“ΠΑΝΤΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΤΟ ΑΥΡΙΟ”: Η ΕΜΠΟΡΙΚΟΤΕΡΗ ΙΤΑΛΙΚΗ ΤΑΙΝΙΑ ΕΔΩ ΚΑΙ ΧΡΟΝΙΑ ΔΕΝ ΦΟΒΑΤΑΙ ΝΑ ΤΑ ΒΑΛΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΑ

Το θαυμάσιο σκηνοθετικό ντεμπούτο της δημοφιλούς κωμικού Πάολα Κορτελέζι οργίζεται από τις γυναικοκτονίες, εμπνέεται από τον ιταλικό νεορεαλισμό και σκίζει στα ταμεία – ξεπερνώντας “Barbie” και “Οπενχάιμερ”.

«Αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι κάθε ιταλός και ιταλίδα, νέοι ή ηλικιωμένοι, αναγνώρισαν στην ταινία ένα μικρό κομμάτι της δικής του οικογένειας», λέει η Πάολα Κορτελέζι στον Guardian. «Όχι απαραίτητα τη βία, αλλά ακόμα και ορισμένες συμπεριφορές απέναντι σε κορίτσια και σε γυναίκες».

Και τώρα ας βγάλουμε έξω την εθνικότητα – γιατί είναι σίγουρο πως η ιστορία που λέει το Πάντα Υπάρχει το Αύριο, εκτείνεται και πολύ πέρα από τη γείτονα χώρα. Η ασφυκτική πατριαρχική καταπίεση που απεικονίζει, είναι αναγνωρίσιμη παντού.

Η ταινία διαδραματίζεται ωστόσο στο παρελθόν. Στη μεταπολεμική Ιταλία –παρότι η ακριβής χρονική στιγμή παραμένει ασαφής για τη μεγαλύτερη διάρκεια της ταινίας– η Ντέλια προσπαθεί να επιβιώσει σε μια οικογένεια και σε μια χώρα που κάνει ό,τι μπορεί για να κρατήσει τις γυναίκες στη θέση τους.

Πώς όμως μια ταινία σαν αυτή, μπόρεσε να γίνει η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία της χρονιάς στην Ιταλία, ξεπερνώντας χολιγουντιανά μπλοκμπάστερ-φαινόμενα σαν τη Barbie;

ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΝΕΟΡΕΑΛΙΣΜΟΣ, ΜΙΑ ΣΚΛΗΡΗ ΚΩΜΩΔΙΑ

Γυρισμένο σε ασπρόμαυρο και ξεκινώντας με μια μακρά σκηνή που χαρτογραφεί την γειτονιά της Ντέλια με υπομονή και λεπτομέρεια ώστε κάθε σοκάκι να ζωντανεύει, το φιλμ προφανώς αντηχεί τη νεορεαλιστική παράδοση ενός ΝτεΣίκα. Δεν πρόκειται απλώς για άδεια στιλιστική αναφορά, αλλά για δήλωση αφηγηματικής πρόθεσης. Μπορεί στο Πάντα Υπάρχει το Αύριο τα locations να αντικαθίστανται από σκηνικά και η αμεσότητα να φιλτράρεται μέσα από στιλιζάρισμα (θα επανέλθουμε σε αυτό) αλλά η Κορτελέζι ξέρει πολύ καλά γιατί επικαλείται την παράδοση του σινεμά της χώρας της λέγοντας αυτή την ιστορία: δεν ξεχνάει ποτέ την ταξική διάσταση του ζητήματος που διαπραγματεύεται.

Σιγά σιγά η ταινία, που εξισορροπεί κωμικά στοιχεία σε ένα αδυσώπητο κοινωνικό πλαίσιο, στήνει όλο το σύμπαν της Ντέλια (την οποία παίζει η ίδια η Κορτελέζι, πολύ δημοφιλής κωμικός και περφόρμερ στην Ιταλία που εδώ πραγματοποιεί το σκηνοθετικό της ντεμπούτο), με κεντρικούς και περιφερειακούς χαρακτήρες. Από γείτονες και φίλους και έναν παλιό έρωτα της Ντέλια, ο οποίος την θέλει ακόμα και της ζητά να φύγουν μαζί για να πάνε στον Βορρά όπου υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες, μέχρι την ίδια της την οικογένεια – τον καταπιεστικό, βίαιο σύζυγο και την κόρη, για την οποία η Ντέλια θέλει ένα καλύτερο μέλλον από της ίδιας.

Η στωική ηρωίδα αντέχει και ανέχεται, φοράει κάθε μέρα ένα πρόσωπο υπομονής και παλεύει σιωπηλά. Παλεύει για την κόρη της, την οποία ο άντρας της θέλει να δει να παντρεύεται τον γιο των ιδιοκτητών ενός τοπικού καφέ – όχι για άλλο λόγο φυσικά, αλλά επειδή η οικονομική τους επιφάνεια (που ξέρουμε πολύ καλά από πού προέρχεται και τι σημαίνει σε μια μεταπολεμική περίοδο) θα φέρει και στον ίδιο μια κάποια ασφάλεια. Όμως ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα καταδίκαζε την κόρη σε μια παρόμοια ρότα, σε ένα σιωπηλό ρόλο υπομονής και οικογενειακής και κοινωνικής καταπίεσης κι αποδυνάμωσης.

Παλεύει όμως και για κάτι ακόμα – κάτι που δεν είναι αρχικά σαφές. Η Ντέλια μαζεύει λεφτά στην άκρη, κρυφά φυσικά, για κάποιο άγνωστο σκοπό. Παίρνει δύναμη κοιτάζοντας ένα γράμμα. Πολύ συχνά σε κοινωνικές ταινίες βλέπουμε μια deus ex machina διέξοδο, με κάποιο χαρακτήρα να σώζει την παγιδευμένη ηρωίδα. Αυτό όμως δεν συμβαίνει εδώ, όπως αποκαλύπτεται στο πολύ δυνατό φινάλε, όταν και τα πάντα ανανοηματοδοτούνται σε ιστορικό πλαίσιο και με έναν συναισθηματικά πολύ μεστό τρόπο.

Η Κορτελέζι απλώνει την αφήγηση στον χάρτη της περιοχής της ηρωίδας της, στήνοντας μικρές πλοκές σε συνέχειες στο κάθε σημείο και γύρω από τον κάθε περιφερειακό ήρωα. (Δεν είναι όλα εξίσου πετυχημένα φυσικά. Η παρουσία ενός αμερικάνου στρατιώτη μοιάζει αισθητά λιγότερο οργανική από κάθε άλλη ιστορία της ταινίας.) Ο στόχος δεν είναι να πυκνώσει η αφήγηση με πλοκή και πληροφορία – εξάλλου το φιλμ ακολουθεί ήρεμους ρυθμούς χωρίς ποτέ να φρακάρει, έχει αυτό που λέμε flow. Ο στόχος, είναι να υπογραμμιστεί το πώς η Ντέλια μοιάζει παγιδευμένη σε κάθε διαφορετική συνθήκη και πτυχή της κοινωνικής της καθημερινότητας. Όλες, επειδή είναι γυναίκα. Και όλες, επειδή είναι φυσικά φτωχή – μια παράμετρος που ποτέ η Κορτελέζι δε μας αφήνει να ξεχάσουμε.

ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ, ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΣΤΗ ΒΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ

Η ταινία δεν αποφεύγει ούτε τον ασφυκτικό χαρακτήρα μιας κοινωνίας που φέρεται στις γυναίκες σαν υποχείρια και δούλες, ούτε και την βία που αυτό συνεπάγεται. Όμως ταυτόχρονα, δεν παγιδεύεται και στο παρελθόν: Η σκληρή, ρεαλιστική απεικόνιση μιας ακραίας παρελθοντικής κατάστασης θα μπορούσε εύκολα να περάσει ως ένα πρόβλημα του παρελθόντος, ένα υποσυνείδητο «κοίτα τι τραβάγανε τότε».

Η Κορτελέζι αντιθέτως προσεγγίζει το θέμα της, ακόμα και τη φόρμα της, με μια ιδιόμορφα ημι-μοντερνιστική διάθεση, χωρίς πολλά λόγια και επεξηγήσεις (που να δίνουν στο φιλμ τη διάσταση κάποιας αραχνιασμένης εξιστόρησης) και με μια θεατρικού τύπου κατασκευή που το αποκολλά από τις αυστηρά ρεαλιστικές βάσεις και δημιουργεί μια άλλου τύπου σύνδεση με το κοινό.

Σε μια νευραλγικής σημασίας σκηνή, η βία χορογραφείται – κυριολεκτικά. Απεικονίζεται σαν ένα σκληρό, στιβαρό μουσικό νούμερο από το οποίο δε μπορείς να πάρεις τα μάτια σου την ίδια στιγμή που επεξεργάζεσαι διαρκώς σε τι αντιστοιχεί αυτό που κοιτάς. Στην άλλη άκρη του δίπολου, το επίσης άκρως στιλιζαρισμένο φινάλε παίρνει μια ιστορική στιγμή και τη χορογραφεί γύρω από τη διαδρομή μιας γυναίκας, αποφεύγοντας τα στεγνά επεξηγηματικά κείμενα για το ιστορικό πλαίσιο. Καταφέρνοντας να είναι τελικά εμψυχωτικό με έναν τρόπο σχεδόν υπερβατικό αλλά χωρίς να χάνει τη σύνδεση με τα όσα η ταινία έλεγε ως τότε: Η όποια νίκη εντοπίζεται σε έναν θρίαμβο της συλλογικότητας κι όχι σε σωτήρες ή σε αόριστες μαγικές ευκολίες.

Αντίστοιχα φιλόδοξη είναι η μίξη στοιχείων και υφών καθόλη τη διάρκεια της ταινίας. Δεν λείπουν τα κωμικά στοιχεία, ούτε φυσικά τα ρομαντικά, ούτε και τα εμψυχωτικά (χωρίς να είναι φτηνή ή κούφια η εμψύχωση, ωστόσο). Ενώ οι στιλιστικές υπερβάσεις του φιλμ περιλαμβάνουν από μια παρέμβαση στο κάδρο (με το ακαδημαϊκό κάδρο να μετατρέπεται σε widescreen) μέχρι ένα πλούσιο σάουντρακ με τραγούδια εποχής αλλά και σύγχρονα, χρησιμοποιημένα με έγνοια τη μίξη το εποχών (του τότε και του τώρα, τονίζοντας την διαχρονικότητα της σημασίας της ιστορίας) αλλά και το να κυλάει η ταινία αβίαστα, παρά το δύσκολο θέμα της το οποίο και δεν αποφεύγει. Δεν λειτουργούν τα πάντα, και κάποια συγκρούσεις υφών ίσως δημιουργήσουν έως και αμηχανία, όμως το αποτέλεσμα είναι γενικά εξαιρετικό.

Στην αρχή του ‘24 είχαμε βάλει το Πάντα Υπάρχει το Αύριο στην ετήσια λίστα μας με «ταινιάρες της χρονιάς που έχουμε δει ήδη» και γράφαμε:

«Αυτό που μοιάζει στα χαρτιά ως μια πλήρως ακαδημαϊκή αφήγηση αποκτά νέες διαστάσεις στα χέρια της Κορτελέζι η οποία εμπνέεται από την παράδοση του ιταλικού σινεμά και τον νεορεαλισμό, με μια θεατρικότητα κινηματογραφικών επεκτάσεων, για να συνθέσει μια κατά τόπους σχεδόν μπαρόκ, ασφυκτική και ευαίσθητη ιστορία χειραφέτησης που αποφεύγει τις παγίδες της νοσταλγίας και οδηγεί σε ένα τρομερά συγκινητικό φινάλε».

ΕΝΑ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ

Πάολα Κορτελέζι AP Photo/Kin Cheung

Η ταινία κυκλοφόρησε στην Ιταλία τον περασμένο Οκτώβριο όπου γρήγορα άρχισε να γίνεται αγαπητή από το κοινό και να συζητιέται, με το κοινό να τη νιώθει ως κάτι το αληθινά οικείο. Η Κορτελέζι ταξίδεψε αρκετά με το φιλμ, συνομιλώντας με το κοινό μετά από προβολές, και αυτό που της έμεινε ήταν η ποσότητα των γυναικών που είχαν τη θέληση και το θάρρος να μοιραστούν τις δικές τους ιστορίες.

Μετά από μια προβολή, μια γυναίκα σήκωσε το χέρι κι είπε: «ήμουν κάποτε η Ντέλια, αλλά δεν είμαι πια». Ομολογεί η Κορτελέζι στον Guardian πως «το να το πει αυτό μπροστά σε 400 ξένους ανθρώπους σε ένα multiplex ήταν εντυπωσιακό… ένιωθα σαν το σινεμά να είχε μετατραπεί σε ένα περιβάλλον προστασίας όπου κάθε άτομο μπορούσε να μοιραστεί την προσωπική του ιστορία».

Αυτές οι προσωπικές ιστορίες εξάλλου παίζουν πολύ βασικό ρόλο στο πώς δημιουργήθηκε εξαρχής το φιλμ. Λέει η σκηνοθέτης στο Hollywood Reporter πως «ως παιδί, θυμάμαι τις ιστορίες που μου έλεγε η γιαγιά μου και η προγιαγιά μου για άλλες γυναίκες που ζούσαν στην ίδια γειτονιά, γυναίκες σα τη Ντέλια που τους επιβαλλόταν βία, που ίσως τις έδερναν οι άντρες τους ή οι συγγενείς τους. Αυτό που με σόκαρε είναι το πώς αυτό το τραγικό πράγμα θεωρείτο νορμάλ. Για αυτές τις γυναίκες, αυτή ήταν η καθημερινή ζωή. Αλλά μετά πάντα έλεγαν αυτές τις ιστορίες με ένα άγγιγμα ειρωνείας, χιούμορ. Είναι ένα ρωμαϊκό πράγμα», λέει η Κορτελέζι. «Εμείς οι ρωμαίοι, ακόμα κι όταν μιλάμε για τα πιο τραγικά γεγονότα, τείνουμε να τα λέμε με χαμόγελο, με ένα αστείο».

Ενώ τονίζει πως «είναι μια σύγχρονη ταινία. Διαδραματίζεται στο παρελθόν, αλλά είναι και για την γυναικεία κατάσταση και για το πώς οι ρίζες αυτής της πατριαρχικής κουλτούρας φτάνουν πολύ βαθιά. Είναι φυτεμένες στο παρελθόν, αλλά είναι ακόμα παρούσες σήμερα».

Η αλήθεια αυτής της δήλωσης είναι αυταπόδεικτη, όταν ζούμε σε κοινωνίες του 21ου αιώνα όπου συνεχίζουμε να μετράμε τις γυναικοκτονίες και όπου ακόμα κανονικοποιούνται τοξικά χαρακτηριστικά, κακοποιητικές συμπεριφορές και σκεπτικά τύπου «γιατί δεν έφευγε / γιατί τα λέει τώρα».

Πάολα Κορτελέζι AP Photo/Andrew Medichini

Στην Ιταλία, η γυναικοκτονία μιας 22χρονης φοιτήτριας τον περασμένο Νοέμβριο (μία από πάνω από 100 στην Ιταλία το ‘23) φούντωσε τη συζήτηση η οποία πια βρέθηκε για τα καλά στο εθνικό προσκήνιο, κι ενώ το Πάντα Υπάρχει το Αύριο παιζόταν ήδη στις αίθουσες. Οι ιδέες της ταινίας έμοιαζαν ξαφνικά ακόμα πιο επίκαιρες. Πολιτικοί όλων των παρατάξεων συζητούν για το φιλμ, ενώ στα σχολεία χρησιμοποιείται ως βάση για να αναπτυχθεί κουβέντα για την οικογενειακή βία και την ιδέα της γυναικείας ενδυνάμωσης. Η Κορτελέζι μιλά δημοσίως για την ανάγκη να χτυπηθεί το πρόβλημα της έμφυλης βίας στη ρίζα του – την εκπαίδευση. Μια πρόταση που αγκαλιάζουν δημοσίως τόσο η ακροδεξιά πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι όσο και η ηγέτης της αριστερής αντιπολίτευσης, Έλι Σλάιν.

«Οι πιο σκληροί νόμοι είναι καλό πράγμα αλλά πρέπει να αντιμετωπίσουμε την προέλευση του κακού, και να σταματήσουμε να περιμένουμε τραγωδίες να συμβούν πριν μπορέσουμε να φέρουμε αλλαγή», λέει η Κορτελέζι. «Το να αλλάξεις ένα νόμο είναι ένα πράγμα, αλλά το να αλλάξει το σκεπτικό μιας ολόκληρης γενιάς παίρνει 30 ή 40 χρόνια», καταλήγει. «Και για να το κάνεις αυτό, χρειάζεσαι εκπαίδευση».

Μια ταινία δεν είναι εκπαίδευση, φυσικά. Αλλά μια ταινία στην κορυφή του ετήσιου box office, η 9η εμπορικότερη στην ιστορία της χώρας(!), που βάζει ζητήματα στη δημόσια σφαίρα συζήτησης, και το κάνει έχοντας αίσθηση φιλμικής και πολιτικής Ιστορίας; Ας είναι έστω ένα ξεκίνημα.

Info:

Το Πάντα Υπάρχει το Αύριο (There’s Still Tomorrow / C’è ancora domani) κυκλοφορεί στις 11 Ιουλίου στα θερινά από την Weirdwave.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα