Υποθέσεις που διεγείρουν το κοινό περί δικαίου αίσθημα: Να μην εκλαμβάνονται ως άλλοθι για νομοθετικές μεταβολές εν θερμω

Διαβάζεται σε 3'
Υποθέσεις που διεγείρουν το κοινό περί δικαίου αίσθημα: Να μην εκλαμβάνονται ως άλλοθι για νομοθετικές μεταβολές εν θερμω
INTIME

Κάθε είδους παρέκκλιση από βασικές αρχές του νομικού μας πολιτισμού θεωρείται αδιανόητη ακόμα και σε υποθέσεις που διεγείρουν το κοινό, περί δικαίου, αίσθημα.

Κάθε φορά που η εκδήλωση του κακού υπερβαίνει τη γραμμικότητα της κοινοτοπίας, όπως στην τελευταία υπόθεση βάναυσης γυναικείας κακοποίησης, με αυτουργό και θύμα σε ρόλους κόντρα στις στερεοτυπικές προσδοκίες του κοινωνικού τους αποτυπώματος, τότε ευλόγως διαψεύδονται τα πασίγνωστα προγνωστικά του Γουόρχολ ως προς τη διάρκεια της αναλογούσας στον καθένα δημοσιότητας.

Τα κοινωνικά αντανακλαστικά, το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον και η εγγενής περιέργεια της ανθρώπινης φύσης συντηρούνται εξημμένα για όσο τροφοδοτούνται βουλιμικά από κάθε καινούρια πληροφορία σχετική με τους πρωταγωνιστές και την ευρύτερη ανθρωπογεωγραφία του περιβάλλοντός τους, αδιαφόρως της χαλαρής συνάφειας που η πληροφοριακή ροή διαθέτει με την υπόθεση καθαυτή.

Υπό αυτή την έννοια, είναι ευεξήγητη η δημοσιοποίηση στιγμιοτύπων οθόνης (screenshots) προερχόμενων από ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ των συζύγων και των συνεργατών τους, σε ιστότοπο υψηλής επισκεψιμότητας, όπως επίσης και η σχεδόν ταυτόχρονη εκθετική αναπαραγωγή τους από λοιπά ΜΜΕ.

Το ζήτημα που ωστόσο, τίθεται εδώ αφορά πρωτίστως, τις δικονομικές εγγυήσεις της δίκαιης δίκης. Αφορά επίσης, την προστασία του ιδιωτικού βίου, εν γένει και του απολύτως απαραβίαστου δικαιώματος στο επικοινωνιακό απόρρητο, ειδικότερα. Το Σύνταγμα παρέχει αδιακρίτως την προστασία αυτή υπέρ κάθε υποκειμένου δικαίου – των απωθητικών κακοποιητών και των συνομιλητών τους, μη εξαιρουμένων -.

Η μόνη περίπτωση κάμψης του δικαιώματος, χωρίς τη συναίνεση του συνόλου των επικοινωνούντων μερών, προϋποθέτει έγκριση της δικαστικής αρχής και ασφαλώς δεν προορίζεται για δημοσιοποίηση. Το προϊόν της εξαντλείται στην ενίσχυση του συλλεγέντος υλικού της δικογραφίας και βεβαίως, η αξιοποίησή του διέπεται από την αρχή της μυστικότητας της ποινικής προδικασίας.

Η τήρηση των στοιχειωδών τούτων δικαιοκρατικών κανόνων δεν επαφίεται προφανώς ούτε στη δεοντολογία, ούτε στον θεσμικό πατριωτισμό των δημοσιογραφικών λειτουργών. Η επίμαχη δημοσιοποίηση πέραν της ποινικής απαξίας της, αφορά επίσης, την αρμοδιότητα περισσότερων συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών, με καταστατική αποστολή την προστασία των προσωπικών δεδομένων, του επικοινωνιακού απορρήτου, όπως επίσης και τη διασφάλιση «της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης … , καθώς και το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου».

Πολύ περισσότερο δε, που το περιεχόμενο της προαναφερόμενης συνομιλίας είναι αμιγώς ιδιωτικού ενδιαφέροντος. Δεν τίθεται δηλαδή, ζήτημα αξιοποίησής του, στο πλαίσιο δημοσιογραφικής έρευνας για σκοπούς πχ προστασίας του δημοσίου συμφέροντος. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα είχε όντως νόημα να σταθμιστεί η προστασία των πληττόμενων δικαιωμάτων με την ελευθερία της δημοσιογραφικής έρευνας για λόγους διαφάνειας, διερεύνησης ζητημάτων δημοσίου συμφέροντος κοκ.

Οι υποθέσεις που διεγείρουν το κοινό περί δικαίου αίσθημα και ενεργοποιούν εκθύμως την αλληλέγγυα συστράτευση της κοινωνικής πλειονότητας υπέρ του θύματος δε νοείται να εκλαμβάνονται ως άλλοθι για νομοθετικές μεταβολές εν θερμώ ή παρείσφρηση ιδιώνυμων αδικημάτων, κατά παρέκκλιση αδιαπραγμάτευτων αρχών του νομικού μας πολιτισμού.

Ομοίως, η προσπάθεια ιεραρχικής πειθάρχησης, όταν οι δικαστικοί λειτουργοί δεν τείνουν ευήκοα ώτα στις δημοψηφισματικές ετυμηγορίες του αλαλάζοντος επικοινωνιακού οικοσυστήματος, δεν προοιωνίζεται τίποτα καλό για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης.

Τα οξυμένα αντανακλαστικά των θεσμικών αντιβάρων είναι απολύτως αναγκαία κυρίως, όταν η όσμωση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και εκτελεστικής εξουσίας επιβάλει μονοφωνικές θέσεις, σε δυσαρμονία με θεμελιώδεις δικαιοκρατικές κατακτήσεις. Από την εγρήγορσή τους, όχι σπάνια, κρίνεται η εμπέδωση του ποινικού φιλελευθερισμού ως αξιακού επικαθοριστή της δημοκρατικής πολιτείας.

Τέλος, ο συντελεστής επιμερισμού της ευθύνης προσδιορίζεται σε συνάρτηση με την τεχνοκρατική επάρκεια και κατά το λόγο της αρμοδιότητας ενός εκάστου. Για όσους (οφείλουμε να) γνωρίζουμε, η σιωπή δε θα είναι ποτέ συγγνωστή.

Η Dr Κατερίνα Παπανικολάου είναι Δικηγόρος και τ. Μέλος της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα