ΡΕΝΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ: ΜΕ ΤΑ “ΦΤΗΝΑ ΤΣΙΓΑΡΑ” ΚΑΤΑΣΤΡΑΦΗΚΑ. ΕΛΠΙΖΩ ΝΑ ΚΑΤΑΣΤΡΑΦΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ
Ειρωνικά δυσοίωνες προβλέψεις για τη νέα του ταινία, τον “Νυχτερινό Εκφωνητή”, από τον γνωστό σκηνοθέτη και ηθοποιό, σε μια συζήτηση εφ’ όλης της ύλης.
Με μεγάλες εισαγωγές και μεγάλους επιλόγους, που μας έφερναν πίσω σε νέες μεγάλες εισαγωγές, κύλησε η κουβέντα με τον Ρένο Χαραλαμπίδη την περασμένη Δευτέρα, σε ένα τραπεζάκι πάνω στο στενό πεζοδρόμιο που χωρίζει το καφέ Odeon από τον δρόμο.
Η νέα του ταινία, ο “Νυχτερινός Εκφωνητής”, προβάλλεται ήδη στα σινεμά από την Πέμπτη, 14 χρόνια μετά την τελευταία του, τα γλυκόπικρα “Τέσσερα Μαύρα Κοστούμια”. Πολλά χρόνια οπότε αναγκαστικά ζητήθηκαν εξηγήσεις για την απουσία του από το σινεμά -και όχι από τη δημόσια ζωή ή το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση. Και μπορώ να πω ότι δόθηκαν απαντήσεις, σε μια συζήτηση που με κεντρικό άξονα τη νέα του ταινία, περιστράφηκε γύρω από ένα σωρό θέματα. Από την κρίση των 50 και τον θάνατο των γονιών του μέχρι τις συγγνώμες που γυρνάνε μπούμερανγκ, το μέταλ(!), την Αθήνα του τότε και του σήμερα και -αναπόφευκτα- την εμπλοκή του με την πολιτική.
Και με τα “Φτηνά Τσιγάρα”, πανταχού παρόντα, να τέμνουν κάθετα κάθε αντικείμενο συζήτησης, άλλοτε απρόσκλητα και άλλοτε ανοίγοντάς τους την πόρτα -“περάστε, καθίστε, τι θα κάναμε χωρίς εσάς”.
Σε είδα να λες ότι δεν έβγαλες ταινία για 14 χρόνια γιατί δεν είχες κάτι να πεις. Αλλά δεν μπορώ να το πιστέψω 100%.
Έχε πίστη. Κοίτα, υπολόγισε δυο χρόνια κορονοϊός. Είχα και προσωπικά με τους γονείς μου…
Ωραία, ναι, βάλε και λίγο και την πολιτική.
Η πολιτική ήταν πολύ παλιά, ξέρεις πότε ήταν; To ‘12. Λίγο οι γονείς μου, λίγο η πολιτική. Όλο αυτό, έφυγαν δέκα χρόνια.
Και αυτό που έχεις να πεις τώρα με τη νέα σου ταινία, τι είναι δηλαδή;
Εγώ τώρα μιλάω για το πέρασμα στην ωριμότητα των πενήντα.
Και στα 40; Εκεί δεν ήθελες να πεις κάτι για την ηλικία των 40; (Πετάγομαι τώρα εγώ να σου πω τι έπρεπε να κάνεις εσύ. Θράσος)
Δεν είναι θράσος, είναι κάποιες λογικές ερωτήσεις.
Ξέρεις, όταν έγινα 40 μπήκαμε στη μεγάλη περιπέτεια της κρίσης. Βρήκε τη γενιά μου στην πιο παραγωγική ηλικία. Εμείς οι ηθοποιοί πάθαμε όλεθρο.
Μετά κι εγώ δεν ήμουν σε φόρμα και μετά ήρθαν τα 50. Εγώ πιστεύω ότι στον άντρα η πιο ενδιαφέρουσα αλλαγή είναι όταν γίνεται 50 χρονών.
Γιατί;
Γιατί μόλις μπει το 5 μπροστά και επίσημα δεν συγκαταλέγεσαι πια στους νέους.
Ε, ντάξει, ΟΚ…
Όχι, δεν υπάρχει “ΟΚ”. Όπως θα ‘λεγε και ο Καβάφης: “Μάταιες ελπίδες μην καταδεχτείς”. Τελείωσε.
Όταν έρθει, λοιπόν, αυτή η στιγμή αρχίζει μια εσωτερική συζήτηση: Και τώρα; Από εδώ και πέρα; Δεν είμαι πια νέος;
Ξέρεις, τα 40 έχουν έναν απόηχο νεότητας.
Κάπου είχα διαβάσει ότι είναι τα γεράματα της νέας ηλικίας.
Και τα 50 είναι η νεότητα των γηρατειών.
Εγώ έκλεισα τώρα πρόσφατα τα 40 οπότε με έχει πιάσει και μένα κάπως.
Όχι, μετά είναι το καλό… Τα 40 είναι το πρώτο, μετά που είναι το δεύτερο και το οριστικό.
Όπως έλεγα σε κάτι γνωστούς μου εγώ πια στην ηλικία που είμαι, το να φλερτάρω -ακόμα και συνομήλικη μου- δεν είναι κομψό.
Μα γιατί;
Στα 50 ο άντρας που έχει μια αυτοεκτίμηση πλησιάζει με γοητεία αλλά χωρίς πρόταση. Πρέπει να έχει μια αρχοντιά ο άνθρωπος μετά τα 50, τουλάχιστον στο ερωτικό κομμάτι: να είναι μηδέν λιγούρης, να προσδοκά λίγα κλπ.
Ενώ δηλαδή στα 30 και στα 40 μπορείς να κλάψεις για μια γυναίκα και μπροστά της και να διεκδικήσεις τον έρωτα ή απλά την ηδονή, στα 50 δεν είναι κομψό. Είναι σαν να ακυρώνεις ένα ολόκληρο ταξίδι ζωής. Είναι σαν να είσαι ο Οδυσσέας που κάνει την Οδύσσεια χωρίς να έχει πάρει την Τροία. Αφού την πήρες την Τροία τώρα, τι κλαις; Ναυαγήσαμε, ναι, είναι μέρος της Οδύσσειας.
Γι’ αυτό κάπου εκεί μέχρι τέλος των 40 είναι Ιλιάδα. Νίκες, στοιχήματα, κόποι.
Τώρα εσύ είσαι ακόμα στην Ιλιάδα. Η δουλειά δεν έχει ένα ταξίδι; Η εγκαθίδρυση; Όταν το πάρεις αυτό -συνήθως το παίρνεις εκεί γύρω στο τέλος των 40- πάει η Ιλιάδα. Σου λέει τώρα έχουμε Οδύσσεια, μεγάλε.
Οπότε έφαγες μια φρίκη εσύ στα 50.
Η λέξη φρίκη δεν είναι σωστή.
Έναν αναστοχασμό.
Σωστός. Στα 50 είναι ο αναστοχασμός, ότι δηλαδή τέλος, έχεις παίξει πια όλες τις πίστες της νεότητας.
Νιώθεις ότι και κάποιες πίστες δεν τις έπαιξες σωστά;
Ναι, δύο. Τη μία την έπαιξα σχεδόν λάθος και την άλλη λάθος.
Η σχεδόν λάθος ήταν η πίστα των 30 όπου μου ήρθε αυτή η έκρηξη δημοσιότητας που την χειρίστηκα με αφέλεια, λίγο επαρχιώτικα, δεν με πρόσεξα. Εκεί το 2000.
Δεν έκανες καλές δουλειές δηλαδή; Ήθελες να είχες κάνει καλύτερα πράγματα;
Κοίτα. Μην είμαστε δειλοί. Έκανα και πράγματα για τα οποία δεν είμαι περήφανος, έπαιξα λίγο και σε χαμηλού επιπέδου δουλειές. Όμως έδωσα τον καλύτερο εαυτό μου. Αυτό το έκανα γιατί ένιωθα τόσο βαριές ενοχές, που είπα “εντάξει, το κάνουμε για τα λεφτά, είναι αρπαχτή, αλλά για να δούμε τι θα συμβεί αν σήμερα δώσουμε τα πάντα, λες και παίζουμε για βραβείο”.
Και αυτό με βοήθησε πάρα πολύ να γίνω καλύτερος καλλιτέχνης.
Και μετά τη δεκαετία των 40, όλη η εμπλοκή μου με την πολιτική, η οποία στο τέλος δεν είχε και νόημα. Όχι ότι μου έκανε κακό δηλαδή, σιγά τώρα, μην τρελαθούμε.
Έχω κρατήσει να σε ρωτήσω στο τέλος για την πολιτική.
Εμένα όλοι οι φίλοι μου Κουκουέδες είναι και μάλλον περισσότερο γέλιο έβγαλα. Το ξέρεις ότι όταν ανακοινώθηκε η υποψηφιότητά μου, οι αριστερές εφημερίδες με αντιμετώπισαν με τρυφερότητα; “Πού πας Ρένο;”. Έτσι έγραφαν.
Στη δεκαετία των 40, λοιπόν, χάθηκα λίγο. Με συνεπήρε. Δεν ήξερα ποιος ήμουν με την έννοια ότι επειδή καταργήθηκαν τα πάντα στη δουλειά, δεν ήξερα ποιος ήμουν κι εγώ.
Ξέρεις, όλοι έχουμε δικαίωμα να χαθούμε. Και μέσα μας. Και το πιο κακό χάσιμο είναι μέσα μας. Χάθηκα για να με βρω. Έζησα αυτοκτονίες φίλων, έζησα θανάτους φίλων. Ο κύκλος του θανάτου ολοκληρώθηκε με το θάνατο των γονιών μου που πέθαναν σε βαθιά γεράματα, αλλά επειδή είμαι μοναχοπαίδι και τους είχα αναλάβει προσωπικά, είχε πολύ μεγάλο βάρος.
Τους είχες στην Αθήνα; Τους είχες φέρει από τον Έβρο;
Ναι, εδώ τους είχα. Μέναμε απέναντι.
Θα σου πω ένα αστείο με τις παλιές γενιές. Ξέρανε ότι από ένα σημείο και μετά ξαφνικά θα καταρρεύσουν επειδή είχαν γηροκομήσει και αυτοί τους γονείς τους. Και το λέγαμε και γελάγαμε και οργανωθήκαμε.
Και σε πληροφορώ ότι ήταν πολύ επιτυχημένοι θάνατοι -γιατί υπάρχουν και επιτυχημένοι θάνατοι. 93 χρονών ο μπαμπάς, 86 χρονών η μαμά, το λεγόμενο “πλήρης ημερών”.
Κάπου, λοιπόν, αν τα βάλεις όλα αυτά μαζί, βλέπεις γιατί μου ήρθαν τα πάνω κάτω. Και επίσης δεν είχα και τι να πω.
Ενώ τα 50 μου φαίνονταν πολύ ενδιαφέρον σχόλιο, αυτή η μετάβαση στην όχι νεότητα. Έχω μια ατάκα που λέει ο εκφωνητής στον αέρα “αντίο νεότητα, σε βαρέθηκα”. Έχουμε να φάμε κράξιμο γι’ αυτό. “Ναι ρε μλκ, επειδή μεγάλωσες εσύ”! (γελάμε)
Εν τω μεταξύ, στις προβολές που έγιναν δεν έπεσε κράξιμο. Θα μπω εγώ σε καμία και θα κράξω. “Τι μαλακίες είναι αυτεεεές;;;”.
Να δεις τι θα γίνει.
Ναι, γιατί πρέπει να κάνουμε και λίγο τζέρτζελο. Πώς θα γίνει;
Οπότε αυτός ο τύπος εκεί μέσα είσαι εσύ;
Είναι αυτοβιογραφική ταινία και κατά μεταφυσικό τρόπο δεν πίστευα ότι εγώ θα εμπλακώ στο ραδιόφωνο. Το ραδιόφωνο ήρθε λίγο πριν το γύρισμα. Εδώ είναι η μεταφυσική πλευρά.
Πες μου για την νέα ταινία, για την υπόθεση. Καταλαβαίνω ότι τη λες κάθε φορά, αλλά πρέπει να την πούμε.
Εγώ θα την πω με βάση αυτό που είσαι εσύ. Αφού πρώτα ανάψω αυτό το σοκολατένιο πούρο. Θες ένα; Είναι ωραία φάση.
Το έχω κόψει, δεν καπνίζω.
Τελείως;
Νομίζω ότι αν κάνω μια φορά μια τζούρα θα ξανακυλήσω. Δεν μπορούσα να το ελέγξω.
Καλά κάνεις τότε. Λοιπόν. Ο “Νυχτερινός Εκφωνητής” είναι ένας κινηματογραφικός μονόλογος, ο οποίος διακόπτεται από δύο πράγματα: από τηλεφωνήματα μέσα στη νύχτα και από φαντασιώσεις.
Η ταινία είναι μια προσωπική απόπειρα για αβαγκαρντία. Έχεις ακούσει τη λέξη αβανγκαρντία ποτέ;
Είδα πρόσφατα που την είπες σε ένα άλλο σάιτ.
Είναι το αβάντ γκαρντ στα ελληνικά. Έχω επιχειρήσει να κάνω πειραματικό κινηματογράφο που να απευθύνεται στο μεγάλο κοινό.
Η πρώτη φορά που πήγα να κάνω πειραματικό κινηματογράφο αφηγηματικά ήταν τα “Φτηνά Τσιγάρα” που καταστράφηκα. Ελπίζω να καταστραφώ και εδώ, πράγμα που θα σημαίνει ότι θα έχει μια διαχρονικότητα.
Ότι σε είκοσι χρόνια θα στην αναγνωρίσουν.
Ελπίζω σε δέκα! Ε, είκοσι χρόνια τώρα είναι πολλά! Την πατήσαμε με την προηγούμενη ταινία, φτάνει! Θέλω δηλαδή εκεί στα 60 μου να πω “ωραία ταινία ο ‘Νυχτερινός εκφωνητής’”.
Είναι λοιπόν ένας ραδιοφωνικός μονόλογος που με έναν απροσδόκητο τρόπο έχει σασπένς.
Πιο μονόλογος και από τα “Φθηνά τσιγάρα” δηλαδή;
Όχι.
Γιατί κι εκεί είχε αρκετό voice over.
Ναι, είχε. Εδώ δεν έχει voice over, έχει συζητήσεις με voice over. Αυτός δηλαδή ανακαλεί απ’ το παρελθόν μια κοπέλα που έχει να τη δει τριάντα χρόνια και συζητάνε στη φαντασία του. “Θα ‘ρθεις; Θα βρεθούμε;” κλπ. Αυτό όμως είναι συζήτηση στο μυαλό του. Δεν είναι μονόλογος. Βέβαια είναι ένα είδος μονολόγου το να το συζητάς μέσα στο μυαλό σου, ασφαλώς…
Ωχ τώρα δεν το είχα σκεφτεί αυτό. Πώς μου το ‘θεσες έτσι; Μας γάμησες! (γελάμε)
Είναι μια ταινία που έχει μια πρόταση αφηγηματική, λίγο καινούργια. Δηλαδή το πρώτο δεκαπεντάλεπτο αυτοί που βλέπουνε απορούν τι έχουν έρθει να δουν.
Εννοείς δεν καταλαβαίνουν το είδος;
Δεν μπορούν να καταλάβουν πού το πάω.
Για παράδειγμα, εμένα μ’ αρέσει πολύ ο Υμηττός και πηγαίνω πολλές φορές στην κορυφή και βλέπω τη θέα γιατί ξέρω ότι τη νύχτα έχει την καλύτερη πανοραμική της πόλης. Συνήθως δεν πάει κανείς εκεί.
Έχω, λοιπόν, ένα πανοραμικό μονόπλανο που διαρκεί ένα λεπτό, νύχτα, και που πάνω εκεί βάζω μια συζήτηση. Αυτό το έχω βάλει στην αρχή της ταινίας. Γιατί το έκανα όμως; Για να βυθίσω τον θεατή στην αίσθηση της νυχτερινής εκπομπής. Γιατί έχει μπει στο σινεμά, γύρω του έχει τη ζωή, τα ποπκόρν, τα “έλα, πάμε” κλπ. Πρέπει να τον πιάσω και να τον βυθίσω μες στην εκπομπή μου.
Το θέμα είναι και να μπορέσω να βρω εγκαίρως το κοινό της ταινίας.
Πώς θα το βρεις αυτό;
Έλα ντε! Εδώ έρχεται και η μεταφυσική.
Επειδή μιλάς για το ραδιόφωνο μέσα, πιστεύεις ότι μπορεί να τραβήξει συγκεκριμένο κόσμο;
Μιλάω για το ραδιόφωνο, μιλάω για έρωτες που ξεχάστηκαν, μιλάω για μηνύματα σε τηλεφωνητές… Μιλάω για μια άλλη γενιά.
Κάποτε μου είχε πει ο Σαββόπουλος ότι η μουσική που έκανε ήταν μια μουσική που είχε στόχο το πουθενά. Δηλαδή έβγαζε έναν δίσκο και δεν απευθυνόταν κάπου. Ήταν ένας κανονιοβολισμός στο πουθενά.
Συνειδητοποιώ ότι έτσι είναι και οι ταινίες μου -και ειδικά αυτή. Θέλω ένα κοινό που δεν το ξέρω, πολύ νεότερό μου, που πρέπει να γοητεύεται από κάτι που δεν ξέρει, όπως είναι το νυχτερινό ραδιόφωνο του ‘80 και από τον αναλογικό κόσμο, γιατί ο ήρωας χρησιμοποιεί γραμμόφωνα, μπομπινόφωνα κλπ.
Τότε ήταν στην ακμή του, που δεν υπήρχαν ιδιωτικά κανάλια και ιδιωτικό ραδιόφωνο, και ο νυχτερινός εκφωνητής ήταν ένας μάγος του ραδιοφώνου.
Μετά τις 12 έκλειναν όλα;
Όλα. Και βάζαμε ραδιόφωνο και ακούγαμε πρώτο και δεύτερο πρόγραμμα. Εκεί ακούγαμε τους νυχτερινούς εκφωνητές.
Όχι πειρατικούς σταθμούς δηλαδή.
Ο πειρατικός σταθμός δεν είχε πρόζα, είχε μόνο μουσική. Ή λέγανε “πάρτε τηλέφωνο για αφιέρωση”.
Όποτε θες να πιάσεις ένα τέτοιο κοινό, προφανώς να έρθουν και πιο μικροί.
Βλέπω ένα κοινό που αγοράζει βινύλια, που αγοράζει κασέτες. Ένα είδος νεολαίας που είναι αναστοχαστική, δηλαδή ρίχνει μια ματιά πίσω χωρίς να δεχτεί και να απορρίψει, απλά να επιλέξει τι ταιριάζει σε αυτήν.
Δυστυχώς, όμως, η νέα γενιά καλλιτεχνών, μετά τα χτυπήματα της κρίσης, του κόβιντ και της γενικότερης ανοησίας, παρατηρώ ότι έχει δεχτεί μεγάλο χτύπημα στην αυτοπεποίθησή της. Παρότι είναι πιο ενδιαφέροντες και πιο ελεύθεροι από αυτό που ήμασταν εμείς στα ‘90s.
Το μόνο που δεν ζηλεύω είναι μια συστολή που έχουν. Είναι ελεύθεροι αλλά με αμφιβολίες. Ή ίσως εγώ να μην καταλαβαίνω κάτι.
Υπάρχουν πολλές ατάκες απ’ τα “Φτηνά τσιγάρα” οι οποίες είναι πασίγνωστες πια, μπορείς να τις δεις γραμμένες στον τοίχο, οπουδήποτε. Στην νέα σου ταινία μπήκες στον πειρασμό ή στην παγίδα να πεις “να γράψω και καμιά ατάκα που θα μείνει”. Κατάλαβες; Να γίνει βάιραλ;
Πίστεψέ με, αν ήξερα πώς γίνεται, θα το είχα κάνει πολλές φορές.
Πού να φανταστώ ότι αυτό το “Γαμιέστε!” του Τσάκωνα θα διασχίσει τον ελληνικό πολιτισμό μέχρι τα έγκατα; Και γιατί το “Γαμιέστε!” είναι καλή ατάκα;
Θυμάμαι που του έλεγα να το πει και μου απάντησε “συγγνώμη, τώρα γιατί να βρίσουμε;”. Του λέω “κύριε Κώστα, να βρίσεις σαν να το λες στα μάρμαρα της Επιδαύρου. Είναι σαν κραυγή… Σαν την κραυγή του κορυφαίου του χορού προς τον Οιδίποδα”.
Αλλά το άλλο ας πούμε όπως το “συλλέκτης στιγμών” ή…
Ξέρεις, είχα κατηγορηθεί τότε από τους κριτικούς ότι το παίζω “φιλολό”. Την ξέρεις τη φράση;
Όχι, δεν τη ξέρω.
Είναι όπως η αβανγκαρντία. Φιλολό, είναι τάχα μου δήθεν φιλολογικό.
Όλα αυτά που έβλεπες στα “Φτηνά τσιγάρα” ήταν γενικά οι ποιητικές φράσεις που έπαιζαν την εποχή εκείνη. “Η ζωή ξέρει”… Ίσως κάπου να το άκουσα, κάπου να το διάβασα.
Μετά από χρόνια διαβάζεις ένα ποίημα του Μπωντλαίρ και λες “ρε μαλάκα, να, εδώ το είχα διαβάσει ως νέος”.
Τα ξεχνάς μετά, τα βάζεις. Αλλά δεν τα γράφεις πιστεύοντας ότι θα μείνουνε.
Μετά όμως που ξέρεις ότι μείνανε και πας να κάνεις καινούργια ταινία;
Μα δεν είμαι εγώ εκείνος που ήμουν τότε! Έχω μεγαλώσει. Είναι πολύ σκληρή η συνέντευξη, με χτυπάς εκεί που πονάω. (γελάμε)
Θα ‘θελες όμως και τώρα να να μείνουν κάποιες ατάκες, έτσι;
Θέλω να πετύχω! Τα θέλω όλα!
Άκου, εγώ έγραψα κωμικές ατάκες που ταξίδεψαν ως κωμικές και ρομαντικές που ταξίδεψαν ως ρομαντικές. Για παράδειγμα, δεν έβγαλε γέλιο μια δραματική ατάκα όπως “και κλείνω τα μάτια και μέσα από τη θάλασσα έρχεσαι εσύ”.
Υπάρχουν και ατάκες που γράφτηκαν ως δραματικές αλλά έκαναν καριέρα ως κωμικές όπως “Η αλήθεια βρίσκεται στους Σεξ Πίστολς”.
Άλλαξες κάτι πάνω στην ταινία ζώντας από μέσα την πραγματικότητα του ραδιοφώνου;
Όχι, δεν κούνησα τίποτα.
Να πούμε και ότι μέσα στην ταινία είναι η Προεδρική Φρουρά, οι τσολιάδες. Και θέλω να ευχαριστήσω πολύ τον διοικητή τους που μου έδωσε άδεια λήψης σκηνών.
Έχω φωτίσει και διαφορετικά τη νύχτα το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Ολική αλλαγή φωτός.
Και παίζει και η αρχαία Αθήνα. Πρόσεξε τώρα. Την Αθήνα εγώ την έχω σχεδόν εξαντλήσει κινηματογραφικά. Αλλά σκεφτόμουν “η αρχαία Αθήνα έχει παίξει ποτέ στο σινεμά μας;”. Εννοώ η Πύλη του Αδριανού, η Ρωμαϊκή Αγορά… Ποτέ.
Τσιμπάω, λοιπόν, την Πύλη του Αδριανού, τη φωτίζω και της κάνω ένα τρομερό ντεκόρ που αυτό αναδεικνύει την πόλη των νεκρών που συνεχίζει να υπάρχει μέσα στην πόλη των ζωντανών. Φέρνω στην επιφάνεια μια πόλη που τη βλέπουμε αλλά δεν την έχουμε προσέξει.
Θα σου πουν πάλι ότι παράγεις μία Αθήνα…
…που δεν υπάρχει;
Ναι.
Ασφαλώς. Έχω απάντηση! Από τη στιγμή που δεν υπάρχει αυτή η Αθήνα, τι στέκεται μπροστά στην κάμερα μου; Άρα το θέμα στη ζωή είναι ποια θέση κάμερας επιλέγουμε. Αν εγώ επιλέξω μια θέση κάμερας που αναδεικνύει την Πύλη του Αδριανού, ξαφνικά αυτή η πύλη είναι μια πόρτα ανάμεσα στην Αθήνα του παρελθόντος και παρόντος.
Αν τώρα βάλω την κάμερα σε ένα σημείο που μπροστά περνάει το τράφικ, θα είναι μια πόλη που χάνεται στη μελαγχολία.
Είπες ότι σχεδόν την έχεις εξαντλήσει την Αθήνα.
Απ’ το ‘96 τραβάω.
Μπορείς να συγκρίνεις την Αθήνα του τότε με το σήμερα;
Άλλαξε πολύ. Ήταν χάλια. Υπήρχε τότε ένα τραγούδι του Νταλάρα που έλεγε “Θυμίζεις Αθήνα, γυναίκα που κλαίει γιατί δεν την θέλει κανείς. Αθήνα, Αθήνα, πεθαίνω μαζί σου, πεθαίνεις μαζί μου κι εσύ”.
Το ‘80-’90 η Αθήνα ήταν στα χειρότερά της. Για να καταλάβεις, στην πλατεία Συντάγματος δεν πήγαινε κανένας. Δεν υπήρχε μετρό. Γιατί να πας στο Σύνταγμα; Η δικιά μου η παρέα σύχναζε στο Ζόναρς γιατί είχε φτηνό καφέ, έκλεινε πάρα πολύ νωρίς και ήταν ένα καφενείο ηλικιωμένων. Αλλά η Αθήνα ήταν ολικά απαξιωμένη.
Βέβαια, τι είχε που δεν έχει πια; Την ερημιά.
Τώρα δεν υπάρχει αυτό. Έχει τουρίστες, Airbnb. Θα βλέπεις άλλη πόλη τώρα.
Το βλέπω τώρα καθαρά ότι μόνο αυτό νοσταλγούμε. Δηλαδή ήταν 13, 14 Αυγούστου και στεκόσουν στην Πανεπιστημίου, κάπνιζες, και έλεγες “θα περάσει τίποτα;”.
Και μετά ήρθε και η φτώχεια. Τι εννοώ; Τότε το ‘90 δεν έμενε στην Αθήνα κανένας. Οι Αθηναίοι ήταν παραθεριστές. Επίσης δεν είχε πολλούς μετανάστες για να μένουν στην Αθήνα το καλοκαίρι.
Για να έχει κόσμο. Και οι Αθηναίοι πήγαιναν στα χωριά τους, πήγαιναν στα νησιά.
Ναι, υπήρχε οικονομική άνεση. Αυτή την Αθηνά της καλοκαιρινής ραστώνης τη νοσταλγώ. Κατά τα άλλα ήταν μια πόλη χαμηλά φωτισμένη, χωρίς μεγάλα καλλιτεχνικά γεγονότα. Τώρα είναι παράδεισος. Έχουμε πολιτισμικό τουρισμό. Έρχονται να δουν συναυλίες. Τους Megadeth. Πήγες;
Πήγα.
Κι εγώ. Μ’ αρέσουν πάρα πολύ. Εμείς είμαστε οι αυθεντικοί χεβυμεταλλάδες των ‘80s.
Εμείς ξεκινήσαμε με τους Iron Maiden. Όλοι. Και καθώς προχώρησε το μέταλ σε πιο σκοτεινά μονοπάτια, το εγκαταλείψαμε και όταν μετά γίναμε τριαντάρηδες χάσαμε τελείως την επαφή.
Εγώ το εγκατέλειψα μετά τον δεύτερο δίσκο των Venom, που το βρήκα πολύ μη μουσικό.
Το “Piece of Mind” το θεωρώ δίσκο ισάξιο της κλασικής μουσικής.
(σ.σ. πέρασε κάποιος και του μίλησε) Γενικά στο δρόμο τι σου λένε; Τι ακούς συχνά;
Μου λένε κάτι που πρέπει να το αποδεχτώ και να τελειώνουμε: με σένα μεγαλώσαμε. “Κάτσε ρε φίλε!”, σκεφτόμουν ώσπου συνειδητοποίησα ότι παίζω από το ‘91. Παίζω δηλαδή 33 χρόνια. Ε, με μένα μεγαλώσανε, αλλά βρήκα και την απάντηση: και με μένα θα γεράσετε.
Με τα “Φτηνά τσιγάρα” περνάνε διάφοροι πιτσιρικάδες και μου φωνάζουν “Μεγάλε Ανατολικέ; Μας κατέστρεψες! Σε ευχαριστούμε!”.
Γενικά πάντως αυτοί που μου μιλάνε είναι χωρισμένοι σε διάφορα κομμάτια. Είναι οι μεγαλύτεροί μου για τους οποίους είμαι ακόμα μια διασκέδαση στις επαναλήψεις στην τηλεόραση. Είναι οι συνομήλικοί μου που κυρίως με περιφρονούν γιατί έχουν δει και τις πατάτες που έκανα. Τώρα εσύ που είσαι πιο μικρός, έχεις μια πιο καλή εικόνα για μένα.
Πατάτες, πού; Στην τηλεόραση;
Βεβαίως. Το “Κάτι τρέχει με τους δίπλα” τότε θεωρούταν δεύτερης κατηγορίας. Ήταν τρικάμερο, ήταν χοντρή πλάκα. Δηλαδή η διανόηση της εποχής θεωρούσε εμάς που παίζαμε στα σήριαλ τα τρικάμερα δεύτερης κατηγορίας.
Υπήρχαν και άλλα όπως η “Αίθουσα του Θρόνου” που ήταν πολύ μεγάλες παραγωγές και υπήρχαμε κι εμείς που ήμασταν δυο κρεβατοκάμαρες και μια κουζίνα.
Αλλά ξεκίνησες από τον κινηματογράφο, από εκεί έγινες γνωστός.
Εγώ το 1993 έπαιξα σε μια ταινία…
(σ.σ. Χτυπάει το τηλέφωνό μου και γράφει “ΜΑΝΑ”, και μου λέει “είναι πολύ ωραίο να σε παίρνει η μάνα σου να ξέρεις. Εμένα δεν θα ξαναχτυπήσει ποτέ”)
Εγώ εμφανίστηκα στον κινηματογράφο με μια δραματική ταινία του Σταμάτη Τσαρουχά “Τα πουλιά με το χρώμα του φεγγαριού”, που εμένα με συγκινεί γιατί είμαι πραγματικά κακός. Αν θες να δεις κάποιον να παίζει άσχημα, δες εμένα εκεί -αλλά αθώα. Είμαι ένα αθώο παιδί 22 χρονών που προσπαθεί να παίξει.
Μετά ήρθε ο Περάκης και με παρουσίασε στο κοινό με τον “Προστάτη οικογενείας”. Έγινα λοιπόν πρώτα γνωστός με το σινεμά αλλά στο μεγάλο κοινό δεν έγινα με τον Νίκο. Έγινα με το “Κάτι τρέχει με τους δίπλα”.
Και το σινεμά του Νίκου ήταν λαϊκός κινηματογράφος τότε, μη νομίζεις.
(σ.σ. Μιλάμε λίγο για το κοινό και το πως φέρθηκε ένα μέρος του στον Περάκη)
Κάποτε, όταν είχα πρωτογίνει διάσημος, και είχα ανταμώσει σε ένα χριστουγεννιάτικο σόου με μια πολύ γνωστή λαϊκή τραγουδίστρια, μου είχε πει: “Πρόσεχε αγοράκι μου, είσαι καινούργιο παιδί στη φήμη. Το κοινό είναι καριόλης. Πρόσεχε τους, μην τους εμπιστεύεσαι. Το κοινό είναι καριόληηηηςςςς!”.
Εμείς λοιπόν πια με την εμπειρία που έχουμε, ξέρουμε και να μην εμπιστευόμαστε το κοινό.
Νιώθεις ότι σου χρωστάει το κοινό;
Υπερβολή. Και επίσης νομίζω ότι πια δεν μου χρωστάει γιατί ανταπέδωσε πολύ με τα “Τσιγάρα”.
Κάπως εκεί τη βρήκατε την ισορροπία σας, τα βρήκατε μεταξύ σας;
Κατηγόρησα πολύ το κοινό και τους κριτικούς τότε. Τώρα που πέρασε ο θυμός μου και γλυκάθηκα και με τη Λυρική Σκηνή και με την επιτυχία των “Τσιγάρων”, οφείλω να ομολογήσω ότι κι εγώ, όταν βγήκαν τα “Φτηνά τσιγάρα” -όπου έβγαζα μια ταινία ψαγμένη στον κινηματογράφο ενώ ήμουν από αρπαχτή σε αρπαχτή στην τηλεόραση- όφειλα λιγάκι να μην μπερδέψω το κοινό και τους κριτικούς. Να έχω ένα πιο ξεκάθαρο στίγμα. Τους μπέρδεψα. Τύγχανε όμως να είμαι φτωχόπαιδο.
Το φτωχόπαιδο τι σχέση έχει;
Έπρεπε να βγάλω λεφτά! Πως θα έβγαιναν λεφτά; Απ’ τα “Φτηνά Τσιγάρα”; Πώς θα ζουσα;
Ααααα. Ναι, αλλά κάτσε ρε συ, ηθοποιός είσαι, ο άλλος πρέπει να καταλάβει ότι άλλος ρόλος ο ένας, άλλος ρόλος ο άλλος.
Αυτή είναι η δικιά σου γενιά. Τότε δεν ήταν έτσι.
Έπρεπε να παίζεις ένα πράγμα και στο σινεμά και στο θέατρο; Το ίδιο;
Τότε ήσουν ή με το θέατρο, με τους ψαγμένους και όλοι οι άλλοι ήταν η σαβούρα. Ε, τώρα δεν υπάρχει αυτό. Τώρα βλέπεις ανθρώπους με τρομερή καριέρα στο θέατρο να παίζουν σε σίριαλ της οκάς.
Άλλαξε ο κόσμος.
Πάντως και στα “Φτηνά τσιγάρα” πάλι είχες βάλει λίγο ραδιόφωνο μέσα, εκεί που έλεγες για το καντράν και τις πόλεις που ονειρεύτηκες. Τη Βαγδάτη…
Είδες πως γίνεται;
Είναι μάλλον θέματα που σε απασχολούν. Και επανέρχονται.
Πάρα πολύ.
Κοίτα, εμείς ως παιδιά πριν κοιμηθούμε βάζαμε ραδιόφωνο. Δηλαδή το φωτισμένο καντράν του ραδιοφώνου ήταν η τελευταία εικόνα πριν σε πάρει ο ύπνος κι ερχόταν η μάνα μας και το έκλεινε μες τη νύχτα. Πολλοί έφηβοι έχουμε κοιμηθεί το ‘80 κοιτάζοντας το φωτισμένο καντράν.
Τώρα ένας νέος δεν καταλαβαίνει και τι λέμε.
Στην ταινία, λοιπόν, αυτός είναι ένας τύπος ο οποίος κάνει μια ανασκόπηση στη ζωή του και θέλει ουσιαστικά να πει μια μεγάλη συγγνώμη σε μια γυναίκα. Μερικές φορές αυτές οι συγγνώμες δεν είναι λίγο εγωιστικές; Μερικές φορές δεν το κάνουμε απλά για να νιώσουμε εμείς καλά;
Ναι. Και κάτι που διαπραγματεύεται η ταινία είναι ότι υπάρχουν και συγγνώμες που είναι πολύ αργά για να ζητηθούν.
Αυτός θα κάνει τον εξυπνάκια να της ζητήσει συγγνώμη για να νιώσει ο ίδιος καλύτερα -και με έναν ναρκισσισμό κιόλας, ότι “ναι, είμαι τόσο ταπεινός που το παραδέχομαι”. Όμως αυτό θα του γυρίσει σε ένα πολύ μεγάλο μπούμερανγκ.
Δεν κάνουμε σπόιλερ τώρα…
Όχι, προσέχω. Θα το δούμε δηλαδή στην οθόνη, πώς μία συγγνώμη μπορεί να γυρίσει εναντίον του ενώ δεν το περιμένει.
Αυτός είχε μια αλαζονεία. Αυτός είναι πολύ ψηλός και όταν ήταν νέος ήταν στην Προεδρική Φρουρά. Και τότε στις αρχές των ‘90s τον ερωτεύτηκε μια κοπέλα που χόρευε στη Λυρική Σκηνή.
Ξέρεις, οι μπαλαρίνες είναι πολύ σκληρές και έχουν και μια πνευματικότητα. Ήταν και μεγαλύτερή του. Αυτός δεν φέρθηκε καλά. Εξαφανίστηκε.
Μόλις τελείωσε τη θητεία του;
Ε, ναι. Αυτή όμως είχε ένα πολύ μεγάλο χάρισμα. Τον είχε καταλάβει σε βάθος. Είχε καταλάβει ποιος ήταν και πόσο ανόητος ήταν. Πίστευε σε αυτόν αλλά στο μέλλον. Πίστευε ότι αν γίνει 50 χρόνων θα αξίζει και του άφηνε υπέροχα μηνύματα στον τηλεφωνητή.
Να θυμηθούμε ότι τότε στα 90s οι τηλεφωνητές είχαν κασέτες, τις οποίες και τις κρατούσαμε πολλές φορές εμείς ως αναμνηστικά, ως ημερολόγια.
Aυτός είχε κρατήσει την κασέτα με τα μηνύματα από αυτόν τον ξεχασμένο έρωτα και τριάντα χρόνια μετά τα ξανακούει και τα βγάζει στον αέρα, λέγοντας ότι “απόψε γίνομαι 50 χρονών, πρέπει να βρεθούμε. Το έχουμε υποσχεθεί”.
Τον ακούνε αυτόν το βράδυ, έχει κοινό;
Αυτός έχει ένα μικρό κοινό. Παίζει πολύ ψαγμένη μουσική, παίζει τζαζ, παίζει παράξενες διασκευές. Δεν είναι δηλαδή ένας σταθμός μεγάλης ακροαματικότητας.
Και πώς πιστεύει τώρα ότι θα τον ακούσει η άλλη μέσα στο χάος της πόλης;
Της λέει: “Προσπάθησα να σε βρω. Δεν σε βρήκα. Προσπάθησα στα σόσιαλ μίντια, δεν είσαι πουθενά. Δεν υπάρχει κανένας τρόπος. Ο μόνος και τελευταίος τρόπος είναι αυτή η εκπομπή. Οπότε βγάζω τα μηνύματα και όποιος την ξέρει να με πάρει τηλέφωνο”.
Αλλά δεν είναι ήδη αρκετά στενάχωρο το γεγονός ότι κάνεις τα γενέθλιά σου μόνος σου;
Δεν κάνει τα γενέθλιά του μόνος του. Είναι στη δουλειά του. Δεν ξέρουμε τι είχε κάνει πριν, τι θα κάνει μετά.
Το στενάχωρο είναι ότι είναι ένας τύπος, ο οποίος δεν υπολόγισε ποτέ ότι θα τελειώσει ο χρόνος του. Ένας νάρκισσος, ο οποίος πια δεν μπορεί να είναι νάρκισσος γιατί τελείωσε η θητεία του στο ναρκισσισμό.
Δεν κατάλαβε ότι υπάρχει ένα τέλος στη ζωή γενικά;
Μην πάμε στο τέλος της ζωής, πάμε στο τέλος της νεότητας γιατί η ταινία μου δεν είναι όπως τα “Τέσσερα μαύρα κοστούμια” που διαπραγματεύεται ότι ακόμα και μετά το θάνατο σε παίρνει για μια τελευταία κίνηση -ο βαψομαλλιάς πχ.
Εν τω μεταξύ έχει πολύ χορό η ταινία από ό, τι έχω καταλάβει.
Όλες οι ταινίες μου είναι χορευτικές αλλά αυτή παραείναι. Τώρα μιλάμε για κλασικό μπαλέτο, για σοβαρό χορό, που δεν το χορεύω εγώ -αν και κάποια στιγμή θα το τολμήσω. Το χορεύει η εξαιρετική Ελευθερία Στάμου, η πρωταγωνίστρια του Μπαλέτου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Είδα μια συνέντευξη που έδωσες, που είπες μια ιστορία, έτσι στενάχωρη, φάνηκε να σπας κιόλας λίγο όταν την ανέφερες, να συγκινείσαι. Εκεί που σου είπε ο πατέρα σου ότι έπρεπε να σε είχε στείλει μπαλέτο μικρό.
Ναι, μου το είπε στα γεράματα πια. Ήταν το απωθημένο μου.
Ήταν πολύ συγκινητικό γιατί ο μπαμπάς μου ήταν πεταλωτής και αγρότης, ήρθε στην Αθήνα και έγινε κηπουρός και εργάτης. Παρόλα αυτά ήταν πολύ ανοιχτό μυαλό, δεν ήταν κομπλεξικός αλλά νομίζω ότι είχε ενοχές που δεν με έστειλε μπαλέτο ενώ ήθελα… “Ενοχές”, τρόπος του λέγειν.
Αλλά μια μέρα στο χωριό στον Έβρο, το 2005, που βλέπαμε μπαλέτο στην τηλεόραση, μου λέει “Έπρεπε να σε είχα πάει”. Του λέω “θα γούσταρες να χορεύω;”. “Ναι ρε, θα γούσταρα! Να πηδάς εκεί πάνω, να κάνεις…”.
Τότε, βέβαια, που είχαμε πάει να με γράψει, κοίταζε γύρω γύρω περίεργα. Ήτανε μια άλλη εποχή, σκληρή.
Είμαι όμως φανατικός του μπαλέτου. Με συγκλονίζει.
Και ο Ρακιντζής πού κολλάει σε όλα αυτά; Είδα ότι τον αναφέρεις.
Την εποχή που εγώ ήμουνα νέος, ο Ρακιντζής είχε καταταχθεί στο πολύ εμπορικό. Θεωρούσαμε ότι το να ακούς Ρακιντζή δεν πρόσθετε στο πρεστίζ σου. Όταν όμως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και η ηλεκτρονική μουσική κυριάρχησε και ρίξαμε μια σοβαρή ματιά στη μουσική του, δικαιώθηκε.
Εγώ τώρα το “Μωρό μου φάλτσο” το χρησιμοποιώ δραματουργικά. Εκείνη την εποχή αυτό το τραγούδι θα αφιέρωνες αν ήσουνα καψούρης.
Πιστεύω πάρα πολύ τον Μιχάλη Ρακιντζή. Πιστεύω ότι και το παρόν και το μέλλον έχει πολύ μεγάλες εκπλήξεις γι’ αυτόν. Ίσως οι ενορχηστρώσεις της εποχής εκείνης να τον αδίκησαν.
Βέβαια, ήθελε και ο ίδιος να είναι πιο εμπορικός. Θα μπορούσε ίσως κι εκείνος να το προσέξει λίγο.
Μα ξέρεις κάτι; Αν πάρουμε τη μηχανή του χρόνου και πάμε τότε, κάποιος έπρεπε να το κάνει κι αυτό. Πώς θα γίνει ρε παιδιά; Δηλαδή τότε στην “Αυτοκίνηση” δεν έπρεπε να χορέψουμε;
Nιώθεις ότι υπάρχει κόσμος που δεν θα έρθει να δει την ταινία μόνο και μόνο επειδή σε θεωρεί δεξιό; Υπάρχει ένα κοινό που μάλλον απογοητεύτηκε λίγο μαζί σου.
Ασφαλώς.
Και ξέρεις ότι μπορεί αυτό το κοινό αυτήν τη στιγμή να σου γυρίσει την πλάτη.
Ναι. Καταρχάς το εκτιμώ. Όπως κι εγώ ήμουν ειλικρινής, έτσι είναι και αυτοί.
Αυτή η κίνηση που έκανα τότε ήταν και μια κίνηση αυτοθυσίας. Εγώ ήξερα ότι θα χάσω τον κόσμο. Δεν είχα να κερδίσω κάτι. Ήταν μια πράξη που δεν με ωφελούσε προσωπικά.
Καταρχάς, δεν υπήρχε περίπτωση να βγω βουλευτής γιατί ήταν τόσο χαμηλά τα ποσοστά της Νέας Δημοκρατίας που δεν βγήκαν ούτε οι παλιοί, έτσι; Να πεις ότι πήγε να τα αρπάξει από τη Βουλή.
Και επειδή κι εμένα, όπως και σε όλους μας, αρέσει ο Μάνος Χατζιδάκις, εγώ νομίζω ότι αν θες να έχεις ένα ειλικρινή διάλογο με το κοινό -ειλικρινή και όχι εμπορικό- πρέπει κάποια στιγμή να μαλώσεις μαζί του. Ο Σαββόπουλος πχ μάλωσε.
Επίσης δεν το έκανα χαρούμενος. Δηλαδή κάποια στιγμή, επειδή εγώ ήξερα τον Σαμαρά, αντιλήφθηκα, έτσι όπως εγώ μπόρεσα, τον κίνδυνο της στιγμής.
Επίσης καλό θα ήταν το κοινό που δεν θα έρθει γιατί με θεωρεί δεξιό, να σημειώσει σε μια υποσημείωση του ότι εγώ ήμουν στις βασικές διεργασίες του να μπει στη φυλακή η Χρυσή Αυγή. Πάνε όλα μαζί αυτά. Παρέα. Δηλαδή ναι μεν αλλά παιδιά, όταν έγινε ο μεγάλος τσαμπουκάς, ο Ρένος ήταν μπροστά.
Για πότε όμως λες τώρα;
Όταν έβαλε ο Σαμαράς τη Χρυσή Αυγή μέσα, εγώ ήμουν στον σκληρό πυρήνα του κύκλου που συζητήθηκε.
Εμένα οι σφαίρες που μου άφηναν στο σπίτι μου ήταν το κάτι άλλο τότε.
Ποιος στις άφηνε, η Χρυσή Αυγή; Δεν το ήξερα αυτό.
Η Χρυσή Αυγή που τους γράφω βέβαια γιατί είναι κότες. Όποιος θέλει να ρίξει, όχι να αφήσει μια σφαίρα.
Βέβαια, έχω ζήσει κι άλλους χουλιγκανισμούς από την άκρα αριστερά. Τον Ιανουάριο του ‘16 έπαιζα στο θέατρο “Αθήνα” και μπήκαν 50 κουκουλοφόροι με τη φράση “ήρθαμε να σε κρεμάσουμε φασίστα”. Δεν μου έκαναν τίποτα γιατί αντέδρασε το κοινό.
Άρα λοιπόν, ναι μεν το δέχομαι, αλλά να βάλουμε στην εξίσωση την ειλικρίνειά μου, τον κίνδυνο που διέτρεξα και το ότι δεν κέρδισα τίποτα.
Αυτό που σκέφτομαι εγώ είναι ότι για τον Σαββόπουλο θεώρησαν ότι τους πρόδωσε γιατί μέσα στο έργο του είχε αναφορές στην Αριστερά. Εσύ τουλάχιστον δεν το έκανες μέσα στις ταινίες. Με σένα μάλλον εκπλαγήκανε όταν ξαφνικά βγήκες και είπες “παιδιά, δεν ξέρω τι με θεωρείτε εσείς τόσα χρόνια, σας αγαπάω, με αγαπάτε, αλλά εγώ εδώ ανήκω πολιτικά”. Και επειδή αγκαλιάστηκες από έναν κόσμο που στην πλειοψηφία του είναι από το κέντρο έως την αριστερά. Και νιώσανε κάπως προδομένοι από σένα.
Να σκεφτεί λοιπόν και το κοινό που θεωρεί ότι το πρόδωσα. Να σκεφτώ όμως κι εγώ το κοινό που με πρόδωσε. Σας είπα ποτέ εγώ ότι είμαι αριστερός; Ζήτησα ποτέ ένα εισιτήριο; Ζήτησα κάτι; Όχι. Και πού ήσασταν όταν σας χρειαζόμουν στις ταινίες μου; Πουθενά.
Δηλαδή όλοι αυτοί που τους απογοήτευσα που ήταν; Τέσσερις ταινίες έχω κάνει, τέσσερις ταινίες κατέβηκαν σε τρεις μέρες.