istock

ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ Η ΞΑΠΛΩΣΤΡΑ ΕΙΔΟΣ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Mε τις ξαπλώστρες συμβαίνει ό,τι και με το λάδι: προορίζονται για αυτούς που έχουν λεφτά να πληρώσουν. Δηλαδή, όχι για τους Έλληνες.

Oμολογουμένως οι παραλίες ανήκουν στον λαό τους. Οι ξαπλώστρες τώρα, είναι μια τελείως διαφορετική συνθήκη. Κι αυτές που έχουν απλωθεί στις ελληνικές παραλίες στο λαό απευθύνονται. Όχι όμως, στο μέσο Έλληνα.

Προορίζονται για όσους μπορούν να πληρώνουν 50, 60, 70, 80, 90 και 100 ευρώ, χωρίς άγχος. Αβίαστα. Είναι αυτοί που έχουν μισθούς, οι οποίοι τους επιτρέπουν να μην το σκέφτονται.

Θα μου πεις, σε πολλές παραλίες οι μισές ξαπλώστρες είναι άδειες. Σήμερα θα μάθεις πως ακόμα κι έτσι, οι επιχειρηματίες ‘βγάζουν’ περισσότερα από ό,τι αν είχαν το σετ της ομπρέλας με τις 2 ξαπλώστρες σε πιο λογικές τιμές. Δηλαδή, σε τιμές για όλους. Αυτό το ‘όλοι’ τους είναι αδιάφορο.

Ας κάνουμε τα μαθηματικά που έκαναν το μπάνιο στη θάλασσα πολυτέλεια για τον μέσο Έλληνα, με τη βοήθεια του Κοσμά Μαρινάκη, γνωστού ως Greekonomics στο YouTube.

Ενόχλησα τον αναπληρωτή καθηγητή Οικονομικής Επιστήμης στο Singapore Management University, γιατί έχει ένα σπάνιο προσόν να εξηγεί σε απλά ελληνικά οικονομικά που μας αφορούν όλους. Kάτι που αποφεύγουν πολλοί άλλοι και δη εκείνοι που θα έπρεπε να μας ενημερώνουν.

Σύμφωνα με τον ειδικό, λοιπόν το φαινόμενο με την υπερχρέωση της ξαπλώστρας έχει στο επίκεντρο ένα αξίωμα: «Οι ελληνικές παραλίες δεν απευθύνονται στον μέσο Έλληνα».

Tι συμβαίνει με τις παραλίες της Ελλάδας

««Δεν αυξάνεται απλώς το κόστος παραλίας. Αντιθέτως παρατηρούμε διαρθρωτική αλλαγή, μια μεταβολή στο οικονομικό μοντέλο που μετατρέπει την παραλία από ένα βασικό αγαθό για τον Έλληνα σε αγαθό πολυτελείας.

Δεν συμβαίνει μόνο με την παραλία αυτό. Το εντοπίζουμε και σε άλλα προϊόντα που αποκτούν διεθνή ζήτηση. Το ίδιο γίνεται και με το ελαιόλαδο, για παράδειγμα.

Όταν οι ξένοι καταναλωτές από χώρες με καλύτερη οικονομική επιφάνεια από τη δική μας διατίθενται να πληρώσουν 200 – 300% παραπάνω, γιατί οι παραγωγοί να το διαθέσουν φθηνότερα στην ελληνική αγορά; Θα το εξάγουν σε υψηλότερες τιμές και αυτό φυσικά συμπαρασύρει και την εγχώρια τιμή, την δική μας, στα ύψη.

«Η τεράστια εισοδηματική διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Δυτικών οικονομιών της Ευρώπης έχει κάνει τις επιχειρήσεις να μην εστιάζουν στον μέσο Έλληνα καταναλωτή όπως παλιά».

Είναι πλέον προφανές πως σχεδιάζουν τα τιμολογιακά τους πακέτα έχοντας στο μυαλό τους ξένους, πλουσιότερους καταναλωτές, τουρίστες, επιβάτες κτλ.

Δυστυχώς, στον τουρισμό ακολουθούμε το σύστημα της Ταϊλάνδης, του Μπάλι, της Κούβας και άλλων περιοχών όπου οι ομορφιές του τόπου είναι για τους πλούσιους τουρίστες και οι ντόπιοι… σερβίρουν. Πως μπορείς να κάνεις αλλιώς; Αν το φιλοδώρημα που σου αφήνει ένας τουρίστας είναι δυο φορές το βασικό ημερομίσθιο της χώρας σου, δεν θα σερβίρεις;

Στους κορυφαίους τουριστικούς προορισμούς της Ελλάδας η μετάβαση σε αυτό το μοντέλο έχει ήδη συντελεστεί πλήρως. Oι υπόλοιποι προορισμοί έπονται, όμως εκεί θα καταλήξουν.

Τα οφέλη για τους επιχειρηματίες είναι τεράστια. Σε μια σεζόν ‘βγάζουν’ όλον τον χρόνο. Αυτή η μετάβαση έχει συντελεστεί πλήρως στα μεγάλα νησιά. Κάποια νησιά όπως η Πάρος, η Ίος, η Μύκονος, που προσελκύουν πιο νεανικό κοινό ακολουθούν μικτό μοντέλο. Έως τον Ιούλιο απευθύνονται στην ντόπια νεολαία κυρίως, όμως μετά και αυτά εστιάζουν στους ξένους ή τους λίγους της ελληνικής οικονομικής ελίτ». 

 

Στην Ελλάδα τα καλοκαίρια των παιδιών στην παραλία ήταν η νόρμα. Αυτό όπως φαίνεται, αλλάζει. iStock

Μόνο τυχαία δεν προέκυψε αυτό που ζούμε με τις ξαπλώστρες

«Επιχείρηση που σερβίρει καφέ, ποτό και φαγητό στην παραλία δεν είναι πολύ διαφορετική από μια καφετέρια που έχει τραπέζια σε μια πλατεία. Και οι δύο μισθώνουν το δικαίωμα να εγκαταστήσουν θέσεις, σε έναν δημόσιο χώρο. Το εκμεταλλεύονται παρέχοντας υπηρεσίες εστίασης».

Αν σκέφτεσαι πως στην καφετέρια δεν πληρώνεις για το τραπέζι ή την καρέκλα που κάθεσαι, ξανασκέψου λίγο πόσο πληρώνεις τον καφέ. «Η χρήση των επίπλων ενσωματώνεται στις τιμές των προϊόντων» λέει ο κύριος Μαρινάκης, πριν τονίσει ότι «αυτό είναι τιμολογιακό μοντέλο που ακολουθείται παγκοσμίως και ανέκαθεν στην εστίαση, πέραν της ομπρέλας στην παραλία».

Τι εννοεί;

«Στην οικονομική επιστήμη δεν θεωρούμε ποτέ ότι ένας τρόπος τιμολόγησης που καταλήγει να επικρατεί σε μια αγορά είναι τυχαίος. Ναι, υπάρχει οικονομικός λόγος που χρεώνεται η ομπρέλα στην παραλία, αλλά όχι το τραπέζι της πλατείας στον καφέ.

Ένας θαμώνας πηγαίνει στην καφετέρια για τον καφέ και την παρέα και τις όποιες άλλες υπηρεσίες προσφέρει η επιχείρηση. Όχι για την πλατεία.

Ένας λουόμενος δεν πάει στην παραλία για τον καφέ ή το ποτό ή το σνακ. Πηγαίνει για το μπάνιο του.

Αυτό σημαίνει ότι οι υπηρεσίες που του παρέχει το μαγαζί, απλά βελτιώνουν την εμπειρία του (σκιά, ξαπλώστρα, ποτά, φαγητά κ.α.).

Το δεδομένο και παράλληλα το πρόβλημα σε ό,τι αφορά τον τρόπο τιμολόγησης, είναι ότι επειδή οι πελάτες δεν πηγαίνουν πρωτίστως για τα προϊόντα του καταστήματος. Έτσι αυτά δεν έχουν μεγάλη ζήτηση και ως εκ τούτου η επιχείρηση δεν μπορεί να τα χρεώσει πολύ ακριβά».

Την ίδια ώρα, η επιχείρηση κάπως πρέπει όχι μόνο να ζήσει, αλλά και να μακροημερεύσει, βγάζοντας σε λίγους μήνες έσοδα για να καλυφθούν οι ανάγκες όλου του χρόνου των ιδιοκτητών.

Τι μπορεί να κάνει;

«Μπορεί να αυξήσει σημαντικά τα κέρδη του πουλώντας αυτό για το οποίο ο καταναλωτής πήγε έως εκεί: μια άνετη θέση στην παραλία».

Κάπως έτσι, ήλθε η ώρα να μας συστήσει ο κύριος Μαρινάκης τη ‘διμερή ταρίφα’.

H ξαπλώστρα είναι η άνετη θέση που σου προσφέρει μια επιχείρηση, στην παραλία. iStock

Η αποδοτική και ύπουλη μέθοδος τιμολόγησης για τις παραλίες

Ξέρεις τη διπλή ταρίφα από το ταξί, όπου ‘τρέχει’ μετά τα μεσάνυχτα. «Είναι μια μορφή διμερούς ταρίφας που στην ουσία, αφορά κάθε περίπτωση που πληρώνεις ένα πάγιο στην αρχή και μετά χρεώνεσαι από τον ίδιο παραγωγό για την ανά μονάδα κατανάλωση» εξηγεί ο καθηγητής Oικονομικών.

Παράδειγμα;

Η είσοδος σε κλαμπ, όπου μετά πληρώνουμε ξεχωριστά για τα ποτά, η τιμή της ξυριστικής μηχανής –πρώτα πληρώνεις τη λαβή και μετά για κάθε ανταλλακτικό-, όπως και η κατανάλωση ρεύματος (πληρώνουμε και πάγιο και χρέωση ανά κιλοβατώρα).

«Συνήθως η τιμή ενός προϊόντος προκύπτει από το μοντέλο προσφοράς και ζήτησης. Τα beach bars ωστόσο, ακολουθούν μια πιο σύνθετη μορφή τιμολόγησης. Ο καταναλωτής χρεώνεται πρώτα για την ομπρέλα και την ξαπλώστρα –σαν να πληρώνει είσοδο στο club- και μετά υπάρχει κανονική ανά μονάδα τιμή, για ό,τι άλλο θέλει να αγοράσει.

Επειδή αυτή η τεχνική τιμολόγησης έχει δυο μέρη, ονομάζεται 2-part tariff. Δηλαδή, διμερής ταρίφα».

Όπως λέει ο κύριος Μαρινάκης, πρόκειται για μια εκπληκτικά αποδοτική μέθοδο τιμολόγησης, που την ίδια ώρα είναι ύπουλη. Ειρήσθω εν παρόδω, ενημερώνει ότι οι online κρατήσεις και οι διαφορετικές τιμές ανάλογα με τη σειρά που είναι η ξαπλώστρα αποτελούν επίσης, τεχνικές τιμολόγησης.

«Αν ο πωλητής εφαρμόσει σωστά τη διμερή ταρίφα, μπορεί να αυξήσει σημαντικά τα έσοδα του χωρίς κανένα παραπάνω κόστος και χωρίς ο καταναλωτής να μπορεί να κάνει τίποτα».

Γιατί δεν αγχώνονται οι επιχειρηματίες αν οι μισές ξαπλώστρες είναι άδειες

«Ας πούμε ότι σε μια παραλία υπάρχει ένα μοναδικό beach bar, όπου ενδιαφέρονται να καθίσουν τέσσερις καταναλωτές μετά των συντρόφων τους. Ο κάθε ένας έχει συγκεκριμένη οικονομική κατάσταση και προτιμήσεις, άρα συγκεκριμένη διάθεση να πληρώσει για την ομπρέλα. Ο ένας φτάνει έως 6 ευρώ, ο άλλος έως 16, ο τρίτος έως 24 και ο τέταρτος έως 50 ευρώ.

Πώς μπορεί να μεγιστοποιήσει τα έσοδα του ο επιχειρηματίας, γνωρίζοντας τις δυνατότητες κάθε καταναλωτή;

Με «λογική καφενείου» ή αν προτιμάτε χωρίς διμερή ταρίφα, τα έσοδα του μπορούν να προέλθουν μόνο από την πώληση προϊόντων (πχ καφέδες). Για να μπορούν να καθίσουν και τα τέσσερα ζευγάρια, ο καφές δεν μπορεί να κοστίζει πάνω από 3 ευρώ. Η πώληση 8 καφέδων θα αποφέρει 24 ευρώ.

Αν η τιμή πάει στα 5 ευρώ, θα πουλήσει 6 καφέδες (το πρώτο ζευγάρι θα δηλώσει αδυναμία), με τα έσοδα θα φτάνουν στα 30 ευρώ.

Αν πουλήσει τον καφέ από 8 ευρώ, θα ‘βγάλει’ 48 ευρώ.

Αν κοστολογήσει τον καφέ από 25 ευρώ, θα αγόραζε ένα ζευγάρι, με τον επιχειρηματία ωστόσο, να ‘βγάζει’ τα περισσότερα έσοδα (50 ευρώ). Δεν το κάνει όχι μόνο γιατί φοβάται πως θα πληρώσει την ασυδοσία, αλλά κι επειδή η τιμή αυτή θα προκαλούσε σοκ στην αγορά.

Τουτέστιν, ακόμα και πελάτες που θα μπορούσαν να δώσουν αυτά τα χρήματα ίσως να αισθάνονταν αντικείμενα εκμετάλλευσης.

Με τη διμερή ταρίφα, αν χρεώσει ο επιχειρηματίας 16 ευρώ το να καθίσει ένα ζευγάρι στις ξαπλώστρες και ‘ρίξει’ την τιμή του καφέ στα 4 ευρώ, εισπράττει 48 ευρώ (το πικ που θα έφτανε αν χρέωνε μόνο καφέδες) μόνο από τις ξαπλώστρες. Πουλάει και 4 καφέδες, από τους οποίους παίρνει άλλα 16 ευρώ.

Άρα φτάνει στα 64 ευρώ (+33% εν συγκρίσει με τη λογική του καφενείου και δίχως διαμαρτυρίες) και βγάζει περισσότερα, αλλάζοντας ελαφρώς τη λογική της τιμολόγησης».

Διευκρινίζει ότι το μεγαλύτερο ατού της διμερούς ταρίφας δεν είναι η αύξηση των εσόδων, αλλά η χειραγώγηση της ψυχολογίας του καταναλωτή.

«Ο κύριος όγκος τους προέρχεται από το πάγιο μέρος της χρέωσης, κάτι που δίνει τη δυνατότητα στην επιχείρηση να πουλάει τα προϊόντα της σε φαινομενικά λογικές τιμές.

Στο παράδειγμα που αναλύθηκε, η χρέωση του σετ στα 16 ευρώ, επιτρέπει στον επιχειρηματία να ρίξει τον καφέ στην –ας πούμε- πιο λογική τιμή των 4 ευρώ.

Αυτό μπορεί να αποδειχθεί πολύτιμο, για να παρακάμπτει η επιχείρηση νόμους περί αισχροκέρδειας, την ηθική κατακραυγή, αλλά και να αποφεύγει να κάνει τους πελάτες της να αισθάνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης, ενώ είναι».

Ένας επιχειρηματίας δεν μπορεί να καταλάβει αν θα ξοδέψεις λεφτά ή όχι στην παραλία. Ως προς αυτό βοηθά η τιμή της ξαπλώστρας. iStock

Με την τιμή της ξαπλώστρας γίνεται διαλογή καταναλωτών

«Αυτό που επιτρέπει στον πωλητή η διμερής ταρίφα, είναι να διαχωρίσει την τιμή και να βάλει διαφορετική, σε διαφορετικούς ανθρώπους.
Ας υποθέσουμε ότι ένα beach bar διαθέτει 20 σετ με ομπρέλες και ξαπλώστρες και πως υπάρχουν 30 παρέες με χαμηλό μπάτζετ (6 ευρώ), 20 με λίγο καλύτερο (16 ευρώ), 15 με πολύ καλύτερο (24 ευρώ) και 5 με απεριόριστο (50 ευρώ).

Ο επιχειρηματίας δεν μπορεί να καταλάβει εξ όψεως τι μπορεί να πληρώσει ο καθένας.

Έτσι, χωρίς διμερή ταρίφα, το καλύτερο για τον επιχειρηματία θα ήταν να ανεβάσει και πάλι όσο μπορεί την τιμή του καφέ, ώστε να διώχνει τους πελάτες που κάθονται αλλά δεν παραγγέλνουν κάτι. Θα πουλούσε 40 καφέδες στους άλλους πελάτες και θα έβγαζε 320 ευρώ.

Με τη διμερή ταρίφα τα πράγματα είναι πολύ πιο επικερδή. Ανεβάζοντας την τιμή του σετ ομπρέλα-ξαπλώστρες στα 24 ευρώ, αποκλείει αυτόματα τα δυο χαμηλότερα μπάτζετ, γεμίζει με τα δυο υψηλότερα, πουλάει και 10 καφέδες προς 4 ευρώ τον έναν και βγάζει 520 ευρώ.

«Άρα, η διμερής ταρίφα ξεσκαρτάρει τους πελάτες που δεν έχουν διάθεση να αφήσουν χρήματα στο μαγαζί –κάτι που δεν είναι σε θέση να γνωρίζει a priori».

Γίναμε Ταϊλάνδη, με την κακή την έννοια

Εξυπακούεται πως η τακτική που υπάρχει πια παντού γύρω μας, έχει συνέπειες που δεν θα τις έλεγες καλές. Ο κύριος Μαρινάκης κάνει λόγο για δυο κοινωνικά προβλήματα.

«Το πρώτο έχει να κάνει με την έκταση που έχει πάρει η παράνομη καταπάτηση των ακτών από επιτήδειους.

«Με το σύστημα της διμερούς ταρίφας μια ομπρέλα μπορεί να επιφέρει στο μαγαζί ακόμα και δεκάδες χιλιάδες ευρώ, ανά σεζόν. Για αυτό και βλέπουμε μπράβους να περιφρουρούν καταπατημένες παραλίες».

Το δεύτερο πρόβλημα είναι πως η μέση τάξη της Ελλάδας χάνει την πρόσβαση στις παραλίες, όχι μόνο γιατί ανεβαίνουν οι τιμές, αλλά και εξαιτίας ενός άλλου φαινομένου που ίσως να έχεις παρατηρήσει τελευταία.

Οι μισές από τις πανάκριβες ξαπλώστρες είναι άδειες, κάτι που ωστόσο μπορεί να συμφέρει την επιχείρηση. Ένας μέσος Έλληνας έχει τη διάθεση να ξοδέψει έως 15 ευρώ για το μπάνιο του.

Ένας ξένος τουρίστας έχει διάθεση να ξοδέψει πολλά περισσότερα. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο γιατί ο ξένος έχει καλύτερο μισθό στη χώρα του, αλλά και επειδή ο τουρίστας είναι πάντα διατεθειμένος να ξοδεύει περισσότερα, καθώς πάει διακοπές για 5-10 ημέρες».

Για αυτό και βλέπεις επιχειρηματίες που προτιμούν να χρεώνουν το σετ 70 ευρώ και ας μείνουν τα μισά άδεια, από το να χρεώνει 15 και να γεμίσει με Έλληνες με περιορισμένη διάθεση για έξοδα στο μπάνιο.

Αν η διαφορά στη διάθεση δαπάνης μεταξύ ντόπιου και τουρίστα είναι σημαντική, οι ντόπιοι σιγά σιγά αποκλείονται από τις παραλίες. Όχι γιατί δεν χωρούν, αλλά επειδή δημιουργούν πρόβλημα στη μεγιστοποίηση κέρδους των επιχειρήσεων. Είναι κάτι που βλέπουμε εδώ και χρόνια στο Μπάλι και την Ταϊλάνδη, όπου οι παραλίες είναι για τους τουρίστες και οι μόνοι ντόπιοι που πάνε σε αυτές είναι εκείνοι που σερβίρουν».

Η μόνη λύση στο πρόβλημα είναι και ουτοπική

Αναζητώντας μια κάποια λύση για να συνεχίζουμε να απολαμβάνουμε οι Έλληνες τις παραλίες μας, ρώτησα τον κύριο Μαρινάκη αν θα βοηθούσε ο έλεγχος της τιμολόγησης της ξαπλώστρας. Μου εξήγησε ότι «ούτε χρειάζεται, ούτε μας συμφέρει να πέσουν. Δεν είναι αυτή η λύση».

Ποια είναι;

«Να σταματήσουμε να φτωχοποιούμε την χώρα μας, να πάψουμε επιτέλους αυτήν την ανόητη λογική της εσωτερικής υποτίμησης. Αν πέσουν οι τιμές χωρίς να αυξηθούν τα δικά μας εισοδήματα, η διαφορά εισοδήματος με την Δύση θα συνεχίσει να μας δημιουργεί προβλήματα.

«Το ζητούμενο λοιπόν, είναι να συγκλίνουμε εισοδηματικά με την Δύση, όχι να συγκλίνουμε τιμολογιακά με τα Βαλκάνια».

Αν ο μέσος μηνιαίος μισθός ήταν δύο – τρεις χιλιάδες ευρώ, όπως είναι κατά μέσο όρο στις προοδευμένες χώρες της Ευρώπης, δεν θα είχαμε πρόβλημα να πληρώσουμε την ξαπλώστρα 30, 40 και 50 ευρώ.

Η γενεσιουργός αιτία αυτού που ζούμε είναι ό,τι η Ελλάδα έχει μείνει πίσω μισθολογικά. Τώρα για το πως μπορεί να λυθεί αυτό το πρόβλημα, έχω ένα άλλο βίντεο στο Greekonomics με τίτλο «5 Παραμύθια Ανάπτυξης» που εξηγεί και τους μύθους της ανάπτυξης που μας «πουλούν» οι πολιτικοί κάθε χρώματος, αλλά και πώς έρχεται πραγματικά η ανάπτυξη!»

Να ελπίζουμε πως κάτι θα αλλάξει με τους μισθούς μας;

«Δεν είμαι πολύ αισιόδοξος».

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα