Επίθεση κατά του Τραμπ: Θα μπορέσει “να το κάνει όπως ο Ρίγκαν”;

Διαβάζεται σε 6'
Η απόπειρα εναντίον του Ronald Reagan
Η απόπειρα εναντίον του Ronald Reagan AP Photo Ron Edmonds

Θα διχαστεί ή θα ενωθεί η Αμερική μετά την απόπειρα κατά του Τραμπ; Τα κοινά σημεία και οι διαφορές με την επίθεση εναντίον του Ρίγκαν το 1981.

Ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ είναι ο ένατος πρόεδρος των ΗΠΑ που γίνεται στόχος απόπειρας δολοφονίας. Ο τελευταίος ήταν ο Πρόεδρος Ρόναλντ Ρίγκαν, ο οποίος, όπως και ο Τραμπ, επέζησε από επίθεση με πυροβόλο όπλο.

Η επίθεση εναντίον του Ρίγκαν έγινε το μακρινό 1981, σε μια εντελώς διαφορετική πολιτική στιγμή για τα παγκόσμια δεδομένα. Έτσι, δεν είναι δεδομένο πως τα πολιτικά οφέλη που είδε ο Ρίγκαν μετά την απόπειρα εναντίον του, θα υπάρξουν και στην περίπτωση Τραμπ, αν και όσα έγιναν σίγουρα τον φέρνουν σε ακόμη εντονότερη θέση ισχύος, έναντι του Τζο Μπάιντεν.

Όπως θυμάται το Vox, στις 30 Μαρτίου του 1981, ο Ρίγκαν έβγαινε από το ξενοδοχείο Hilton στην Ουάσιγκτον, όπου μόλις είχε δώσει μια ομιλία ενώπιον μελών του AFL-CIO (Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας και Βιομηχανικών Οργανισμών). Καθώς σήκωσε το χέρι του για να χαιρετήσει το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί, έπεσαν έξι πυροβολισμοί προς το μέρος του. Ο Πρόεδρος Ρίγκαν και άλλοι τρεις χτυπήθηκαν, συμπεριλαμβανομένου του εκπροσώπου Τύπου του Ρίγκαν, Τζέιμς Μπρέιντι, ο οποίος έμεινε ανάπηρος. Η σφαίρα που χτύπησε τον Ρίγκαν τρύπησε τον έναν του πνεύμονα. Ο Ρίγκαν μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο και σώθηκε η ζωή του.

Ο δράστης ήταν ο John Hinckley Jr. ο οποίος τελικά αφέθηκε ελεύθερος χωρίς περιοριστικούς όρους μετά από μακρά νοσηλεία σε ψυχιατρικές κλινικές. Ο δράστης δεν είχε πολιτικό κίνητρο. Αντιθέτως, όπως αργότερα είπε, είχε εμμονή με την ηθοποιό Τζόντι Φόστερ και πίστευε ότι με τη δράση του θα “μπορούσε να την εντυπωσιάσει”, πυροβολώντας τον πρόεδρο, μόλις 18 χρόνια μετά τη δολοφονία του προέδρου Τζον Φ. Κένεντι.

Μετά τον τραυματισμό του Ρίγκαν επικράτησε χάος καθώς πολλοί αναρωτιούνταν για το ποιος πραγματικά διοικούσε τη χώρα εν μέσω Ψυχρού Πολέμου. Μόλις ο Ρίγκαν βγήκε από το νοσοκομείο, η απόπειρα εναντίον του λειτούργησε ενοποιητικά για τη χώρα. Πρακτικά, ο Ρίγκαν μπόρεσε εν συνεχεία να σταθεροποιήσει τη πυγμή του έναντι των Αμερικανών, παρουσιάζοντας τον εαυτό σου σαν έναν πυλώνα σταθερότητας που επιβίωσε από την επίθεση. Έτσι, στα επόμενα χρόνια διακυβέρνησής του, κατάφερε να περάσει πολλά “κομμάτια” της ατζέντας του από το Κογκρέσο.

Μετά την απόπειρα δολοφονίας κατά του Τραμπ, υπήρξαν παρόμοια μηνύματα περί ενότητας και από τα δύο στρατόπεδα, Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών, παρά την αρχική ένταση, που βρίσκονται σε έντονη προεκλογική περίοδο. Ο Μπάιντεν ζήτησε “ψυχραιμία”, όπως και ο Τραμπ, ενώ και οι δύο ζήτησαν να γίνουν τα πάντα ώστε η χώρα να ενωθεί “για να τερματιστεί η πολιτική βία”. Παρότι τα κίνητρα του δράστη εναντίον του Τραμπ, δεν έχουν αποσαφηνιστεί (και ίσως και να μην αποσαφηνιστούν ποτέ).

Ο Τραμπ προσπάθησε να προβάλει τη δύναμή του στον απόηχο της απόπειρας δολοφονίας, εκμεταλλευόμενος μάλιστα και τα πρώτα δευτερόλεπτα μετά από αυτή, ποζάροντας προς τον φακό με υψωμένη τη γροθιά του. Την Κυριακή ανακοίνωσε πως παρά το περιστατικό, δεν θα αλλάξει το προεκλογικό του πρόγραμμα, ενώ θα δώσει το “παρών” στο Εθνικό Συνέδριο των Ρεπουμπλικανών στο Μιλγουόκι, το οποίο ξεκινά τη Δευτέρα.

Ο Ρίγκαν είχε δείξει ανάλογη πυγμή. Στα απομνημονεύματά του έγραφε πως έλεγε στους γιατρούς του, “πιστεύω πως είστε Ρεπουμπλικανοί, γιατί σήμερα είμαστε όλοι Ρεπουμπλικανοί”, ενώ έκανε αστεία προς τη γυναίκα του λέγοντας “αγάπη μου ξέχασα να φέρω την “πάπια” στο νοσοκομείο”. Τέσσερις μέρες μετά την απόπειρα εναντίον του, εμφανίστηκε όρθιος με τη γυναίκα του, κρατώντας της το χέρι. Μετά την επιστροφή του στα καθήκοντά του, περπάτησε από το αυτοκίνητο μέχρι τον Λευκό Οίκο για να δείξει πόσο καλά τα πήγαινε.

Αξίζει να σημειωθεί πως το 1980 ο Ρίγκαν είχε επικρατήσει στις εκλογές με το σύνθημα “να κάνουμε την Αμερική σπουδαία ξανά”, που έχει υιοθετήσει και ο Τραμπ. Εκείνη την εποχή η Αμερική βαλλόταν από υψηλό πληθωρισμό, στάσιμη οικονομική ανάπτυξη, κρίση στο Ιράν αλλά και ψυχροπολεμική ένταση με τη Σοβιετική Ένωση την οποία ο Ρίγκαν χαρακτήριζε ως “αυτοκρατορία του κακού”. Αν και ο Ρίγκαν ήταν υπέρμαχος των κοινωνικά συντηρητικών αξιών, ζητήματα όπως η άμβλωση και η μετανάστευση δεν ήταν και τόσο “διαιρετικά” ανάμεσα στα δύο πολιτικά στρατόπεδα της εποχής, όπως είναι σήμερα.

Στην πρώτη του ομιλία μετά την επίθεση εναντίον του, ο Ρίγκαν στράφηκε στην οικονομία, παρουσιάζοντας ένα νέο σχέδιο ανάκαμψης, στο οποίο περιελάμβανε μεγάλες φορολογικές περικοπές. Μέσα σε τέσσερις μήνες, το ποσοστό δημοφιλίας προς το πρόσωπό του, έφτασε στο 70%. Ο Τραμπ μπορεί να ελπίζει ότι θα βιώσει παρόμοια πολιτική ώθηση τους επόμενους μήνες, με τη δημοτικότητά του να είναι στο 42% πριν την επίθεση, ωστόσο δεν είναι απολύτως βέβαιο κάτι τέτοιο. Ο Ρίγκαν είχε τελικά επανεκλεχθεί στις εκλογές του 1984, ενώ συνολικά ήταν πρόεδρος από το 1981 έως το 1989, ο γηραιότερος στις ΗΠΑ μέχρι την εκλογή Μπάιντεν το 2020 σε ηλικία 77 ετών.

Για την απόπειρα δολοφονίας του κρίθηκε ότι το πρόβλημα ήταν η εκτεταμένη οπλοκατοχή στη χώρα και όχι η πολιτική βία.

Όπως αναφέρει το Vox, παρά την επίθεση για τους Δημοκρατικούς ο Τραμπ εξακολουθεί να αποτελεί αυτό που πιστεύουν ότι αποτελεί υπαρξιακή απειλή για τη δημοκρατία, ενόψει των εκλογών του Νοεμβρίου. Η βάση των Ρεπουμπλικανών του Τραμπ πιστεύει ότι ο πρώην πρόεδρος χρειάζεται την υποστήριξή τους τώρα περισσότερο από ποτέ, ωστόσο κατά τους διεθνείς αναλυτές, αυτό δεν σημαίνει πως οι ψηφοφόροι των Δημοκρατικών θα μπορούσαν να ψηφίσουν τον Τραμπ μόνο και μόνο επειδή δέχθηκε αυτή την επίθεση. Μην ξεχνάμε πως πολλοί ήδη τον κατηγορούν ότι έθεσε σε κίνδυνο τους φρουρούς του για μερικά πολύτιμα δευτερόλεπτα, ενώ προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί την “ευκαιρία” για να ποζάρει στον φακό.

Ακόμη, μιλάμε για έναν πολιτικό που έχει δοκιμαστεί κυβερνητικά, στην προηγούμενή του θητεία. Έτσι, δεν είναι απίθανο αρκετοί ψηφοφόροι να δουν την απόπειρα κατά του Τραμπ ως ένα “προμήνυμα” για την επόμενη θητεία του, στην οποία θα μπορούσε να επιδείξει ακόμη μεγαλύτερη καταστολή και εσωτερική βία, πυροδοτώντας νέα διαίρεση και φυλετικές διακρίσεις. Για την ώρα πάντως, ο ίδιος κρατάει τους τόνους αρκετά χαμηλά.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα