Νέες ταινίες: Τρόμος με Νίκολας Κέιτζ, διαστημικό ρομάντζο με Σκάρλετ Γιόχανσον και Τσάνινγκ Τέιτουμ
Διαβάζεται σε 12'Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 11 Ιουλίου 2024 06:35
Τα “Μυαλά που Κουβαλάς 2” συνεχίζουν στην κορυφή κλείνοντας μήνα πλέον και πλησιάζοντας τα 500.000 εισιτήρια, αλλά το ενδιαφέρον στο ελληνικό box office το συναντάμε στις επόμενες θέσεις της δεκάδας. Εκεί όπου το απολαυστικό “Hit Man” έκανε ένα ωραιότατο άνοιγμα με σχεδόν 9.000 εισιτήρια, ελάχιστα παραπάνω από τα “Μικρά Πρόστυχα Γράμματα” που στη 2η εβδομάδα τους κρατάνε καλά. Κι οι δύο ταινίες μπορούν να έχουν πόδια αν τους δοθεί το κατάλληλο οξυγόνο και δεν πέσουν θύμα κανιβαλισμού με την πλειάδα νέων τίτλων που έρχονται βδομάδα μετά τη βδομάδα.
Ομολογουμένως τιμιότατα κρατάει κι ο “Νυχτερινός Εκφωνητής” του Ρένου Χαραλαμπίδη που πλησιάζει το 10χίλιαρο μετά από 3 εβδομάδες κυκλοφορίας.
Στις επανεκδόσεις, ξεχωρίζει μέχρι τώρα στο φετινό καλοκαίρι ο “Σιωπηλός Μάρτυς” που άνοιξε με σχεδόν 3.000 εισιτήρια σε 7 αίθουσες. Γράφαμε την προηγούμενη εβδομάδα πως είναι από εκείνες τις ταινίες που θα έπρεπε βάσει νόμου να παίζεται δεδομένα, κάθε καλοκαίρι – φαίνεται αυτό και στα ταμεία.
Αυτή είναι άλλη μια εβδομάδα με πολλές κυκλοφορίες και πολλές επανεκδόσεις. Είναι αρκετοί οι νέοι τίτλοι που μπαίνουν με αξιώσεις στο παιχνίδι, αλλά ανάμεσά τους ξεχωρίζει σαφώς μία – η ιταλική ταινία-φαινόμενο της χρονιάς, που είναι πολλά περισσότερα από απλώς ένα λαϊκής αποδοχής ευρωπαϊκό εμπορικό φιλμ από αυτά που συνηθίζουμε να βλέπουμε (και οριακά να μη βλέπονται) στα θερινά.
Οι ταινίες της εβδομάδας:
Πάντα Υπάρχει το Αύριο
(“There’s Still Tomorrow / C’è ancora domani”, Πάολα Κορτελέζι, 1ω58λ)
***½
Η ιστορία της Ντέλια, που προσπαθώντας να αποδράσει από την πατριαρχία στην ιταλική μεταπολεμική κοινωνία, επαναστατεί εναντίον του βίαιου συζύγου της λίγο πριν η χώρα πάει στις κάλπες για τις κρισιμότερες εκλογές της ως τότε ιστορίας της.
Αυτό που μοιάζει στα χαρτιά ως μια πλήρως ακαδημαϊκή αφήγηση αποκτά νέες διαστάσεις στα χέρια της Κορταλέζι η οποία εμπνέεται από την παράδοση του ιταλικού σινεμά και τον νεορεαλισμό, με μια θεατρικότητα κινηματογραφικών επεκτάσεων, για να συνθέσει μια κατά τόπους σχεδόν μπαρόκ, ασφυκτική και ευαίσθητη ιστορία χειραφέτησης που αποφεύγει τις παγίδες της νοσταλγίας και οδηγεί σε ένα τρομερά συγκινητικό φινάλε.
Διαβάστε την αναλυτική κριτική μας για την ταινία – και για το πώς έγινε εμπορικό φαινόμενο στην Ιταλία.
Fly me to the Moon
(Γκρεγκ Μπερλάντι, 2ω11λ)
**
Στα τέλη των ‘60s, διαφημίστρια που δεν διστάζει να υιοθετήσει περσόνες και να πει ψέματα προς το συμφέρον της κάθε επικείμενης πώλησης, αναλαμβάνει το φιλο-λαϊκό rebranding της NASA καθώς ετοιμάζεται η αποστολή του Apollo 11 που όμως κινδυνεύει να ξεμείνει από κρατική χρηματοδότηση. Ανάμεσα στη διαφημίστρια και στον υπεύθυνο της αποστολής, αρχίζει να αναπτύσσεται ένα ρομάντζο, παρά τις εντελώς διαφορετικές τους κοσμοθεωρίες.
Ο Γκρεγκ Μπερλάντι (του τίμιου “Love, Simon” και εκατοντάδων ωρών φτηνής αλλά διασκεδαστικής υπερηωρικής τηλεόρασης με σειρές σαν το “Flash”) σκηνοθετεί μια ευχάριστη μεν ρομαντική κομεντί εποχής η οποία όμως καταλήγει διαρκώς να φρενάρει καθώς σαν αναποφάσιστη, δε μπορεί να διαλέξει ποια από τις 2-3 ταινίες που περιλαμβάνει, τελικώς είναι. Η πρώτη ώρα είναι αναμφίβολα η πιο διασκεδαστική αλλά και θεματικά ιντριγκαδόρικη, με την ηρωίδα της Σκάρλετ Γιόχανσον να εκπροσωπεί την ίδια την ιδέα του καπιταλιστικού ιδεώδους, όπου τα πάντα μπραντάρονται και τα πάντα αποτελούν εν δυνάμει διαφημιστικές πινακίδες – εκεί που το δημόσιο χρήμα έρχεται μόνο ακολουθώντας το ιδιωτικό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Υπάρχει μια ιδέα εκεί μέσα, καθώς η διαφημίστρια της Γιόχανσον συγκρούεται με τον πιο παραδοσιακής λογικής και αξιών υπεύθυνο αποστολής που υποδύεται με φρεσκάδα ο Τσάνινγκ Τέιτουμ. Όμως η ταινία δεν ενδιαφέρεται για την επέκταση των όσων βάζει με συχνά σοκαριστική ελαφρότητα στο τραπέζι (ένας γερουσιαστής δε θέλει να χρηματοδοτήσει την αποστολή στο φεγγάρι επειδή στην πολιτεία του υπάρχει έλλειψη πόρων για στοιχειώδεις ανάγκες, και η ταινία του φέρεται ως καρτούν), δίχως όμως την ίδια στιγμή να αναδεικνύεται και ως αγνό ρομάντζο – η σχέση των δύο κεντρικών χαρακτήρων αναπτύσσεται με μάλλον μηχανικό τρόπο στο περιθώριο της πλοκής.
Ακόμα πιο παράδοξο είναι το δεύτερο μέρος του φιλμ, που αφιερώνεται σχεδόν ολοκληρωτικά στο ύπουλο σχέδιο ενός σκιώδους χαρακτήρα (που παίζει ο Γούντι Χάρελσον) της κυβέρνησης Νίξον, ο οποίος θέλει να σκηνοθετηθεί μια ψεύτικη προσελήνωση, «για καλό και για κακό». Έτσι ξαφνικά το focus της ταινίας μετατοπίζεται σε μια φαρσική περιπέτεια γύρω από την διάσημη θεωρία συνωμοσίας, καταλήγοντας να λειτουργεί το ίδιο το φιλμ ως επανα-μπραντάρισμα της NASA (και της Αμερικής, κατ’επέκταση), διατυμπανίζοντας την αγνότητα και την αλήθεια των όσων εκπροσωπεί: συναισθηματικά, πατριωτικά, ακόμα και συνωμοσιολογικά. Και η πίτα ολόκληρη, και ο σκύλος χορτάτος.
Αν όλο αυτό ακούγεται σαν μια τελείως περίεργη μίξη στοιχείων με όχι αρκετή εστίαση στο κεντρικό ζευγάρι… τότε ναι, ακριβώς, πολύ σωστά. Ο Μπερλάντι δεν ισορροπεί ιδανικά χιούμορ, ρομάντσο, σασπένς και σάτιρα, κι ενώ επιμέρους κομμάτια του φιλμ λειτουργούν και κρατούν τον θεατή, το σύνολο είναι περίεργα ασύνδετο και άτονο. Όχι πως θα περάσει άσχημα κανείς ένα χαλαρό δίωρο (συν κάτι ψιλά) σε θερινό, φυσικά – οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές θα αρκούσαν για αυτό.
Longlegs
(Όζγκουντ Πέρκινς, 1ω41λ)
***
Η ρούκι πράκτορας του FBI Λι Χάρκερ (το παγωμένο πρόσωπο του ρετρό τρόμου Μάικα Μονρό, του σπουδαίου θρίλερ “It Follows” και του απολαυστικού “The Guest”) αναλαμβάνει μια παλιά υπόθεση σίριαλ κίλερ που εδώ και δεκαετίες δε μπορεί κανείς να λύσει. Ξαφνικά η υπόθεση αναζωπυρώνεται και παίρνει νέα τροπή, αποκαλύπτοντας μια πιθανή προσωπική εμπλοκή της Χάρκερ με τον μυστηριώδη δολοφόνο ονόματι Longlegs.
Ο Όζγκουντ Πέρκινς (του “Gretel & Hansel” του 2020) σκηνοθετεί ένα θρίλερ που καταφθάνει με hype και τυμπανοκρουσίες περί τρόμου δίχως προηγούμενο – ας το βγάλουμε αυτό από τη μέση αμέσως, γιατί το “Longlegs” είναι μεν τρομακτικό, αλλά μην πάτε στο σινεμά περιμένοντας να δείτε ό,τι πιο εφιαλτικό έχετε αντικρύσει στη ζωή σας. Από εκεί και μετά όμως το φιλμ παραδίδει αυτά που υπόσχεται, και πλούσια κιόλας. Είναι ένα μυστήριο που ξεδιπλώνεται μεθοδικά, διαθέτοντας μερικές αληθινά απρόβλεπτες πτυχές, και ταυτόχρονα αποτελεί μια ανατριχιαστική απόπειρα σινεμά τρόμου. Ο Πέρκινς πετυχαίνει, το “Longlegs” είναι must για τους φανς του είδους.
Η αλήθεια ωστόσο είναι πως η μεγαλύτερη δύναμη του φιλμ βρίσκεται στο πρώτο του μισό. Πριν αρχίσουμε ως θεατές να αποκωδικοποιούμε και να προσμένουμε τους σκηνοθετικούς ρυθμούς. Διότι, αφού πια δούμε 2-3 καθηλωτικές σκηνές σασπένς να αποσυμπιέζονται με παρόμοιο τρόπο, σταματάμε να προσμένουμε τον τρόμο – και όπως φυσικά ξέρουμε, ο τρόμος είναι η ίδια η προσμονή του. Ομοίως και το στόρι, κρατά μεγαλύτερη ισχύ πριν γίνει αρκετά κυριολεκτικό και λυθεί αρκετά.
Ακόμα κι η ίδια η φιγούρα του τίτλου, δηλαδή ο Longlegs που παίζει ο Νίκολας Κέιτζ με μια περίεργα ασαφή μανία (ο Κέιτζ πάντα παίρνει ατρόμητες αποφάσεις στο πώς προσεγγίζει τους χαρακτήρες του, κι αυτή εδώ αν και ταιριαστά επιθετική, εν τέλει δεν λέει και πολλά για τον χαρακτήρα, ούτε σφύζει από πρωτοτυπία). Στο πρώτο μισό της ταινίας είναι μια μορφή που πρακτικά δε βλέπουμε ποτέ, με τον Πέρκινς να βρίσκει διαρκώς τρόπους να τον κρατά εκτός κάδρου – με αποκορύφωμα την σύγκορμα ανατριχιαστική εναρκτήρια σκηνή του φιλμ. Όσο ο Longlegs μπαίνει περισσότερο εντός κάδρου, τόσο η ταινία χάνει κάτι από την εφιαλτική της διάσταση.
Κερδίζει όμως και κάτι: Ένα πέπλο θλίψης που απλώνεται σα διαγενεακή κατάρα. Η Μονρό είναι λοιπόν πολύ ταιριαστή επιλογή για μια παντοτινά ακίνητη, συναισθηματικά αποκομμένη κεντρική ηρωίδα περικυκλωμένη διαρκώς από τους δαίμονές της. Οι επιρροές από Κιούμπρικ και α λα “Zodiac” Φίντσερ, μέχρι κάτι τις από Ρεγκ και “Σιωπή των Αμνών”, δένονται επιβλητικά σε μια νέα πρόταση που ποτέ δεν μοιάζει αισθητικά ξαναζεσταμμένη ή παστίς. Κι η Αλίσια Γουίτ σχεδόν μεταμορφωμένη πια σε Σίσι Σπέισεκ, δίνει στο φιλμ την αληθινά υπόγεια απόκοσμη ένεση που χρειαζόταν, όταν ο ίδιος ο Longlegs σταματά να αποτελεί αληθινό μυστήριο. Στην τελική, ένας εφιάλτης δεν χρειάζεται διάρκεια και συνέπεια για να μείνει για καιρό μαζί σου – και το “Longlegs” όταν λειτουργεί, λειτουργεί απόλυτα και επιβλητικά. Θα θες σίγουρα να πιαστείς από κάπου.
Twisters
(Λι Άιζακ Τσανγκ, 2ω2λ)
**½
Μια χαρισματική κυνηγός ανεμοστρόβιλων αποσύρεται από το πεδίο της δράσης ύστερα από ένα τραγικό περιστατικό που χρεώνει στον εαυτό της, αλλά όταν ένας παλιός γνωστός ζητά τη βοήθειά της κατά τη διάρκεια μιας δίχως προηγούμενο περίοδο κακοκαιρίας, θα επιστρέψει σε αυτό που ξέρει καλύτερα. Κυνηγώντας και πάλι ανεμοστρόβιλους, η Κέιτ θα έρθει αντιμέτωπη με έναν δημοφιλή influencer «δαμαστή ανεμοστρόβιλων»(!), αλλά καθώς οι κοσμοθεωρίες τους και οι μέθοδοί τους θα συγκρουστούν, η Κέιτ κι ο Τάιλερ θα διαπιστώσουν πως ίσως έχουν πολλά να μάθουν ο ένας από τον άλλο.
Περιέργως η ανώτερη εκ των ρομαντικών κομεντί της εβδομάδας…; Μισο-αστειευόμαστε, πάντως το πρωταγωνιστικό ζευγάρι της ταινίας είναι ο σημαντικότερος λόγος που λειτουργεί κιόλας: Ο Γκλεν Πάουελ (του “Hit Man”, ξαφνικά παντού στα ελληνικά σινεμά) καταφέρνει να κάνει κάθε ερμηνευτικό του παρτενέρ να μοιάζει φοβερά κουλ, ενώ η πάντα πολύ καλή Ντέιζι Έντγκαρ-Τζόουνς (του “Normal People”) έχει όλη την ταινία πάνω της – κι ενώ η διαδρομή της ηρωίδας της είναι μάλλον προβλέψιμη και στάνταρ, η ίδια η Έντγκαρ-Τζόουν παίρνει ό,τι λιγοστό της δίνει το σενάριο και το μαξάρει, δίνοντας πάθος και πείθοντας πως δεν υπάρχει ούτε μια ατάκα που λέει μηχανικά ή βαριεστημένα.
Ως δράση πάντως, κι ενώ η σκηνοθεσία (από τον σκηνοθέτη του “Minari”!) είναι ικανή, η περιπέτεια ποτέ δεν απογειώνεται στα αλήθεια. Το σενάριο κρύβει μια δομική επαναληψιμότητα, με set pieces αναγνωρίσιμου ρυθμού και δράσης, όπου το κάθε ένα έρχεται να προσθέσει κάτι μικρό και χρήσιμο στο προηγούμενο. Καλή μέθοδος για να μαθαίνεις προπαίδεια, αλλά όχι κι η πιο συναρπαστική περιπέτεια που έχουμε δει ποτέ μας.
Ακόμα κι έτσι όμως, σαν θέαμα λειτουργεί. Όχι απλά επειδή δεν έχει αληθινή κοιλιά, κι όχι απλά επειδή ο Γκλεν Πάουελ ζωντανεύει διαρκώς τα πάντα γύρω του, αλλά κι επειδή η δυναμική των χαρακτήρων κι όσα αυτή αντιπροσωπεύει (σύγκρουση ψυχρής λογικής με καρδιά, ενστίκτου με εκπαίδευση, ανθρωπιάς με αμοραλισμό, και φυσικά του κλασικότερου όλων…. καθωσπρεπισμού της πόλης εναντίον της ανοιχτόκαρδης επαρχίας) δημιουργεί, χάρη και στους ηθοποιούς, μια απολαυστική μίξη.
Η ταινία, βασισμένη μάλιστα σε στόρι από τον Τζόζεφ Κοζίνσκι του “Top Gun: Maverick” (με το οποίο πράγματι διαθέτει κοινούς θεματικούς και δομικούς άξονες, άσχετα που εκείνο το φιλμ εκτελούσε τα πάντα με απείρως πιο ενδιαφέροντα τρόπο), βρίσκει τελικά την κορυφαία σκηνή της λίγο πριν το τέλος, μέσα σε μια κινηματογραφική αίθουσα. «Το σινεμά δε θα αντέξει αυτό που έρχεται!», ακούγεται από έναν χαρακτήρα – ομολογώ πως γέλασα δυνατά. Μια ταινία σαν το “Twisters” θέλει μέσα από τη δομή, τους χαρακτήρες και την εκτέλεσή της, ακόμα κι από χαριτωμένα meta αστειάκια σαν το παραπάνω, να τοποθετηθεί ως στιβαρό παλιομοδίτικο κινηματογραφικό entertainment. Σχεδόν τα καταφέρνει, ή έστω προσπαθεί, χωρίς να θέλει να κοροϊδέψει το κοινό του – έχει κι αυτό την αξία του.
Η Παράσταση Αρχίζει
(“All That Jazz”, Μπομπ Φόσι, 2ω3λ)
*****
Ένας διάσημος σκηνοθέτης και χορογράφος βρίσκεται στο απόγειο της καριέρας του όμως μπορεί να νιώσει γύρω του τον κόσμο του να καταρρέει και το σώμα (αν όχι το πνεύμα) του να τον προδίδει. Η εμμονή με τη δουλειά του έχει σχεδόν καταστρέψει την προσωπική του ζωή και οι καταχρήσεις τον έχουν οδηγήσει στο απόλυτο άκρο. Κοιτάζει τον θάνατο κατάματα – κι αυτό που βλέπει είναι οράματα μιας ολόκληρης ζωής.
Ο εν λόγω χαρακτήρας είναι ο «Τζο Γκίντεον» (που παίζει με συνταρακτικό σκοτάδι ο Ρόι Σάιντερ) αλλά φυσικά είναι πρωτίστως ο ίδιος ο δημιουργός του φιλμ Μπομπ Φόσι, ένας άφοβα αρνητικός αντι-ήρωας μέσω του οποίου ο σπουδαίος δημιουργός του “Καμπαρέ” και του θεατρικού “Σικάγο” στοχάζεται πάνω στην δημιουργία, το ταλέντο, τη σκληρή δουλειά, τις καταχρήσεις, το έργο που αφήνουμε πίσω, και τελικά τη σκιά που ρίχνουμε στον κόσμο – όσο είμαστε εδώ, αλλά και όταν μοιραία φύγουμε.
Ο Φόσι σκηνοθετεί έναν αυτοβιογραφικό επικήδειο για τον εαυτό του, εμπλέκοντας στοιχεία μιούζικαλ, τραγωδίας, σουρεαλισμού σε ένα ντελιριακά υπαρξιακό εφιάλτη που δε θα έπρεπε να λειτουργεί –από την αρρωστημένη αυτοαναφορικότητα μέχρι την παραληρηματική αφήγηση που σε άλλα χέρια δε θα έβγαζε κανένα ρυθμικό νόημα– αλλά αντιθέτως αποτελεί ένα σχεδόν ακατηγοριοποίητο μνημείο διαρκούς επίδρασης. Ένα φιλμ σκληρό, επιθετικό, δυσάρεστο, γεμάτο αιχμές και θρίαμβο και πόνο. Ένα αληθινό ουρλιαχτό – μια από τις σημαντικότερες ταινίες όλων των εποχών.
Πρόγευμα στο Τίφανυς
(“Breakfast at Tiffany’s”, Μπλέικ Έντουαρντς, 1ω55λ)
***
To απόλυτο νεοϋορκέζικο it girl των ‘60s, η Χόλι Γκολάιτλι, γοητεύεται από έναν wannabe συγγραφέα που έχει μόλις μετακομίσει στην πολυκατοικία της. Δύο άνθρωποι που ζουν υπό μία έννοια ψεύτικες πραγματικότητες, βρίσκουν τους εαυτούς τους μέσα από αυτή τη σχέση. Κλασική ρομαντική κομεντί από το απαλό σκηνοθετικό χέρι του Μπλέικ Έντουαρντς δίχως εξάρσεις ή διακυμάνσεις, βασισμένη σε μυθιστόρημα του Τρούμαν Καπότε, που διαχρονικά (θα) αποτελεί σύμβολο ενός κάποιου κινηματογραφικού παρελθόντος μόνο και μόνο χάρη στην παρουσία της Όντρεϊ Χέπμπορν σε έναν εμβληματικό της ρόλο. Από εκεί και ύστερα, ο νοσταλγικός τρόπος που η ταινία προσεγγίζει την εποχή μέσα από ένα αθώο βλέμμα, την κάνει να γερνά όχι άσχημα μεν (παρά την ύπαρξη ενός διαβόητα ρατσιστικού ρόλου, δυστυχώς) αλλά σίγουρα ως μια «έπρεπε να ήσουν εκεί» στιγμή.
Κυκλοφορούν ακόμη
Ανεξιχνίαστοι Φόνοι: Αστυνομικό θρίλερ με τον Μελ Γκίμπσον στο ρόλο ενός πράκτορα, σε μια προσπάθεια πολλαπλών υπηρεσιών να εντοπίσουν και να συλλάβουν έναν κατά συρροή δολοφόνο, αφότου ανακαλύπτονται 11 λείψανα στην έρημο του Νέου Μεξικού.
Πάφιν Ροκ Νέες Φιλίες: Παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων. Η εξαφάνιση του τελευταίου αυγού της σεζόν, οδηγεί την Ούνα και τους φίλους της να ξεκινήσουν έναν αγώνα ενάντια στο χρόνο για να προσπαθήσουν να το σώσουν πριν μια μεγάλη καταιγίδα χτυπήσει το Πάφιν Ροκ και βάλει το νησί σε κίνδυνο.