Πληθωρισμός: Η πίεση στον καταναλωτή και ο “Θάνατος του Εμποράκου”

Διαβάζεται σε 5'
Πληθωρισμός: Η πίεση στον καταναλωτή και ο “Θάνατος του Εμποράκου”
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ/ EUROKINISSI

Ο πληθωρισμός αναδιανέμει την πραγματική αγοραστική δύναμη υπέρ αυτών των οποίων τα εισοδήματα αυξάνονται ταχύτερα από τις τιμές, και εις βάρος αυτών των οποίων τα εισοδήματα αυξάνονται βραδύτερα από τις τιμές αναφέρει η Έκθεση της ΓΣΕΒΕΕ.

Η πληθωρισμός ενισχύει τις διαδικασίες συγκέντρωσης στην αγορά, με τις μικρομεσαίες επιχεριήσεις (ΜμΕ να υφίστανται μεγάλη πίεση.  Ουσιαστικά η ακρίβεια οδηγεί σε αυτό που εύγλωτα ο μεγάλος συγγραφέας Άρθουρ Μίλες αποκάλεσε το θάνατο του Εμποράκου. Αυτό, μεταξύ άλλων, συνάγεται από την  Ετήσια Έκθεση για το 2023 του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδας (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ) με θέμα «Ανταγωνισμός και Μικρές Επιχειρήσεις», που παρουσιάστηκε στο αμφιθέατρο της ΓΣΕΒΕΕ το πρωί της Τετάρτης 10 Ιουλίου.

Αν και ο πληθωρισμός σταδιακά υποχωρεί, η επίπτωσή του στις μικρές επιχειρήσεις σε σχέση με τις μεγάλες υπήρξε ιδιαίτερα δυσανάλογη, αφήνοντας πίσω του ένα ιδιαίτερα στρεβλό τοπίο ως προς τον ανταγωνισμό. Η επιβράδυνση αύξησης του πληθωρισμού, αν και αξιολογείται θετικά, εξακολουθεί να ασκεί υπέρμετρη πίεση στην αγοραστική δύναμη νοικοκυριών και επιχειρήσεων, καθώς ακόμα και οι μικρές αυξήσεις προστίθενται στις προϋπάρχουσες μεγάλες αυξήσεις των προηγούμενων ετών, οι οποίες έχουν ήδη προκαλέσει σημαντικές επιπτώσεις, τόσο ως προς την διανομή του πραγματικού εισοδήματος μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών τάξεων, λόγω του διαφορετικού αντίκτυπου που έχει σε αυτές, όσο και στην κατάσταση του ανταγωνισμού μεταξύ μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων” αναφέρεται στην Έκθεση και τονίζεται ότι:

“Οι υψηλές πληθωριστικές πιέσεις επηρεάζουν αρνητικά τις μικρότερες επιχειρήσεις, πολλαπλάσια σε σχέση με τις μεγαλύτερες, καθώς το αυξημένο κόστος ζωής σε συνδυασμό με το αυξημένο λειτουργικό κόστος, την αύξηση του κόστους προμήθειας προϊόντων ή χρήσης υπηρεσιών και την αδυναμία αξιοποίησης κατάλληλων χρηματοδοτικών εργαλείων δεν επιτρέπει τη απορρόφηση μέρους του πρόσθετου κόστους, ενώ στην προσπάθεια μείωσης του συνολικού κόστους, θυσιάζονται πολύτιμες θέσεις εργασίας, που τελικά φέρνουν σε ακόμα δυσχερέστερη θέση τις μικρές επιχειρήσεις σε σχέση με τις μεγαλύτερες σε κάθε κλάδο“.

Με βάση την έκθεση “ο πληθωρισμός αναδιανέμει την πραγματική αγοραστική δύναμη υπέρ αυτών των οποίων τα εισοδήματα αυξάνονται ταχύτερα από τις τιμές, και εις βάρος αυτών των οποίων τα εισοδήματα αυξάνονται βραδύτερα από τις τιμές. Με βάση αυτό, οι συνταξιούχοι πλήττονται περισσότερο από τον πληθωρισμό, λόγω των περιορισμένων ή ανύπαρκτων δυνατοτήτων διαπραγμάτευσης του ύψους της σύνταξής τους και δευτερευόντως, πλήττονται οι μισθωτοί, διότι η προσαρμογή των μισθών στις αυξήσεις των τιμών καθυστερεί. 

Επιπλέον, ο πληθωρισμός αναδιανέμει την πραγματική αγοραστική δύναμη υπέρ των δανειοληπτών και εις βάρος των πιστωτών. Σε περιόδους μη αναμενόμενου υψηλού πληθωρισμού, η προσαρμογή των επιτοκίων δανεισμού υπολείπεται της μεταβολής του πληθωρισμού, με αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του δανείου και την ανακατανομή του εισοδήματος υπέρ του δανειολήπτη και εις βάρος του δανειοδότη. Η κυβέρνηση, ως ο μεγαλύτερος δανειολήπτης, ευνοείται από τον πληθωρισμό, διότι μειώνεται το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους και αυξάνονται τα φορολογικά έσοδα.

Επίσης, είναι κρίσιμο το γεγονός, εάν ο πληθωρισμός είναι αναμενόμενος ή όχι. Ένας υψηλός, μη αναμενόμενος πληθωρισμός προκαλεί δυσλειτουργίες στην οικονομία, όπως δυσκολίες στην ανάγνωση των σημάτων από τις μεταβολές των τιμών, αντικίνητρα για μακροχρόνιες συμβάσεις, αναστολή επενδυτικών αποφάσεων, και αύξηση του κόστους εξαγωγών και νέου δανεισμού. Τα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν αυξήσεις τιμών, που προκαλούν ανησυχία για το επίπεδο διαβίωσής τους, και αναγκάζονται να αναζητούν περισσότερες πληροφορίες υπό καθεστώς άγχους. Η αβεβαιότητα για τον μελλοντικό πληθωρισμό τείνει να τροφοδοτεί περαιτέρω πληθωριστικές πιέσεις, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο ανατιμήσεων. 

Σε επίπεδο ανταγωνισμού μεταξύ μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων, όπως αναφέρεται, η συμπεριφορά και η κατάσταση των επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια πληθωριστικών περιόδων διαφέρει ανάλογα με το μέγεθός τους. Οι μεγάλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε μονοπωλιακά ή ολιγοπωλιακά δομημένες αγορές προϊόντων, με ισχύ στην αγορά και αυξημένη διαπραγματευτική ικανότητα, που διατηρούν αυξημένα αποθέματα, έχουν εξαγωγική ικανότητα και ειδικά οι μεταποιητικές επιχειρήσεις που πωλούν ενδιάμεσα αγαθά για άλλες επιχειρήσεις, βρίσκονται κατά κανόνα σε καλύτερη θέση, αφού αφενός είναι σε θέση να υιοθετήσουν πιο αποτελεσματικές στρατηγικές για τη μείωση του κόστους τους και αφετέρου να μετακυλήσουν τα αυξημένα κόστη στους εγχώριους ή ξένους πελάτες τους. Επιπλέον, οι μεγάλες επιχειρήσεις διατηρούν μεγάλα αποθέματα ενδιάμεσων και τελικών αγαθών με αποτέλεσμα, σε κάποιον βαθμό, να επωφελούνται από την ανατίμησή τους. 

Αντίθετα, οι μικρότερες, που κατά κανόνα δραστηριοποιούνται σε πιο ανταγωνιστικές αγορές και έχουν μικρότερη ισχύ στην αγορά, με χαμηλή δυνατότητα συσσώρευσης αποθεμάτων, περιορισμένη ικανότητα εισαγωγής νέων μεθόδων που θα μείωναν το κόστος, χαμηλή πρόσβαση σε χρηματοδότηση και χαμηλότερα περιθώρια κέρδους, πλήττονται δυσανάλογα και αναγκάζονται να απορροφούν μεγαλύτερο μέρος του πληθωριστικού σοκ. 

Πιο συγκεκριμένα, σε έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (Ιωαννίδης, 2022) για τις επιπτώσεις του πληθωρισμού στις επιχειρήσεις παρατηρήθηκε ότι κατά τη διάρκεια της πληθωριστικής κρίσης οι μικρές επιχειρήσεις με τζίρο ως 100.000 € είχαν σε μεγαλύτερο ποσοστό (32,9%) ζημιές σε σχέση με τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις με τζίρο άνω των 500.000 € (23,1%), ενώ αντίθετα μεγαλύτερο ποσοστό των μεγαλύτερων επιχειρήσεων (46,2%) εμφάνισαν κέρδη σε σχέση με το αντίστοιχο ποσοστό (32,9%) των μικρότερων επιχειρήσεων”/

 

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα