ΜΑΝΩΛΗΣ ΛΙΔΑΚΗΣ: “ΞΕΡΕΙΣ ΣΕ ΤΙ ΣΚΥΛΑΔΙΚΑ ΕΧΩ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕΙ ΕΓΩ, ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ; ΝΑ ΦΟΒΑΣΑΙ ΝΑ ΜΠΕΙΣ ΜΕΣΑ”
Τραγούδια, φίλοι, συναντήσεις. Ο μεγάλος ερμηνευτής σε μια σπάνια εξομολόγηση ζωής.
Από όταν γύρισε την πλάτη του στην Αθήνα και επέστρεψε μόνιμα στην Κρήτη, ο Μανώλης Λιδάκης είναι ένας άνθρωπος που δύσκολα τον βρίσκεις. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Κάτι οι σπάνιες εμφανίσεις του, κάτι οι ακόμη πιο σπάνιες συνεντεύξεις του, μου είχαν δημιουργήσει αυτήν την εικόνα.
Έπεσα έξω -αλλά δεν μου προκαλεί εντύπωση, με έχω μάθει πια. Μόλις τον έψαξα, τον βρήκα. Και μόλις τον βρήκα, αμέσως δέχτηκε να κάνουμε μία μεγάλη κουβέντα, τηλεφωνική, με αφορμή το νέο του άλμπουμ, το “Κυρίες… Τα Σέβη Μου”, που κυκλοφόρησε φέτος από το “Όγδοο”. Ένα άλμπουμ με διασκευές σε τραγούδια που έχουν πει γυναίκες.
Στίχοι, μουσικές, συνεργασίες, χρυσοί και πλατινένιοι δίσκοι, σκυλάδικα και καλά μαγαζιά, Ρασούλης, Μίκης και Βιτάλη, ΟΦΗ και Σαραβάκος, και ένα σωρό ακόμη πρόσωπα και καταστάσεις, κάπως χώρεσαν όλα μαζί μέσα σε 67 λεπτά κουβέντας. Και ας την ξεκίνησα κάπως άχαρα.
Ο πιο εμπορικός σου δίσκος ποιος είναι, ξέρεις; Ποιος έχει πουλήσει περισσότερο;
Μετά από τόσους χρυσούς και πλατινένιους δίσκους, όχι, δεν μπορώ να ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι ότι έχω έναν ευχάριστο πονοκέφαλο όποτε θα παίξω γιατί έχω τόσα πολλά καλά τραγούδια και πόσα να πεις σε μια συναυλία; Να πεις 30; Να πεις 40; Μέχρι εκεί είσαι. Παραπάνω, δεν γίνεται.
Δεν δίνεις και πολλή σημασία στους χρυσούς δίσκους;
Όχι. Μα δεν ξέρω καν που τους έχω. Όταν έφυγα από την Αθήνα, κάπου χάθηκαν. Στη μεταφορά απάνω; Όταν μάζευα τα πράγματά μου για να φύγω; Δεν ξέρω, κάπου εκεί θα ξεχάστηκαν.
Δεν τους έχει μέσα στο σαλόνι σου δηλαδή.
Το σπίτι μου δεν είναι στολισμένο από τους χρυσούς και πλατινένιους δίσκους.
Από τι είναι, αν επιτρέπεις;
Έχω ένα πορτρέτο που τραγουδάμε με τον Μπιθικώτση στο ΖΟΟΜ και ένα πορτρέτο μου, που το ζωγράφισε κάποια θαυμάστρια και μου το έφερε.
Μα δεν μου λείπουν κιόλας οι δίσκοι διότι άλλος είναι ο αριθμός που γράφουν οι πωλήσεις και άλλος είναι ο αριθμός που γράφεται στην καρδιά των ανθρώπων.
Αυτό που μου αρέσει είναι το εξής: όταν τραγουδάω και έχω πει ένα τραγούδι 30 χρόνια πριν, οι άνθρωποι το τραγουδάνε σαν χορωδία. Και αυτό που μου αρέσει ακόμα πιο πολύ είναι ότι οι γονείς μυούν τα παιδιά τους, τα φέρνουν μαζί τους και τραγουδάνε κι αυτά.
Βλέπεις δυο τρεις γενιές ανθρώπων μαζί.
Ναι, βλέπω τη διαχρονικότητα.
Γενικά έχεις μια ιδιαίτερη στάση ζωής. Αυτό που μου έλεγες και προχθές στο τηλέφωνο ότι είσαι ντόμπρος, ότι θες να είσαι ξεκάθαρος…
Όχι, δεν είπα αυτό. Είπα ότι στη ζωή αυτή, ανεξαιρέτως τι επάγγελμα κάνεις, όταν είσαι καθαρός άνθρωπος δεν σε θέλουν. Θέλουν να γίνεις ένας τοξικός, οπότε να είσαι ευπρόσδεκτος παντού. Όταν πηγαίνεις και κουτσομπολεύεις και ρουφιανεύεις και κάνεις και ράνεις, τότε είσαι αποδεκτός πιο εύκολα.
Πάντως, για να γυρίσουμε στη μουσική, αν δεις στο Spotify -βασικά δεν ξέρω αν μπαίνεις καθόλου…
Δεν έχω ιδέα από τεχνολογία. Δηλαδή αν μου πεις τώρα “Μανώλη στείλε ένα μέιλ και θα κερδίσεις ένα αμύθητο ποσόν τα επόμενα πέντε λεπτά”, θα τα χάσω.
Κρίμα, θα ήταν τα πιο εύκολα λεφτά της ζωής σου.
Άσχετος. Ενώ έχω μάθει πολύ πιο δύσκολα πράγματα, δεν ασχολήθηκα με την τεχνολογία. Άντε μέχρι βάιμπερ.
Αυτό που ήθελα να σου πω είναι ότι εκεί στο Spotify, το πιο δημοφιλές τραγούδι σου σε χτυπήματα είναι το “Για να σε συναντήσω”. Αυτό είναι νούμερο 1.
Ε, καλά, άμα τα μαζέψεις όλα -μαζέψεις από εδώ, μαζέψεις από εκεί- μπορεί να έχει και 70 εκατομμύρια views. Δεν μπορώ να το ελέγξω.
Το είπανε και οι αξιόλογες συνάδελφοι, η Μποφίλιου και η Ζουγανέλη, ε, κάνανε και αυτές με 2-3 εκατομμύρια views αλλά το δικό μου το νούμερο δεν το χτύπησαν ποτέ.
Ήταν κι ένα τραγούδι, το οποίο άργησε λίγο να γίνει γνωστό, έτσι;
Κοίταξε Κώστα, όλα μου τα τραγούδια εμένα ήταν βραδυφλεγείς βόμβες δηλαδή και το “Ούτε που ρώτησα” και μετά “Το καράβι απόψε το φιλί”, τους πρώτους επτά μήνες δεν κουνιόταν φύλλο. Και μετά άρχισε η ιστορία.
Τότε η SONY πόνταρε σε ένα τραγούδι που λέγεται “Εγώ με την αγάπη μάλωσα”, το οποίο εγώ δεν το ερμήνευσα ποτέ λάιβ. Ποτέ.
Γιατί; Δεν σου άρεσε;
Όχι και πολύ.
Τους έλεγα όμως ότι “παιδιά, το τραγούδι του δίσκου είναι το ‘Για να σε συναντήσω’, δεν είναι αυτό”.
Ο Λειβαδάς το “Για να σε συναντήσω” μου το είχε φέρει σε ένα άλλο τέμπο, σε έναν άλλο ρυθμό. Όπως και ο Γιάννης Σπανός, το “Ούτε που ρώτησα”, μου το είχε φέρει μπόσα νόβα. (σ.σ μου το τραγουδάει έτσι) Πώς είναι το όνομά σου, ούτε που ρώτησα…
Αλλά το άλλαξες;
Τον παίρνω, λοιπόν, ένα τηλέφωνο και του λέω “Γιάννη μου, μπορώ να σου πω κάτι;”. “Ναι, παιδί μου, τι λες τώρα”. Και παίρνω την κιθάρα και το τραγουδάω ως μπαλάντα, έτσι όπως είναι η τελική του μορφή. Και με διακόπτει στο δέκατο δευτερόλεπτο και μου λέει “Μανώλη, μπράβο, αυτό είναι το τραγούδι και κάνε ό,τι νομίζεις”.
Προς τιμήν του.
Ακομπλεξάριστος ο άνθρωπος. Ψυχούλα ήταν ο Σπανός, τι νομίζεις ότι ήταν;
Κάτι παρόμοιο έγινε και με τον Λειβαδά;
Ναι. Θέλεις να σου πω πώς το είχε ο Λειβαδάς; (σ.σ. το τραγουδάει, μου φαίνεται λίγο πιο ποπ/ροκ) Κάθισε εδώ κοντά μου, Μου ‘λειψες ξαφνικά… Κατάλαβες;
Βέβαια, για να είμαι ειλικρινής και δίκαιος, οφείλω να πω ότι έβαλε το χεράκι του και ο Γιώργος Ανδρέου σε αυτό το τραγούδι.
Βλέπεις πόσους ανθρώπους έχει αγγίξει αυτό το τραγούδι, έτσι; Γενικά τι σου λένε όταν σε συναντάνε, τι ακούς συχνά;
Κοίταξε, έχω μια υπερβολική απλότητα. Πρώτον, δεν υπάρχει μέσα μου αυτό το “με αναγνώρισαν – δεν με αναγνώρισαν”. Αυτό δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Δεν άφησα ποτέ τον Λιδάκη να με καβαλήσει, λες και είμαι άλογο. Γιατί ήταν και ο Μανώλης.
Και κλώτσαγε ο Μανώλης;
Και για να ‘ναι καλά ο Λιδάκης πρέπει να ‘ναι πρώτα καλά ο Μανώλης.
Οπότε πάντα πρόσεχες πρώτα τον Μανώλη και έβαζες τον Λιδάκη σε δεύτερη μοίρα.
Ε, όχι, δεν μπορώ να πω ότι το έκανα πάντα, διότι εγώ υπήρξα και αυτοκαταστροφικός, έτσι; Είχα μπλέξει με ουσίες. Είχα μπλέξει με διάφορα, τα οποία είναι καταγεγραμμένα ως εμπειρίες πλέον και ουδεμία σχέση έχω εδώ και 15 χρόνια.
Τι ακριβώς είχε συμβεί τότε που σε είχαν συλλάβει;
Είχα βγει από ένα στούντιο τότε… Αλλά εγώ θα ρωτήσω το εξής: είδες ποτέ κανένα δικαστήριο να με καλέσει ποτέ για να δικαστώ; Γιατί δεν με κάλεσε ποτέ;
Γιατί;
Διότι φάνηκε ότι αυτό ήταν στημένο από κάποιους ανθρώπους. Όχι ότι εγώ ήμουνα αθώα περιστερά αλλά ήταν στημένο.
Διότι σε ένα μαγαζί της παραλίας πήγαινε ένα μικρό παιδάκι και χτύπαγε το κουδούνι για να κάνει πλάκα στους φύλακες. Και βγαίνει ένας… Μια, δύο, τρεις, και ένα μεσημέρι, του τη στήνει του παιδιού και το πιάνει. Και αντί να το πάρει από το χεράκι και να το πάει στους γονείς του, του δίνει μια μπουνιά στον αυχένα και του τον σπάει. Και το παιδάκι έπεσε κάτω ξερό, πέθανε, πάει.
Ε, αυτή την πόρτα εγώ αρνήθηκα να την περάσω και τότε ξέσπασε ο πόλεμος. Γιατί οι τότε συνεργάτες μου είχαν πάρει χρήματα και προκαταβολές πάρα πολύ μεγάλες.
Οπότε στην έστησε επιχειρηματίας τότε; Κάπως έτσι;
Έτσι έγινε μωρέ, όπως το λες.
ΟΚ, έχω ξανακούσει τέτοιες περιπτώσεις, δηλαδή και ο Καρράς στην αυτοβιογραφία του έλεγε πως κάποιος επιχειρηματίας για να μην φύγει από το μαγαζί του, του έστησε κάτι. Δηλαδή είναι πράγματα που γίνονται μέσα στη νύχτα.
Καλά, εντάξει, άστο. Πάμε παρακάτω, ξέχασέ το. Ό,τι ήταν να πούμε, το είπαμε.
Είδα ότι στις αρχές του ‘80 είχες παίξει και σε πιο δεύτερα μαγαζιά, σε σκυλάδικα.
Ξέρεις τι σκυλάδικα έχω παίξει εγώ, αγόρι μου; Να δεις κάτι σκυλάδικα, να φοβάσαι από αυτούς που είναι μέσα μόνο από τις φάτσες τους. Τι λες τώρα; Αν έχω παίξει σε σκυλάδικα;
Αθήνα, επαρχία, πού;
Και Αθήνα και επαρχία και σε καμπαρέ στην Ομόνοια και σε σκυλάδικα στις Σέρρες και στην Αλεξανδρούπολη… Αρχές του ‘80 και πριν.
Στα 16 σου έφυγες απ’ την Κρήτη και πήγες να βρεις τον αδερφό σου στις Σέρρες. Αυτό είναι το σκυλάδικο που λες;
Στα 15 έφυγα. Ε, ναι, σκυλάδικο ήταν αυτό.
Είχες ποτέ κινδυνεύσει;
Όχι γιατί εγώ ήμουνα μικρό παιδί και δεν με πειράζανε.
Είχες δει κάτι άσχημο μπροστά σου;
Έχω δει καβγάδες ατέλειωτους. Έχω δει πιστόλια να βγαίνουν, έχω δει να πλακώνονται γιατί ένας σε ένα τραπέζι έριξε μια ματιά στη γυναίκα του αλλουνού. Τέλος πάντων, όλα τα έχω δει.
Πότε κατάφερες να πας σε κέντρα που να μη γίνονται αυτά, να πεις “τώρα είμαστε στα καλά μαγαζιά”;
Στα “Δειλινά” ήταν η πρώτη φορά. Ήταν ο Στράτος Διονυσίου εκεί και ήταν τότε κάποιος άλλος τραγουδιστής, που δεν θέλω να τον αναφέρω, ο οποίος είναι ανύπαρκτος πλέον, και ο οποίος τους έκανε κόλπα. Και ο Διονυσίου στράβωσε και λέει “πέστε του να μην έρθει” και πήρε εμένα. Με είχε ακούσει προηγουμένως στην πρόβα και λέει “αυτός είναι τραγουδισταράς”.
Και βλέπω μια τεράστια ταμπέλα απ’ έξω που γράφει “Στράτος Διονυσίου – Βίκυ Μοσχολιού – Μανώλης Λιδάκης”. Και του λέω “κύριε Στράτο, εγώ δεν είμαι σαν εσάς. Πώς με βάζετε έτσι στην ταμπέλα”; “Όχι, παιδί μου, μου λέει, θα γίνει αυτό που σου λέω”.
Γιατί ο Διονυσίου ήταν μάγκας. Και ήξερε και τι έλεγε όταν άνοιγε το στόμα του. Δεν έλεγε μπούρδες.
Και τη Μοσχολιού εκεί τη γνώρισες; Γιατί της έχεις δώσει κι ένα τραγούδι.
Ναι, στον τελευταίο της δίσκο της έγραψα ένα τραγούδι, το “Στου εγωισμού τα δίχτυα” που του δώσανε τον τίτλο “Απόψε πάλι”. Τελικά έκαναν ό, τι ήθελαν αυτοί. Δεν με πειράζει, δεν με ενδιαφέρει.
Και στη Γαλάνη έχω δώσει. Και στην Νικόλ Σαραβάκου γιατί με πήρε ο Σαραβάκος κάποια στιγμή και μου είπε “ρε Μανώλη, γράψε ένα τραγούδι για την κόρη μου” και είναι το τραγούδι που λέγεται “Είμαι άλλη πια”.
Ο Σαραβάκος είναι Παναθηναϊκός, εσύ είσαι ΟΦΗ. Τι έγινε;
Ε, εντάξει, τι πάει να πει αυτό; (γελάει). Όποια ομάδα και να ‘παιζε, ήταν ο Σαραβάκος που τον θαυμάζαμε όλοι.
Είχες γράψει και έναν ύμνο για τον ΟΦΗ;
Έγραψα τον ύμνο του ΟΦΗ, μου το ζητήσανε, αλλά επειδή είχε γράψει και ο Ρασούλης ένα τραγούδι, τους είπα ότι αφήστε το δικό μου καβάτζα και κρατήστε αυτό του Ρασούλη.
“Πρώτα του Ρασούλη, μετά το δικό μου”.
Ε, βέβαια. Τι; Το συζητάμε τώρα;
Του έχεις κι εκείνου αγάπη;
Τεράστια. Πρώτα πρώτα, τον Ρασούλη τον ήξερα εδώ απ’ την γειτονιά. Ήμουν πιτσιρικάς και αυτός ήταν πολύ φίλος με έναν γείτονά μου και ερχόταν εδώ και καθόντουσαν παρέα. Και με έστελναν εμένα να τους φέρνω τις μπύρες. Ήμουν 12 χρονών και καθόμουνα εκεί στα πόδια τους.
Και τους λέω μια μέρα “δεν μου δίνετε και μένα ένα ποτηράκι;”. Μου ρίχνει ένα βλέμμα ο Ρασούλης. “Είσαι πολύ μικρός, μου λέει, για να πιείς μπύρα”.
Αργότερα τραγούδησα και το “Νιώσε με” που είχε γράψει.
Καλά, το ξέρεις ότι πολλοί λένε ότι έχεις από τις ομορφότερες φωνές. Δεν θέλω τώρα να βγάλω θαυμασμό αλλά έχεις μια πολύ ξεχωριστή φωνή, το ξέρεις αυτό έτσι; Το χρώμα της φωνής σου δηλαδή είναι ιδιαίτερο.
Μπορώ να τοποθετηθώ επ’ αυτού, σε παρακαλώ;
Και βέβαια.
Λοιπόν. Έχω έναν μανάβη εδώ που άμα φωνάξει “καρπούζια” σπάνε τα τζάμια. Ηχείο Καζαντζίδη και πάνω. Λοιπόν, το θέμα είναι το πώς ερμηνεύεις, εκεί είναι το μυστικό.
Γιατί μήπως ο Μάλαμας έχει καμία φωνή; Δεν έχει φωνή ο Μάλαμας. Κι όμως εγώ κάθομαι και τον ακούω και τον γουστάρω.
Μου αρέσει να ακούω τους τραγουδοποιούς. Μου αρέσει να ακούω τον Περίδη να τραγουδάει. Πώς θα γίνει;
Ο οποίος Περίδης, δεν θα αναφερθώ τώρα στο ηχείο του, αλλά θα σου πω ότι είναι πολύ μάστορας στο να τραγουδάει. Εκτός του ότι άμα του κάτσει μελωδία, δεν παίζεται ο άνθρωπος.
Από αυτούς τους τρεις δίσκους που είχες βγάλει πιτσιρικάς τότε στα ‘80s και κάπως τους έχεις αποκηρύξει, αν μας έλεγες να ακούσουμε ένα τραγούδι από κει, ποιο θα έλεγες;
Υπάρχει ένα πολύ σοβαρό και μεγάλο τραγούδι στον δίσκο “Μίλα μου απλά” που έκανα στον Μάτσα. Λέγεται “Μάνα μου τουριστική”. Είναι σε στίχους του Ανδρικάκη και λέει: Εγώ είμαι ένα άλλοθι γιατί με το όνομά μου, γίνονται πράγματα πολλά χωρίς την άδεια μου. Εγώ είμαι απρόσωπος, αυτό που λέμε μάζα, της όμορφης πατρίδας μου τα χρήσιμα τα μπάζα. Αχ μάνα μου τουριστική, πανέμορφη μου μάνα, μανούλα μου μελαγχολική σαν έρημη αλάνα. Να ‘ξερες πόσο σ’ αγαπώ και πόσο δεν το θέλω, τάχα για το συμφέρον μου να σου φοράν καπέλο”.
Ωραίο. Για την Ελλάδα είναι;
Ε, βέβαια. Μ’ αυτή την ερμηνεία άρχισα να ψιλοενοχλώ.
Θέλεις να μου πεις τι εννοείς;
Λέω για αυτούς που δεν με γουστάρανε και για τους λόγους που σου εξήγησα προηγουμένως, ότι στην Ελλάδα το να έχεις ταλέντο είναι κακούργημα. Γι’ αυτό έχει τα χάλια του το ελληνικό τραγούδι. Γιατί κάποτε ούτε από το στούντιο δεν πέρναγες αν δεν ήσουνα ερμηνευτής. Και η ερμηνεία, αν θες να ξέρεις, στηρίζεται στην αφαίρεση και όχι στις παπαρδέλες. Δηλαδή να τραγουδάς αφαιρετικά και σ’ ένα σημείο, τακ, να τους κάνεις κάτι και να λένε “όπα;”.
Μου λέει η Βιτάλη μια φορά “καθόμασταν μια νύχτα ολόκληρη κι έκανες ένα μέλισμα σε ένα τραγούδι και προσπαθούσαμε να δούμε πώς το κάνεις. Και δεν τα καταφέραμε”.
Ποια; Η τεράστια Βιτάλη.
Οπότε είσαι της απλότητας; Κάπως έτσι;
Η ερμηνεία λοιπόν στηρίζεται στην απλότητα και στην αφαίρεση. Δες πόσο δωρικά τραγουδούσε ο Μπιθικώτσης.
Στακάτα.
Στακάτα, όπως το ‘πες. Και απλά σου έκανε κάπου κάτι, δηλαδή έβαζε ένα στολιδάκι.
Εδώ τον έχω κάδρο, φωτογραφία, γιατί με πήρε κάποια στιγμή τηλέφωνο και μου λέει “έλα μικρέ, ο Μπιθικώτσης είμαι. “Ε, του λέω, κι εγώ τότε είμαι ο Αζναβούρ”. Μου λέει “δεν σου κάνω πλάκα. Γράψε τον αριθμό μου, αυτός είναι και πάρε με”. Τον πήρα τηλέφωνο και όντως ήταν αυτός, όσο μιλούσε άρχισα να τον αναγνωρίζω πλέον. Κι έτσι τον έπεισα και παίξαμε μαζί στο ΖΟΟΜ.
Τον είχα τέρμα φουλ ένταση κι εγώ το μικρόφωνο 20 πόντους μακριά απ’ το στόμα μου.
Εν τω μεταξύ, δεν ξέρω, εσένα η ερμηνεία σου είναι πιο κοντά στου Μπιθικώτση ή του Καζαντζίδη;
Όχι, ούτε στον έναν ούτε στον άλλον. Άκουσε. Εγώ μελέτησα πολύ δύο πολύ μεγάλες τραγουδίστριες. Η μία ήταν η Γαλάνη και η άλλη ήταν η Αλεξίου. Και έτσι λοιπόν δημιουργώ τη δική μου προσωπικότητα, κάτι που είναι πολύ δύσκολο να μην τραγουδάς σαν τους άλλους ή σαν κάποιον άλλον. Δηλαδή με το που ανοίγουνε το ραδιόφωνο και ακούνε ένα “αααα” ή μια λέξη, να καταλαβαίνουν αμέσως ποιος τραγουδάει.
Ήθελα να βρω τον εαυτό μου. Και ως μουσικός των ωδείων, στροφάρησα πιο πολύ από έναν αμόρφωτο συνάδελφο. Γιατί εγώ λέω ομότεχνους και μη ομότεχνους.
Ομότεχνους λες αυτούς που ξέρουν από μουσική;
Όχι, ομότεχνους λέω τους αληθινούς καλλιτέχνες και αυτούς των οποίων το ρεπερτόριο με συγκινεί.
Ναι, είπες πριν, είπες πριν για το Μάλαμα. Έχεις πει κι εκείνου τραγούδια που έχουν μείνει. Πχ “Φύλλα Αλκαλικά”.
Τρελαίνομαι να τον ακούω. Γι’ αυτό σου λέω δεν είναι η φωνή.
Επίσης υπήρξαμε πάρα πολύ φίλοι με τον Νικόλα τον Παπάζογλου και ειδικά στη Θεσσαλονίκη όταν έπαιζα, πάντα ήταν σε μια γωνία καθισμένος με μια παρεϊτσα και με άκουγε. Και μετά πηγαίναμε καμιά βόλτα.
Αλλά όταν έπαιξα μια φορά στη Χαλκιδική, του είχα υποσχεθεί ότι μετά τη συναυλία θα περάσω να τον δω, αλλά δεν τον πρόλαβα. Και μου έχει μείνει αυτό.
Εν τω μεταξύ, είπες πριν για την Αλεξίου και κάπου είδα ότι η Αλεξίου σου είχε κάνει σεγόντο σε τραγούδι. Και αυτό πόσο τιμή;
Η Αλεξιου είναι ακομπλεξάριστη, παιδί μου. Ο Νικολόπουλος μελοποιεί κάποτε κάποιους στίχους του Τσιτσάνη και μου λέει στο στούντιο να φωνάξουμε μια τραγουδίστρια -δεν θυμάμαι τώρα ποια- για δεύτερες φωνές και σηκώνεται η Χαρούλα και του λέει “τι τραγουδίστρια; Αφού είμαι εγώ εδώ”. Και μπαίνει η Χαρούλα και κάνει δεύτερες. Μεγάλη μου τιμή.
Μετά από τόσα χρόνια, υπάρχει κάποιος στίχος τραγουδιού σου που να λες ότι “αυτός με χαρακτηρίζει. Είμαι εγώ. Δείχνει τη στάση ζωής μου”;
Ε, ο “Γλάρος” είναι αυτό.
Θες να μου πεις σε ποιο σημείο;
Εκεί που λέει “Μου ‘πε κι άλλα μου ‘πε κι άλλα, ώσπου άρχισε ψιχάλα, ‘έλα’, μου ‘πε, ‘πάμε τώρα, δεν φοβόμαστε τη μπόρα’”.
Έχεις γράψει και εσύ ωραίους στίχους πάντως. Την “Άδικη Καρδιά” πχ.
Ο εξαιρετικός Γιάννης Σπάθας είχε μια μελωδία και μας έστελναν στίχους από δεξιά και αριστερά, οι οποίοι δεν μας άρεσαν. Οπότε πηγαίνοντας εγώ στο στούντιο με το αυτοκίνητο, μου ‘ρχεται κάτι, κάθομαι στην άκρη και βγάζω ένα τετράδιο και ένα μαρκαδόρο που είχα στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου. Και γράφω, λοιπόν, την “Άδικη Καρδιά” σε δέκα λεπτά.
Και πάω και τους λέω, έτσι, πολύ ταπεινά, “ρε παιδιά, έχω γράψει εγώ ένα στιχάκι αλλά δεν νομίζω ότι αξίζει τον κόπο”. Και παίρνω τον στίχο και το τραγουδάω και μου λέει ο Σπάθας “είσαι τρελός; Βρήκαμε τον στίχο!”.
Αυτή η εισαγωγή που έχει εκεί ο Σπάθας, δεν έχει κάτι από Θεοδωράκη; Έτσι όπως μπαίνουν τα μπουζούκια, κάπως επικά;
Καλά τώρα, Σπάθας, μιλάμε για έναν τεράστιο μουσικό και άνθρωπο. Και τον χάσαμε και νωρίς. Ήμασταν φίλοι κι όταν τον έχασα είχα πένθος κανονικό.
Και στο “Άστρα μη μαλώνετε” είχε κάνει εκείνος την ενορχήστρωση;
Μαζί την κάναμε.
Για το οποίο, ξέρεις τι γίνεται; Εγώ πίστευα ότι αυτό το τραγούδι θα ήταν κάτι σαν εθνικός ύμνος στην Κρήτη πριν το κάνεις εσύ διασκευή, αλλά τελικά δεν ήταν γνωστό.
Δεν το ξέρανε. Κάποια μέρα ήρθε ο αδερφός μου, ο οποίος είναι και αυτός συνάδελφος εξαιρετικός, και μου το ‘φερε.
Απλά ο Γαργανουράκης έβαζε ένα ακόμη στίχο, ένα ακόμη “άστρα μη με μαλώνετε” (σ.σ. τραγουδάει για να καταλάβω τι εννοεί). Ε, τώρα το λέει και αυτός έτσι όπως το έκανα εγώ.
Αυτό ήταν παραδοσιακό;
Υπήρχαν διάφοροι στίχοι από παλιά αλλά ο συνθέτης λέγεται Κώστας Καμπουράκης και κατάγεται από τη Σητεία.
Τον έχεις γνωρίσει;
Όχι, δεν τον γνώρισα τον άνθρωπο.
Έχεις βγάλει έναν καινούργιο δίσκο τώρα, το “Κυρίες… Τα Σέβη Μου” με “γυναικεία τραγούδια” αλλά αυτό το είχες ξανακάνει πάντως. Δηλαδή έχεις ξαναπεί τραγούδια γυναικών, πχ το “Νυν και Αεί” του Ξαρχάκου που ερμήνευε η Μοσχολιού.
Εντάξει, αυτό ήταν ένας δίσκος με τον Ξαρχάκο, η “Β’ Ανάγνωση”. Έχω πει και τον “Πυρετό” του Άκη Πάνου που ερμήνευσε η Μαρινέλλα, αλλά μέχρι εκεί. Ολόκληρο δίσκο αφιέρωμα σε γυναίκες δεν έχω ξανακάνει.
Απλά θέλω να πω ότι δεν το φοβήθηκες ποτέ αυτό.
Όχι μωρέ και απεναντίας υπήρξε ένα τραγούδι τώρα, που έχει κάνει μια φοβερή ερμηνεία η Χαρούλα, που ήταν το μοναδικό τραγούδι που πήγε να μου αντισταθεί. Το “Μη χαράζεις βλέφαρό μου”. Όποιος θέλει να καταλάβει πόσο δύσκολο είναι, ας πάει να το ερμηνεύσει.
Γιατί τον έκανες αυτό το δίσκο; Ποια σκέψη είναι από πίσω;
Σε μια εποχή που οι γυναίκες κακοποιούνται βάναυσα, ξύπνησα ένα πρωί και συλλαμβάνω αυτήν την ιδέα.
Άρα και εσύ να φανταστώ, τα τελευταία χρόνια έχεις κάπως συγκλονιστεί λίγο με όλες αυτές τις γυναικοκτονίες και όλα αυτά που συμβαίνουν;
Ε, ναι. Να, κι εγώ τσακώθηκα προχθές με την αδερφή μου, τι σημαίνει αυτό; Από μικροί τσακωνόμαστε. Αυτή με θεωρεί πάντα ότι είμαι το μικρό της αδερφάκι. Κατάλαβες;
Όπως τότε που περπατάγαμε στον δρόμο και έλεγα “τι κοιτάς την αδερφή μου ρε;”. Και μου έλεγε “πάμε να φύγουμε, θα σε δείρω”. (γελάμε). Γιατί δεν μάσαγα εγώ.
Ήσουν από μικρός τσαμπουκάς;
Όχι τσαμπουκάς, αντιδραστικός ήμουνα.
Και στο σχολείο;
Όχι στο σχολείο ήμουνα ο καλύτερος μαθητής και όταν έβγαινα από το σχολείο γινόμουνα το μεγαλύτερο πειραχτήρι.
Αφού κάποτε ήρθε ο επιθεωρητής και εγώ είχα πυρετό και η μάνα μου δεν με άφηνε να πάω στο σχολείο. Και ήρθε δάσκαλος ο συγχωρεμένος ο κύριος Αριστείδης και της λέει “κυρία Ελένη, έχει έρθει ο επιθεωρητής και ο Μανώλης δεν είναι στο σχολείο”. “Ε, του λέει δεν μπορώ να σας τον δώσω δάσκαλε, γιατί είναι άρρωστος”. Και το ακούω εγώ και την κοπανάω από το σπίτι και μου φώναζε η μάνα μου, εγώ τίποτε.
Πάω, βρίσκω τον επιθεωρητή και του λέω “κύριε Επιθεωρητά, είναι μεγάλη μας τιμή που επιλέξατε το σχολείο μας να ‘ρθείτε”. Ήμουνα στην 4η δημοτικού, δέκα ετών. “Λυπάμαι που είμαι άρρωστος με πυρετό και αμυγδαλίτιδα, που δεν μπορώ να μείνω μαζί σας”. Και τον αγκάλιασα και έφυγα.
Και εκείνη την ώρα είναι η μάνα μου στον δρόμο και με κυνηγάει.
Σ’ αυτό το δίσκο τώρα, είπες στην εκπομπή στην ΕΡΤ ότι υπάρχει ένα τραγούδι, το “Γρήγορα να γυρίζεις πίσω” που έχει μια πολύ στενάχωρη ιστορία.
Μια θλιβερή ιστορία την οποία δεν ήθελα να αναφέρω για να μη βαρύνω το κλίμα. Αλλά τώρα θα στην πω.
Η Σοφία Ασσυχίδου, η οποία το ερμήνευε και ήταν μια υπέροχη τραγουδίστρια, πήγαινε μαζί με έναν συνάδελφό της σε μια συναυλία πάνω σε μια μηχανή. Και έτσι όπως είναι πάνω στη μηχανή, βγάζει το κεφάλι της και κάτι πάει να του πει και εκείνη την ώρα περνάει μια νταλίκα και την αποκεφαλίζει.
Δηλαδή εκείνη δεν κατάλαβε τίποτα. Ήταν σαν να πήγε κάποιος, πάτησε τον διακόπτη και της έσβησε το φως.
Εγώ δεν το ‘ξερα. Αυτό μου το έχουν πει οι άνθρωποι που μου σύστησαν το τραγούδι.
Ποια άλλα τραγούδια από αυτόν τον δίσκο αγαπάς πολύ και ήθελες να πεις πάντα;
Εγώ όταν ήμουνα μικρό παιδάκι, τότε που σου λέω ότι τραγουδούσα στα σκυλάδικα, ήταν κάποιοι άλλοι οι οποίοι ήταν πιο ισχυροί από μένα, αλλά δεν ήταν ταλαντούχοι και με έκαναν ό, τι θέλανε. Λοιπόν, τα σουξέ της εποχής τα λέγανε αυτοί κι εγώ τραγουδούσα τη Γαλάνη, την Αλεξίου, τη Μοσχολιού κλπ. Και κέρδιζα.
Οπότε αυτό μου είχε μείνει ως απωθημένο και έλεγα ότι κάποια στιγμή ίσως να κάνω ένα δίσκο με κάποια απ’ αυτά τα τραγούδια, τραγουδώντας μεγάλες ερμηνεύτριες. Και τελικά το ‘κανα.
Σου αρέσει να λες ιστορίες πίσω από τα τραγούδια, δηλαδή αν σε ρωτήσω την ιστορία πίσω από τη “Χαλκίδα”, υπάρχει κάτι;
Τη “Χαλκίδα” την είχε ξαναπεί κάποιος άλλος πριν από μένα. Όπως και το “Και καρτερώ” του Μπαγιαντέρα.
Καταλαβαίνεις ότι η “Χαλκίδα” είναι κάτι σαν ο εθνικός τους ύμνος εκεί.
Ε, βέβαια. Κοίταξε, εγώ μετά την Κρήτη θα μπορούσα να ζήσω άνετα στη Χαλκίδα. Μου αρέσει πάρα πολύ.
Και ειδικά, ξέρεις, όταν κάθεσαι να χαζεύεις την παλίρροια τη στιγμή που αρχίζουν τα νερά και στροφάρουν και ενώ έχουν μια πορεία προς τα δεξιά, ξαφνικά πηγαίνουν αριστερά. Αυτό είναι ένα αριστούργημα.
Πρέπει να το πετύχεις αυτό.
Ακριβώς, όπως το ‘πες. Εγώ έκατσα και το περίμενα μέχρι που το πέτυχα.
Μου άρεσε που είπες ότι όταν συνάντησες τον Θεοδωράκη τη δεύτερη φορά, πιο πολύ μιλήσατε για γυναίκες παρά για μουσική.
Ναι, μα του λέω “μαέστρο, δεν με δοκιμάζεις στο πιάνο;”. Και μου ρίχνει μια άγρια ματιά και μου λέει “Μανώλη”, και βαράει το χέρι στο τραπέζι. “Ξέρω ποιον τραγουδισταρά έχω καλέσει. Άσε να πούμε τίποτα”. Και αρχίσαμε και μιλάγαμε για γυναίκες.
Ενώ θεωρούσε ότι αγαπάς πιο πολύ τον Χατζιδάκι.
Όταν έγινε το ‘99 η συναυλία στο Σύνταγμα για τον πόλεμο στη Σερβία, με το που πήγα εγώ και έτσι όπως ήταν όρθιος, μου έριξε μια περιφρονητική ματιά και μου λέει “εσύ είσαι χατζιδακικός, ε;”.
Αυτό πώς του ‘ρθε;
Ε, ξέρω γω πως του ‘ρθε; Απλά εγώ του απάντησα “κύριε Μίκη, δεν είναι σωστό αυτό που λέτε. Είμαι και χατζιδακικός και θεοδωρακικός”. Και εκεί ηρέμησε και γίναμε μετά φίλοι.
Καλά, κι εγώ θα πίστευα ότι θα σου ταίριαζε πιο πολύ ο Χατζιδάκις.
Δεν το συζητώ αυτό. Ο Χατζιδάκις ήταν έτη φωτός μπροστά γενικά.
Έχω φωτογραφία όπου είναι σε ένα τραπέζι μόνος του, με ένα ποτήρι και με ένα μπουκάλι μπύρα και παίζει ο Βαμβακάρης. Και έχω μια απορία: ο Χατζιδάκις είχε τη διορατικότητα να καταλάβει ποιος είναι ο Βαμβακάρης. Ο Βαμβακάρης πώς κατάλαβε ποιος είναι ο Χατζιδάκις και τον αγαπούσε τόσο;
Αυτή είναι μια απορία που θα μου μείνει αναπάντητη.
Στον Θεό πιστεύεις;
Εγώ δεν πιστεύω ότι ο Θεός είναι ένας γέρος με άσπρα μούσια που κάθεται πάνω στον ουρανό κλπ. Και ο Θεός και ο Διάβολος είναι εδώ. Και ειδικά αυτή είναι η εποχή του Εωσφόρου. Λοιπόν, σε ορισμένους ανθρώπους φώλιασε μέσα τους ο Διάβολος και σε κάποιους άλλους ο Ιησούς. Εγώ σε αυτόν πιστεύω, στον Ιησού Χριστό, γιατί ήταν ένας από εμάς και προσεύχομαι δυο φορές τη μέρα. Του ζητάω να έχει καλά όσους ανθρώπους αγαπώ και μένα ας με έχει τελευταίο.
Εγώ πιστεύω ότι σε αυτήν τη ζωή ερχόμαστε για να δώσουμε τις εξετάσεις μας και θα κριθούμε αλλού. Το πιστεύω ακράδαντα.
Ψέλνεις;
Όχι, ποτέ δεν έψελνα. Μια φορά μόνο με κάλεσε ο Λεοντής και συμμετείχα με συμφωνική ορχήστρα στον δίσκο “Μήτηρ Θεού” που κυκλοφόρησε από τη Μονή Κουτλουμουσίου από το Άγιο Όρος.
Και απλά ο Λεοντής ήθελε αυτό να το πάρουμε και να το κάνουμε περιοδεία και συναυλίες. Και του είπα “κύριε Λεοντή, εγώ δεν δέχτηκα να πάρω χρήματα από τη Μονή Κουτλουμουσίου, οι οποίοι θέλαν να μου δώσουν και θα πάω τώρα να το γυρνάω σε συναυλία και να εισπράττω χρήματα;”.
Ε, κι από τότε ο Λεοντής δε μου ξαναμίλησε. Δικαίωμά του. Να ‘ναι καλά ο άνθρωπος.
Εντάξει, αυτό δείχνει μια στάση ζωής τώρα.
Εντάξει μωρέ, να είναι καλά όλος ο κόσμος. Κοίταξε να δεις, δεν κάνω σε κανέναν τη χάρη να τον μισώ.
Και αυτό που λένε “ο καλός, καλό δεν έχει”, αυτά είναι αηδίες για μένα. Καλό κάνεις; Καλό θα βρεις. Κακό κάνεις; Κακό θα βρεις μπροστά σου. Τελείωσε.
Ξέρεις, όταν εσύ κάνεις αυτά τα κρητικά τραγούδια, δεν συνηθιζόταν τόσο πολύ όσο σήμερα.
Πιστεύω ότι άνοιξα το δρόμο για τους Κρητικούς καλλιτέχνες και για όλη την υπόλοιπη επικράτεια.
Το αναγνωρίζουν αυτό οι Κρητικοί καλλιτέχνες πιστεύεις;
Α, δε με ενδιαφέρει αυτό. Δεν Θέλω να μου αναγνωρίζουν τίποτα. Δεν με νοιάζει.
Δεν θες να σου αναγνωρίζουν; Γενικά πώς θες να σε θυμούνται; Το έχεις σκεφτεί ποτέ αυτό; Σε πενήντα χρόνια από τώρα πχ.
Όχι, δεν με απασχολούν αυτά τα πράγματα.
Κοίταξε, αν τραγουδάω για παράδειγμα τη “Χαλκίδα” τριάντα-plus χρόνια μετά και τραγουδάνε εν χορώ μαζί μου οι άνθρωποι, αυτό σημαίνει κάτι.
Λένε κάποιοι, ότι ίσως είμαι ο μοναδικός από τη νεότερη γενιά μετά τους Νταλάρα, Αλεξίου, Γαλάνη, Μητσιά και άλλους ομοτέχνους, που έχω διαχρονικό ρεπερτόριο.
Αλλά επαναλαμβάνω, εγώ επέλεγα το τι θα τραγουδήσω.
Έχεις πει και ένα τραγούδι των Χαΐνηδων, το “Είχα μια αγάπη μια φορά”. Μιας και λέμε για Κρήτη. Αυτό πώς προέκυψε;
Με πήρε ο Αποστολάκης ο χαΐνης και με πήγε ο παλαβός (σ.σ. γελάει) σε ένα βουνό κρατώντας ένα ξεκούρδιστο μπουλγαρί και του λέω “φέρτο να το κουρδίσω τουλάχιστον”. Εκεί μου το παρουσίασε, σε ένα βουνό στα Σπήλια, εκεί που είναι η Αγία Ειρήνη.
Και εντάξει, έχει ωριμάσει τώρα πια. Γιατί θυμάμαι μια φορά ταξιδεύαμε μαζί σε ένα αεροπλάνο και κούναγε πολύ και αυτός έλεγε αστεία, ότι κόπηκε το φτερό και τέτοια, και του την πέσανε, του λένε “σταμάτα πια ρε άνθρωπε”. Δεν τον ξέρανε κιόλας, δεν ήταν ακόμα αναγνωρίσιμος.
Τους μούρλανε τους ανθρώπους.
Πολλοί ερμηνευτές κάπως έχουν ταυτιστεί με κάποιους συγκεκριμένους συνθέτες. Εσύ αυτό κάπως το απέφυγες.
Δεν το απέφυγα. Ό,τι έγινε, έγινε τυχαία.
Και τυχαία γεννήθηκα κιόλας. Εγώ δεν ήμουνα στο πρόγραμμα, όταν ήρθα εγώ στον κόσμο λόγω μιας αποτυχημένης αντισύλληψης, οι γονείς μου ήταν σε μεγάλη ηλικία και είχαν ήδη δύο παιδιά. Και τα χρόνια εκείνα ήταν περίεργα και σκέφτονταν και τι θα πει ο κόσμος.
Ενώ τώρα δεν ισχύουν αυτά πλέον. Ένας εδώ στην Κρήτη 41 χρονών παντρεύτηκε μια κυρία 82 ετών.
Σου λείπουν;
Ε, μα είναι δυνατόν τώρα; Βέβαια, έχω συναντήσει και ανθρώπους που δεν μιλάνε με τους γονείς τους. Και οι λόγοι είναι πάντα υλιστικοί. Χρήμα, οικόπεδα, σπίτια.
Ή που δεν μιλάνε αδέρφια μεταξύ τους. Και όλα αυτά για το γαμημένο το χρήμα.
Είπες σε μια παλιότερη εκπομπή ότι υπάρχει ένα κορίτσι το οποίο το έχεις σαν κόρη σου.
Ναι, αυτό γεννήθηκε χωρίς να γνωρίσει πατέρα και τη μεγάλωσα εγώ μαζί με τη μάνα μου, δηλαδή εγώ με το μωρό στο ένα κρεβάτι και η μαμά απέναντι. Η γιαγιά του δηλαδή.
Κοίταξε, εγώ νομίζω ότι πρέπει να είμαστε μπαμπάδες και μαμάδες για όλα τα παιδάκια του κόσμου. Και δεν θα μπορέσω ποτέ να εξηγήσω μέσα μου ποιος είναι αυτός ο διάβολος που βάζει έναν παππού να χαϊδεύει το εγγονάκι. Και δεν μπορώ να βρω και ποιο είδος τιμωρίας τους αρμόζει.