Ηχούν “καμπανάκια” για την οικονομία

Διαβάζεται σε 8'
Ηχούν “καμπανάκια” για την οικονομία
ISTOCK

Ζητήματα καθοριστικά για το μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου, για την πορεία της οικονομίας, τη διασφάλιση της ανθεκτικότητάς της και τη διαμόρφωσης συνθηκών σύγκλισης με τα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ, θέτουν δυο σημαντικές εκθέσεις.

Δυο εκθέσεις, που δόθηκαν, χθες, Τετάρτη (19/06) στη δημοσιότητα, από την Κομισιόν στο πλαίσιο της εαρινής δέσμης μέτρων του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου του 2024, αλλά και του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ ΓΣΕΕ), πέρα από τις καταγραφές προόδου, θέτουν επί τάπητος σημαντικά ζητήματα, που εφόσον δεν τύχουν της δέουσας προσοχής, μπορεί να οδηγήσουν σε δυσάρεστες εξελίξεις.

Τα σημεία “δημοσιονομικής” προσοχής από την Κομισιόν

Ειδικότερα, σε σχέση με τα δημοσιονομικά, η Κομισιόν, αφού αναφέρεται στην αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας, προχωρά και σε συστάσεις. Ειδικότερα, εστιάζει στην ανάγκη για έγκαιρη υποβολή του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού-διαρθρωτικού σχεδίου. Όπως σημειώνει, σε συμφωνία με τις απαιτήσεις του μεταρρυθμισμένου Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, η χώρα θα πρέπει να περιορίσει την καθαρή ανάπτυξη δαπανών το 2025 σε ποσοστό που συνάδει με τον υπολογισμό του χρέους της γενικής κυβέρνησης σε μια εύλογα πτωτική τροχιά μεσοπρόθεσμα και διατηρώντας το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης κάτω από την τιμή αναφοράς του 3% του ΑΕΠ σύμφωνα με τη Συνθήκη.

Μάλιστα η Κομισόν εστιάζει και στη Δημόσια Διοίκηση, στα θέματα συντονισμού μεταξύ υπουργείων για την προώθηση μεταρρυθμίσεων, στις χρονοβόρες δικαστικές διαδικασίες για την αντιμετώπιση νομικών αξιώσεων κατά των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων αλλά και στο μισθολογικό κόστος, που επιβαρύνει τα δημοσιονομικά, σημειώνοντας, ότι “η Ελλάδα συνέχισε να λαμβάνει μέτρα για τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησής της, αλλά υπάρχουν παραμένουν περιθώρια περαιτέρω αύξησης της αποτελεσματικότητάς της”.

Όπως αναφέρει, μετά από μια σημαντική προσαρμογή μετά το 2010, το μέγεθος και το κόστος της δημόσιας διοίκησής της Ελλάδας έχει ευθυγραμμιστεί σε γενικές γραμμές με τον μέσο όρο της ΕΕ. Το μισθολογικό κόστος του δημόσιου τομέα της Ελλάδας παρέμεινε σταθερό το 2023 στο 10,8% του ΑΕΠ, ελαφρώς πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ (10,2 % του ΑΕΠ), λαμβάνοντας υπόψη τις μισθολογικές αυξήσεις που πραγματοποιήθηκαν για πρώτη φορά από το 2010. Η προσαρμογή των επιδομάτων, μεταξύ άλλων για θέσεις διευθυντικής ευθύνης, που τέθηκε σε ισχύ στις αρχές του 2024 ήταν σύμφωνη με το ενιαίο μισθολόγιο, καθώς εφαρμόστηκε σε όλη την δημόσια διοίκηση.

Όπως επισημαίνει η Κομισιόν, θα πρέπει στο μέλλον:

(i) να διασφαλιστεί η συνεχής εφαρμογή του ενιαίου μισθολογίου, με παράλληλη διατήρηση της τρέχουσας στελέχωσης, μέσω της συνεχιζόμενης εφαρμογής του κανόνα “1 πρόσληψη για 1 αποχώρηση”

ii) να διατηρηθεί το ανώτατο όριο για το έκτακτο προσωπικό που θεσπίστηκε το 2022.

Διευκόλυνση επενδύσεων

Παράλληλα, η Κομισιόν σημειώνει ότι χώρα, θα πρέπει να συνεχίσει τη βελτίωση της επενδυτικής φιλικότητας του φορολογικού συστήματος με την ενίσχυση της νομιμότητάς του τη βεβαιότητα και τη συνέχιση της αύξησης της λειτουργικής αυτονομίας της φορολογικής αρχής.

Επίσης, με βάση την Κομισιόν, η Ελλάδα, καλείται βεβαιωθεί ότι οι εξωτερικές ισορροπίες συνεχίζουν σταθερά τη βελτιωτική τους πορεία με την προώθηση της ισορροπημένης ανάπτυξης και την υποστήριξη της παραγωγικής εγχώριας παραγωγής.

Επιπλέον, πέρα από τα θέματα επαρκούς διαχείρισης των κόκκινων δανείων η Επιτροπή αναφέρει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να ενισχύσει διοικητική ικανότητα για τη διαχείριση κεφαλαίων της ΕΕ, την επιτάχυνση των επενδύσεων και διατήρηση της δυναμικής στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.

Παράλληλα, θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις καθυστερήσεις και να επιτρέψει τη συνεχή, ταχεία και αποτελεσματική εφαρμογή του σχεδίου REPowerEU, που διασφαλίζει την ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων έως τον Αύγουστο του 2026.

Η Κομισιόν, εστιάζει παράλληλα, στην επιτάχυνση της εφαρμογής των προγραμμάτων πολιτική συνοχής. Στο πλαίσιο της ενδιάμεσης αναθεώρησής τους, η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει να εστιάζει στις προτεραιότητες, ανάληψη δράσης για την καλύτερη αντιμετώπιση των αναγκών στον τομέα της πρόληψης και στην ετοιμότητα έναντι των κινδύνων που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη την ευκαιρίες που παρέχονται από την πρωτοβουλία Strategic Technologies for Europe Platform για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.

Αναφέρεται επίσης, η έκθεση της Κομισιόν, στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας μέσω της αντιμετώπισης της χαμηλής επίδοσης σε βασικές δεξιότητες, ενισχύοντας τη διαχείριση της κρατικής περιουσίας και τη συμπλήρωση του ρυθμιστικού πλαισίου για περιβαλλοντική αδειοδότηση.

Παράλληλα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφέρει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να μειώσει την εξάρτηση από ορυκτά καύσιμα επιταχύνοντας την απαλλαγή του τομέα των μεταφορών από τις εκπομπές άνθρακα. Να ενισχύσει τη διαχείριση των φυσικών καταστροφών με τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης και πρόληψης κινδύνων.

Το ΙΝΕ ΓΣΕΕ και το παραγωγικό μοντέλο

Στο μεταξύ, στην ετήσια έκθεση για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση, που έδωσε στη δημοσιότητα το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ αναδεικνύει ζητήματα, καθοριστικά, για το μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου, την πορεία της οικονομίας, τη διασφάλιση της ανθεκτικότητάς της και τη διαμόρφωσης συνθηκών σύγκλισης με τα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ.

Σε μια περίοδο που ζητούμενο είναι η ανάδειξη ισχυρών παραγωγικών δυνάμεων, όπως αναφέρει το ιΝΕ ΓΣΕΕ, η μεγέθυνση της οικονομίας το 2023 και το α΄ τρίμηνο του 2024 στηρίχτηκε στην κατανάλωση. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν περισσότερο τα υψηλότερα εισοδήματα από μη μισθωτή εργασία και σε μικρότερο βαθμό τα καταναλωτικά δάνεια. Η αύξηση των μισθών και η συμβολή τους στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και κατ’ επέκταση στην κατανάλωση των νοικοκυριών ήταν πενιχρή. Το 2023 η Ελλάδα είχε μακράν τις χαμηλότερες επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), παρά την υψηλή κερδοφορία και την αύξηση των επενδυτικών χορηγήσεων, εν μέρει λόγω της ρευστότητας του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ). Ένα μεγάλο μέρος της επενδυτικής δραστηριότητας κατευθύνθηκε προς τις κατασκευές.

Παράλληλα, παραπάνω από τις μισές Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ) κατευθύνθηκαν προς την αγορά κατοικίας και τον κλάδο της εστίασης και της παροχής καταλυμάτων. Το έλλειμμα επενδύσεων σε κλάδους που προσφέρουν υψηλή προστιθέμενη αξία στο σύνολο της οικονομίας, όπως, για παράδειγμα, οι επενδύσεις σε Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α), εγκλωβίζει την οικονομία σε ένα πλαίσιο χαμηλής παραγωγικότητας, αδύναμης παραγωγικής διάρθρωσης και υψηλής εισαγωγικής εξάρτησης. Ενδεικτικό είναι ότι το 2023 το απόθεμα κεφαλαίου προϊόντων διανοητικής ιδιοκτησίας των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν το χαμηλότερο σε όλη την ΕΕ. Η παραγωγική καινοτομία στην Ελλάδα υστερεί σημαντικά.

Η υποχώρηση των τιμών ενέργειας σε διεθνές επίπεδο επέτρεψε την προσαρμογή του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Παρ’ όλα αυτά, το 2023 η Ελλάδα παρουσίασε το τρίτο υψηλότερο έλλειμμα σε όλη την ΕΕ. Σημαντικός παράγοντας αδυναμίας επίτευξης εξωτερικού πλεονάσματος είναι η αδύναμη παραγωγική διάρθρωση της οικονομίας και η μεγάλη εξάρτησή της από εισαγόμενα ενδιάμεσα προϊόντα. Σε σχέση με την προ κρίσης χρέους περίοδο, η εξάρτηση αυτή έχει ενισχυθεί σημαντικά, υποδηλώνοντας την εξίσου σημαντική αποδυνάμωση του παραγωγικού συστήματος. Το 2023 το ωριαίο εισόδημα το οποίο δημιούργησε η ελληνική οικονομία, που αποτελεί και έναν δείκτη παραγωγικότητας, είχε τη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη στην ΕΕ.

Παράλληλα, το ίδιο έτος η Ελλάδα είχε τις χαμηλότερες εξαγωγές προϊόντων υψηλής τεχνολογίας ως ποσοστό του συνόλου των εξαγωγών ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ. Οι εξελίξεις όσον αφορά την κλαδική διάρθρωση των επενδύσεων, ειδικά μέσα από τις εκταμιεύσεις του ΤΑΑ, είναι ανεπαρκείς για να αντιστρέψουν την προαναφερθείσα κατάσταση.

H προσαρμογή του δημοσιονομικού ισοζυγίου και το διαχρονικό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών επιβαρύνουν το χρηματοοικονομικό ισοζύγιο του ιδιωτικού τομέα. Η κατάσταση αυτή καθίσταται μη βιώσιμη στον βαθμό που η οικονομική δραστηριότητα εξακολουθεί να βασίζεται στο έλλειμμα των νοικοκυριών και όχι σε παραγωγικές επενδύσεις των επιχειρήσεων. Ο επιχειρηματικός τομέας οφείλει να συμπεριφέρεται ως επενδυτής και όχι ως αποταμιευτής.

Το δημοσιονομικό υποσύστημα της ελληνικής οικονομίας συνέχισε το 2023 να καταγράφει σημάδια σταθεροποίησης μετά την πολύ σοβαρή επιδείνωση των βασικών του μεγεθών την περίοδο της πανδημίας.

Το συνολικό ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης διαμορφώθηκε πέρυσι στο -1,6% του ΑΕΠ (έναντι -2,5% του ΑΕΠ το 2022), ενώ το πρωτογενές ισοζύγιο στο 1,9% του ΑΕΠ (έναντι ισοσκελισμένου πρωτογενούς ισοζυγίου το 2022). Για φέτος εκτιμάται περαιτέρω βελτίωση των βασικών δημοσιονομικών μεγεθών της οικονομίας, με το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης να διαμορφώνεται στο 1,2% του ΑΕΠ και το πρωτογενές πλεόνασμα στο 2,3%.

Το χρέος

“Παρά την πρόβλεψη για περαιτέρω μείωση του ποσοστού του χρέους και βελτίωση του πρωτογενούς πλεονάσματος του Δημοσίου την περίοδο 2024-2025, ο βαθμός δημοσιονομικής φερεγγυότητας της οικονομίας παραμένει εύθραυστος και επιρρεπής σε μια σειρά από εξωγενείς και ενδογενείς παράγοντες” αναφέρει, τέλος η έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, που σημειώνει ότι:

“Σε αυτούς τους παράγοντες συγκαταλέγονται το υψηλό γεωπολιτικό ρίσκο της χώρας, η εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, ο βαθμός παραγωγικής-αναπτυξιακής αξιοποίησης των πόρων του ΤΑΑ, οι ευρύτερες νομισματικές και δημοσιονομικές εξελίξεις σε επίπεδο ΕΕ, οι ραγδαίες μεταβολές στο τεχνο-οικονομικό υπόδειγμα της διεθνούς οικονομίας τις οποίες προκαλούν, μεταξύ άλλων, η πράσινη μετάβαση και η ψηφιοποίηση.

Η διαρθρωτική-κλαδική αναδιάταξη της ελληνικής οικονομίας αποτελεί μείζονα προϋπόθεση για την υπέρβαση των προκλήσεων αυτών και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας, καθώς θα επιτρέψει τη διατηρήσιμη αναβάθμιση του βαθμού φερεγγυότητας του Δημοσίου, χωρίς μια τέτοια εξέλιξη να υποσκάψει τη χρηματοπιστωτική συνοχή του ιδιωτικού τομέα”.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα