθρωπιάς ή της πολιτικής ή συναισθηματικής συνέπειας.
Σοκαριστικά, η “Μνήμη” (“Memory”, στις αίθουσες από τις 20 Ιουνίου) καταφέρνει όντως να φέρει κάτι καινούριο για τον σκηνοθέτη. Από την περσινή Βενετία όπου προβλήθηκε ήδη ακούγαμε κόσμο να την περιγράφει ως «διαφορετική», ως μια ταινία που φέρνει μια διαφορετική οπτική για τον Φράνκο. Και που, παρά την βράβευση στη Βενετία του Πίτερ Σάρσγκαρντ με το βραβείο αντρικής ερμηνείας (για τον ρόλο του Σολ), είναι στην πραγματικότητα η Τσαστέιν που παραδίδει κάτι το αληθινά συγκλονιστικό.
Είναι αλήθεια. Πίσω από μια ιστορία αποξενωμένων ανθρώπων και σοκαριστικών αποκαλύψεων, ο Φράνκο καταφέρνει αυτή τη φορά να εντοπίσει κάτι το σχεδόν ελπιδοφόρο. Αποσπώντας στην πορεία μια εκπληκτική ερμηνεία από το κεντρικό του δίδυμο, και ειδικά την Τσαστέιν που σηκώνει όλη την ταινία πάνω της χωρίς να το κάνει με εφετζίδικο τρόπο.
Όταν ο Μισέλ Φράνκο επισκέφθηκε την Αθήνα το περασμένο φθινόπωρο για την προβολή της “Μνήμης” στις Νύχτες Πρεμιέρας, θελήσαμε να τον ρωτήσουμε, πολύ ειλικρινά, γιατί αυτή η ταινία φάνηκε διαφορετική σε τόσο κόσμο. Και μιλήσαμε για το πώς η συναισθηματική του κατάσταση επηρεάζει το πώς λέει τις ιστορίες του, μιλήσαμε για τον τρόπο με τον οποίο βλέπει τον κόσμο, για το πώς η μνήμη μας σχηματίζει, και φυσικά, για το πώς ήταν η συνεργασία με την Τσαστέιν, λίγο μετά το δικό της Όσκαρ.
Θέλω πρώτα απ’όλα να ρωτήσω… Πολύς κόσμος έχει μιλήσει για το πώς είδε αυτή την ταινία ως μια αποχώρηση για εσένα ή τη βρήκε κάπως διαφορετική από τις προηγούμενες ταινίες σου. Και το έχω ακούσει αυτό και από ανθρώπους που τους άρεσαν οι προηγούμενες ταινίες και από ανθρώπους που δεν τους άρεσαν, αλλά τους άρεσε αυτή. Έχεις νιώσει εσύ αυτό το συναίσθημα, ότι κάτι ήταν διαφορετικό αυτή τη φορά;
Για μένα, η πιο σημαντική πτυχή κάθε ταινίας ως θεατής και φυσικά ως σκηνοθέτης είναι πάντα να κάνω στον εαυτό μου αυτή την ερώτηση πριν κάνω μια ταινία: Το έχω δει αυτό; Έχει γίνει αυτό; Κι αν η απάντηση είναι ναι, ή είναι απλά μια μίξη δύο ταινιών, δεν το κάνω.
Με αυτή την έννοια, θα ήθελα να πιστεύω ότι κάθε ταινία μου είναι διαφορετική. Πιθανώς αυτό στο οποίο αναφέρεται ο κόσμος είναι ότι με κάποιο τρόπο φτάνει η ταινία σε κάποιο είδους ειρηνικό μέρος, που ο κόσμος δεν περίμενε από εμένα. Από αυτή την άποψη… ναι, ήμουν σε μια πιο ειρηνική φάση της ζωής μου.
Μου αρέσει να κάνω μια ταινία κάθε χρόνο ή να κάνω πολλές ταινίες, γιατί έτσι οι ταινίες μπορούν να αντανακλούν το πού βρίσκομαι στη ζωή μου. Δεν θα μπορούσα να κάνω μια ταινία κάθε επτά χρόνια και να κουβαλάω ένα έργο για τόσο καιρό, όταν μέσα σε επτά χρόνια αλλάζει κανείς τόσο πολύ. Ποιο θα είναι το νόημα να κουβαλάω αυτή την ταινία για τόσο καιρό; Καταλαβαίνεις τι εννοώ; Νομίζω ότι θα έχει πεθάνει μέχρι να την κάνω.
Θα γίνονταν και τόσες πολλές αλλαγές κατά τη διάρκεια.
Είμαι πολύ ειλικρινής. Όταν έκανα το “Sundown”, την προηγούμενη ταινία μου, ήμουν σε κρίση μέσης ηλικίας. Αισθανόμουν πολύ μπερδεμένος, σε μια υπαρξιακή κρίση. Και νομίζω ότι το να κάνω την ταινία με βοήθησε κάπως. Βρήκα τον εαυτό μου σε ένα πιο γαλήνιο μέρος. Και τότε ήταν που εμφανίστηκε η “Μνήμη”.
Βλέπεις τον εαυτό σου γενικά ως ένα αισιόδοξο άτομο;
Είναι δύσκολο να απαντήσω. Μπορώ να σου πω ότι αγαπώ τη ζωή. Είμαι επίσης πολύ κοινωνικό άτομο. Μου αρέσει να ταξιδεύω. Μου αρέσει, είμαι περίεργος. Δουλεύω σκληρά, οπότε απολαμβάνω αυτό που κάνω. Από την άλλη, είμαι αφελής; Όχι. Ο κόσμος είναι ένα τρομακτικό μέρος. Ο κόσμος είναι άθλιος. Ναι. Θα ήταν πολύ εγωιστικό να μην αναγνωρίσω ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων στον κόσμο ζει απαίσια ζωή και ότι η κοινωνική ανισότητα είναι τεράστια, κι εγώ ανήκω στο μικρό τυχερό ποσοστό που απολαμβάνει τη ζωή.
Έτσι, μερικές φορές, όταν μιλάω για τα πράγματα όπως είναι, οι άνθρωποι νομίζουν ότι είμαι απλώς αρνητικός. Αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Απλά είμαι αντικειμενικός: Ο κόσμος είναι ένα απαίσιο μέρος. Εννοώ, κοίταξε, γίνεται ένας πόλεμος αυτή τη στιγμή και τον ξεχνάμε, καταλαβαίνεις; Και νομίζω ότι μισό εκατομμύριο άνθρωποι έχουν πεθάνει σε αυτόν τον πόλεμο. Θυμάμαι όταν ήμουν παιδί, παρακολουθούσα ακόμα και στο MTV τις αναφορές από το Σεράγεβο και ο κόσμος είχε συνηθίσει να γίνεται ένας πόλεμος κάθε μέρα και κανείς δεν έκανε τίποτα.
Και τι γίνεται με το Μεξικό; Υπάρχουν 70 εκατομμύρια φτωχοί άνθρωποι και κανείς δεν δίνει δεκάρα γι’ αυτούς. Οπότε ναι, μου αρέσει να μιλάω για τα πράγματα όπως είναι, συμπεριλαμβανομένου και του κινηματογραφικού μου έργου. Ακόμα κι αν έτσι πρόκειται να έρθω αντιμέτωπος με το κοινό, δε θα σταματούσα ποτέ να το κάνω αυτό.
Ανέφερες ότι οι ταινίες σου δεν δημιουργούνται ως σύνθεση άλλων ταινιών. Αλλά αν πεις ότι αυτό δεν είναι σημείο εκκίνησης για σένα, τότε τι είναι; Η κατάσταση του κόσμου; Μια προσωπική εμπειρία; Πώς φτάνεις σε μια ιστορία σαν αυτή που βλέπουμε στη “Μνήμη”;
Δεν θέλω να πω ότι είμαι εντελώς πρωτότυπος για αυτό είναι αδύνατον να επιτευχθεί. Βλεπω πολλές ταινίες, διαβάζω πολλά βιβλία. Οπότε όλα είναι ένα μείγμα των όσων συμβαίνουν στο μυαλό μου και τη ζωή μου, θα απεικονιστούν στις ταινίες που κάνω.
Κάθε ταινία αποκαλύπτεται με διαφορετικό τρόπο. Σε αυτή την περίπτωση, είχα την ιδέα –και δεν ξέρω από πού μου ήρθε– αλλά είχα αυτή τη σκηνή στο μυαλό μου, για μια γυναίκα που πηγαίνει σε μια συγκέντρωση συμμαθητών και την ακολουθεί στο σπίτι κάποιος που την ενοχλεί, και ο οποίος μένει έξω από το σπίτι της όλη τη νύχτα. Δεν ξέρω γιατί. Απλά είχα αυτή την ιδέα. Δεν ήξερα ποιοι ήταν ή γιατί ξέρεις κάτι γι’ αυτούς. Και μετά άρχισα να αναρωτιέμαι γιατί την ακολουθούσε. Και ποια είναι αυτή; Και ποιος είναι αυτός;
Επίσης διάφορα άλλα πράγματα που έχω στο μυαλό μου. Ας πούμε η άνοια είναι ένας από τους μεγαλύτερους φόβους μου. Επίσης, η ψευδής κατηγορία απέναντι σε κάποιον… ξέρεις, το κίνημα Me Too ήταν για χρόνια το κέντρο της συζήτησης και η ταινία δεν είναι για αυτό, αλλά ίσως τόση συζήτηση κατέληξε να τρυπώσει μια σκέψη μες στον εγκέφαλό μου. Αλλά οι καλές ταινίες νομίζω πρέπει να είναι πολυεπίπεδες. Δεν πρέπει να είναι σε φάση: Θα κάνω μια ταινία για αυτό το θέμα. Τότε είναι κάπως γελοίο.
Θα μπορούσε να είναι ένα podcast.
Ακριβώς. Ακόμα κι όταν κοιτάξεις ένα καλό βιβλίο όπως η Άννα Καρένινα, υποτίθεται ότι είναι μια ιστορία αγάπης, ναι, αλλά το διαβάζεις κι υπάρχουν περίπου 100 σελίδες που μιλάνε για τη γεωργία. Γι’αυτό είναι τόσο καλό, δεν είναι απλά μια ερωτική ιστορία, είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό, είναι μια περιγραφή της κοινωνίας εκείνης εποχής. Οπότε μια καλή ταινία πρέπει να είναι σαν ένα καλό βιβλίο.
Ούτε θα πρέπει να είναι εύκολο να εξηγηθεί. Διαφορετικά γιατί να μπεις στον κόπο να κάνεις την ταινία; Ή γιατί να μπείτε στον κόπο να δώσετε το απόγευμά σας για να πάτε σε ένα σινεμά και να καθίσετε να την παρακολουθήσετε; Δεν θα πρέπει να είναι κάτι τόσο απλό.
Έχει ενδιαφέρον πως η ιδέα που περιγράφεις από την οποία ξεκίνησε η ταινία, που ανέφερες ότι δεν ήξερες γιατί ο άντρας ακολουθούσε τη γυναίκα, ότι η ταινία αντικατοπτρίζει το συναίσθημα. Είναι όλη χτισμένη γύρω από αυτό το ερωτηματικό.
Είναι, ναι. Αν σταματήσετε την ταινία εκείνη τη στιγμή, νομίζω ότι κανείς από το κοινό δεν μπορεί να μαντέψει τι πρόκειται να συμβεί. Δεν είναι φτιαγμένη με μια φόρμουλα, ξέρεις, με ένα από αυτά τα βιβλία σεναρίων. Μισώ αυτή την προσέγγιση στον κινηματογράφο. Είναι η πιο τεμπέλικη. Ο καλός σεναριογράφος είναι αυτός που αφήνει την ταινία να αποκαλυφθεί και να περιέχει κάποιο μυστήριο. Ναι, να αποκαλυφθεί. Και ένα καλό σενάριο είναι κάτι που οι ηθοποιοί μπορούν να ανακαλύψουν πράγματα σε αυτό, να διαβάσουν ανάμεσα στις γραμμές για κάτι που δεν είναι προφανές και φανερό εκεί.
[Προσοχή: Στις επόμενες δύο ερωτήσεις συζητιούνται αορίστως κάποια στοιχεία του τέλους της ταινίας.]
Θέλω να φτάσω και στους ηθοποιούς, αλλά επειδή συζητούσαμε και νωρίτερα γιατί πολλοί είδαν αυτή την ταινία ως διαφορετική από τις προηγούμενες: Παρόλο που η ταινία είναι μια διαδικασία ανακάλυψης όπως είπαμε τώρα, δεν αισθάνομαι πως τελειώνει με μια μεγάλη έκπληξη ή κάτι τέτοιο. Έχουμε φυσικά τη σκηνή με τη μεγάλη αντιπαράθεση, ανακαλύπτουμε κάτι εκεί, την πολύ άσχημη αλήθεια, και μετά η ταινία απλά υπάρχει. Το κοινό μπορεί να αναπνεύσει. Δεν ξέρω αν βγάζει νόημα αυτό.
Ναι, χαίρομαι που το διαπιστώνεις. Νομίζω πως αυτό που λειτουργεί πολύ εκεί είναι ότι υπάρχει ψυχή και ότι η ρομαντική ένταση δεν εξαφανίζεται ποτέ. Και ως θεατής δε νιώθεις ασφαλής μέχρι να τελειώσει, γιατί θα μπορούσε να εξελιχθεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους στο τέλος.
Στη σκηνή της αντιπαράθεσης είναι πολύ ενδιαφέρουσα η σκηνοθεσία. Η κάμερα είναι ακίνητη και τους βλέπουμε όλους στο κάδρο. Αλλά δεν ξέρουμε ακριβώς ακόμα τι έχει συμβεί. Οπότε δεν ξέρουμε πού να πάμε με το μάτι μας. Δεν υπάρχει ασφαλής χώρος για να πάμε εκεί. Ψάχνουμε παντού. Πώς αντιδρούν όλοι. Και τι σημαίνει η κάθε αντίδραση.
Αυτό ήταν πολύ δύσκολο να το τραβήξουμε. Πάντα προτιμώ να μην το λέω στο κοινό «κοιτάξτε αυτό» δείχνοντας ένα κοντινό πλάνο και κατευθύνοντας τις ιδέες και τα συναισθήματά τους. Γιατί όταν είμαι στο κοινό και μου συμβαίνει αυτό, τέλος. Είναι ένας μελοδραματικός, συγκαταβατικός τρόπος να αντιμετωπίσεις το κοινό. Κι όπως λες, αν κρατήσουμε αυτό το ανοιχτό κάδρο, το κοινό μπορεί να αποφασίσει ποιον θα κοιτάξει, και και η ένταση χτίζεται με έναν πιο ρεαλιστικό τρόπο, έχεις όλους τους ηθοποιούς να παίζουν τη σκηνή την ίδια στιγμή. Αλλά το ερώτημα είναι, είναι αρκετά αποτελεσματικό; Και συνήθως οι ταινίες χρησιμοποιούν βοηθητικά εργαλεία όπως η μουσική και τα κοντινά πλάνα.
Ναι, για να σου πουν ότι εδώ πρέπει να κοιτάξεις ή ότι έτσι πρέπει να αισθανθείς.
Ακόμα και για να τραβήξεις την εστιάση από κάπου. Να σου πει ότι μετά από αυτό τον χαρακτήρα πρέπει να κοιτάξεις εκείνον. Κι όλα αυτά. Ελπίζω η δική μας ταινία να είναι καλή, επειδή απέφυγα να χρησιμοποιήσω όλες αυτές τις τεχνικές διευκόλυνσης.
Μιλώντας λοιπόν για αυτή τη σκηνή, πρέπει να ήταν δύσκολη εκεί η κατεύθυνση των ηθοποιών, γιατί καθένας πρέπει κατά κάποιο τρόπο να έχει μια πολύ συγκεκριμένη νοοτροπία ως προς την αντίδραση του χαρακτήρα του. Πώς ήταν η συνεργασία σου με τους ηθοποιούς γενικά;
Το να σκηνοθετείς μια τέτοια σκηνή είναι σαν να σκηνοθετείς ολόκληρη την ταινία. Πρέπει πραγματικά να είσαι στην ίδια σελίδα. Δεν κάνω καθόλου πρόβες αλλά μιλάω πολύ με τους ηθοποιούς, πολύ λεπτομερώς για το νόημα των πάντων, για τους χαρακτήρες τους. Ρωτάω, απαντώ σε όλες τις ερωτήσεις που μπορώ. Τους λέω τι έχω στο μυαλό μου και μετά βλέπουμε πώς θα πάει η ημέρα. Αλλά είναι σημαντικό όλοι να έχουμε την ίδια ταινία στο μυαλό μας.
Χρειάζομαι όμως ώριμους ηθοποιούς που δεν προσπαθούν να κάνουν επίδειξη. Που αντιδρούν, που δεν δουλεύουν για τον εαυτό τους. Χρειάζεισαι ηθοποιούς που, ας πούμε η μητέρα, το κλειδί της ερμηνείας της ερμηνείας της είναι ότι βρίσκεται υπό μία έννοια πάντα στο φόντο, σωστά; Είναι η Τζέσικα Χάρπερ, η πρωταγωνίστρια του “Suspiria”. Eίναι έξυπνη και ώριμη και ταπεινή και όλα τα άλλα. Αρκετά για να ξέρει ότι αν η κάμερα είναι στην πλάτη της, είναι εκεό για κάποιο λόγο. Με εμπιστεύεται. Αν έχεις έναν ηθοποιό που θέλει κοντινό πλάνο ή που θέλει να δείξει το πρόσωπό του, το πρόσωπό της, ξέρεις, τότε είσαι χαμένος.
Πολύ δυνατό γενικά το καστ, ακόμα και σε μικρότερους ρόλους έχουμε ηθοποιούς όπως το Έλσι Φίσερ. Όπου κι αν κοιτάξεις στην ταινία θα βρεις κάποιον καλό ηθοποιό να παίζει με διακριτικό τρόπο.
Αν έχεις δέκα ηθοποιούς στο καρέ κι ο ένας είναι ψεύτικος, όλα πάνε κατά διαόλου. Όλα είναι ψεύτικα. Οπότε παίρνω το Έλσι Φίσερ για τον δευτερεύοντα ρόλο. Την Τζέσικα Χάρπερ, την Μέριτ Γουίβερ. Είναι φανταστικοί ηθοποιοί και είμαι τυχερός που θέλουν να δουλέψουν μαζί μου σε δευτερεύοντες ρόλους.
Πάντα έχω μια ιδέα για το πώς να γυρίσω μια σκηνή, αλλά πάντα αφήνω τους ηθοποιούς να μου δείξουν τι θα έκαναν. Και το εκτιμούν πολύ αυτό. Δεν είμαι ο σκηνοθέτης που λέει περπατάς, περνάς από εδώ, γυρνάς έτσι, μιλάς τότε. Δεν θα το έκανα ποτέ, ποτέ, ποτέ αυτό.
Οπότε ίσως εκεί έρχεται κι η εμπιστοσύνη της Τζέσικα Τσαστέιν και του Πίτερ Σάρσγκαρντ. Γιατί ήθελες αυτούς τους δύο για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους; Σε εξέπληξαν σε κάτι;
Η Τζέσικα είναι μια από τις πιο διάσημες σταρ του Χόλιγουντ κι έτσι πολλοί άνθρωποι φοβούνται να την πλησιάσουν ή σκέφτονται, ξέρεις, σιγά μην ασχοληθεί. Εγώ ήμουν αρκετά τυχερός που ο ατζέντης μου και ο ατζέντης της θεώρησαν ότι αυτό θα ήταν ένα καλό ταίριασμα. Και ξαφνικά μου είπαν ότι η Τζέσικα διάβασε το σενάριο και θέλει να το κάνει. «Έχει δει όλες τις ταινίες σου και της αρέσουν πολύ». Οπότε είπα, εντάξει, ας μιλήσουμε.
Μιλήσαμε για το μέγεθος της ταινίας επειδή είμαι και ο παραγωγός. Λέω ξέρεις, δεν υπάρχουν τρέιλερ και τέτοια. Ξέρεις πώς δουλεύω. Και είπε ναι, ναι, ναι. Ότι δεν την ενδιαφέρουν αυτές οι ανοησίες. «Αυτό είναι ακριβώς αυτό που θέλω να κάνω», μου είπε. Είναι πολύ έξυπνη. Καταλαβαίνει κάθε πτυχή του κινηματογράφου, κάθε πτυχή. Τι συμβαίνει πίσω από την κάμερα; Θα μπορούσε να γίνει σπουδαία σκηνοθέτης. Ξέρει τα πάντα για την παραγωγή ταινιών. Δεν είναι απλά υπεύθυνη για τον χαρακτήρα της.
Τη ρώτησα ποιος θα ήθελε να παίξει τον Σολ. Γιατί χωρίς χημεία, δεν υπάρχει τίποτα. Οπότε δεν ήθελα να της επιβληθώ. Δεν επέβαλα τίποτα στους ηθοποιούς. Τίποτα. Φυσικά εγώ αποφασίζω για τα πάντα, αλλά θέλω να τα κάνουμε μαζί. Και τη ρώτησα, και είπε ότι ο Πίτερ Σάρσγκαρντ είναι ένας ηθοποιός με τον οποίο πάντα ήθελα να δουλέψω. Έτσι συναντηθήκαμε μαζί του και μου άρεσε αμέσως.
Η ταινία διαδραματίζεται στη Νέα Υόρκη και ήθελα να ρωτήσω… αρχικά, έχεις ζήσει στη Νέα Υόρκη;
Όχι πραγματικά. Όταν ήμουν 19 ετών, το πρώτο πράγμα που γύρισα ποτέ ήταν για κάποιο κινηματογραφικό εργαστήριο στη Νέα Υόρκη και έμεινα εκεί για έξι εβδομάδες. Οπότε ήταν ωραίο, κατά κάποιο τρόπο, να επιστρέψω στην πολύ, πολύ αρχή. Αλλά δεν είμαι ρομαντικός με αυτό τον τρόπο. Είναι απλά… το μέρος που ταίριαζε σε αυτή την ιστορία.
Επίσης υπάρχει μια πολύ ευθεία απάντηση.Έπρεπε να είναι μια μεγάλη πόλη, αλλά υπάρχει μια πολύ ξεκάθαρη απάντηση γιατί γύρισα το “Chronic” στο Λος Άντζελες και γιατί γύρισα αυτό στη Νέα Υόρκη. Εκεί ζουν οι καλύτεροι ηθοποιοί. Ναι. Έτσι, για μικρότερους ρόλους, είναι πιο εύκολο να βρεις και καλούς ηθοποιούς. Ή το να είναι κάποιος δέκα λεπτά από το σπίτι του. Και ξέρεις, γυρίζω με χρονολογική σειρά κάθε ταινία που κάνω. Οπότε χρειάζομαι οι ηθοποιοί να είναι διαθέσιμοι όλη την ώρα.
Α, κατάλαβα, δεν μπορείς να γκρουπάρεις το γύρισμα εφόσον γυρίζεις χρονολογικά.
Ναι, και δεν πρόκειται να φέρω ανθρώπους από παντού, καταλαβαίνεις; Οπότε ήταν και πρακτικό. Αλλά από την άλλη, και γιατί να μην κάνουμε γυρίσματα στη Νέα Υόρκη; Είναι… μια φανταστική πόλη.
Ναι. Βασικά δεν επρόκειτο να ρωτήσω γιατί γύρισες στη Νέα Υόρκη. Επειδή… ακριβώς, ναι. Γιατί όχι! Αλλά ο λόγος που ρωτάω είναι ακριβώς σε σχέση με αυτόν τον «ρομαντισμό» που ανέφερες ότι δεν ήθελες να δείξεις. Αυτό ακριβώς ήθελα να σχολιάσω. Μου αρέσει πολύ η δουλειά με τις τοποθεσίες, γιατί έχω δει τη Νέα Υόρκη εκατομμύρια φορές στον κινηματογράφο και υπάρχει πάντα ένας συναισθηματισμός, συνήθως. Και πραγματικά μου άρεσε που δεν υπήρχε τίποτα τέτοιο εδώ. Ήταν απλά σα να περπατάς σε αυτόν εδώ τον δρόμο. Πώς προσέγγισες τη Νέα Υόρκη ως κινηματογραφικό φόντο, δηλαδή;
Αποφάσισα να αποφύγω το Μανχάταν γιατί το έχουμε δει ένα εκατομμύριο φορές. Επίσης όλοι οι ηθοποιοί εκτός από την Τζέσικα ζουν στο Μπρούκλιν. Και ξέρεις, η Νέα Υόρκη έχει αλλάξει πολύ από όταν ο Σκορτσέζε ή ο Γούντι Άλεν γύριζαν τις ταινίες τους πριν από 40 χρόνια. Το Μανχάταν ήταν διαφορετικό, φυσικά. Ή από όταν ο Μπομπ Ντίλαν έπαιζε στο Village. Αλλά τώρα το Μανχάταν είναι ξέρεις, οικονομικά πολύ πιο πολυτελές.
Ενώ το Μπρούκλιν είναι πιο ενδιαφέρον. Και γύρισα το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας σε μια περιοχή που ονομάζεται Σάνσετ Παρκ και είναι κυρίως μεξικάνικη. Έτσι μπορούσα να μιλάω ισπανικά σε όλους. Παντού. Η τοποθεσία, αν προσέξεις την επιχείρηση ελαστικών [σσ. ένα μαγαζί που βρίσκεται δίπλα στο σπίτι της Τσαστέιν στην ταινία και από το οποίο περνάει συχνά], είναι μια μεξικάνικη επιχείρηση. Ένιωσα πραγματικά εξοικειωμένος με την περιοχή επειδή είμαι Μεξικανός.
Γι’αυτό ρωτάω, γιατί δεν αισθάνομαι πως έχω δει ποτέ αυτό το στιγμιότυπο της Νέας Υόρκης, όχι έτσι ακριβώς. Δεν ένιωθα ότι τα πάντα ήταν οικεία, όπως συνήθως συμβαίνει.
Δεν προσπαθούμε να το κάνουμε να φαίνεται χειρότερο, γιατί μερικές φορές στις ταινίες προσπαθούν να το κάνουν να φαίνεται πιο επικίνδυνο. Εγώ απλά ναι, απλά σέβομαι τους τόπους και τους ανθρώπους και μου αρκεί να προσπαθώ να τους αποτυπώσω με φυσικό τρόπο. Πολλές ταινίες δεν το κάνουν αυτό. Οι ταινίες πάντα παραποιούν, ξέρεις. Για παράδειγμα, δεν χρησιμοποιώ σχεδιασμό παραγωγής. Το σπίτι του Σολ είναι το σπίτι του Σολ. Δεν αλλάξαμε τίποτα. Ακόμα και τη φωτογραφία της μακαρίτισσας συζύγου του Πίτερ. Ναι, αυτή είναι η φωτογραφία της μακαρίτισσας συζύγου του ιδιοκτήτη του σπιτιού.
Wow.
Κατά τύχη, ξέρεις, μπαίνουμε μέσα στο σπίτι και υπάρχει η φωτογραφία αυτής της κοκκινομάλλας Ε, και τα πήγαμε καλά, γίναμε φίλοι με τον ιδιοκτήτη του σπιτιού, και του είπα, μπορώ να χρησιμοποιήσω; Και είπε, φυσικά. Το βρήκε συγκινητικό, ότι είναι σαν φόρος τιμής στην εκλιπούσα σύζυγό του.
Αυτό είναι συγκινητικό.
Σε ευχαριστώ πολύ.
Η ταινία “Μνήμη” (“Memory”) κυκλοφορεί στις 20 Ιουνίου στις αίθουσες από την Spentzos Film. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του ‘23 στις Νύχτες Πρεμιέρας.